Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

ένα μικρό "παραμύθι" για μια μικρή νεράιδα

και για όλες τις νεράιδες και τους ιππότες του κόσμου, που χάθηκαν σε ζοφερούς λαβύρινθους κι απέδρασαν με τα φτερά της αιωνιότητας


(σε λίγες μέρες θα γινόταν 26 χρονώ και χτες συμπληρώθηκε κιόλας ένας χρόνος από τότε που ανέβηκε στα φτερά μιας λευκής πεταλούδας και μας άφησε μ' ένα μικρό χαμόγελο (ίσως) ανακούφισης -πάντα θα τη θυμάμαι)



Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι πολύ έξυπνο και πολύ όμορφο, που ζούσε σε ένα ωραίο σπίτι, που δεν ήταν, όμως, και πολύ χαρούμενο.
Το σπίτι αυτό, κι ας του έλειπαν οι πολλές χαρές, είχε ένα πολύτιμο στολίδι' μια μεγάλη βιβλιοθήκη γεμάτη με θαυμαστά βιβλία και το κοριτσάκι μας, όποτε ήταν λυπημένο, πήγαινε εκεί και τα κοίταζε με λαχτάρα. Ήταν πολύχρωμα και μύριζαν όμορφα. Και τι ιστορίες που είχαν κρυμμένες μέσα τους. Με νεράιδες και ξωτικά, με βασιλοπούλες και πρίγκιπες, με κακές και καλές μάγισσες, με μοχθηρούς και με καλοσυνάτους μάγους, με δίκαιους και μ' άδικους ανθρώπους, με σοφούς και κουτούς, με κάμπους, βουνά, θάλασσες, πολιτείες, ζώα άγρια και ζωάκια ήμερα.
Και τι καλά που στο τέλος κέρδιζαν πάντα οι καλοί και δίκαιοι.

Α, ναι, ήταν πάρα πολύ καλοί φίλοι τα βιβλία, και το κοριτσάκι διάβαζε και διάβαζε και γινόταν όλο και πιο έξυπνο.
Μάλιστα, να σας το πω κι αυτό, μια μέρα κάθισε κι έγραψε ένα δικό της παραμύθι. Αλλά ήταν ένα παράξενο παραμύθι. Γιατί το κοριτσάκι, επειδή αγαπούσε όλες τις ιστορίες που είχε διαβάσει, πήρε μικρά κομματάκια από την κάθε μια, τα ένωσε ταιριαστά, μα πολύ ταιριαστά, μεταξύ τους  κι έφτιαξε ένα ολοκαίνουριο παραμύθι που είχε πολλά παραμύθια μέσα του. Και ήταν καταπληκτικά ωραίο.
Και βέβαια, κέρδισε το πρώτο βραβείο, αφού μ' αυτό το παραμύθι πήρε μέρος σε έναν διαγωνισμό λογοτεχνίας για παιδιά.

Μη φανταστείτε, τώρα που σας τα λέω αυτά, ότι το κοριτσάκι όλη μέρα μόνο διάβαζε.
Και στην αλάνα έπαιζε με τους φίλους της, και στο πάρκο πήγαινε βόλτες με τη μαμά και μερικές φορές και με τον μπαμπά της. Και βέβαια, πάντα πρόσεχε τον μικρότερο αδερφό της κι έπαιζαν μαζί, κι ας μάλωναν συχνά.
Κι έτσι, όλα πήγαιναν όσο καλά μπορούσαν να πάνε.

Όμως, όσο μεγάλωνε το κοριτσάκι, όλο και πιο κουτά φτιαγμένος της φαινόταν ο κόσμος των μεγάλων. καμιά φορά, την τρόμαζε κιόλας.
Τι να κάνει κι αυτή, άρχισε να φτιάχνει τις δικές της ιστορίες, όπως έκαναν τα βιβλία. Κι όπου έβρισκε μαύρο στην αληθινή ζωή, το έβαφε γαλάζιο και πορτοκαλί, να φέγγει ο τόπος, στις δικές της ιστορίες.
Κι όσο περνούσε ο καιρός, διάβαζε όλο και λιγότερο και σκεφτόταν όλο και περισσότερο τα δικά της παραμύθια.

Μια μέρα γνώρισε κάποια παιδιά, που κι αυτά ήταν απογοητευμένα και τρομαγμένα από την αληθινή ζωή κι έγραφαν τις δικές τους ιστορίες με τα δικά τους χρώματα.
Περνούσαν όμορφα και γελούσαν πολύ κι ήταν βέβαιοι ότι ήταν ευτυχισμένοι. Μέχρι που κάποτε  ήρθαν στην παρέα δυο καινούρια παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ααα, ήταν εξαιρετικά γοητευτικά πλάσματα. Και μιλούσαν για κάτι ιστορίες! Η παρέα του κοριτσιού μας, αλλά και το κορίτσι μας το ίδιο, άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα τις ιστορίες των νεοφερμένων. Γεμάτες δύναμη και ηρωισμούς, αμαζόνες και μαχητές, σπουδαίους και σπουδαίες' και λίγη κοροϊδία για τους άλλους, που δεν τολμούν να είναι έτσι.

