Τρίτη 13 Αυγούστου 2019


Για σκέψου λίγο...

πρόλογος


Η γλώσσα των αριθμών είναι αληθινή μεν, ψυχρή και αναίσθητη δε.
Οι στατιστικές μιλούν για ποσοστά τοξικομανών επί του πληθυσμού κάποιας πόλης ή κάποιας χώρας. Μιλούν επίσης και για ποσοστά θανάτων επί του πληθυσμού των τοξικομανών. 
Μόνο που αυτοί οι αριθμοί, οι οποίοι είναι, βεβαίως, σε άμεση συνάρτηση με κάποιους άλλους αριθμούς, που μας λένε ότι το εμπόριο ναρκωτικών είναι το δεύτερο πιο προσοδοφόρο στον κόσμο, μετά το εμπόριο όπλων, δεν μπορούν να μιλήσουν για τη δυστυχία  που σκορπάει η χρήση τοξικών ουσιών, στους εξαρτημένους και στις οικογένειές τους, ακόμα κι αν δεν σημειωθεί θάνατος, επηρεάζοντας καθολικά σε κοινωνικό, οικονομικό, ψυχολογικό και συναισθηματικό επίπεδο το άμεσο περιβάλλον του χρήστη. 
Κι επίσης, κανένας αριθμός και καμιά στατιστική δεν "θέλουν" να πουν ότι οι ίδιοι οι χρήστες και οι οικογένειές τους βγαίνουν εκτός πολιτικοκοινωνικού και πολιτισμικού  πεδίου δράσης κι ότι αυτό είναι κάτι εξαιρετικά βολικό για τους "ταγούς" του κόσμου...

Είναι γνωστό, βεβαίως, ότι, όπως είναι δομημένη η κοινωνία, δημιουργεί καταπακτές και στρόβιλους που καταπίνουν νεαρά πλάσματα.
Κι είναι επίσης γνωστό, ότι ούτε πρόληψη ούτε θεραπεία υπάρχουν σε ικανοποιητικό, έστω, βαθμό στη χώρα μας. Οι λίστες παραμένουν μεγάλες και οι χρήστες που θα ήθελαν να ενταχθούν σε θεραπευτικές κοινότητες, δεν αντέχουν την αναμονή και ξανακυλάνε στην παραίτηση.




Για σκέψου λίγο....




Μάλιστα. Ο,τι χάσαμε το βρήκαμε πάλι, είπε μέσα από τα δόντια της η Αντιγόνη, άρτι αφιχθείσα και μόλις τους είδε να της χαμογελούν από απέναντι.
Εκείνο δε, που της την έδωσε πιο πολύ ήταν οι σεινάμενες κουνάμενες χαιρετούρες της Μαρίας, που μπορεί κάποτε να ήταν κολλητή, αλλά από τη στιγμή που έκανε κείνη τη λαδιά, και για πολύ καιρό μετά, σχεδόν ως το τέλος, της έφερνε αναγούλα ακόμη και τ' όνομά της.

Tους χαμογέλασε κάπως συγκρατημένα κι αφοσιώθηκε για όσο χρειαζόταν στις αναγκαίες διατυπώσεις εισόδου της.

Λίγο πριν τελειώσουν όλα, σήκωσε το βλέμμα της ελπίζοντας να μην τους ξαναδεί, αλλά εσύ είσαι που το λες; Ήταν όλοι εκεί κι έδειχναν ακόμη πιο ανυπόμονοι να την υποδεχτούν.

Με το «ωραία τελειώσαμε, περάστε παρακαλώ» του υπευθύνου, όρμησαν όλοι μαζί, ­πρώτη και καλύτερη η Μαρία, και της έλεγαν, την αγκάλιαζαν, τη φιλούσαν.

Το πιο άγαρμπο καλωσόρισμα, βεβαίως, της το επιφύλαξε ο Στάθης: Α ρε Αντιγονίτσα - νίτσα, δεν άλλαξες καθόλου, και της έδωσε μια στην πλάτη -για χάδι το πήγαινε ο έρημος, αλλά μερικά πράγματα δεν αλλάζουν- που την πόνεσε και κάτω από άλλες συνθήκες θα τού 'ριχνε κανένα από κείνα τα βλέμματα που σκοτώνουν, αλλά ας όψονται τα νέα δεδομένα.

Μετά, την περίλαβε ο βαρύς κι ασήκωτος, ο και Αυστραλός λεγόμενος, ο Σάκης: Αντιγονάκι, καλά περνάμε κι εδώ ρε συ. Τι νέα από κάτω;
Δεν μας παρατάς κι εσύ ρε Σάκη, της ήρθε να του πει, αλλά συγκρατήθηκε.
 Βρε τι πάθαμε, σκέφτηκε, αλλαγή περιβάλλοντος σου λέει μετά. Στημένη μου την είχαν πανάθεμά με;                                    .

- Ξαδερφούλα, την έβγαλε από τις σκέψεις της η μπάσα φωνή του Νικόλα που έτρεχε κατά πάνω της μ' ανοιχτά τα χέρια κι ένα διάπλατο χαμόγελο στη θέση εκείνου του πονηρούτσικου, που διάβασε στο στόμα του την τελευταία φορά που τον είδε.

Έτσι που ψιλοχαμογελάει, δεν είναι σαν να λέει «κορόιδα σας την έσκασα»; είχε σκύψει κι είχε ψιθυρίσει στο αυτί της μεγάλης αδερφής της. Σταμάτα τις βλακείες, είχε πει σιγανά εκείνη, αλλά δεν άντεξε να μην προσθέσει, ακόμη πιο σιγανά, ότι το ίδιο σκεφτόταν κι αυτή τόση ώρα που τον κοίταζε.

Τώρα είμαι καλά, σκέφτηκε κι έτρεξε να χωθεί μέσα στην πλατιά αγκαλιά του.

- Τι λέει ρε μικρό, όλοι καλά κάτω;

- Ε, αφού τα ξέρεις κι από άλλες ανάλογες περιπτώσεις, για λίγο καιρό κανένας δεν θα είναι καλά, αλλά θα περάσει κι αυτό πού θα πάει' και με σένα έτσι έγινε και με μένα έτσι θα γίνει.

- Ρε μάγκα, εσένα είναι ξαδερφάκι σου, αλλά εμένα είναι φιλαράκι μου, δεν θα την πάρεις και μονοπώλιο τώρα, βγήκε μπροστά ο Στάθης.

Αυτό το παιδί, πάντα ξεφύτρωνε εκεί που δεν το σπέρνουν κι όλο την έσπαγε σε όλους.

- Σταθούλη, νέα θες κι εσύ; Άσε αγόρι μου, θα στα πω αργότερα, μη σου μαυρίσω την ψυχή και με το καλημέρα σας, του είπε και τον κοίταξε σχεδόν τρυφερά. Στο κάτω κάτω της γραφής, αγαπιόταν αυτοί οι δυο, ήταν φίλοι χρόνια κι ας μην άντεχε για πολύ ο ένας τον άλλο.

- Αντιγονάκι, πάμε να σου δείξω το χώρο σου, να ξεκουραστείς λίγο, και μετά σε περιμένει μια ωραιότατη έκπληξη, είπε η Μαρία και την πήρε απαλά από την αγκαλιά του ξαδέρφου. ("Αντιγόνη πρόσεχε, αυτή σου κάνει γλύκες πάλι", έκανε την τρίτη κακή σκέψη της ημέρας -και παράλληλα: "μωρέ μπράβο, δεν έχασα τα συναισθηματικά αντανακλαστικά μου").
- Έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σε δύο περιπτώσεις, συνέχισε η Μαρία, ανύποπτη για τις υποψίες της Αντιγόνης: σε κάτι σαν γκαρσονιέρα όπως τις λέγαμε κάτω ή, αν θέλεις, μπορείς να μείνεις και μαζί μου, στο άλλο δωμάτιο του δικού μου διαμερίσματος. Βλέπεις, όταν ήρθα εγώ, υπήρχε μπόλικη άπλα σ' αυτή την πτέρυγα...

- Άσε, θα μείνω για λίγο καιρό μόνη μου, έχω να συμμαζέψω πολλές σκέψεις, είπε θλιμμένα εκείνη.
- Καταλαβαίνω, την κοίταξε με αγάπη η Μαρία. Έτσι είναι πάντα στην αρχή, αλλά σε διαβεβαιώ ότι σύντομα θα νιώθεις καλύτερα. Της έδωσε ένα φιλί στα μαύρα της μαλλιά και την έσπρωξε απαλά στην πόρτα ενός θαυμάσιου κήπου που ήταν γεμάτος με πανέμορφα λουλούδια και είχε κι αγιόκλημα και πασχαλιές και τριαντάφυλλα, που ήταν τ' αγαπημένα της, και στην άκρη ενός λιθόστρωτου διαδρόμου την καλωσόριζε θαρρείς ένα σπιτάκι βαμμένο σ' αποχρώσεις μπλε- γαλανό.

Πήρε βαθιά ανάσα που γέμισε λουλουδοευωδιές το είναι της και σκούπισε δυο δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλά της.

Αχ Πετράκο μου, σκέφτηκε το μικρούλη γιο της, να σε είχα τώρα εδώ κοντά μου. Θα νοιώθω σύντομα καλύτερα, είπε η Μαρία. Θα πάψει να με σουβλίζει δηλαδή αυτός ο δυνατός πόνος της απουσίας; Θα συνηθίσω χωρίς εσένα; Μην κλαις μωρό μου, καλά είμαι, είπε σιγανά και προχώρησε προς το σπίτι.

Μμμμ, δεν είναι καθόλου άσχημα εδώ. Στο μέσα μέρος μιας, σαν αραχνοϋφαντης, πόρτας ήταν ένα σαλόνι πες, ευρύχωρο και πολύ γουστόζικα επιπλωμένο με μαλακούς άνετους καναπέδες και μια τεράστια βιβλιοθήκη που σκέπαζε τον ένα τοίχο από το πάτωμα ως το ταβάνι και από τη μια άκρη ως την άλλη.

Γουστάρωωωω είπε δυνατά και πηγαίνοντας προς τα κει με φόρα, σκόνταψε στο τραπεζάκι του σαλονιού κι έριξε το βιβλίο που ήταν επάνω του: «Ραμάνθις Ερέβους» της Ζυράννας Ζατέλη, με μια άδεια μπάρα από φιλτράκια για σελιδοδείκτη, ακριβώς όπως το είχε αφήσει κάτω μισοδιαβασμένο.

Τα βιβλία δεν πονάνε, είπε χαμογελώντας πικρά και έφερε στο νου της όλη την υπόθεση μέχρι εκεί που είχε διαβάσει.

Πήρε το μεγάλο βιβλίο απαλά στα χέρια της και φτάνοντας στη βιβλιοθήκη άρχισε να αγγίζει τις ράχες των βιβλίων και να διαβάζει στα πεταχτά μερικούς, από τις πολλές εκατοντάδες, τίτλους. Χριστέ μου θησαυρός, τι καλό έκανα κι ήρθα τελικά στον παράδεισο; απόμεινε μ' ανοιχτό το στόμα. Όσα βιβλία διάβασε κι ήθελε να ξαναδιαβάσει, όσα ήθελε να διαβάσει και δεν πρόλαβε ή δεν απόχτησε ποτέ, και άπειρα άλλα που ούτε είχε φανταστεί την ύπαρξή τους, ήταν εκεί και την προσκαλούσαν να χαθεί μέσα στις σελίδες τους.

 Όσο για περιποίηση δεν μπορώ να πω, ξαναείπε και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Κρεβατοκάμαρα: Ένα μεγάλο κρεβάτι στη μέση του ευρύχωρου δωματίου κι ένα τεράστιο παράθυρο που έδινε στον κήπο με τις ευωδιές και στον καταγάλανο ουρανό.

Αχ και να μπορούσα Πετράκο μου να σου πω ότι είμαι καλά και να μην κλαις, ξανασκούπισε τα δάκρυά της ψιθυρίζοντας: Με συγχωρείς μωρό μου που σε πονάω. Όλοι σας να με συγχωρείτε που σας πονάω, σκέφτηκε πάλι τη μάνα της, τον πατέρα της, τις αδελφές, τ' ανίψια της, τους φίλους. Στην αρχή θα σας πονάω πολύ, αλλά μου είπαν ότι σιγά σιγά θα ηρεμήσω και θα ηρεμήσετε κι εσείς. Ο χρόνος, μου είπαν στην είσοδο, είναι καλός γιατρός και για σας και για μένα.

Ωραία' σαλόνι, κρεβατοκάμαρα, να κι ένα όμορφο μπάνιο και μια χαριτωμένη κουζίνα. Καημένο μου πλυντηριάκι, θυμήθηκε το μόλις προ μιας εβδομάδας αγορασμένο πλυντήριο πιάτων, δεν πρόφτασα να σε χαρώ γλυτώνοντας από τους σωρούς των άπλυτων που γέμιζαν πάντα μέχρι επάνω τον νεροχύτη μου... Και στο μπάνιο, μόνο τα απαραίτητα' ας ελπίσουμε ότι η Μαρία θα έχει τίποτα μπογιές' βαμμένη και χτενισμένη στην τρίχα τη βρήκα. Εγώ, έτσι όπως έφυγα βιαστικά, έμεινα με τα δικά μου χρώματα και δεν είναι ό,τι το γοητευτικότερο. Το φουστανάκι και τα πέδιλά μου πάντως, ήταν καλή επιλογή' οι αδερφές μου τα διάλεξαν, ξέραν την αγάπη μου για τα κόκκινα.

Λοιπόν, έχουμε και λέμε, ξαναγύρισε στη βιβλιοθήκη, εδώ ο χρόνος είναι ατελείωτος, κι όπως δεν πολυχρειάζομαι ύπνο, θα διαβάζω σαν παλαβή.

Γουστάρωωωω, ξαναείπε κι έσκασε πάνω στο μεγάλο καναπέ με τη "Ζυράννα Ζατέλη" στο χέρι.

Αντιγονίτσα - νίτσα, ήρθα να σε πάρω, ακούστηκε απ' έξω ο Στάθης. Της άρεσε κι αυτηνής που τη φώναζε έτσι. Της το είχε κολλήσει για να της τη σπάει,  τότε, γύρω στα δεκαπέντε της, που τη θεωρούσε φρικιό λόγω αμφίεσης κυρίως, αλλά και λόγω συμπεριφοράς έναντι του... κατεστημένου...

Αχ Σταθάκη, πέρασε πολύς καιρός από τότε, είπε μέσα της και σηκώθηκε. - Για πού φίλε μου; Τον ρώτησε χαμογελώντας και στρώνοντας καλύτερα το κόκκινο κοντό φουστάνι πάνω στο σώμα της.

Έκπληξη, δεν είπαμε; είπε εκείνος χαμογελώντας λίγο θλιμμένα, αλλά έχουμε λίγο καιρό μέχρι να πάμε. Πες μου ρε Αντιγόνη για τους κάτω, τι κάνουν;

Τι να σου πω ρε Στάθη, πολλά ήταν χάλια όταν έφυγες, αλλά μερικά έγιναν ακόμη πιο χάλια στη διάρκεια. Άστα όμως τώρα αυτά, πάμε στο πάρτυ' πάρτυ δεν είναι η έκπληξη; κι έχουμε άπειρο καιρό μπροστά μας για να τα λέμε.
Η σάλα των εκδηλώσεων, των πάρτυ υποδοχής των καινούριων δηλαδή, ήταν μια τεράστια αίθουσα κατάφωτη από εξαιρετικά όμορφα φωτιστικά σώματα. Τίποτα παρόμοιο δεν είχε ξαναδεί ούτε φανταστεί ως τότε η Αντιγόνη. Τα βλέπεις και παρακαλάς να μην τελειώσει η νύχτα και σβήσουν, σκέφτηκε κοιτώντας τα εκστατικά.

-Μη στέκεσαι σαν χάνος, την έσπρωξε απαλά ο Στάθης, όλοι αυτοί εσένα περιμένουν.

-Τι λες μωρέ παλαβέ, εδώ μέσα είναι πιο πολλοί από χίλιοι άνθρωποι...

-Νέοι όπως βλέπεις'  γέρους και παιδιά θα δεις τις επόμενες μέρες.

Δεν μου φτάνει ο καημός μου... ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της η Αντιγόνη, αλλά στόλισε το πρόσωπό της μ' ένα χαμόγελο από κείνα που έκαναν όσους την ήξεραν να χάνουν το μυαλό τους, και προχώρησε θαρρετά. Πριν όμως γίνει αντιληπτή από όσους ήταν εκεί και περίμεναν να τη δουν ή να τη γνωρίσουν ή έστω να γλεντήσουν με αφορμή την έλευσή της, πρόλαβε το χεράκι της Μαρίας -που είχε ξαναγίνει λεπτό και κομψό όπως παλιά- και την τράβηξε πίσω από μια άλλη αραχνοϋφαντη πόρτα.

Τόσα χρώματα σε μια κουρτίνα, πρόλαβε να σκεφτεί, πριν η άλλη της ψιθυρίσει: Έλα δω να σε στολίσω λίγο.  
Πήρε χρώμα από τα δικά της βλέφαρα και το άπλωσε πάνω από τα πράσινα μάτια της Αντιγόνης. Μετά έσυρε το δάχτυλο πάνω από τα χείλη της κι άρχισε ν΄απλώνει με  γρήγορες και έμπειρες κινήσεις το κραγιόν στα χείλη της Αντιγόνης. "Και λίγο στα μαγουλάκια, λίγο στο μέτωπο, μια ιδέα στη μύτη κι άλλη μια στο πηγούνι... για να δω, τέλεια, τώρα είσαι έτοιμη να σε υποδεχτούν τα πλήθη."

Λες να ξανάγινε άνθρωπος αυτή; αναρωτήθηκε η Αντιγόνη και προχώρησε μπροστά, αφού βέβαια την ευχαρίστησε πρώτα.

Πολλοί από τους αμέτρητους ανθρώπους που ήταν σκορπισμένοι μέσα στην αχανή αίθουσα, γύρισαν και την καλωσόρισαν με ένα χειροκρότημα.

- Όπως καταλαβαίνεις είσαι η σταρ της βραδιάς, κι όπως είσαι κούκλα, τους μάγεψες όλους, είπε καμαρώνοντας η Μαρία.

Μια άγνωστη κοπέλα την πλησίασε και με τελετουργικές κινήσεις της πρότεινε ένα δίσκο με ένα κρυστάλλινο ποτήρι γεμάτο από ένα πορφυρό υγρό που στραφτάλιζε στο φως των πολυέλεων. 

Τι είναι, ρώτησε με τα μάτια τον Νικόλα, που την κοίταζε με ανείπωτη τρυφερότητα. Θαυμάσιο της δήλωσε εκείνος μισοκλείνοντας τα μάτια και σφίγγοντας λίγο το στόμα.

- Νέκταρ, ε; είπε στο κορίτσι που περίμενε δίπλα της.

- Νέκταρ, χαμογέλασε εκείνη, σαν εκείνο που έπιναν οι θεοί του Ολύμπου.

Αμέσως μετά, θαρρείς και το να αδειάσει το ποτήρι με το θεσπέσιο ποτό ήταν το σύνθημα, την περικύκλωσαν όλοι μαζί οι πάλαι ποτέ συντοπίτες της. Άλλους τους ήξερε καλά κι άλλους ίσα που της θύμιζε κάτι η μορφή τους.

Βρε, βρε πόσος κόσμος, που δεν ήξερα πού είχε χαθεί, είναι εδώ, σκέφτηκε και συνέχισε να σφίγγει χέρια.

- Γεια σου βρε Μανώλη, είπε στο νεαρό γίγαντα που την πλησίασε, πώς τα περνάς εδώ;
- Ζάχαρη, είπε ο νέος, και η Αντιγόνη δεν είχε κανένα λόγο να μην τον πιστέψει, κυρίως αναλογιζόμενη τα σαράντα μανιασμένα κύματα που τον έδειραν στη διάρκεια της δεκαεννιάχρονης ζωής του.

- Γιάννη κι εσύ εδώ; Να και το Χριστινάκι, κι ο Νίκος πιο κει, Χριστέ μου είμαστε πάρα πολλοί τελικά...

- Και τώρα, η σειρά μου μαντάμ, την πλησίασε ένας μελαχρινός νεαρός με ανοιχτές αγκάλες.

- Σπυράκο, κι έλεγα πού να είσαι φίλε μου. Έκλαψα πολύ για σένα, του είπε και τον αγκάλιασε συγκινημένη.
 -Το πιστεύω. Σας σκεφτόμουν συνέχεια, εσένα, τον Παύλο και τη Σούλα. Αλήθεια, τι κάνει αυτή;
-Μπορεί να τη δούμε σύντομα κατά δω... 
    
- Κατάλαβα, οι μαλακίες συνεχίζονται...


Η υπόλοιπη νύχτα κύλησε με κουβέντα και μουσική που πετούσε στον αέρα της αίθουσας κι είχε διαφορετική επίδραση στον καθένα: Άλλους τους έκανε ανάλαφρους σαν πούπουλα, σε άλλους μαλάκωνε τη θλίψη και σ' άλλους έφερνε δάκρυα νοσταλγίας. 

Έτσι γινόταν κάθε φορά που ερχόταν κάποιος καινούργιος' οι γνωστοί κι οι φίλοι του σκέφτονταν τους αγαπημένους τους κάτω κι εκείνοι με τη σειρά τους είτε θρηνούσαν, είτε έκλαιγαν με κείνο το κλάμα του χωνεμένου πόνου.


Η Αντιγόνη ήθελε να ουρλιάξει και με δυσκολία συγκρατιόταν, αλλά όχι για πολύ. Σε λίγο άρχισε να κλαίει με αναφιλητά και με απόγνωση, καθώς συνειδητοποιούσε ότι έφυγε μακριά. Την ίδια ώρα, κάτω, όλοι οι αγαπημένοι της, ο γιος, η μάνα, ο πατέρας, οι αδελφές της, τ' ανίψια, θρηνούσαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.

Έλα να ξεκουραστείς, την πήρε στην αγκαλιά του ο Νικόλας.
Το χάδι του την ηρέμησε κάπως και τράβηξε το μεγαλύτερο βάρος του λογισμού της από κείνους που λάτρευε. Άντε όμως κάνε καλά τις σκέψεις, που πολύ γρήγορα άρχισαν πάλι να χοροπηδούν από τον έναν στον άλλον και να της δίνουν σουβλιές πόνου.


Η νύχτα πέρασε πάντως' σαν κάποιες ώρες μάλιστα να ησύχασε κάπως, κι όλοι που ήταν καθισμένοι γύρω της χαλάρωσαν και κάποιοι σιγοκουβέντιαζαν ψιθυριστά.

Το ξημέρωμα ωστόσο, ήταν επίσης πικρό, ίσως πιο πικρό από τη νύχτα γιατί το καινούριο περιβάλλον ήταν εκεί, κι αν ήταν απείρως ωραιότερο από τον τόπο που άφησε, ήταν λειψό και θλιβερό γιατί δεν το κοσμούσαν τα αγαπημένα της πρόσωπα.


...................................................................


Όλες τις άλλες μέρες που ακολούθησαν, ο ξάδερφος, ο Στάθης, η Μαρία κι ο Σάκης την είχαν από κοντά μέχρι που άρχισε να ψιλοσυνηθίζει και να προσαρμόζεται. Έξυπνο πλάσμα όπως ήταν, και με εξαιρετικά γυμνασμένο μυαλό (αναδυόμενο από τον πρότερο "έντιμο" βίο), κατόρθωσε αρκετά σύντομα να βάζει φρένο στις σκέψεις της κι έτσι να υποφέρει όλο και λιγότερο για τους αγαπημένους κάτω. Σε τρεις μήνες μάλιστα κατόρθωσε να τους σκέφτεται συνέχεια μεν, αλλά όχι με κείνον τον αφόρητο πόνο.

Για να πούμε την αλήθεια, εκτός από την παρέα των τεσσάρων «σωματοφυλάκων» 
τη μεγαλύτερη δουλειά την έκαναν τα βιβλία και ο κήπος. Και στις δυο περιπτώσεις είχε προχωρήσει τόσο, που όταν έβλεπε άλλους, έκλεινε συμφωνίες για ανταλλαγή βιβλίων και από κάθε κήπο ζητούσε κι έπαιρνε κι ένα καινούριο φυτό, έτσι που ο κηπάκος της ήταν πια μια μικρή θαυμαστή πολύχρωμη ζούγκλα, όπου κυριαρχούσε το κόκκινο σε κάθε δυνατή απόχρωση.

Με λίγα λόγια, όσο περνούσαν οι μέρες ξανάβρισκε το κέφι της για ζωή. Το χιούμορ και η κοφτερή της γλώσσα, ξαναδήλωναν παρών, τόσο μάλιστα, που συχνά τη δάγκωνε καθώς της ερχόταν στο νου εκείνο που της έλεγε η πάλαι ποτέ κολλητή της: "Πολλοί άνθρωποι σε αντιπαθούν γιατί μ' αυτά που λες, τους αναγκάζεις να σκέφτονται..."
Αν και, πρέπει να το πούμε κι αυτό, οι παλιοί - καινούριοι κι οι καινούριοι - καινούργιοι άνθρωποι του νέου περιβάλλοντος δεν έδιναν και πολλές αφορμές για την ενεργοποίηση του αδένα με το φαρμάκι στη γλώσσα της. Θαρρείς κι είχαν γίνει όλοι καλύτερα πλάσματα, πιο ήρεμοι, πιο ευγενικοί και πιο αφιερωμένοι στα -κοιμισμένα μέχρι να έρθουν εδώ- ταλέντα τους.

Γι αυτά τα τελευταία, τους βοηθούσε πολύ η νέα διαμονή, καθώς, και μεταξύ των άλλων, ο καθένας είχε στη διάθεσή του οτιδήποτε τον βοηθούσε να δώσει υπόσταση σε κείνα που ΘΑ του άρεσε να κάνει κάτω.

Πχ, η Μαρία είχε βέβαια κι αυτή μια σεβαστή βιβλιοθήκη, αλλά κυρίως είχε πινέλα, μουσαμάδες, καβαλέτα και χρώματα για να παίζει μ' αυτά και να δημιουργεί φανταστικά έργα, στα οποία κυριαρχούσαν εκτυφλωτικά χρώματα. Τέσσερα χρόνια τώρα, είχε καταφέρει να αναπτύξει την τεχνική της κι όσοι έβλεπαν τα έργα της είχαν τουλάχιστον καλά λόγια γι αυτά. Μερικοί μάλιστα τα ζητούσαν για να κοσμήσουν τα καταλύματά τους κι αυτή τους τα χάριζε μετά χαράς.
Πάντα έτσι ήταν αυτή΄ έδινε από το περίσσευμά της. Εκτός βέβαια από την τελευταία διετία της ζωής της κάτω, που είχε γίνει μια αρπάχτρα ολκής και ήταν ικανή να σου αποσπάσει το ποσό που είχες φυλαγμένο για το λογαριασμό του ηλεκτρικού π.χ., και μετά να σου ζητάει... και τόκο.

Ο Στάθης, στο μεγάλο περισσευούμενο δωμάτιο του δικού του διαμερίσματος είχε ό,τι ποθούσε ένας ξυλογλύπτης. Όχι τόσο εργαλεία, που τα είχε άφθονα, όσο κομμάτια φίνου ξύλου μέσα στα οποία ήταν φωλιασμένες μικρές και μεγάλες μορφές που περίμεναν να τις ανακαλύψει και να τις ελευθερώσει.
Στην αρχή, τα χέρια κι η φαντασία του γεννούσαν όλο κάτι παράξενα πλάσματα, τρομαχτικά πες. Κουβαλούσε βλέπεις τον τρόμο που τον διακατείχε κάτω, αλλά μετά από εφτά χρόνια σκληρής κι επίμονης δουλειάς, κατάφερε να γλυκάνει τα ξυλοδημιουργήματά του και να δέχεται συγχαρητήρια από φτασμένους γλύπτες της πτέρυγας. Όσο για τα βιβλία, τα είχε εξοστρακίσει από το πεδίο των ενδιαφερόντων του, μια και η καταστροφολογία και οι εφιάλτες του για το οδυνηρό τέλος του κόσμου, που τα έτρεφε με ανάλογα αναγνώσματα,  δεν τον αρρώσταιναν πια. Καμιά ματιά στην εφημερίδα της περιοχής την έριχνε πάντως, κυρίως για να μαθαίνει τις νέες αφίξεις.

Ο  Νικόλας είχε ένα ανάλογο εργαστήριο, αλλά για μεγάλες κατασκευές, κι έφτιαχνε αληθινά κομψοτεχνήματα επίπλων. Μπορούσε να ασχολείται επί μήνες με το σκάλισμα στο κεφαλάρι ενός κρεβατιού κι όταν το τελείωνε πραγματικά, όπως εκείνος πίστευε δηλαδή ότι είναι ολοκληρωμένο, έπαιρνε το ποδήλατο κι έκανε μια μεγάλη βόλτα στην περιοχή. Όσοι τον έβλεπαν τότε, με κείνο το μακάριο χαμόγελο της πληρότητας, ήξεραν ότι μόλις είχε τελειώσει κάτι θαυμάσιο.

Η Αντιγόνη, εκτός του ότι διάβαζε μετά μανίας, όπως καταλάβαμε απ' την αρχή, είχε αρχίσει να τσαλακώνει και μπόλικα χαρτιά, μη μένοντας ικανοποιημένη από τα όσα είχε σχηματίσει το μολύβι της επάνω τους. Σκεφτόταν να γράψει ένα τεράστιο βιβλίο με τις ιστορίες όλων τους, πριν καταλήξουν εδώ που κατέληξαν. 
Μέχρι να καταφέρει να κάνει μιαν αρχή πάντως, καλοσκεφτόταν την πρόταση του διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας της περιοχής, ο οποίος είχε μάθει (το κουτσομπολιό, άντε το καλοπροαίρετο, καλά κρατούσε κι εδώ) ότι παλιά είχε δουλέψει ως δημοσιογράφος, για κάνα δυο φεγγάρια, στη μεγαλύτερη εφημερίδα της πόλη της.

Ο μόνος της παρέας που δεν ασχολιόταν με τίποτα, ήταν ο Αυστραλός, που εκμεταλλευόμενος τη μόνιμη άνοιξη προς καλοκαίρι της νέας του διαμονής, άραζε από το πρωί ως το βράδυ κι από το βράδυ ως το πρωί, που λέει ο λόγος, σε τρεις πολυθρόνες που είχε φτιάξει ο Νικόλας για τον κήπο του. Στη μια έβαζε τον παχουλό πισινό και την πλάτη του, στην άλλη άπλωνε τα πόδια του και την τρίτη την είχε για ν' ακουμπάει το μπράτσο του ενός χεριού του, ανάλογα ποιο ήταν πιο... κουρασμένο από το άλλο.

- Τι έκανες ρε τεμπέλη και κουράστηκες πάλι; του κολλούσε ο πάλαι ποτέ παιδικός του φίλος ο Στάθης, που ήταν αεικίνητος κι ακούραστος από πάντα, αλλά τώρα πια σου έδινε την εντύπωση αέρα' άλλοτε δυνατού κι άλλοτε σιγανού, αλλά πάντοτε σε κίνηση.

- Κάτσε ρε μαλάκα μια φορά στον κώλο σου να πούμε και καμιά κουβέντα, τού 'λεγε ο κολλητός του κάθε τόσο.
- Άσε αγόρι μου, κάθεσαι συ και για μένα. Για όλους μας δηλαδή, κι ευτυχώς που δεν χοντραίνεις παραπάνω, γιατί τότε θα τις χρειαζόσουν πραγματικά τις τρεις καρέκλες σου, όχι για ν' απλώνεις την τεμπελιά σου, αλλά για να χωράς να κάθεσαι.

Σαν 10 είσαστε, τους είπε μια φορά η Μαρία, που είχε ξαναβρεί το απίθανο χιούμορ της. Ο ένας ψηλός κι αδύνατος κι ο άλλος κοντός και στρογγυλός.

Από τότε, γνωστοί και άγνωστοι όταν τους έβλεπαν να εμφανίζονται -πάντα μαζί-­ στις διάφορες συνάξεις, έρχεται το 10, έλεγαν.                                                                
Το ωραίο ήταν που ακόμα κι ο Στάθης είχε βρει κάποιες ξεχασμένες ρίζες χιούμορ και δεν θύμωνε μ' όλ' αυτά. Πού, κάτω' μύγα στο σπαθί του δεν σήκωνε και μαύρο φίδι που τον έφαγε όποιον τολμούσε να αστειευτεί με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του.
.................................................................
- Ρε σεις, εδέησε να μιλήσει ο Αυστραλός ένα βράδυ που ήταν όλοι μαζεμένοι στον κήπο της Αντιγόνης, λέτε να είμαστε τελικά στον παράδεισο.   
- Αμ πού είμαστε έρμε μου, στον παράδεισο είμαστε αφού από την κόλαση περάσαμε και την αφήσαμε πίσω, είπε ο Νικόλας σοβαρά.

- Τρίχες παράδεισος, ανταπάντησε ο Αυστραλός, και πού είναι ρε κολλητέ κάνα τσιγαράκι να ξεδώσουμε...

Αντιγόνη και Μαρία του έστειλαν ταυτόχρονα από δυο μούντζες: Μερικοί δεν συνετίζονται, ούτε από δέκα κολάσεις και να περάσουν.

- Τσιγαράκι είπα ρε, δεν είπα σvιφάκι...

- Έτοιμος ήσουν -ξαναείπαν τα κορίτσια- και σκάσε. 
Σε κανέναν δεν αρέσει να θυμάται τα εγκλήματά του, ιδίως όταν δεν μπορεί να επανορθώσει, είπε σιγανά, σχεδόν στον εαυτό της, η Μαρία.


Έχει κι ο παράδεισος την κόλασή του, εν τέλει, που δεν είναι άλλη από τις αναμνήσεις του' συνήθως τις πικρές που έγιναν τέτοιες από τα λάθη του.
Το πρώτο δάκρυ της βραδιάς έτρεξε στο μάγουλο του Μίλτου, άρτι αφιχθέντος από την κάπως μακρινή περιοχή των μωρών, όπου παρείχε κοινωνική εργασία. Πράγμα  που κάναν όλοι τους κατά τακτά διαστήματα, καθώς μωρά και γέροντες είχαν ανάγκη βοήθειας και τους την παρείχαν αφιλοκερδώς και αγογγύστως οι δυνάμενοι νεώτεροι.

-.............. Οχτώ χρονώ είναι τώρα η κόρη μου. Ξέρει άραγε τίποτα για μένα; Αλλά και να ξέρει σε τι ωφελεί εμένα ή εκείνη; Δυο μηνών ήταν όταν έφυγα... 

.....................................


Οι επί της υποδοχής κοινωνικοί εργάτες την καλωσόρισαν με φιλικά χαμόγελα. 
"Κατ' αρχήν θα ασχοληθείς με τις ελαφριές περιπτώσεις", της είπε ένας ευγενικός νεαρός, και προλαβαίνοντας την ερώτησή της, "έχουμε και βαριές' τουτέστιν τους  γέρους που ξανάγιναν μωρά και θέλουν άτα και παραμύθια".


Θαύμα, είπε από μέσα της, για να δούμε τι μας περιμένει λοιπόν.

- Από δω η Αντιγόνη, τη σύστησε το παλικάρι σε μια παρέα ηλικιωμένων που κάθονταν γύρω από το όμορφο, αλλά σβηστό, τζάκι του τεράστιου σαλονιού.

Τι δουλειά έχουν στο τζάκι με τέτοιο καιρό, ετοιμάστηκε να ξεστομίσει η Αντιγόνη.
- Τους δημιουργεί το αίσθημα της θαλπωρής, και μερικοί που νοιώθουν ότι τους πονούν τα κόκαλα, νιώθουν καλύτερα εδώ, την πρόλαβε πάλι ο νέος.

- Δεν μου λες, διαβάζεις και τη σκέψη τώρα; του χαμογέλασε λίγο σαστισμένη.
- Όλοι οι καινούριοι το ίδιο ρωτάνε, κι εγώ, δηλαδή, όταν πρωτόρθα... 
- Λογική εξήγηση. Λοιπόν, ποια είναι η δουλειά μου; Χαμογέλασε γλυκά στους γέροντες και στις γερόντισσες.

- Θα μεταφέρεις αυτή την ομάδα που κάθεται στις αναπηρικές καρέκλες, στον κήπο, ή στη βιβλιοθήκη, ή στην αίθουσα εκμάθησης ζωγραφικής ή όπου αλλού σου ζητήσουν.

Εύκολο, σκέφτηκε η Αντιγόνη κι έπιασε αμέσως δουλειά.

 "Καλωσόρισες κορίτσι μου", άκουσε από μια γωνιά τη φωνή μιας κομψής ηλικιωμένης κυρίας, "θα με πας να δω το σύζυγό μου;"

- Κυρία Ευθυμία, η Αντιγόνη δεν έχει δουλειά, ακόμη, εκεί (ο κυρ Ζαχαρίας είναι με τους ξεμωραμένους, εξήγησε χαμηλόφωνα ο νεαρός), όμως θα σε πάει  όπου αλλού θέλεις. 

Η κυρά Ευθυμία δεν ήθελε να πάει πουθενά αλλού κι έμεινε με τις λοιπές κυρίες να συζητούν για τις εκδοχές μαγειρέματος του μουσακά.