Το δικό μας το κορίτσι είχε πολύ εντυπωσιαστεί από αυτούς τους δυο καινουριοφερμένους. Και τότε έγινε το θαύμα. Το καινούριο αγόρι είπε στο δικό μας κορίτσι ότι, αν ήθελε κι αυτή βέβαια, μπορούσε να της δείξει πώς να φτιάχνει κι αυτή τέτοιες ιστορίες.
Μα και βέβαια θέλω, είπε το δικό μας κορίτσι. Η δική σας ιστορία είναι καλύτερη από όλες όσες έχω γράψει εγώ.

Κι έτσι, ξεκίνησε να κάνει παρέα μόνο με αυτά τα παιδιά, από τη μια γιατί οι άλλοι δεν ήθελαν στην παρέα τους νεοφερμένους, κι από την άλλη γιατί είχε αρχίσει να τους βαριέται τους παλιούς της φίλους.
Κι άρχισε να μαθαίνει πώς γράφονται οι ηρωικές ιστορίες.
Λίγο αργότερα γνώρισε κι άλλα παιδιά σαν τους καινούριους της φίλους.
Ήταν όλοι ατρόμητοι, θαρραλέοι, δυνατοί και τόσο έξυπνοι, που κοίταζαν από ψηλά, όσους δεν είχαν ιστορίες σαν τις δικές τους.
Όλοι είπα; Ψέμματα. Όχι όλοι. Τύχαινε καμιά φορά να συναντήσει στην παρέα και κάτι τρομαγμένα κι άρρωστα παιδιά, και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται, να μπορείς να γράφεις τέτοιες ιστορίες και να καταντάς έτσι. Άρρωστος, βρώμικος, κλαψιάρης και μυξιάρης κι όλο να παρακαλάς τους άλλους να σε βοηθήσουν να συνεχίσεις να γράφεις την ιστορία σου.
Μα, πώς κατάντησαν έτσι; έλεγε. Εγώ ποτέ δεν θα επιτρέψω να μου συμβεί κάτι τέτοιο.

Κι έτσι, το κορίτσι μας, όλο και πιο ερωτευμένο με τη νέα του κατάσταση, έπεσε με τα μούτρα να γράφει υπεράθρωπες ιστορίες.
Μα όσο πιο πολύ την συνέπαιρναν οι ιστορίες της, τόσο πιο τρομακτικές γίνονταν.
Σιγά σιγά άρχισε να μοιάζει με κείνα τα παιδιά, τα καχεκτικά και κακομοίρικα.
Καμιά φορά, κουραζόταν κι ήθελε να γυρίσει πίσω, αλλά η ιστορία της ήταν πιο δυνατή και σύντομα την ανάγκαζε να ξαναμπεί μέσα σ' αυτήν.
Και κάθε μέρα ήταν και πιο τρομακτική. Χανόταν μέσα σε σκοτεινά δάση κι έκλαιγε. Πνιγόταν σε φουρτουνιασμένες θάλασσες, διψούσε σε καυτές ερήμους, πάγωνε θαμμένη κάτω από τόνους χιόνι.

Μια τέτοια μέρα, λοιπόν, βρέθηκε σε έναν απαίσιο τόπο. Παντού ερείπια κι ούτε ένα ζωντανό πλάσμα τριγύρω. Όλα ήταν γκρίζα και σκονισμένα και παραπέρα ένα σκοτεινό δάσος.
Φοβόταν και κρύωνε.
Τι φριχτός τόπος, πώς μπορούσε να γράψει για κάτι τόσο ζοφερό; Κι έτσι, αποφάσισε να φύγει από κει. Πώς όμως; Όλοι οι δρόμοι κλειστοί γύρω της και μόνο το δάσος σαν να την προσκαλούσε με τα σκοτάδια του και την ησυχία του.
Προχωρούσε μέχρι που βρέθηκε σ' ένα ξέφωτο με πυκνό πράσινο χορτάρι γεμάτο με πολύχρωμα λουλούδια και κατακόκκινες παπαρούνες. Μια άσπρη πεταλούδα που ρουφούσε μέλι από ένα μοβ λουλουδάκι, στάθηκε και την κοίταξε μια στιγμή κι ύστερα κούνησε απαλά τα φτερά της και πέταξε μακρυά. Και το δικό μας το κορίτσι ένοιωσε σαν να πετά κι αυτό μαζί της. Κι όπως άρχισε να πετάει ελεύθερη στον γαλανό ουρανό, άφησε τη ζοφερή ιστορία της να πέσει στη γη. Κι ύστερα συνέχισε να πετάει ευτυχισμένη, χωρίς τίποτα να τη βαραίνει πια.