- Ορίστε, πεδίον δόξης λαμπρόν, είπε ο νεαρός χαμογελώντας, αν σου αρέσει το μαγείρεμα, μπορείς να επωφεληθείς από όλη αυτή η πολύτιμη πείρα περί της μαγειρικής τέχνης.
....................................................................................
-"Αισθάνομαι ότι η μέση μου θα σπάσει στα δύο", απευθύνθηκε σε μια κοπέλα με λεπτά χαρακτηριστικά, την ώρα του διαλείμματος. "Ζόρι που τραβάν οι κακομοίρες κάτω, που έχουν στην ευθύνη τους γέρους".

 - Καλά, εκείνες είναι να τις κλαις με μαύρο δάκρυ... Η καημένη η μάνα μου δυο τέτοιους έφερε εις πέρας, αλλά ευτυχώς δεν κατάφεραν να την ξετινάξουν. 
Και μετά από μια μικρή παύση πρόσθεσε πιο χαμηλόφωνα: γερό καρύδι η μάνα μου, αφού ούτε εγώ κατάφερα να την ξετινάξω...

Πάντως, κάναμε φιλότιμες προσπάθειες και παρά λίγο να τα καταφέρουμε. Καημένη μου μανούλα, του Χριστού τα πάθη τράβηξες μαζί μου τα τελευταία χρόνια, με τα εγκλήματά μου κατά εαυτού και αλλήλων, σκέφτηκε η Αντιγόνη και μελαγχόλησε.

Η άλλη, «Νίκη, αλλά νικημένη στην πραγματικότητα», συστήθηκε, την κοίταξε στοχαστικά: "Έτσι ακριβώς είναι κυρά μου", σαν να διάβασε τη σκέψη της Αντιγόνης. "Τις βρίσαμε, τις κλέψαμε, τις κοροϊδέψαμε, και τις δείραμε ακόμα, σωστά; κι αυτές πάλι μας αγαπούσαν οι παντοδύναμες".

 Άσε με ρε μεγάλη, είπε από μέσα της η Αντιγόνη και σηκώθηκε λίγο απότομα να φύγει.

- Πονάει η αλήθεια αλλά με τον καιρό τη βρίσκεις την άκρη, είπε η Νίκη κι έκανε να σηκωθεί κι αυτή. Τη βρίσκεις την άκρη και παύεις να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου: Εκείνοι έφταιγαν, τούτο συνέτρεξε, ανάθεμα στις συμπτώσεις και τρίχες κατσαρές... Μόνο που θα έπρεπε να είχαμε τη δύναμη και το μυαλό που χρειαζόταν τότε' τώρα, το μόνο που καταφέραμε κι εγώ κι εσύ κι όλοι οι όμοιοί μας, είναι να έχουμε φορτώσει σε κείνους που μας λάτρευαν, και λατρεύαμε τελικά, και τη φρίκη της οδύνης από την αποχώρησή μας.

- Πάμε στα γερόντια, της έτεινε το χέρι η Αντιγόνη, μπας κι εξιλεωθούμε έναντι ημών και αλλήλων. Έλα αν θες κανένα βραδάκι στην παρέα μας. Μένω είκοσι τετράγωνα παρακάτω, στο σπίτι με το κόκκινο κηπάκι. Θα το γνωρίσεις αμέσως' όλα του τα λουλούδια είναι στις αποχρώσεις του κόκκινου, εκτός από τις πασχαλιές και το αγιόκλημα, βεβαίως.
Μπαίνοντας ξανά στην αίθουσα των γερόντων, ο λογισμός της πέταξε στη γιαγιά και τον παππού της κι έφερε στη μνήμη της τη λιανή καμπουριαστή φιγούρα της γιαγιάς με τα μαύρα ρούχα, το τσεμπέρι στο κεφάλι και τα πανέξυπνα μάτια να δεσπόζουν στο χιλιοζαρωμένο πρόσωπο. 
Δεν είχε κάνει τον κόπο να την αποχαιρετίσει. Μέσα στο κατακαλόκαιρο είχε αναχωρήσει για τους ουρανούς, κι εκείνη δεν θεώρησε αναγκαίο να διακόψει τις κα­-τα-πλη-κτι-κές διακοπές, που της χάριζε η χαύνωση των ουσιών, στο κάμπινγκ όπου είχε καταφύγει με μια παρέα ομοίως εκστασιασμένων από ανάλογες χρήσεις, για να πάει να θρηνεί μια γριά, που «όπως και να το κάνουμε έφυγε πλήρης ημερών...»

Τον παππού, όμως, τον αγαθό γίγαντα με τις κάτασπρες μουστάκες, που έφυγε νωρίτερα από την ολοκληρωτική παράδοσή της στις ουσίες, τον έκλαψε πολύ, γιατί τότε μπορούσε ακόμα να νοιώθει ανθρώπινα συναισθήματα.
....................................................
Σε περιμένω, έκανε νόημα χαιρετισμού στη Νίκη που έσπρωχνε ένα αναπηρικό καροτσάκι ανάμεσα από τις αλέες του κήπου για να πάει και την τελευταία γριά στο κρεβάτι της.
. Αλλά απόψε δεν θέλω να έρθει κανείς, είπε χαμηλόφωνα στον εαυτό της και ρούφηξε δυνατά τον μυρωδάτο αέρα. Ούτε αυτοκίνητα, ούτε εργοστάσια, ούτε καλοριφέρ, τίποτα απ' αυτά που βρωμίζουν τον κόσμο. Μόνο λουλούδια που κεντούν τον διάφανο αέρα με τις μεθυστικές ευωδιές τους.
Τελικά μ' αρέσει εδώ. Καλά έλεγε η μεγάλη μας: «Απλά είναι τα πράγματα, γιατί τα κάνουμε τόσο σύνθετα και δύσκολα οι άνθρωποι;».
Και κοίτα να δεις που δεν ανησυχώ καθόλου για το Πετραδάκι μου, συνέχισε τις σκέψεις της, σαν τα μάτια τους θα τον προσέχουν όλοι, το ξέρω καλά. Πού να μένει άραγε; με τη μάνα μου και τον πατέρα μου σίγουρα. Μ' αυτούς μεγάλωσε στο κάτω - κάτω. Εγώ τι ήμουνα γι αυτόν; μια μεγάλη αδερφή, αυστηρή καμιά φορά, η συντρόφισσά του στα παιχνίδια του κάπως πιο συχνά, αλλά σίγουρα όχι η κλασική μάνα που νοιάζεται για το τι θα φάει και τι θα ντυθεί το παιδί της. Είχα άλλες προτεραιότητες βλέπεις, η πρέζα ήταν το παιδί μου, η μάνα μου, ο αγαπητικός μου, η μόνη μου έγνοια, ιδίως τα τελευταία πέντε χρόνια. Κατά μία έννοια είναι πιο καλά που έφυγα μακριά του.

Σκέψεις σαν σφήκες και σαν κορυδαλλοί έφερναν βόλτες μέσα στο κεφάλι της, αλλά παράλληλα σκεφτόταν και το βιβλίο που προτίθετο να αρχίσει να γράφει. Θαρρείς κι ένα μέρος του εγκεφάλου της ήταν μονίμως κατειλημμένο απ' αυτό. Το κακό βέβαια ήταν ότι όλες οι καλές σκέψεις που ήταν για γράψιμο, της έρχονταν τις πιο ακατάλληλες ώρες' όταν ντάντευε τους γέρους ή τα μωρά, όταν ήταν παρέα με τους τέσσερις σωματοφύλακες, όταν περπατούσε ή όταν περιποιόταν τον κήπο της, και μέχρι να τρέξει να βρει μολύβι και χαρτί, πάει πέταξε η έμπνευση.


Δύσκολη δουλειά το γράψιμο γαμώτο. Και να σκεφτείς ότι πολύ εύκολα κι εγώ κι άλλοι πολλοί βεβαίως βγάζαμε αβασάνιστα ετυμηγορία για διάφορα βιβλία: Χάλια, μέτριο, μια ανοησία και μισή και άλλα συναφή.


Ποιος το έλεγε αυτό; έπιασε στον αέρα του μυαλού της, μια στροφή από ένα τραγούδι:

Μοιάζουν τα όνειρά μας με ταινία φαντασίας

Σινεμά είναι ο κόσμος Πειραιώς και Κηφισίας
Κι όταν φτάνει η σειρά μας

Άλλοι μπαίνουν πάντα πρώτοι
Και για μας μένει μια θέση πίσω πίσω στο εξώστη

ΣΤΡΙΜΩΧΤΑ

Η πολυαγαπημένη μου βαφτισιμιά, ποιος άλλος... Αχ μικρό βλαμμένο, αν δεν πάρεις γρήγορα χαμπάρι ότι το παιχνίδι το κάνεις εσύ, σε βλέπω υποψήφια ισότιμη ηρωίδα του βιβλίου μου...
Να σου λείπω  άραγε καθόλου ή είσαι μονίμως ναρκωμένο και δεν σ' ακουμπάει ο πόνος; Όπως και νά 'χει πάντως, εμείς οι δυο αλληλοκλαφτήκαμε ζωντανές. Ζωντανές... τέλος πάντων...
.......................................
Αχ καινούριο σπίτι μου σπιτάκι μου, το μόνο που θέλω τώρα είναι να βγάλω τα πεδιλάκια μου και ν' αράξω στον αφράτο καναπέ μου με έναν Στάινμπεκ στο χέρι. Α, οι πρώτες αγάπες δεν ξεχνιούνται, χαμογέλασε θυμούμενη την πρώιμη, κι εν τέλει παντοτινή, λατρεία της γι αυτό τον μέγιστο συγγραφέα.

Λάθος γλυκυτάτη μου, το τσούρμο είναι αραχτό στο κηπάκι σου και ρεμβάζει τον ουρανό με τ' άστρα, είπε στον εαυτό της, χαρούμενη ωστόσο, βλέποντάς τους εν απαρτία.

- Νά 'χαμε κι έναν καφέ ρε Αντιγονίτσα - νίτσα, αστειεύτηκε ο Στάθης μόλις την είδε να μπαίνει από την περίτεχνα σκαλισμένη -δια χειρός Νικολάου- πόρτα του κήπου.

- Λοιπόν, έχουμε να σου ανακοινώσουμε κάτι πολύ σημαντικό, είπε η Μαρία χαμογελώντας πονηρά. Ο Αυστραλός αποφάσισε να ασχοληθεί με κάτι.

- Άντε, αυτό είναι είδηση' το πήρε χαμπάρι ο Νικολόπουλος; (ο διευθυντής της εφημερίδας, που λέγαμε παραπάνω), είπε με ανάλογα κεφάτο τόνο η Αντιγόνη. Και τι είναι το σπουδαίο που θα βγάλει τον Αυστραλό από τη νιρβάνα του; κοίταξε το Σάκη.

- Έλα, αφήστε τις κρυάδες, είπε εκείνος αργόσυρτα. Σε χρίζω δασκάλα μου του σκάκι. Απ' ό, τι θυμάμαι τα κατάφερνες καλά, οπότε ευελπιστώ να πάρω μια καλή θέση στο τουρνουά που αρχίζει σε δυο μήνες.

- Σάκη, Σακούλη, αν το μυαλό σου φέρνει στροφές με την ίδια ταχύτητα που τις φέρνει το κορμάκι σου, άστο, να μην το επιχειρήσουμε διότι τζάμπα ο κόπος.
Πνιχτά τα γέλια των υπολοίπων στην αρχή και κατόπιν μετά δακρύων, επέφεραν βαθιά πληγωμένο βλέμμα στο νυσταλέο πρόσωπο του Αυστραλού.
- Με την άδειά σας, και κυρίως αυτήν του ενδιαφερομένου, αναλαμβάνω τη διδασκαλία εγώ, ακούστηκε η γάργαρη φωνή της Νίκης -της κοπέλας που γνώρισε η Αντιγόνη στον κήπο των γερόντων και η οποία έκανε άμεση χρήση της πρόσκλησης της οικοδέσποινας.

- Μετά χαράς ωραιοτάτη μου, ζωντάνεψε ο Σάκης, αλλά από πού ξεφύτρωσες εσύ μανάρι μου;

Η Αντιγόνη έκανε τις συστάσεις και οι μαντράχαλοι της παρέας τσακίστηκαν να παραχωρήσουν στη νεοφερμένη τις καρέκλες τους.

- Εδώ, κοντά μου διδασκάλισσά μου, ελευθέρωσε την καρέκλα του μπράτσου του ο Σάκης.

- Και για να μην αναρωτιέστε πώς και τι σχέση έχω με το σκάκι, οφείλω να ομολογήσω ότι είμαι τετράκις πρωταθλήτρια των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού.

- Σωστήηηη, επιδοκίμασε ο Αυστραλός και της έκλεισε το μάτι.

Στη συνέχεια η Νίκη τους πληροφόρησε επίσης, ότι πλέον το χόμπυ της είναι να φτιάχνει με διάφορα υλικά σκάκι μινιατούρες με λεπτοδουλεμένα πιόνια. «Καμιά φορά φτιάχνω και μεγάλα, όπως εκείνο που βρίσκεται στη αίθουσα υποδοχής των καινούριων» .

Τη θυμήθηκαν και την ξαναθαύμασαν εκείνη τη μεγαλοπρεπή κατασκευή με τα εβένινα και τα ασημένια πούλια, που το καθένα είχε μια παράξενη και πρωτόγνωρη φιγούρα, θαρρείς και ζωντάνευαν χίλια πρόσωπα και πράγματα παραμυθένια μέσα από τα κλασικά καλούπια τους.
- Νίκη, μια μέρα θέλω να μου πεις και τη δική σου ιστορία να τη συμπεριλάβω στο βιβλίο που ΘΑ γράψω, ψιλοειρωνεύτηκε τον εαυτό της η Αντιγόνη.

- Πάνω κάτω ίδια με τις δικές σας, είπε εκείνη, με μικρές παραλλαγές...

- Οι μικροδιαφορές κάνουν τη διαφορά, μεγάλη μου, είπε ο Σάκης, κι ήταν από τις ελάχιστες φορές που άφησε να φανεί μια υποψία θλίψης, για τα διδυμάκια μάλλον - ­θά 'ταν 16 χρονώ τώρα- που άφησε πίσω του. Κι η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε ως τώρα επέτρεψε να φανεί κάτω από την -επίπλαστη ή αληθινή- αφασία του ότι κάτι του λείπει εδώ που ήρθε.

Βέβαια, ποιος μπορεί να γνωρίζει πώς θα λειτουργούσε αυτός ως γονιός εφήβων που σε λίγο θα άρχιζαν να κάνουν βηματάκια έξω από το σπίτι και σε μέρη ενδεχομένως επικίνδυνα, αλλά ακόμη κι αν κρίνουμε από κάποιες άλλες, ακραίες, περιπτώσεις, είναι μάλλον απίθανο να καταντούσε σαν το δικό του πατέρα, που τον υποχρέωσε τον έρημο, στα τριανταδύο του και χασικλάκια όντα, να πάει να γίνει μπάτσος.

"Μια δουλειά στο δημόσιο, παιδί μου", έλεγε ο κυρ Απόστολος με το, σαν να είχε καταπιεί μπαστούνι, ύφος του, "είναι χρήμα και αξιοπρέπεια. Η δουλειά του αστυνομικού είναι και τα δυο αυτά μαζί, συν δύναμη και κύρος. Και στο κάτω κάτω της γραφής εκεί έχω μέσον, εκεί θα πας", έλεγε πιο δυνατά κι η αιώνια γραβάτα του κουνιόταν στο ρυθμό του τόνου της φωνής του.

Το είπε μια, το είπε δυο, το είπε χίλιες δυο, τον έσφιξε και με τα χαρτζιλίκια - τριάντα χρονώ μαντράχαλος τον χαρτζιλίκωνε ο μπαμπάς του ακόμα- είδε κι απόειδε ο Σάκης και υποτάχτηκε.

Μεγάλη νίλα είχε πάθει τότε ο κακομοίρης' στην αρχή μόνο ο Στάθης δεν τον κρατούσε σε απόσταση, η λοιπή τσακαλοπαρέα φοβόταν -τρομάρα τους- μη κι ο Αυστραλός έγινε πραγματικό όργανο της τάξης και τους στήσει καμιά δουλειά.

Τι να κάνει λοιπόν κι αυτός ο δόλιος, κατάντησε βασιλικότερος του βασιλέως, χασικλικότερος του χασικλέως τουτέστιν, και λίγο αργότερα κι αφού απεπέμφθη από το Σώμα ("μετά από νομότυπη έρευνα στο σπίτι του βρέθηκε σεβαστός αριθμός σπόρων ινδικής καννάβεως, πέντε τσιγαριλίκια και μια ζυγαριά ακριβείας") πρεζάκιας και κοκαϊνάκιας. 

Όποιος μπλέκει με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες, κι όσο... Αυστραλός κι αν είσαι, δεν μπορεί να μη σε τσακίσει η διαπόμπευση, κυρίως αυτή που έχει συντελεστεί μέσα στο σπίτι σου. Φρεσκοπαντρεμένος ήταν τότε, με μια όμορφη εικοσάχρονη κοπελίτσα, που οι δικοί της νόμισαν ότι βρήκαν τον γαμπρό των ονείρων τους: αστυνομικός και κύριος και με καλό μισθό βρέξει χιονίσει... κι όταν συνέβη το κακό έπεσαν απάνω της να τον παρατήσει «τον αλιτήριο», αλλά ας 
όψεται που η μικρή τον ερωτεύτηκε και δεν κούνησε ρούπι από δίπλα του. Αργότερα, κι όταν ήρθαν τα πιο δύσκολα, ανεργία, φτώχεια, καρδιακά νοσήματα του Σάκη, έκλαψε με μαύρο δάκρυ βέβαια, αλλά ήταν αρκετά αργά πια και το σόι είχε πεισμώσει: «Όπως έστρωσες να κοιμηθείς τώρα...».

- Ακόμα γελάω ρε, συνέχισε φωναχτά (κι άκαιρα, ως συνήθως) τις σκέψεις του ο Αυστραλός, όταν θυμάμαι μια φορά, που αντί να κάτσω στην περιπολία, πήγα στο σπίτι του Μπάμπη' ήμουν και φορτωμένος... (είχε μαζί του κάνναβη). Περασμένο μεσημέρι που λέτε, χτυπάω το κουδούνι, ανοίγει με φόρα, κρατώντας ένα αναμμένο «γάρο» και χωρίς να ρωτήσει ποιος είναι, η Ρέα, και μένει άγαλμα. Ανοίγοντας την πόρτα, βλέπετε, κοίταξε ίσια από το ύψος των ματιών της κι όπως είμαι πολύ πιο ψηλός από κείνη, δεν είδε πρόσωπο, αλλά τη στολή του μπάτσου. Πώς δεν έπαθε καρδιακό η γυναίκα...

~

Δεν μπορεί να βγει αστείο ένα τέτοιο βιβλίο γαμώτο, έγραψε εκείνο το βράδυ στην πάνω λευκή σελίδα του σημειωματάριού της η Αντιγόνη. Όλοι εμείς, περάσαμε από την κόλαση και δημιουργήσαμε κόλαση για άλλους. Περάσαμε σαν ρουφήχτρες για εαυτούς και αλλήλους. Τι αστείο να βγει από τέτοια πράγματα.

Από την άλλη πάλι, σε θυμάμαι φιλενάδα μου, που έλεγες, ακόμα και στο κέντρο της δίνης άθλιων στιγμών σου ή μόλις είχες ξεπεράσει τέτοιες, ότι η ζωή είναι ένα πολύ απλό και συνάμα αστείο πράγμα. «Εξαρτάται πού στέκεσαι και την κοιτάς» έλεγες.

Πάντως, θα κάνω τις προσπάθειές μου' αν δεν βγουν καλές και τι έγινε; Τουλάχιστον εγώ θα το ευχαριστηθώ και θα επαναδιδαχτώ, σκέφτηκε ξαναβρίσκοντας το κέφι της. Στο κάτω - κάτω, ας το ξανακάνω το ταξίδι, νοερά αυτή τη φορά κι ως παρατηρητής της δικής μου ιστορίας και των αλλωνών' καλό θα μου κάνει.

.................................................
Αν είχα τέτοια ζωή κάτω, θα γινόμουν άραγε πρεζόνι; ρώτησε τον εαυτό της ξαπλώνοντας αναπαυτικά  πάνω στο μαλακό στρώμα με το τριζάτο σεντόνι και βολεύοντας το κεφάλι της μέσα στις πλεγμένες φούχτες της, κι όλα μαζί πάνω στο πουπουλένιο μαξιλάρι.

Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Ίσως, αν είχα την παιδεία, την απαιτούμενη οξυδέρκεια και διορατικότητα, να μην με ταλάνιζε η ζωή μου. Θα δημιουργούσα άλλες συνθήκες και θα διαχειριζόμουν διαφορετικά τις όποιες ευθύνες και υποχρεώσεις μου έναντι εαυτού και αλλήλων. 
Αλλά εκεί, έτσι όπως ήταν διαμορφωμένη η ζωή μου, είχε ευθύνες μικρές, μεγάλες, πολύ μεγάλες, πιο μικρές, τεράστιες, που δεν τις ήθελα, δεν μ' ένοιαζαν, δεν τα 'βγαζα πέρα μαζί τους, δεν με αφορούσαν. Δεν ήμουν εγώ για τέτοια πράγματα. 
Το ήξερα κι εν τούτοις πήγα κι έμπλεξα σε γρανάζια που όσο προσπαθούσα να ελευθερωθώ απ' αυτά τόσο μπερδευόμουν και με μάγκωναν μέσα τους.  Γάμος και παιδί΄ έτσι, στα γρήγορα και στα ξαφνικά και χωρίς ούτε ένα εφόδιο... Δεν ξέρω τι γινόταν' θαρρείς και κρεμόμουν σ' έναν κόσμο που δεν ταίριαζα. Υποτίθεται ότι κάποιος, αυτά που συνθέτουν τη ζωή κάποιου, είναι κομμάτι παζλ που εφαρμόζει με τ' άλλα κι όλα μαζί ολοκληρώνουν το σύνολο. Εγώ ήμουν σαν το μπάσταρδο κομμάτι που δεν κολλούσε πουθενά. Πάντα έτσι ήμουν, αταίριαστη κι ας φαινόταν ότι χωράω παντού.  Εκεί που δεν μου αρκούσε ποτέ τίποτα, επέτρεψα για πάρα πολύ καιρό να μου φτάνουν τα ελάχιστα. Έπρεπε λοιπόν να βρω τρόπο να αναζωογονήσω την ψυχή μου και βρήκα τον χειρότερο' την κοίμισα, την απολίθωσα, την άφησα πεθαμένη σχεδόν, να μην ξέρει ποια είναι και πού βρίσκεται Όλοι μας έτσι ήμασταν. Άχρηστα πλάσματα; ελλιπή; ή ελεύθεροι που έχασαν το δρόμο τους;

Αχ κακομοίρα μου, θέλεις καιρό ακόμη για να στρώσεις΄ ελεύθεροι που έχασαν το δρόμο τους; αμ τις ίδιες δικαιολογίες χρησιμοποιούσες και κάτω, μάλωσε τον εαυτό της λίγο πριν την πάρει ο ύπνος.
.......................................................

Όνειρο κι αυτό, ξύπνησε το πρωί στην ίδια ακριβώς θέση που είχε πέσει. Χέρια διπλωμένα πίσω από το σβέρκο, με τις παλάμες η μια μέσα στην άλλη να χουφτιάζουν το κεφάλι της και τα πόδια απλωμένα το ένα πάνω στο άλλο. Τέτοιον ύπνο, χαμογέλασε στον εαυτό της, ούτε στον ύπνο σου κάτω έρημή μου, που όλη τη νύχτα στριφογυρνούσες σαν νευρόσπαστο.

Τέσσερα ήταν ή πέντε, αναρωτήθηκε προσπαθώντας να ανακαλέσει τα μεγάλα λεπτογραμμένα με μαλακές καμπύλες κεφαλαία γράμματα του ύπνου της. Ήταν γαλάζια, οινοπνευματί, σαν εκείνο το καλοκαιρινό μπλουζάκι που της είχε δωρίσει πριν χρόνια η μάνα της. Ήταν αρχικά, ένα Ε κι ένα Α θυμάμαι μόνο, τα υπόλοιπα χάθηκαν στο υπερπέραν του μυαλού μου. Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρω τι ήθελαν να μου πουν, είπε φωναχτά και με μια κίνηση σηκώθηκε από το στρώμα, πιάνοντας στον αέρα της μνήμης της μια ακόμη λεπτομέρεια του ονείρου. Ένα κόκκινο καπελάκι καθισμένο σε κάποιο θηλυκό, μάλλον, κεφάλι, αλλά άγνωστο.

Χωρίς εμφανή αιτία κι αφορμή, το μυαλό της πέταξε στη Μαργαρίτα, την πρόσφατη γνωριμία και για λίγο συντροφιά σε μια μακριά βόλτα με το ποδήλατο.

- Η ηρωίνη μ' έφερε κι εμένα εδώ, της είπε, ενώ κινούνταν σαν λάμνοντας απαλά με τα πετάλια του ποδηλάτου της και το κορμί ορθό πάνω στη σέλα, να το χαϊδεύει το μυρωδάτο αεράκι της αιώνιας άνοιξης εκείνου του τόπου..

- Ναι, αλλά εμένα με «έστειλε» αλλιώς, φώναξε δυναμώνοντας την κίνηση των ποδιών της και προλαβαίνοντας την ερώτηση της Αντιγόνης, που γεννήθηκε αυτόματα: δεν την είχε δει να κατοικεί στη γειτονιά των τοξικομανών.

Μπορεί να είναι άλλη μια ιστορία για τους βίους και τις πολιτείες που θα καταγράψω, μονολόγησε τακτοποιώντας τα σκεπάσματα του κρεβατιού.

Τι έχουμε να κάνουμε σήμερα; Στα μωρά πάω την άλλη εβδομάδα, στους ηλικιωμένους τον άλλο μήνα, οπότε σήμερα το πρόγραμμα έχει περιποίηση κήπου. Να κάνω και μια επίσκεψη στον Αντώνη από δίπλα, να τον ρωτήσω πώς θα κλαδέψω τις τριανταφυλλιές, θέριεψαν τα κλαδιά σε βάρος των μπουμπουκιών.

Για κοίτα κει που χωρίς να το καταλάβω άρχισα να ζω βάσει προγράμματος, ξαναείπε φωναχτά και αμέσως έβαλε τα γέλια. Σε κορόιδευα γλυκιά μου φιλενάδα που μιλούσες μοναχή σου, θυμήθηκε την παιδική και παντοτινή της φίλη' να που έχει κι αυτό τη γλύκα του. Τι να κάνεις τώρα αλαφροϊσκιωτο πλάσμα εσύ, που καμιά δουλειά δεν είχες να μπλεχτείς με όλες εκείνες τις γήινες ηλιθιότητες; Μακάρι να σ' άφηναν ήσυχη να ζήσεις τον ουρανό που κουβαλάς από πάντα μέσα σου.
Α, αυτή η προχθεσινή Μαργαρίτα σου έμοιαζε πολύ.
Καλά, πόσα πράγματα μπορεί να χωράει την ίδια στιγμή το μυαλό ενός ανθρώπου; Θυμάμαι που κάποτε το είχες παρομοιάσει με ένα τεράστιο ντουλάπι με χιλιάδες συρταράκια, άλλα κλειδωμένα ερμητικά κι άλλα ορθάνοιχτα, κι όλα μαζί έτοιμα να δείξουν το περιεχόμενό τους ταυτόχρονα ή ξεχωριστά.
Τι τρόπο βρήκες άραγε για να πολεμήσεις την οδύνη της απoχώρησής μου; Ποια συρταράκια άνοιξες; Ξέρω' πότε της αγάπης, πότε του θυμού, αλλά -είμαι σίγουρη, τουλάχιστον στην προκειμένη περίπτωση- όχι των ενοχών. Σ' ό,τι αφορά εμένα, ξέρω ότι δεν έχεις ενοχές. Η αγάπη κι οργή σου ήταν ολοκάθαρες σαν πλυμένα κάτασπρα σεντόνια. Η αγάπη υπαγόρευε την οργή σου και ουδέποτε η οργή την αγάπη' το ξέρω καλά, έννοια σου.
Ενώ εγώ... εγώ ήμουν εκείνη που σε έκρινα και σε αποκαθήλωσα κάποτε από το βάθρο σου, όπως τα έφηβα παιδιά τους γονείς τους. Αλλά πάντα σ' αγαπούσα, πλην βεβαίως εποχών, παρατεταμένων δυστυχώς, που με κατέτρωγε ψυχή τε και σώματι, κυρίως ψυχή, η ηρωίνη. Θυμάμαι ένα πρωινό, που -όπως πάντα προσπαθούσες να χωρέσεις χίλια πράγματα σε μια ώρα και δεν την ξεχείλωνες ποτέ- εσύ όρθια εμπρός στο νεροχύτη έπλενες πιάτα και μαγείρευες ταυτόχρονα, λίγο πριν φύγεις για τη δουλειά, κι εγώ πίσω σου, στο τραπέζι της κουζίνας, έπινα τον καφέ που μου είχες ετοιμάσει και σ' άκουγα να μου περιγράφεις μια σου μέρα. Εσύ τα έλεγες για να μου δείξεις ότι άβυσσος η δύναμη και οι δυνατότητες του ανθρώπου κι εγώ τρομοκρατημένη από τις τόσες ασχολίες και ευθύνες, βρήκα ν' απαντήσω το εξής βλακώδες: γιατί θέλεις να με κάνεις σαν εσένα; υπονοώντας, γιατί να γίνω υποζύγιο σαν εσένα;
Αστραπές έβγαζαν τα μάτια σου όταν γύρισες και με κοίταξες. Τα μαλλιά σου πρέπει να ήταν όρθια κι από πριν, μάλλον γιατί δεν είχες προλάβει να κάνεις το μπάνιο σου που ήταν κι ο μοναδικός καθημερινός καλλωπισμός σου. 
Γιατί εγώ ζω ρε βλάκα, είπες έξαλλη, με τα λάθη μου και τις επαναπροσπάθειές μου, παίρνω ικανοποιήσεις και κάποιες φορές μπορώ να χτυπάω μοναχή μου την πλάτη μου και να λέω μπράβο ρε μάγκα τα κατάφερες πάλι. Κι όταν τα κάνω θάλασσα κι αυτό έρχεται να μου βγάλει τα μάτια, ρίχνω μια μούντζα στα μούτρα μου, παίρνω φόρα και κοιτάω να ξαναστήσω στα πόδια του το χαλασμένο, με τα υλικά που έχω ή μ' αυτά που μπορώ να βρω. 
Εσύ τι κάνεις; Τρυπιέσαι και κάθεσαι σε μια γωνιά με το κεφάλι σου να κρέμεται στο στήθος σου, τα σάλια σου να τρέχουν από τα χείλη σου και να μην μπορείς ν' αρθρώσεις μια κουβέντα. 
Εγώ ρε βλαμμένο έκανα του κόσμου τις ανοησίες, αλλά δεν έβαλα στοπ σε κανένα δρόμο μου. Κι αν δεν φτάσω στην κορφή, γλεντάω την όποια διαδρομή κι ας είναι κακοτράχαλη κι ας γδέρνομαι πηγαίνοντας. Εσύ σαπίζεις το μυαλό σου μ' αυτή τη μαλακία που χώνεις στις φλέβες σου και δεν μπορείς ούτε νοερά να ταξιδέψεις, γιατί γέμισες τους δρόμους σου σκατά.

Με στρίμωχνες άγρια με κάτι τέτοια και σ' απόφευγα για καιρό μετά. Μου έβαζες δύσκολα κι εγώ από ένα σημείο κι ύστερα δεν ήμουν για τέτοια. Σ' αγαπάω, σ' αγαπούσα και θα σ' αγαπάω. Τέλος, άντε κάνε τις δουλειές σου τώρα εν παραλλήλω με τα όνειρά σου' αρκετά σε απασχόλησα για σήμερα.


............................................

Λοιπόν, κρεβάτι φτιάξαμε, μαξιλάρια καναπέδων ταχτοποιήσαμε, τραπεζάκι από παρατημένα βιβλία αδειάσαμε, γραφείο δεν αγγίζουμε μέχρι να ξανασκίσουμε ό, τι γράψαμε, πάμε για κήπο, αφού βεβαίως συμβουλευτούμε τον Αντώνη για κλάδεμα και λοιπή περιποίηση φυτών.

-Αντώνη, η Αντιγόνη είμαι, Αντώνη... Κλαις ρε γαμώτο...

Σαράντα χρονών ο Αντώνης, ολοκλήρωσε επιτυχώς τη «θητεία» του στη θεραπευτική κοινότητα, ό, τι είχε τελειώσει και με τη διαδικασία της επανένταξης, δυο χρόνια και βάλε καθαρός δηλαδή και με όλη τη ζωή μπροστά του να του γνέφει χαμογελαστά, είπε να ξαναπεράσει -έτσι για να δοκιμάσει τάχα τις αντοχές του- από ένα ξεχασμένο, τάχα πάλι, γλιστερό μονοπάτι. Καθώς φαίνεται, δεν είχε καταφέρει να αντιληφθεί τη γλύκα της ζωής που τον περίμενε κι είπε να ξαναδοκιμάσει μια επαφή με τη... θεά. Όχι, δεν ήταν στα σχέδιά του να επαναλάβει το θανατηφόρο σφιχταγκάλιασμα σε καθημερινή βάση, αλλά να, μια στο τόσο για να κοιμούνται τα ξυπνημένα αίματα. Την πάτησε όμως, όπως την πατάνε οι περισσότεροι που νομίζουν ότι μπορούν να κουλαντρίσουν αυτή την καταραμένη ουσία και ξανακόλλησε μετά την έκρηξη της επανασυνάντησης.

- Δεν με πονάει για μένα ρε Αντιγόνη, στο  βόθρο την είχα πετάξει τη ζωή μου από τα 17' με καίει που θανάτωσα εκείνο το θαυμάσιο πλάσμα που με πίστεψε, που με στήριξε και με περίμενε υπομονετικά μέχρι να βγω από το λάκκο με τα φίδια. Κι εγώ τι έκανα απέναντι σε όλα αυτά; Την κορόιδεψα και την άφησα μοναχή με μια αγκαλιά όνειρα χωρίς αντίκρυσμα, μόλις είχε αρχίσει να πιστεύει ότι παίρνουν σάρκα και οστά.

Μπαγλαμά κι εσύ, όπως κι όλοι μας, είπε από μέσα της η Αντιγόνη, όλα τα ήθελες για την πάρτη σου και τώρα που δεν υπάρχει καμιά μάνα, κανένας πατέρας, κανένα αδέρφι και κανένας σύντροφος να τον φτύνεις κι εκείνος να τρέχει όποτε κουνάς το δαχτυλάκι σου για βοήθεια, κωλώνεις. Τώρα τέλος φιλαράκο, εδώ είμαστε μοναχοί μας και μοναχοί μας θα τα βγάλουμε πέρα. Τα δεκανίκια που μας λάτρευαν κι εμείς τα κλωτσούσαμε, τ' αφήσαμε πίσω με δική μας ευθύνη. Άλλωστε, η αληθινή αλλαγή δεν έχει δάκρυα για το παρελθόν, έχει διαφορετικές πράξεις για το παρόν.

- Πάω μια βόλτα, του πέταξε φεύγοντας και χωρίς να του εξηγήσει γιατί ήρθε.
Περπάτησε αργά μέχρι το σπίτι και λίγο πριν φτάσει είδε τη Μαργαρίτα να περνάει.
Τι διάλο κάνει αυτή, όλη μέρα πάνω στο ποδήλατο... 
Τις μαύρες σου έχεις σήμερα χρυσή μου και τα βάζεις μ' όλο τον κόσμο; προηγουμένως με τον Αντώνη, τώρα με τη Μαργαρίτα, μάλωσε νοερά τον εαυτό της και κάλεσε τη Μαργαρίτα να χαϊδέψουν τις πασχαλιές της.

- Το χρώμα τους μου θυμίζει συννεφιασμένη θάλασσα, κι η μυρωδιά τους με κάνει να ονειρεύομαι. Είναι από τα πιο θεσπέσια αρώματα που μύρισα ποτέ, είπε η γυναίκα αγγίζοντας απαλά την ντελικάτη ομορφιά της πασχαλιάς. 
Αυτό το κατακόκκινο κόκκινο αυτής της τριανταφυλλιάς με πληγώνει, είπε μετά από λίγο κι έσκυψε να μυρίσει το εκλεκτό παιδί της φύσης που αιχμαλώτισε το βλέμμα της.

-  Ψέματα μου είπες, πήγε ξωπίσω της η Αντιγόνη, θαρρώ ότι ποτέ δεν είχες σχέση με την ηρωίνη.

- Την απόλυτη αλήθεια σου είπα, αλλά κι εσύ έχεις δίκιο. Εγώ κι η ηρωίνη είχαμε σχέση μίσους. Δεν την ακούμπησα ποτέ κι αηδιάζω και μόνο που ξεστομίζω τη λέξη, είπε η γυναίκα και κράτησε για μια στιγμή απαλά μέσα στη χούφτα της το τριαντάφυλλο. Ο γιος μου ήταν άρρωστος...
Κάποτε, παίζοντας ένα παιχνίδι, μου ζήτησε να του περιγράψω πώς θα τον ζωγράφιζα. 
Σαν έναν περήφανο, ευγενικό και πανέμορφο πρίγκιπα, είπα' κι έτσι ήταν, μέχρι τα 17-18. Μετά γνωρίστηκε μ' αυτήν τη βρωμιά και τέλος' ο περήφανος πρίγκιπας έγινε τέρας, τύραννος και κτήνος.
Διαλύοντας τον εαυτό του, διέλυε κι εμένα σε πιο πολλά κομμάτια. Κάποτε αντιλήφθηκε ότι δεν πάει άλλο, δεν έχει πιο κάτω. Είχε κεντήσει κι εξαφανίσει κάθε φλέβα του κορμιού του, τα πόδια του ήταν γεμάτα από κείνες τις φριχτές τρύπες σαν βαθιά στρογγυλά εγκαύματα που δημιουργούν τα αποστήματα από το συνεχές τρύπημα με τις βρωμοσύριγγες, το συκώτι του σήκωσε πια τα χέρια, η ηπατίτιδα βλέπεις είχε εγκατασταθεί για τα καλά εκεί. Ζητιάνευε, έκλεβε από μένα κι από ξένους, άρπαζε από το σπίτι μας και πουλούσε ό,τι είχε κάποια αξία, με εκβίαζε συναισθηματικά και με απειλούσε με αγριότητα να του δώσω χρήματα για να εξασφαλίσει μερικές ή έστω μια δόση. 
Κι εγώ, ζωντανή - νεκρή, ανίκανη να ξανακάνω άνθρωπο εκείνον, κι η ψυχή μου να πνίγει το σώμα μου με δηλητήρια.
Ζήτησε -αυτή τη φορά μόνος του- να ενταχθεί σε θεραπευτικό πρόγραμμα. Μπήκε, μετά από μακριά -για τέτοιες περιπτώσεις και κινδυνεύοντας κάθε μέρα να πεθάνει- αναμονή. Πέρασε με επιτυχία το στάδιο της σωματικής απεξάρτησης. Βγήκε. Χρεώθηκα ίσα με το λαιμό, πάνω στα προηγούμενα χρέη που συσσώρευε η εξάρτησή του, για να μην ξαναγυρίσει στην πόλη μας και να μένει εκεί που θα συνέχιζε το πρόγραμμα μέχρι να φτάσει η ώρα η καλή (μετά δυο μήνες; πέντε; οχτώ; ένα χρόνο;) που θα έμπαινε στη θεραπευτική κοινότητα. Πήγαινα κάθε δυο Σαββατοκύριακα και τον έβλεπα. Την τελευταία φορά πήγαμε μαζί με την ανιψιά μου που ήταν κι η καλύτερη φίλη του γιου μου.
Δεν μπορούσα να κάνω ζάφτι την καρδιά μου έτσι όπως χοροπηδούσε μέσα μου από τη χαρά μου' πειράζονταν, χαϊδεύονταν, χαίρονταν κι οι δυο τους την επαφή σ' αυτές τις νέες κι ελπιδοφόρες συνθήκες. Εκείνη γαληνεμένη που τον ξανάβλεπε όπως ήταν παλιά κι ακόμη καλύτερος, εκείνος ευτυχισμένος που η ξαδέρφη του τον αγαπάει πάλι.

Προχωρούσαμε οι τρεις μας στο δρόμο κι εγώ ξέμενα επίτηδες πίσω να τους καμαρώνω με την καρδιά ξέχειλη από ευτυχία. Βάδιζαν κοντά κοντά, έσκυβαν κι ακουμπούσαν τα κεφάλια τους κουβεντιάζοντας σιγανά και μετά ξεσπούσαν σε τρανταχτά γέλια, σκουντούσαν ο ένας τον άλλο, τσιμπιόταν, χαϊδεύονταν' ποτέ άλλοτε δεν τους είχα δει έτσι. 
Πόσο καιρό είχα να δω το παιδί μου να γελάει και να περπατάει ξέγνοιαστο κι ολόρθο;

- Θεία, νομίζω ότι είναι καλά το ηλίθιό μας (κι αυτό το μας, δίπλα στο συγκεκριμένο έστω επίθετο, έλεγε ότι τον ξαναγάπησε πολύ), άμα συνέρθει λίγο ακόμα το μυαλό του, μπορεί και να γίνει εντελώς καλά, είπε η ανιψιά μου όταν τον αποχαιρετίσαμε και φύγαμε για την πόλη μας.

- ΕΙΝΑΙ καλά, είπα εγώ, που τόσες φορές την είχα πάθει, αλλά εξακολουθούσε να αρκεί και μιας μέρας προσπάθειά του να μείνει μακριά από την ουσία, για να πάρει η καρδιά μου αέρα και να κραυγάζει σιωπηλές βεβαιότητες ότι πάει, το περάσαμε το ποτάμι με τις ξέρες και τα στενά περάσματα.

- Μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα θεία, μόνο δυο μήνες είναι καλά... επέμεινε η μικρή κι εγώ θύμωσα, κι ας της αναγνώριζα δίκαιο και ωριμότητα.

Σάββατο ήταν που είχαμε πάει στην πόλη όπου ζούσε, με ένα ζευγάρι υπέροχων φίλων μου και το μωρό τους, ο πρίγκιπας της καρδιάς μου' την Τετάρτη το βράδυ, μου τηλεφώνησε ο φίλος μου ότι ο γιος μου κουβάλησε στο σπίτι έναν τύπο που φαινόταν ολοκάθαρα ότι ήταν "φτιαγμένος".

- "Πού είσαι αγόρι μου;" μεγάλη εφεύρεση τα κινητά τηλέφωνα. - "Πάω σινεμά", κάπως μαγκωμένη η φωνή του κι οπωσδήποτε όχι όπως ήταν το μεσημέρι που του τηλεφώνησα: - " Γεια σου καμάρι της μάνας σου". - "Γεια σου καμάρι του γιου σου", η απάντηση ανάμεσα σε γάργαρα ευτυχισμένα γέλια.

Έφυγα την άλλη μέρα πολύ πρωί. Ως το μεσημέρι είχα μαζέψει τα πράγματά του.
Έχασες την ευκαιρία, θα του έλεγα, φεύγoυμε για το σπίτι.
Δεν φάνηκε, ούτε έδωσε κανένα σημείο ζωής όλη την υπόλοιπη μέρα. Το απόγευμα είχα πάει κι είχα κάνει δήλωση εξαφάνισης στην αστυνομία. Δεν ήξερα αν ζει ή αν πέθανε. Έλιωνε και βούλιαζε, σαν να έσταζε ή να κυλούσε προς τα κάτω, η καρδιά μου.
Το Σάββατο το μεσημέρι τηλεφώνησε ο φίλος μου, που είχε ξαμοληθεί στα στέκια για να τον βρει ή να μάθει κάτι γι αυτόν, και μου είπε ότι εθεάθη σε σπίτι με εξαιρετικά ενοχλητικούς, για τους γείτονες, ενοίκους, κι ότι πάει να τον φέρει.

Μάλλον δεν πρόλαβα να του πω τίποτα μόλις τον είδα με κείνο το γυάλινο βλέμμα και το δε γαμείς ύφος. Η καρδιά μου, από σαν λιωμένο κερί που ήταν όλες αυτές τις μέρες, έγινε ξαφνικά συμπαγής και σκληρή τόσο, που έκανε ένα κρακ' θαρρώ ότι το άκουσα κιόλας εκτός που το ένιωσα. Κι αυτό ήταν, με είδε, κατάλαβε, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε πάλι. Δεν τον ξαναείδα από τότε. 

Γι αυτό με βλέπεις να τριγυρνάω συνεχώς κατά δω' μήπως και τον δω ξαφνικά στη γειτονιά σας.

- Έλα κανένα βραδάκι να γνωρίσεις κι άλλους ανθρώπους σαν εμένα και σαν το γιο σου. Τώρα που δεν είμαστε άρρωστοι πια, είμαστε κι εμείς κανονικοί άνθρωποι' και γελάμε, και κλαίμε, και θυμώνουμε, και κρίνουμε εαυτούς και αλλήλους, και αιτιολογούμε και μετανιώνουμε. Θα σε βοηθήσει' κι εμάς θα μας βοηθήσει. Εσένα γιατί γνώρισες μόνο το τερατώδες του πράγματος κι εμάς γιατί θεωρούσαμε εαυτούς τα μόνα θύματα.
Μακάρι ο γιος σου να είναι καλά τώρα και να μπορεί να γελάει με γέλια σαν αυτά τα κατακόκκινα κόκκινα τριαντάφυλλα' της έτεινε ένα μπουκέτο που μόλις είχε κόψει' βάλ' τα στο βάζο σου.

...................
Έτσι είναι κυρά Αντιγόνη, είπε στον εαυτό της, μόλις έμεινε μόνη. Εμείς νομίζαμε ότι είμαστε αυτοί που υπέφεραν αφόρητα κι ότι οι άλλοι έπρεπε να υφίστανται τα πάνδεινα χωρίς να έχουν δικαίωμα να ελπίζουν σε ανταμοιβή' που δεν ήταν άλλη από τη θεραπεία μας και κατά συνέπεια η απαλλαγή τους από ό, τι γεννούσε η αρρώστια μας. Εκείνοι πάλι, νόμιζαν ότι αφού μας κατατρύχει μια αρρώστια που μόνοι μας εγκαταστήσαμε μέσα μας, είναι άδικο να πληρώνουν ες αεί τις μαλακίες μας.
 "Ναι", είπε η Μαρία μπαίνοντας από την αυλόπορτα κι έχοντας ακούσει τον μονόλογο της Αντιγόνης. "Δίκιο κι εμείς, αλλά κυρίως αυτοί, γιατί άμα εξαρτάσαι από κάτι, αν είσαι άρρωστος γι αυτό και απ' αυτό, κάνεις και αθλιότητες για να το έχεις. 
Τις οποίες αθλιότητες, αυτοί εισέπραξαν εις ολόκληρον..."
"Φεύγω", είπε απότομα, καβάλησε το ποδήλατο και χάθηκε στο δρομάκι με τα πανύψηλα δέντρα.
Η Αντιγόνη αναστέναξε σιγανά. Ήξερε κι αυτή, όπως κι όλοι τους, από τέτοια ανεβοκατεβάσματα της ψυχής. Μακάρι να μπορούσαν, ταυτόχρονα με την αποχώρηση, να είχαν αφήσει πίσω κι όλα τα μικρόβια που αρρώσταιναν τη ζωή τους, αλλά πήραν αρκετά απ' αυτά μαζί τους ως ενοχές, που συχνά κάλυπταν τα παράπονα.

Τι ήταν η Μαρία πριν μπλέξει μ' όλα αυτά; Ένα κακομαθημένο κοριτσάκι που ο μπαμπάς του επιθυμούσε διακαώς ένα σπουδαίο γάμο με ένα γιατρό πχ, και δεν λυπόταν να στρώνει με έξοδα το δρόμο προς τα κει. Τι ήθελε το κορίτσι; Μοντελάκια σινιέ; Τα είχε. Κομμωτήριο για το πλατινέ φορμαρισμένο μαλλί; Μπογιές για να μετατρέπει το όμορφο προσωπάκι της σε βαριά μακιγιαρισμένη μάσκα; Ταξιδάκια, εξόδους, κοινωνικές συναναστροφές υψηλής στάθμης και πάντως παραπάνω από μεσαίας; Πανταχού παρών ο πατέρας με το πορτοφόλι και τις επαφές του.

Το κακό βέβαια, ήταν ότι ο αγέλαστος μπαμπάς με το παχουλό πορτοφόλι ήταν αυστηρών ηθικών αρχών και δεν παρέλειπε να ξυλοφορτώνει τη Μαρία, όταν ήξερε ή όταν νόμιζε ότι αυτή στραβοπατούσε. Από κοντά κι ο αδερφός με τον υπερβάλλοντα, επ' αυτού, ζήλο (σκεπάζοντας έτσι κουτσά στραβά τη λυσσαλέα ζήλια του πρωτότοκου που έχασε το θρόνο του μετά πέντε χρόνια απολυταρχίας, από ένα πανέμορφο κοριτσάκι). Και στην ουρά, η άβουλη -μα τόσο πολύ πια;- μάνα, που έφτανε μια βρισιά του γιου και μια άγρια ματιά του συζύγου για να λουφάξει στη γωνιά της και ευκαιρίας δοθείσης να βρίσει τη Μαρία -κάπου έπρεπε να δείξει κι αυτή την όποια επιβολή της.

Αποτέλεσμα; Την έπνιξαν, τους σιχάθηκε, ήθελε ν' απαλλαγεί απ' αυτούς. Τι σας αρέσει; να τελειώσω το λύκειο; Μη φάτε, έχουμε γλαρόσουπα. Ως την Τρίτη γυμνασίου άριστη μαθήτρια και αρίστης διαγωγής, από κει και μετά ποτέ διαβασμένη, φρικιό, ταραχοποιός και ψιλομπέκρα' τα πενηνταράκια το ούζο κατέβαιναν σαν νερό εντός της σχολικής αιθούσης. Δεν πάει να έτρεχε ο «γέρος» να δικαιολογεί απουσίες; Πόσες πια. Μέχρι τα Χριστούγεννα της δεύτερης χρονιάς στο λύκειο υπερκάλυψε το πλάνο και σχολείο τέλος.
Παρθένα θέλετε να οδηγηθώ στη νυφική παστάδα; Πάρτε γκόμενους με το τσουβάλι και μερικές εκτρώσεις μέχρι τα 20.

Κι εκεί που όλα έβαιναν κακώς, να κι ο Μάκης εμπρός της' γερός πότης ουίσκι, μπύρας και άλλων συναφών, και βεβαίως "μαύρου". Γοητευτική περίπτωση για την ανοητούλα' μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: Άλλος κύκλος, όπου φάνταζε σπουδαία -έτσι νόμιζε τουλάχιστον- και χοντρή κόντρα έναντι πατρός και αδελφού.

Ξύλο και των γονέων στο σπίτι' "έμπλεξες με τον υπόκοσμο", ο πατέρας, "με ξεφτίλισες πουτάνα", ο αδερφός. Η μάνα στη γωνία' χαιρόταν, λυπόταν, δεν ένιωθε τίποτα; ποιος ξέρει και ποιος ρωτούσε. Ούτε χάδι ούτε κουβέντα συμπάθειας στο τρελαμένο εικοσάχρονο πάντως.

Σιγά να μην ήθελε να τον παντρευτεί το Μάκη η Μαρία. Αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να τρελαθεί μερικές φορές με αταίριαστους κι ύστερα να οδεύσει στο δρόμο που ασφαλτόστρωνε ο πατήρ.

Ανόητοι πατεράδες, ανόητες μάνες, δεν καταλαβαίνετε ποτέ (ή σας συμβαίνει πολύ
αργά) ότι τα παιδιά σας είναι συνέχειά σας κι ό,τι τους μάθατε θα πράξουν' αν
βεβαίως δεν έχετε προλάβει να τεντώσετε μέχρι ρήξης το σκοινί.

Τον παντρεύομαι και πάει, δήλωσε η Μαρία, μετά τον τελευταίο ξυλοδαρμό που υπέστη χωρίς να στάξει -ως συνήθως- ούτε ένα δάκρυ, προς μέγιστη λύσσα του σαδιστή αδερφού.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                              J
Και τον παντρεύτηκε, δόξη και τιμή και με τον μπαμπά να ξηλώνεται κανονικά για σπίτι, έπιπλα, ρούχα, γλέντια και τα συναφή.

Το ταξίδι του μέλιτος έληξε γρήγορα όμως και σχεδόν αμέσως μετά ήρθαν τα μαυρισμένα μάτια κι οι μώλωπες' τ' είχες Γιάννη μ; ό,τ' είχα πάντα....

- Τι έπαθες ρε συ; ρωτούσαν κάνα δυο νεοαποκτημένες και ομοίως παθούσες -από πλευράς ελλιπών εγκεφάλων συζύγων- φιλενάδες.

- Γλίστρησα και χτύπησα στη γωνία του κρεβατιού, εκείνη... - Καλά το κατάπιαμε, απαντούσαν νοερά οι άλλες, αλλά τι να πεις σε τέτοιες περιπτώσεις.

Πολύ πιο ύστερα ήρθε το παιδί, σε κλίμα ανησυχίας μάλιστα, καθώς κόντευαν να την πείσουν γονείς, πεθερικά και περίγυρος ότι κάτι δεν πάει καλά με τα γεννητικά της: Ακόμα κανένα παιδάκι; ενάμισος χρόνος πέρασε από το γάμο σας.

Δικαίωση της γυναικείας της φύσης το παιδάκι, αλλά μεγάλη η ευθύνη' ειδικά αν έχεις εντάξει στην καθημερινότητά σου οινόπνευμα και χασίσι. Αυτά στην αρχή, βέβαια, γιατί στη συνέχεια το ζευγάρι πέρασε κι από άλλα μονοπάτια ψάχνοντας τον παράδεισο της χαύνωσης. Εκτός αλκοόλ έως αναισθησίας και χασισιού μέχρι αποβλάκωσης, εκείνο το φαρμακείο που έκανε "χάρες", αύξησε κατακόρυφα τις πωλήσεις του σε φάρμακα που "φτιάχνουν". Ντικοβίξ, αρντάν, λεξοτανίλ και άλλα συναφή καταναλώνονταν με βουλιμία. Μέχρι και το αντιπυρετικό του μωρού έπινε με δυο γουλιές η νεαρή, πλην αθεόφοβη, μάνα, γιατί άκουσε ότι κάτι παιδάκια της γειτονιάς το έλεγαν το «φάρμακο που γελάει», άρα...

Κι ύστερα ήρθε η παντοδύναμη και υπεργοητευτική ηρωίνη. Ποιος θεός και ποιος άνθρωπος! 
Μόνο που σε λίγο καιρό οι... ευεργεσίες της πρέζας έγιναν αρρώστια. Πολύ σύντομα, η υπερενέργεια κι η υπερμαγκιά (πας μη πότης ηρωίνης, βλάκας και κάτι χειρότερο - τα «ζάκια» ή «τζάνκια» ανήκουν σε ανώτερη κάστα) καταποντίστηκαν στα τάρταρα. Τώρα η ουσία είναι απολύτως αναγκαία για να συνεχίσουν  να λειτουργούν σώμα, μυαλό και συναισθήματα, όπως -έστω σε έναν κατώτερο βαθμό- λειτουργούσαν πριν από την έναρξη της χρήσης. Κι αν δεν ανταποκρινόταν άμεσα σ' αυτή την απαίτηση του οργανισμού, το είναι της απαντούσε με αγριάδα' το πνεύμα εγκλωβιζόταν αποκλειστικά στην ανάγκη και το σώμα κρύωνε, πονούσε αφόρητα, ίδρωνε, έχεζε, ξερνούσε, και τα μάτια αρνούνταν πεισματικά να κλείσουν και να παρασύρουν και το μυαλό μαζί σ' έναν, σύντομο έστω, λυτρωτικό ύπνο.

Ποιος ν' ασχοληθεί σε τέτοιες συνθήκες με το μωρό, που χρειαζόταν τα πάντα από τη μαμά του, αλλά δεν έπαιρνε πια ούτε καν τα αναγκαία, και σε λίγο άρχισε να εισπράττει μόνο αγριάδα, περιφρόνηση, τιμωρίες, κλείδωμα στο δωμάτιο, ξύλο. 
Βλέπεις, το είπαμε ήδη, το μια στο τόσο να φτιαχτούμε, να τη βρούμε, να νιώσουμε θεοί στο μυαλό και στο σώμα -όπως βαυκαλίζονται ότι θα κάνουν όλοι οι καινουργιοερωτευμένοι με την ηρωίνη- δεν διαρκεί για πολύ, και η ουσία από διαχειριζόμενο είδος γίνεται πολύ γρήγορα διαχειριστής του χρήστη. Και οι έμποροι θέλουν λεφτά -τα πρώτα γλυκαντικά κεράσματα πέρασαν ανεπιστρεπτί στο παρελθόν- και η ουσία είναι πανάκριβη' πώς να εξασφαλιστεί η καθημερινή ικανοποίηση της ανάγκης; Τι να πουλάει, τα πακέτα με το ρύζι και τη ζάχαρη, τα απορρυπαντικά και το χαρτί υγείας που συσσώρευε στην αποθήκη ο πατήρ -«για νά 'χει η κόρη μου απ' όλα»; Κάτι κοσμήματα της Σμυρνιάς γιαγιάς, οικογενειακά κειμήλια που πέρασαν στην όμορφη εγγόνα, ίσα που έφτασαν για μερικές δόσεις, η τάχα εγκυμοσύνη και η έκτρωση που έπρεπε οπωσδήποτε να ακολουθήσει, δεν μπορούσε να επαναληφθεί, τα δανεικά από τις κολλητές -φτωχές τρομάρα τους- ελάχιστα, κάνα δυο πηδήματα με μερικούς από τους νταβάδες (οι έμποροι της πρέζας) πόσες φορές να γίνουν πια (περιορισμένες οι τέτοιου είδους κινήσεις της παντρεμένης γυναίκας ­κατοίκου μιας μικρής πόλης).

Τότε ήταν που προέκυψε κι εκείνο με τον Παύλο της Αντιγόνης, που την φιλοξένησε μαζί με το παιδί της για κάνα δυο μέρες, γιατί έφυγε από το σπίτι μετά από έναν άγριο καυγά μετά ξυλοδαρμού με τον άντρα της ("ήπιες μόνος σου παλιοπούστη κι εμένα μ' άφησες στη χαρμάνα". - "Σκάσε πουτάνα, το ίδιο έκανες χτες και προχτές, νομίζεις δεν το 'μαθα;").

Για λίγο έλειψε η Αντιγόνη από το σπίτι εκείνο το πρωινό κι εκείνη ενέδωσε στο πιτς φιτίλι στη βεβαιότητα της έτοιμης σύριγγας ως ανταμοιβή. Μόνο που η άλλη ήταν γάτα και το έπιασε στον αέρα μόλις γύρισε, κι ας μην είπε τίποτα τότε, γιατί άφησε ένα μικρό περιθώριο στην φυσική της καχυποψία, που επί πλέον ήξερε ότι η πρέζα υπερέτρεφε πια.

Βεβαιώθηκε απόλυτα όμως μετά από λίγο καιρό, όταν προσπαθώντας τάχα να μείνει μακριά από την ηρωίνη έπινε αλκοόλ σαν ρούκουνας, κι ένα βράδυ τη μετέφερε η Μαρία στο σπίτι της σε κατάσταση ημιαναισθησίας. Κι εκεί την πάτησαν οι δυο περιστασιακοί εραστές' νόμιζαν ότι ήταν εντελώς αναίσθητη και το 'καναν εκεί στο χωλ, δίπλα στο δωμάτιο με την ανοιχτή πόρτα, όπου είχαν απιθώσει την τύφλα μεθυσμένη.

Έκτοτε η Αντιγόνη διέγραψε από τον κατάλογο των ανθρώπων τη Μαρία.

Έξι συναπτά έτη κύλησαν έτσι, μέχρι το βράδυ που τη βρήκε η έφηβη θυγατέρα της πεσμένη ανάμεσα στο κρεβάτι και στη φορτωμένη μπιχλιμπίδια τουαλέτα του υπνοδωματίου της, με μια σύριγγα καρφωμένη στο λαιμό.


........................................................

"Γνώρισα μια γυναίκα προχθές", είπε στην ομήγυρη η Αντιγόνη. "Τριγυρνάει συνέχεια προς τα δω μη και δει το γιο της ανάμεσά μας. Να την καλέσω στην παρέα καμιά φορά; Να την κιόλας", έπιασε με την άκρη του ματιού της τη Μαργαρίτα να περνάει απ' έξω σαν πλέοντας πάνω στο ποδήλατό της μέσα στο σούρουπο.

- Θα περάσω αύριο το πρωί μια βόλτα, απάντησε στο κάλεσμα της Αντιγόνης η Μαργαρίτα.

Ενώ ήξερε από το δικό της παιδί πόσο γλυκείς άνθρωποι γίνονται τα πρεζόνια όταν μένουν μακριά από την πρέζα, δεν ήθελε να βρεθεί ανάμεσά τους' όχι ακόμη τουλάχιστον. Μισούσε τους πρεζάκηδες, ας ήταν και πρώην, και της χρειαζόταν κι άλλος καιρός για να συνηθίσει στην ιδέα της ύπαρξής τους.

- Γράφεις ένα βιβλίο, έμαθα, με τις ιστορίες σας, είπε το άλλο πρωί στην Αντιγόνη η Μαργαρίτα, χαϊδεύοντας τα κατακόκκινα κόκκινα τριαντάφυλλα του κήπου της. Αν θέλεις, μπορώ να σου δώσω κάτι που έγραψα πριν καιρό εγώ. Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, στην οποία συμμετείχα ως παρατηρητής σ' ένα δωμάτιο νοσοκομείου. 
Μόνο που το ημερολόγιο που παρεμβάλλεται, είναι το δικό μου. Το έγραφα τότε που είχα επινοήσει αυτόν τον ιδιότυπο τρόπο ως δίαυλο μοναχικής επικοινωνίας με το γιο μου, απ' όταν αρρώστησε. Το αυθεντικό ημερολόγιο της γυναίκας, το άπλωσα στην ιστορία που διηγούμαι. Άλλωστε, όποια μάνα εξαρτημένου από ουσίες και να ρωτήσεις, κι όπως θα διαπιστώσεις κατά την ανάγνωση, την ίδια φρίκη κι αντάρα θα βρεις στις απαντήσεις.
Μπορείς, αν θέλεις, να χρησιμοποιήσεις κομμάτια ή ιδέες από αυτό. Κι αν το διαβάσεις εν τέλει, ίσως σε βοηθήσει να καταλάβεις πώς πληγήκαμε, έμμεσα αλλά θανατερά, κι εμείς οι άλλοι από την πρέζα.  

'Ισως η Μαργαρίτα να είναι η ευκαιρία μου να καταλάβω τι προξένησα στη μάνα μου και γιατί ένοιωθα ότι με μισεί κάποιες φορές, σκέφτηκε η Αντιγόνη αποχαιρετώντας τη φίλη της που έφευγε βιαστικά για την πτέρυγα των μωρών.

- Εκεί πάω ακόμη κι όταν δεν έχω υπηρεσία. Αγαπώντας ξανά από την αρχή τα μωρά και τα μεγαλύτερα παιδιά έχω την ψευδαίσθηση ότι εξιλεώνομαι για τα λάθη που έκανα ως μάνα. Ποιος ξέρει πόσα απ' αυτά πλήγωσαν την καρδούλα του δικού μου μωρού και το έστειλαν έτοιμο θύμα στα νύχια της ηρωίνης.

Αχ Μαργαρίτα, φορτώθηκες όλη την ενοχή για την κατάντια του γιου σου. Κι εμείς σε σας χρεώναμε την αρρώστια μας, αλλά κι αν είχαμε δίκιο σε πολλά, τώρα πια ξέρω ότι δεν είχαμε σε όλα.
Για όλα έφταιγε η μάνα μου και... κάπως ο πατέρας μου. Αυτή έφταιγε που γελούσε όταν εγώ δεν ήξερα γιατί λυπάμαι, αυτή που δεν είχε ελεύθερο χρόνο, κι όταν είχε δεν μου τον χάριζε ολόκληρο, αυτή που δεν ήξερε πολλά γράμματα για να κουβεντιάζουμε για τον Σοπενάουερ και τo Νίτσε, αυτή που έκλαιγε κρυφά, αυτή που θύμωνε φανερά, αυτή που επαναλάμβανε σαν ρολόι ότι η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε. 
Αυτή γιατί ήταν δυνατή ως άνθρωπος, αλλά αδύναμη, εν τέλει, ως θεός. Για όλα αυτή, για κείνα που ήξερα και για κείνα που δεν ήξερα.

Με τούτα και με κείνα, δεν έκοψα ποτέ τον ομφάλιο λώρο. Όλα από κείνη τα ζητούσα και τίποτα δεν της και δεν έδινα γενικώς. Σαν να ήταν εκείνη η αιώνια πηγή που ανάβλυζε νερό κι εγώ δικαιούμουν να το χρησιμοποιώ κατά το δοκούν, έτσι όπως τρέχει άφθονο και χωρίς κανέναν άλλο προορισμό.

Παρηγορήσου Μαργαρίτα. Δεν είχατε άδικο όλοι εσείς που μας κακιώνατε, μας απορρίπτατε και μας μισούσατε ακόμα, όταν γινόμασταν αφόρητα πιεστικοί, όταν αρπάζαμε και δεν δίναμε τίποτα και για να πάρουμε χρησιμοποιούσαμε κάθε μέσο και τρόπο. Ένα λάθος μόνο: νομίζατε ότι όλα αυτά γίνονται για το κέφι μας. Βέβαια, στην αρχή είναι κάπως έτσι, αλλά μετά, το κέφι γίνεται απόλυτη ανάγκη. Ακόμα θυμάμαι την οργή κι άλλοτε τον οίκτο που ένιωθα ή πόσο γελούσα, όπως γελάς με κάτι ολότελα γελοίο, όταν άκουγα κάποιους να λένε: Εγώ πεθαίνω για τα γλυκά, κάποιες φορές τρελαίνομαι αν θέλω κάτι γλυκό και δεν το έχω, αλλά δεν πάω να κλέψω κιόλας γι αυτό βρε αδερφέ.

Τι ηλίθιοι θεέ μου.

Η μόνη που προσέγγιζε κάπως το τι σμπαράλια αγνώριστα σε καταντάει αυτή η ουσία, ήταν το Στελλάκι η φιλενάδα μου, όταν την παρομοίαζε με την εξάρτηση από άνθρωπο, από έρωτα. Έλεγε "σου κόβεται η ανάσα, δεν αγαπάς και δεν έχεις υπομονή για κανέναν άλλο, όσο αγαπημένος κι αν σου είναι. Σκέφτεσαι μόνο αυτόν, γλυκαίνεις μόνο μ' αυτόν και χωρίς του βγάζεις αγκάθια. Αγνοείς και ξεπουλάς ανθρώπους, λες ψέματα, γαντζώνεσαι, νομίζεις ότι αυτό ήταν που ήθελες πάντα και μόνο έτσι νιώθεις ασφαλής. Κι ακόμα κι όταν αποδεικνύεται ότι αυτό που νομίζεις εγγύηση δύναμης και ασφάλειας, είναι μόνο πηγή αδυναμίας και ανασφάλειας, σου είναι αδύνατο να ξεκολλήσεις' μένεις εκεί κι οι άλλοι σε νοιάζουν μόνο ως μέσα και δεκανίκια για να έχεις αυτό που χρειάζεσαι απαραιτήτως".


Εξαρτήθηκες ποτέ από άνθρωπο Μαργαρίτα; Αν ναι, πολλαπλασίασε επί χίλια όλα αυτά που ένιωθες τότε, κι έχεις ένα μέρος της εξάρτησης από την ηρωίνη.

Καιρός λοιπόν, να μάθουμε οι μεν τους δε, και τ' αντίθετο...

- Μαργαρίτα, βγήκε από τις σκέψεις της προλαβαίνοντας την άλλη που έστριβε στη γωνιά του δρόμου, ναι σε παρακαλώ, το θέλω.
................................................................

(το βιβλίο της Μαργαρίτας)

για όλα τα παιδιά που βούλιαξαν στην κόλαση των ουσιών κι έσυραν μαζί τους κι όποιους τα αγαπούσαν πολύ
.............................

Γκρίζα γυναίκα

Η ζωή είναι ένα τέρας που τρώει τα όνειρα. Μπορεί να το έγραψε κι αλλιώς ο Λουντέμης, πού να θυμάμαι τώρα, αλλά εγώ το τύπωσα έτσι γιατί μου ταιριάζει γάντι.
Καμιά φορά, δεν τ’ αφήνει καν να γεννηθούν, έστω για να μπορεί να τα φάει μετά.
Η ζωή; Όχι δα η ζωή. Εμείς οι ίδιοι είμαστε που κατασπαράζουμε τα όνειρά μας. Τα περισσότερα τουλάχιστον. 
Και το χειρότερο είναι ότι το κάνουμε από έλλειψη σεβασμού και εκτίμησης προς τον εαυτό μας, κυρίως, κι από μια ολότελα ανόητη και  στρεβλή πεποίθηση ότι πάντα έχουμε καιρό μπροστά μας για να χαρούμε, να δημιουργήσουμε, να ολοκληρωθούμε.
Όμως τώρα φτάνει.  Τέλος.  Κι ας φοβάμαι.
«Μια στιγμή είναι μόνο», βαυκαλίζω το φόβο μου. «Ένα πέρασμα από δω προς τα κει. Ένα φύσημα του ανέμου. Μια αμετάκλητη στιγμή κατά την οποία παύεις να είσαι. Μια στιγμή χρόνου που είναι μαζί κι η απόλυτη, η τελεσίδικη στιγμή-τελεία για όλα που σε αφορούν. Ως τότε όμως, είσαι από δω. Άρα, όπως κι ο καθείς για το δικό του χρόνο, είσαι για πάντα».
Βολικό’ μια χαρά σκιάχτρο για το φόβο του θανάτου.
Αλλά γιατί φόβος, αλήθεια;  Για μένα δεν είναι, πια, όπως όταν σου αρπάζει την κόλλα ο καθηγητής γιατί τελείωσε ο χρόνος, κι εσύ, επειδή έχεις πολλά να πεις ακόμα ή σου ‘ρθαν λίγο αργά αυτά που έπρεπε να γράψεις, το σκέφτεσαι και θλίβεσαι και οργίζεσαι.
Εγώ δεν έχω τίποτα πια να πω, να γράψω, να κάνω.
Όλα ανάποδα έγιναν.
Το παιδί μου, το υλικό σώμα της υπέρτατης λατρείας που μπορεί να αισθανθεί ανθρώπινο πλάσμα, έφυγε πολύ πριν τη δική μου επερχόμενη τελεία. Και μ’ άφησε εμένα σαν μαθητή που του άρπαξαν βάναυσα την κόλλα, να συνεχίζω να τινάζομαι οργισμένη επάνω και  να βουλιάζω στον ανείπωτο πόνο της απουσίας και της αμετακλήτως ανύπαρκτης δυνατότητας να είναι εδώ για να ικανοποιήσω την αποθυμιά που μετατρέπεται σε αφόρητο σωματικό πόνο.
……………………………………………………………………………… .


Ο σκούρος όγκος που ήταν στριμωγμένος στην κόχη του βράχου, λίγο πιο πάνω από κει που άφριζε θυμωμένη η θάλασσα, τράβηξε την προσοχή της κοπέλας. Μέσα στο μισοσκόταδο της φάνηκε σαν άνθρωπος που κούρνιασε για να κρυφτεί ή σαν παρατημένος μπόγος. Ξέφυγε από το αγκάλιασμα του συντρόφου της και πλησίασε διστακτικά.
«Άνθρωπος είναι», είπε και αναπήδησε προς τα πίσω τρομαγμένη.
Ήταν ώρες εκεί, μπορεί κι από χθες κι από προχτές. Ξεπαγιασμένη, άυπνη από μέρες κι άπλυτη. Στο νοσοκομείο είπαν ότι είναι ακόμα περισσότερες μέρες νηστική.
Τη φρόντισαν σαν να ήταν ένα πληγωμένο πουλί.
Δεν ήξεραν το όνομά της, την ηλικία της, αν είχε φίλους, συγγενείς. Δε μιλούσε και δεν είχε βρεθεί κανένα χαρτί πάνω της που να μαρτυρά κάτι για την ταυτότητά της -ένα πυκνογραμμένο τετράδιο μόνο, σαν ημερολόγιο, γεμάτο με εξαιρετικά δυσανάγνωστα γράμματα-  κι η αστυνομία της περιοχής δεν είχε καμιά αναφορά για εξαφάνιση ατόμου που να της μοιάζει.
Μόνο οι βολβοί των ματιών της που κινούνταν κάπου - κάπου γρήγορα σαν τρομαγμένοι κάτω από τα κλειστά βλέφαρα, έδιναν κάποια έκφραση σε κείνο το ξεδοντιασμένο και αποστεωμένο πρόσωπο.
- Ίσως να ήταν όμορφη κάποτε, είπε η νεαρή γιατρίνα στη νοσοκόμα που τακτοποιούσε τα σκεπάσματα της άρρωστης.
- Μπορεί και να ήταν, είπε εκείνη κοιτάζοντας με συμπόνια τη γυναίκα.     
 «Όμορφη; Ναι ήμουν», σφίχτηκαν σε μια ιδέα πικρού χαμόγελου τα χείλη της γυναίκας με τη γκρίζα επιδερμίδα, που κρεμόταν λες από το πρόσωπό της.
«Αλλά, κάποτε. Σε μιαν άλλη ζωή.
Μέχρι που ήρθε η οδύνη και μ’ εμπόδιζε και ν’ αναπνέω ακόμα. Μπορεί και για λίγο μετά, τότε που τρελαινόμουν λίγο - λίγο και νόμιζα ότι όλα είναι ένα φριχτό όνειρο που βλέπω στον ξύπνιο μου, αλλά θα πάει στο διάολο μια μέρα κι όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν».
 …………………………………………………………………………… ………………………………………………….
 Ελπίδα 

«Όλες οι φλέβες της είναι κατεστραμμένες, πού στο καλό να βάλω την πεταλούδα» μονολογούσε η νοσοκόμα, σκυμμένη στο διπλανό κρεβάτι πάνω από ένα κορίτσι, που κοίταζε με τα μεγάλα μάτια του το ταβάνι χωρίς να νοιάζεται για το τι της έκανε η νοσοκόμα ή οι γιατροί που περνούσαν. Η μάνα της στεκόταν στην άκρη με το πρόσωπο πανιασμένο και τα χέρια σφιγμένα το ένα μέσα στο άλλο, να μη νοιώθει τα νύχια που χώνονταν μέσα στις παλάμες της.
Μια σοβαρή επιπλοκή διέγνωσαν οι γιατροί, όταν την πήγε φρυγμένη από τον πυρετό που την έψηνε τις δυο τελευταίες μέρες.
Είπαν ότι θα την κρατήσουν για όσο είναι απαραίτητο και θα κάνουν ό,τι χρειάζεται για να γίνει καλά από αυτήν την αρρώστια.  
«Κι ίσως το διάστημα που θα μείνει εδώ να τη βοηθήσει και στο άλλο της πρόβλημα»  είπε κοιτώνας την με συμπάθεια ο διευθυντής της κλινικής.
«Μακάρι» ψέλλισε εκείνη, έτσι για να πει κάτι, αλλά κάπου στα βάθη του μυαλού της ξεπήδησε μια αμυδρή και κουρελιάρα ελπίδα.
 «Παιδάκι μου», ψιθύρισε κι έκατσε άκρη - άκρη στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της κόρης της, που είχε κλείσει τα μάτια της κι ανάσαινε απαλά μέσα στην ησυχία και την ασφάλεια του καθαρού δωμάτιου και των τριζάτων άσπρων σεντονιών του νοσοκομείου. 
Γύρισε και κοίταξε τη γκρίζα γυναίκα: «Μοιάζουμε εμείς οι δυο. Άδειες, άσχημες και τρομαγμένες. Ποιος ξέρει τι σε κατάντησε κι εσένα έτσι. ».
……………………………
Ελπίδα

Νύχτωσε. Πέρα μακριά λαμπυρίζουν τα φώτα της πόλης που συνεχίζει να ζει μη ξέροντας κι αδιαφορώντας, εν τέλει, για τη μικρή τοξικομανή, τη μάνα της και την άγνωστη γυναίκα.
Πέρασε η ώρα’ θα είναι περασμένα μεσάνυχτα τώρα. Οι λιγοστές νοσοκόμες αποσύρθηκαν, οι ασθενείς ησύχασαν και μόνο τα δυνατά φώτα των διαδρόμων παραμένουν να φωτίζουν τους κάτασπρους τοίχους.
Σηκώθηκε κι έκλεισε καλά την πόρτα:  Δε θέλω φώτα’ καλύτερα σκοτάδι.
Πήρε δυο καρέκλες, τις ένωσε αντικρυστά κι άπλωσε πάνω τους μια κουβέρτα. Έβγαλε τα παπούτσια της και βολεύτηκε κάπως στο αυτοσχέδιο κρεβάτι της. Ένας ύπνος γλυκόπικρος κι ελαφρύς σαν αεράκι ήρθε σε λίγο κι έκατσε στα βασανισμένα της βλέφαρα και στα κατάκοπα μέλη της’ απ’ τα χαράματα όρθια, να τρέχει και να κλαίει.     
……………………………………………………………………………… …………

Γκρίζα γυναίκα

Ο Στέφανος; Ναι, κάποτε χανόταν, και τότε ήμασταν καλύτερα, αλλά πάντα ξαναεμφανιζόταν. Πότε τρέμοντας,  πότε σκουντουφλώντας και πότε χαζογελώντας με κείνο τον γλυκερό και  γλοιώδη τρόπο των πρεζονιών, που θαρρούν ότι σε δουλεύουν και παράλληλα εκλιπαρούν τον οίκτο σου, για να ζητήσει ή να απαιτήσει «κανένα ψιλό για μια ψιλή».
Αξιοθρήνητος. Τον λυπόμουν; Τον σιχαινόμουν; Τον φοβόμουν; ούτε ξέρω. Τις περισσότερες φορές του έδινα για να ξεκουμπιστεί και να γλυτώσω από την κακομοιριά του. Ζαρωμένος, άπλυτος, τσαλακωμένος, αχτένιστος, να κρυώνει και να τρέχει η μύξα του. Είχε υπάρξει άραγε ο θεός που ερωτεύτηκα; Κι αν ναι, πού πήγε και χαντακώθηκε;
Αυτοί θα ήταν οι πρώτοι εφιάλτες της Μαρίνας μου: Η θλιβερή καρικατούρα που έλεγε ότι είναι μπαμπάς της και το δικό μου πρόσωπο με τις κακοτραβηγμένες γραμμές της απελπισίας, των νεύρων, της ντροπής, της κούρασης και της καταχωνιασμένης και κάπου – κάπου ξαφνικά κι ορμητικά αναδυόμενης ανάγκης να ζήσω, να ερωτευτώ, να χαθώ σε μιαν αγκαλιά και να χαρίσω δώρα που δεν είχα πού να τα δώσω.

…………………………………………….

Ελπίδα

Ένα μικρό χαμόγελο ήταν πάνω στα χείλη και στα μάτια της όταν μπήκε, 6 η ώρα το πρωί, η νοσοκόμα κι άναψε το σκληρό φως της οροφής. Σηκώθηκε κι έσιαξε κάπως τα ρούχα της.
Αναθυμήθηκε το όνειρο που την ταξίδεψε σε μια ωραία ανάμνηση και της χάρισε το χαμόγελο:
Ήταν αργά τη νύχτα και είχε βγει να περπατήσει δίπλα στη θάλασσα’ να κλάψει, να βρίσει, να γογγύξει χωρίς να την ακούει κανείς και μετά να πάρει βαθιές ανάσες και να προσπαθήσει να βάλει σε τάξη σκέψεις και συναισθήματα.
Τις άκουσε από μακριά’ δροσερές κοριτσίστικες φωνές, που, ανάμεσα σε γέλια και χαρούμενα ξεφωνητά, τραγουδούσαν παλιά λαϊκά τραγούδια. Και μετά  την προσπέρασαν αγκαλιασμένες τρεις ανέμελες κοπελιές, στέλνοντας ένα χαμόγελο και σ’ αυτήν.
Τους έκανε νεύμα χαράς και κείνη τη στιγμή είχε ξεχάσει ότι η δική της κόρη δε γελάει, δεν τραγουδάει και δεν αγκαλιάζει έτσι κανέναν γιατί δε μπορεί να αγαπάει κανέναν πια.       
Και να που αυτό το δύσκολο βράδυ αναδύθηκαν κι αυτές και η χαρά τους από τα βάθη του μυαλού της.
Μηνύματα ελπίδας, ερμήνεψε το όνειρο’ κόντρα στον εφιάλτη.
Θυμήθηκε τα ξημερώματα που άκουγε τις πόρτες να χτυπούν και το τρεχαλητό στις σκάλες, τις βρισιές, τις φωνές, τα σκουντουφλήματα και το σπάσιμο της καρδιάς της όταν έκλεινε η πόρτα πίσω από την τρελαμένη από τη στέρηση θυγατέρα της. Θα την ξαναδώ άραγε; Πότε και πώς;
Πάνε τώρα αυτά, τίναξε το κεφάλι της για να φύγουν οι ασχήμιες των αναμνήσεών της. Τώρα όλα είναι αλλιώς.
Ε, ναι, συμβαίνει κι αυτό καμιά φορά’ να ελπίζεις να σε σώσει μια συμφορά από μια μεγαλύτερη άλλη. Ή να είσαι ευτυχισμένος που, μετά από πολύ καιρό, κοιμήθηκες μονορούφι έστω αυτές τις λίγες ώρες κι έστω πάνω σ’ αυτές τις δυο άβολες καρέκλες, γιατί το παιδάκι σου ήταν εδώ δίπλα σου κι ήξερες ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της καταραμένης σκόνης.

………………….
Γκρίζα γυναίκα

Άκου, ακορντεόν. Παλιά, μου άρεσαν οι πλανόδιοι μουσικοί. Ειδικά εκείνος ο ευγενικός μελαχρινός στον κήπο κάτω από το δημαρχείο. Δεν ξέρεις τον τόπο μου… Φαντάσου έναν όμορφο  μεγάλο κήπο με πολλά παρτέρια γεμάτα με ολάνθιστα λουλούδια και ψηλά φουντωμένα δέντρα, πλακόστρωτα δρομάκια και νερά, πολλά νερά και τον κόσμο να ξεκουράζεται στα καλαίσθητα παγκάκια κάτω από τη δροσιά της σκιάς των δέντρων. Κι εκείνος, εκεί, πάντα στην ίδια γωνιά, καθισμένος σ’ ένα μικρό πάνινο καρεκλάκι και μ’ ένα χάρτινο κουτί για τον οβολό των περαστικών μπρος στα πόδια του, να παίζει με το ακορντεόν του γλυκιά, γλυκύτατη, υπέροχη μουσική κι εγώ ν’ αργεύω το βήμα μου για ν’ ακούσω όσο πιο πολύ μπορώ.          
Να είναι ακόμα εκεί; Ναυαγισμένος, ποιος ξέρει από πού, στην πόλη μου.
Κάποτε με πονούσαν οι καταποντισμοί των άλλων. Μετά, δεν είχα περίσσευμα πόνου για κανέναν.
………………….

Γκρίζα γυναίκα

Τον κράτησα τον Στέφανο στη ζωή μας κι ας τον σιχαινόμουν. Τον λυπόμουν κιόλας σαν πιο δυνατή, τάχα, κι απ’ αυτόν κι από τους άλλους. Κι αφού ήμουν έτσι,  μπορούσα να υποφέρω λίγο παραπάνω. Ναι, εγώ, η απύθμενη θάλασσα, μπορούσα να καταπίνω πίκρες και μετά να αποσύρομαι στα βάθη μου και να ονειρεύομαι έναν καλύτερο κόσμο, μια ιδανική κοινωνία, μαγικές σχέσεις. Όλα χρωματιστά, στρογγυλεμένα, γλυκά, ευγενικά. Κι έτσι, άφηνα τον κόσμο να πορεύεται το στραβό του δρόμο κι εμένα να σέρνομαι είτε μπρος, είτε πίσω. Τόσο στρεβλή αντίληψη. Τόση αδικία από μένα την ίδια ενάντια στον εαυτό μου, αλλά κυρίως ενάντια στο παιδί μου.
«Αυτά ήξερα, αυτά έκανα» μου είπε κάποτε που όρμησα να την πνίξω έτσι όπως την είδα  να μπαίνει παραπατώντας και με κείνο το γλοιώδες χαμόγελο που μισούσα.
………………………………………………………….

Ελπίδα

Βράδιασε πάλι. Οι δυο άρρωστες κοιμούνται κι αυτή ετοιμάζει το «κρεβάτι» με τις δυο καρέκλες και μετά στέκεται μπροστά στο παράθυρο κι αφήνει τα μάτια της να βυθιστούν στο σκοτάδι που σκεπάζει τη θάλασσα πέρα μακριά.
Γύρισε αργά και κοίταξε την κόρη της που κοιμόταν.
Έφτασα να νοιώσω ακόμα και σιχασιά για σένα.
Είσαι 23 χρονώ και μοιάζεις για πενήντα. Έξι καταραμένα χρόνια εκδικείσαι τον εαυτό σου. Γιατί;
Ποιος ξέρει να πει.
Όχι μόνο για σένα, αλλά και για κάθε άλλο παιδί που χάνεται σε τέτοια λασπερά σοκάκια. Να ήταν πόνοι; Απογοητεύσεις; Φόβος; Ανασφάλεια; Η περιέργεια, οι κακές παρέες, η ανεμελιά της νιότης ή η οργή της; Μπορεί όλα μαζί, μπορεί μερικά απ’ αυτά, ή ακόμη μπορεί και τίποτ’ απ’ αυτά.

Ελπίδα

Στην αρχή δεν καταλάβαινα. Δεν ήξερα από τέτοια. Προτιμούσα να κάνω ότι δεν υπάρχουν κι οπωσδήποτε δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσαν κάποτε να αφορούν τη δική μας  τακτοποιημένη κι αδιατάραχτη από μεγάλα πάθη και παθήματα, ζωούλα.
Έρωτας νόμιζα κι έκλαιγα κρυφά όποτε σε ένοιωθα να σπαράζεις. Κλειδωνόσουν στο δωμάτιο για ώρες, και μετά, εντελώς ξαφνικά πετιόσουν επάνω κι έφευγες σαν σίφουνας χωρίς να πεις λέξη κι ερχόσουν μετά από λίγο ή πολύ αργά τη νύχτα.
Κι όταν κατάλαβα – έμαθα,  ήταν πια πολύ αργά, όπως τόσο φριχτά αποδείχτηκε.
Αν υπάρχει νωρίς, άμα έχει ήδη ξεκινήσει το κακό.
……………………………………………………………………………… …………
Γκρίζα γυναίκα

Πάει το μωρό μου, πάει, το ‘χασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου. Πολυκαιρισμένοι λυγμοί τράνταξαν το κοκαλιάρικο στήθος της γκρίζας γυναίκας και μια πλημμύρα από φρέσκα δάκρυα έβρεξε τα λιγδιασμένα μαλλιά της.
Πέντε εφιαλτικά χρόνια μεσολάβησαν από τότε που ένας αστυνομικός, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή του, της ανακοίνωσε ότι η κόρη της δεν ζει πια. Είχε πεθάνει από χρήση συνδυασμού ουσιών, χθες το βράδυ, σ’ ένα διαμέρισμα στην Αθήνα.
Κοριτσάκι είκοσι δυο χρονώ.
Το δικό της το κοριτσάκι.
Που το λάτρευε.
Και που χώρισαν άγρια μαλωμένες γιατί δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει, αυτή τη φορά. Τι να πάει να κάνει καλοκαιριάτικα στην πρωτεύουσα;  Να μπουκώσει την ανάγκη της  για την ηρωίνη’ τι άλλο. Είχε άκρες, λέει, εκεί, «που δε ζητάνε φράγκα». 
Όμως, και με αλυσίδες να την έδενε, εκείνη θα έφευγε. Άρπαξε ένα μαχαίρι και την απειλούσε ότι θα το καρφώσει στην κοιλιά της, αλλά βρήκε το χέρι της. Το’ χει ακόμα το σημάδι.
Γύρισε ο κόσμος ανάποδα. Πνίγηκε, πέθανε, τρελάθηκε, πονούσε το σώμα, η ψυχή, το μυαλό. Ας ξυπνήσω από τον εφιάλτη θεέ μου ή ας πεθάνω κι εγώ τουλάχιστον, δεν αντέχω άλλο, δεν αντέχω, δεν αντέχω, δεν αντέχω, ούρλιαζε μοναχή της κι έχωνε τα νύχια στα μάγουλα να τα ξεσκίσει.
Πώς έγινε, γιατί έγινε; Γιατίιιιιιι; Γιατί, γιατί, γιατί;
….

Γκρίζα γυναίκα

Πήγε να σπουδάσει στην Αθήνα. Θα γινόταν σπουδαία γιατρός. «Θα γίνω γιατρός όταν μεγαλώσω», έλεγε κάθε φορά που μ’ έβλεπε να πονάω ή να είμαι λυπημένη, «και θα σε κάνω καλά’ μη φοβάσαι».
Και τώρα, γιατρέ μου; Τώρα δεν υπάρχει κανείς να με κάνει καλά.

……………………………………………………….
Ελπίδα

Για κάνα χρόνο το πάλεψε. Πότε με το καλό και πότε με το άγριο. Τίποτα δεν έπιανε. Ο έρωτας της θυγατέρας της για την πρέζα φούντωνε όλο και πιο πολύ μέχρι που την κατάπιε ολόκληρη. Και, ως απαρέγκλιτα προδιαγεγραμμένο επακόλουθο, κατάπιε και τη μάνα της η απελπισία,  αφού ξεπλύθηκε πρώτα από τη ντροπή κι από την οργή της αποκάλυψης.
Κι εκεί, πάνω στον ένα χρόνο, αποχώρησε από το σπίτι τους κι από τη ζωή τους κι ο Γιάννης. Που λάτρευε την μονάκριβή του και την καμάρωνε όσο ήταν η υπέροχη κόρη του. Μετά, δεν ήθελε να την ξέρει. Τον ρεζίλεψε, έλεγε, ντρεπόταν τους φίλους και τους συναδέλφους του κι ήθελε να τη σπάσει στο ξύλο. 

……………………….

Γκρίζα γυναίκα

Τον πρώτο χρόνο της  διαμονής της στην πρωτεύουσα ήταν όλα σχεδόν όμορφα. Το σχεδόν για μένα, το όμορφα για κείνη.  Ήταν ενθουσιασμένη με το νέο περιβάλλον, με τη σχολή, την ξεγνοιασιά της φοιτητικής ζωής. «Μαμά πήγα σε κείνη την παράσταση, πήγα σε κείνη τη συναυλία, στο σινεμά, στα μουσεία». Ήταν ερωτευμένη με το σπιτάκι που διαλέξαμε κι επιπλώσαμε μαζί, χωρίς να λυπηθώ τα έξοδα. Όλα για κείνη, για τη χαρά της. Κι εμένα, πού μ’ έχανες πού μ’ έβρισκες, στην Αθήνα φυσικά με κάθε ευκαιρία. Με ήθελε, με αποζητούσε κι εγώ, άλλο που δεν ήθελα, έσπευδα με τις τσάντες γεμάτες φαγάκια από τα χέρια της μαμάς, μην τρώει βρωμιές το παιδάκι μου.
Οι φίλοι της με συμπαθούσαν και δεν είχαν καμιάν αντίρρηση να βγαίνω μαζί τους και, βεβαίως, να έρχονται στο σπίτι της Μαρίνας μου και να τους περιποιούμαι σαν να ήταν ακριβοί μας καλεσμένοι. 
Μετά το πρώτο καλοκαίρι της στην πόλη μας και την επιστροφή της στην Αθήνα με το τελείωμα των διακοπών, άρχισα να ψυχανεμίζομαι αλλαγές. Τα καθημερινά τηλεφωνήματα αραίωσαν’ είχε πολλά μαθήματα, έλεγε, και δεν προλάβαινε «και στο κάτω κάτω βρε μαμά, τι έχουμε να πούμε, πια;».
«Θέλω να έρθω να σε δω πριν τα Χριστούγεννα, σε πεθύμησα πολύ» της είχα πει κάποια στιγμή. «Όχι, μαμά μου, να μην έρθεις διότι δεν θα έχω καιρό να σε δω. Άλλωστε, μια ανάσα είναι οι γιορτές από δω και πέρα. Θα έρθω εγώ τότε».
Κι άρχισαν λίγο λίγο τ’ αγκαθάκια της αμφιβολίας να με τρυπάνε. 
Όχι, δεν φαντάστηκα από την αρχή  αυτό που συνέβαινε στ’ αλήθεια. Κάνας έρωτας, είπα, και ζήλεψα λίγο, αλλά χάρηκα κιόλας, ελπίζοντας παράλληλα να μην είναι κανένας μασκαράς και την πληγώσει την κοπέλα μου.
Ναι, έρωτας ήταν τελικά, αλλά τόσο φριχτός και θανατηφόρος εν τέλει…
………………………………………..
Γκρίζα γυναίκα

Έφυγα από την πόλη μου όταν πέθανε το παιδί μου.  Εγκατέλειψα ολοκληρωτικά και δια παντός και τον Στέφανο. Ας τα βγάλει πέρα μόνος του πια κι ας πεθάνει με μια σύριγγα καρφωμένη στο λαιμό του, αν θέλει.
Πήγα να μείνω σ’ ένα μικρό σπιτάκι που μου είχαν αφήσει οι γονείς μου, στο νησί. Θαρρείς και μπορούσε ν’ αλλάξει κάτι, να γιατρευτεί οτιδήποτε.
Κάποιοι φίλοι είπαν «αγαπάς τόσο πολύ τη θάλασσα, θα σου κάνει καλό».
Τίποτα δε μπορούσε να μου κάνει καλό. Μόνο που πια είχα άπλα χώρου και μοναξιά όση ήθελα. Η θάλασσα στα τριάντα μέτρα από το σπίτι κι εγώ όλη την ώρα εκεί. Να μιλάω με τα κύματα και να ουρλιάζω μαζί με τον αγριεμένο αέρα το χειμώνα. Τα καλοκαίρια δεν έβγαινα έξω όσο κυκλοφορούσε κόσμος κι έκανε σημαία τη χαρά του. Μ’ ενοχλούσε η ανέμελη ευτυχία των διακοπών τους.
Δεν ξαναμπήκα στο γαλανό νερό από τότε που χάθηκε το παιδί μου. Όχι, δεν ήταν μια τιμωρία που επέβαλα στον εαυτό μου. Ήταν που πια δε αγαπούσα τίποτα και τίποτα δεν μπορούσε να μου δώσει χαρά. Ούτε μουσική μπορούσα ν’ ακούω. Με πονούσαν όλα και πιο πολύ τα όμορφα πράγματα ή ό,τι κάποτε αγαπούσα.
Τον πρώτο καιρό ήμουν τρελή. Μια κανονική τρελή που περίμενα ώρα την ώρα να ανοίξει η πόρτα και να μπει το πλάσμα μου με κείνο το λατρεμένο, το παλιό της χαμόγελο’ πριν της το σακατέψει κι αυτό η πρέζα. Φορές - φορές, αδημονούσα τόσο, που πήγαινα κι άνοιγα την πόρτα και κοίταζα έξω. Μετά πήγαινα μέχρι την αυλόπορτα και κοίταζα στο δρόμο.
Και γύριζα πότε κλαίγοντας και πότε σαν άψυχη.   
…………………………..

Γκρίζα γυναίκα

Είμαι ολομόναχη πια. Έτσι είπα στον εαυτό μου το βράδυ μετά την κηδεία του Στέφανου. Μετά την τελετή και όλα τα συμπαρομαρτούντα, τα οποία ανέλαβα εξ ολοκλήρου ως η μόνη πλέον εν ζωή στενή συγγενής του, γύρισα στο νησί και δεν θέλησα να έρθει κανένας μαζί μου. Συνήθως δεν αφήνουν μόνο του κάποιον που έχει μια τέτοιαν απώλεια, αλλά εγώ επέμεινα. Έτσι κι αλλιώς, όλα αυτά τα χρόνια της απομόνωσης και της απόστασης με απομάκρυναν από τις παλιές φιλίες και για καινούριες δεν είχα ψυχή.
Πήγα στο σπίτι κι έκανα ένα σωρό πράγματα που θα μου πρόσφεραν ίσως μιαν επίφαση χαλάρωσης ή,  ακόμα καλύτερα, θα χαύνωναν ο μυαλό μου.
Ζωντάνεψαν πάλι τα φαντάσματά μου.  Κι ήθελα ν’ αναβάλλω το χρόνο που θ’ αναμετρηθούμε ξανά.  
Κι όταν τα τρυκ τελείωσαν, ξάπλωσα με τα ρούχα και τις κάλτσες στο ξέστρωτο κρεβάτι, ακούμπησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, πήρα στην αγκαλιά μου το μαξιλάρι της Μαρίνας, που το κρατούσα τόσα χρόνια έτσι όπως το άφησε από την τελευταία φορά που ακούμπησε το βασανισμένο κεφαλάκι της σ’ αυτό, κι έκλαψα. Στην αρχή γοερά, με κείνο το παράπονο που βγαίνει από τα έγκατα του γιατί και του ΓΙΑΤΙΙΙΙΙ κι ύστερα πιο ήσυχα, πιο σιωπηλά, μέχρι που με πήρε ο ύπνος.
Το πρωί, θαρρείς κι όλη τη νύχτα ο εαυτός μου έπαιρνε αποφάσεις ερήμην μου, ήξερα τι θα κάνω από δω και πέρα. Τίποτα. Δεν είχα πια τίποτα να κάνω. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα με τα ρούχα που φορούσα από χτες. Έκανα αυτό που μου υπαγόρευαν πάντα οι παρορμήσεις μου, όταν όλα στράβωναν και βούλιαζα στην απελπισία ή όταν με εξαγρίωνε ο θυμός  μου για την ανημπόρια μου να παρέμβω σε οτιδήποτε. Να φύγω, να φύγω, να φύγω μακριά απ’ όλους κι από όλα. Θαρρείς και δεν θα κουβαλούσα μέσα μου τη φρίκη που σαν πανίσχυρο διαλυτικό διάβρωνε ταχύτατα τη ζωή μου. 
Και τώρα, να, ήρθε η στιγμή. Ακριβώς γιατί  δεν υπήρχε τίποτα ν’ αφήσω πίσω.
Και πήρα το δρόμο. Κι ένοιωθα μιαν υπόκωφη κι άγρια χαρά στην αρχή. Και γελούσα μόνη μου κρώζοντας. Έτσι. Έτσι ήθελα να το κάνω πάντα. Ν’ ανοίξω την πόρτα και να φύγω όπως είμαι. Χωρίς αποσκευές, χωρίς βάρη, χωρίς τίποτα και χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου.
 …………………………………………………………………………… ………………

Ελπίδα

Τότε, που σε πήγα σε κείνο το μέρος που θα σε προετοίμαζαν για την εισαγωγή σου στην θεραπευτική κοινότητα, το πρώτο πράγμα που έκανα γυρνώντας στο σπίτι ήταν να κλείσω καλά την πόρτα του δωματίου σου. Δεν άντεχα να βλέπω την απουσία  σου.
Στη διάρκεια της διαδρομής από κείνη την πόλη ως την πόλη μας, μέσα μου αλληλοσπρώχνονταν τόσες χιλιάδες σκέψεις και συναισθήματα, που νόμιζα ότι θα ξεπηδήσουν από κάθε οπή του κεφαλιού μου παίρνοντας μαζί τους και το άυπνο μυαλό μου. Και κάπου σε μιαν άκρη του νου μου επέμενε να εμφανίζεται μια ζωώδης ικανοποίηση: τώρα θα μπορώ να ησυχάσω, να κοιμηθώ, να σκεφτώ, να χορέψω κιόλας άμα θέλω, όπως έκανα κάποτε μένοντας μόνη στο σπίτι. Τώρα είμαστε ασφαλείς κι οι δυο. Εσύ σε προστατευμένο περιβάλλον κι εγώ χωρίς την απειλή της παρουσίας και της κατάστασής σου.
Και κρατήθηκα απ’ αυτό το συναίσθημα – ασπιρίνη και σαν να κοιμήθηκα και λίγο στο ταξίδι.  
Κατέβηκα από το λεωφορείο σαν ρομπότ. Ένα ταξί με πήγε στο σπίτι, κι ας λίγο πριν νόμιζα ότι θα χαιρόμουν ένα χαλαρό περίπατο δίπλα στη θάλασσα. Μάλλον η επήρεια της σκέψης – παυσίπονο, άρχισε να περνάει.
Και τώρα οι δυο μας κυρά μου, είπα στον εαυτό μου κλείνοντας την πόρτα πίσω μου και κοιτώντας γύρω μου το ανακατωμένο σπίτι έτσι όπως το αφήσαμε το πρωί στον πανικό μου να προλάβουμε, μη χάσουμε κι αυτή τη φορά το ραντεβού. Και τον αγκάλιασα τον εαυτό μου σφιχτά, απορροφώντας έτσι, εγώ η ίδια, τους κραδασμούς των λυγμών μου.
Πού είσαι; πώς είσαι; πονάς; σου λείπω; σου λείπει η ουσία;
Σου λείπει, το ξέρω. Η επήρεια της δόσης που εγώ, ναι εγώ, αγόρασα χτες και σου έδωσα σήμερα το πρωί για να έχεις κίνητρο  και δύναμη να έρθεις μαζί μου, πέρασε τώρα. Σου έδωσαν φάρμακα για τους πόνους; Κλαις τώρα; Λυπάσαι; Μπορείς να λυπάσαι;
Μου έλειπες με άγριες σπαθιές μέσα μου. Έκλαιγα γοερά. Κι ούτε ξέρω αν ήταν για το ωραίο πριν, για το φριχτό τώρα ή για το αβέβαιο μετά.
Κι ύστερα κοιμήθηκα. Έναν ύπνο βαθύ, βαρύ, μαύρο. Σαν να ήμουν πέτρα και βούλιαξα στα σαπισμένα βάθη μιας σκοτεινής κι ακίνητης λίμνης.

 ………………………
Γκρίζα γυναίκα

Τι τρελή χαρά, τι ευτυχία, τι περηφάνια ένοιωσα εκείνη τη μέρα που πήγαμε μαζί οι δυο μας κι είδαμε τ’ αποτελέσματα από τις πανελλήνιες. Αγκαλιαστήκαμε και χορεύαμε.
Το βράδυ, στο σπίτι μας, ξαπλώσαμε κι οι δυο στο μεγάλο κρεβάτι κι ονειρευτήκαμε ξύπνιες το ωραίο αύριο.
Και μετά έμεινα εγώ μ’ ανοιχτά τα μάτια μέχρι που ξημέρωσε να την κοιτάζω και να σκέφτομαι πώς θα είναι πια οι μέρες μου χωρίς την καθημερινή της παρουσία.
Κι έκλαψα σιωπηλά για την απουσία που την ένιωθα κιόλας να μου γραπώνει το λαιμό.
Ανόητα κλάματα. Πού να ήξερα τότε τι πραγματικά σημαίνει απουσία.

…………………………………..
Ελπίδα

Οι πρώτες μέρες ήταν σπαραχτικές. Ο προηγούμενος καιρός κι ο τωρινός μπερδεύονταν σ’ ένα κουβάρι. Η απελπισία, η τρέλα, η σιχασιά  κι ο τρόμος μαζί κι αξεχώριστα από  την απύθμενη αγάπη μου και το άδειο της απουσίας σου. Σιγανά, χωρίς θόρυβο. Μόνο με έναν βαθύ, αλλόκοτο πόνο απλωμένο στο σώμα και στο μυαλό μου.
Μετά ησύχασα κάπως’ άρχισα να συνηθίζω τη νέα κατάσταση. Κοιμόμουν πιο καλά, είχα λιγότερες δουλειές, έλειψε η ένταση που προκαλούσαν η παρουσία κι οι συμπεριφορές  σου.
Κι ύστερα, συνειδητοποιώντας ότι δεν θα σε είχα για πολύ καιρό ακόμα, διαλύθηκα.
Μου έλειπες αφόρητα. Όχι, δε σε ήθελα πίσω άρρωστη. Σε ήθελα καλά. Όπως πριν. Ζωηρή, κεφάτη, έξυπνη, γλυκιά, τρυφερή, αστεία, πειραχτήρι, με ιδέες, με όνειρα.
Αλλά, γιατί; Γιατί έγιναν όλ’ αυτά; Κι έρχονταν ένα – ένα στο μυαλό μου και το τρυπούσαν, σαν στίλβουσες κι αμείλικτες απολήξεις ενοχικών τρυπανιών,  όσα νόμιζα ότι απαντούσαν στα γιατί μου.      

…………………………………………………………………..
Γκρίζα γυναίκα

Όλο τον καιρό που περιπλανιόμουν, από τότε που εγκατέλειψα το σπίτι στο νησί, βάλθηκα να παρατηρώ τους ανθρώπους. Δε μ’ ενδιέφερε τίποτα άλλο.
Δεν είχα απελπισία πια’ ο πόνος μου για το παιδί μου ήταν χωνεμένος κι αφομοιωμένος απολύτως κι από το νου κι από το σώμα μου’ ένα με μένα. Ολόκληρη εγώ ένας πόνος που δεν με πονούσε πια. Όλα περνούσαν μπρος από τα μάτια μου χωρίς να μ’ αγγίζουν και χωρίς να μου προκαλούν καμιάν εντύπωση. Σπίτια, θάλασσες, δρόμοι, χωράφια, πόλεις, αυτοκίνητα, καφέ, εστιατόρια, ξενοδοχεία, κήποι. Μόνο τις μορφές των ανθρώπων κοίταζα κι επικέντρωνα σ’ εκείνες των δυστυχισμένων. Τους συναντούσα κυρίως στα αστικά λεωφορεία. Εκεί, ο καθένας δυστυχισμένος είναι μόνος του. Κι επειδή αισθάνεται ανώνυμος κι άγνωστος ανάμεσα σε ανώνυμους κι άγνωστους, αφήνεται να χαθεί στα βάθη του.  Και τότε, το πρόσωπό του τα λέει όλα. Έμαθα ν’ αναγνωρίζω την κούραση, την πλήξη, την ανυπομονησία, τη ντροπή, τα νεύρα, την απελπισία, την καταπίεση, την παραίτηση. Το καθένα από αυτά χαράζει τα πρόσωπα με τις δικές του γραμμές και τ’ ασχημίζει με το δικό του τρόπο. Μα πιο εύκολα απ’ όλα αναγνώριζα την προσβολή της πρέζας. Οι μάνες είναι απελπισμένες, τρομαγμένες και ντροπιασμένες. Όπως ήμασταν κι εμείς οι δυο κάποτε. Οι πατεράδες είναι κυρίως οργισμένοι.
………………………………………………….
Ελπίδα

Κάποιος φίλος μου έφερε σήμερα μια στοίβα βιβλία, να γεμίζω το χρόνο της απραξίας εδώ. Ανάμεσά τους κι ένα που έχει ένα εκτεταμένο βιογραφικό σημείωμα της συγγραφέα του: «πέθανε», λέει, «το Σεπτέμβρη του 200…»
Ημερομηνίες, χρονολογίες - ορόσημα και γεγονότα από το απύθμενο πηγάδι του εσωτερικού μου μικρόκοσμου, αναδύονται πάλι. Μάλλον δεν πήρα είδηση ότι πέθανε τότε αυτή η μεγάλη τεχνίτισσα της πέννας. Το 200.. ήταν βαθειά και σκοτεινή χρονιά για μένα, για μας. Σε μισούσα, σ’ αγαπούσα κι ευελπιστούσα να τελειώσει κάποτε ο εφιάλτης.      
Σε βλέπω τώρα και θυμάμαι τότε που σ’ αγαπούσα μόνο όταν κοιμόσουν. Το όμορφο προσωπάκι σου εγκατέλειπε την αγριάδα και την ασχήμια που εγκαθιστούσε η πρέζα’ οι γραμμές του γίνονταν απαλές, χάνονταν οι γωνίες της κακίας και της πονηριάς κι εγώ έβλεπα το υπέροχο παιδάκι μου ξανά και σ’ αγαπούσα πάλι. Και τώρα σε ξαναγαπάω. Ποτέ δεν έπαψα, αλλά τότε μπερδεύονταν η αγάπη με την απέχθεια και με την απογοήτευση και με την απελπισία και με τις ενοχές. Τώρα, αυτή τη στιγμή, είναι πάλι καθαρή η αγάπη μου. Σ’ αγαπάω, ζω αυτό το ήσυχο τώρα και είμαι γαλήνια.
Κι άρχισα πάλι να βλέπω τις ομορφιές του κόσμου. Κοιτάζω τα γυμνά κλαδιά των δέντρων στο  δασάκι απέναντι, έτσι όπως διαγράφονται στο φόντο του ουρανού, του λίγο πριν απαλού μωβ και τώρα γαλανού και ξέθωρου στην άκρη, που σε λίγο θα χαθεί στο βαθύ μπλε της νύχτας, που φωτίζεται κιόλας από μια φέτα φεγγάρι. Χωρίς φύλλα’ μόνο λεπτά κλαδιά’ αλλά όμορφα πάλι. Κι άμα τα κοιτάζω πολλήν ώρα, μου μοιάζουν άνθρωποι που αγκαλιάζονται, που χορεύουν ή που συνομιλούν.  Ναι. Άρχισα πάλι να περιμένω ομορφιές από τον κόσμο.
 ……………………………………………

Γκρίζα γυναίκα

Κοντεύουν δυο μήνες που είμαστε οι τέσσερις μας μέσα σ’ αυτό το άσπρο δωμάτιο. Η κάθε μια μας χαμένη στη δική της καταδίκη. Η δική μου τελειώνει επιτέλους. Το νοιώθω,  το ξέρω.  Άλλωστε, εγώ το επέλεξα και το επιδίωξα.
Δεν έχω ιδέα  για το πόσος καιρός πέρασε από τότε που άρπαξα την τσάντα μου κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα του σπιτιού μου, με σκοπό να χαθώ, να περιπλανηθώ μέχρι που να μην αντέχει άλλο το σώμα μου τις κακουχίες.
Εσύ, είσαι καλά, σε βλέπω, σε νοιώθω να γεμίζεις ελπίδες και προσδοκίες. Σας ακούω που σιγανομιλάτε μάνα και κόρη. Μερικές φορές, τώρα τελευταία, γελάτε κιόλας. Καλά σημάδια και τα δυο.
Θα σου χαρίσω το τετράδιό μου. Να το διαβάσεις στην κόρη σου όταν γίνει καλά. Να μάθει πώς ήταν τότε που την εξουσίαζε το τέρας και να μην του επιτρέψει να ρημάξει πάλι τη ζωή της.
Και να ξέρει τι σου έκανε και τι μας έκαναν.
Γράφω και γι αυτά που έκανα εγώ. Ίσως κάποτε μπορέσεις να της πεις κι αυτά που έκανες εσύ.

……………………………………………………………………………… ………………………………………………………..

Είναι πάλι πρωί. Μπαίνουν δυο νοσοκόμες κι η μια ανάβει το βίαιο φως της οροφής. Κατευθύνονται πρώτα στη γκρίζα γυναίκα, όπως κάνουν κάθε μέρα. Εκπλήσσονται  κι αυτές, όπως και η μικρή κι η μάνα της, βλέποντας, για πρώτη φορά, ορθάνοιχτα τα μάτια της κι ακούγοντας, πάλι για πρώτη φορά, τη μιλιά της:  
«Μέσα στην τσάντα μου είναι ένα τετράδιο. Βρείτε το και δώστε το σ’ αυτή τη γυναίκα και μετά πείτε στο κορίτσι να έρθει κοντά μου» είπε με χθόνια φωνή.
Η κοπέλα την πλησίασε με αβέβαια βήματα κι έσκυψε πάνω της. «Έφτασες στον πάτο του πηγαδιού. Ξεκίνα να σκαρφαλώνεις προς τα πάνω. Μην αφεθείς να πεθάνεις εκεί κάτω, μέσα στα σκοτάδια και στη βρωμιά. Εκεί έξω έχει ήλιο. Μπορείς να ξανανθίσεις» είπε ψιθυριστά η γκρίζα γυναίκα  σφίγγοντας με το παγωμένο κοκαλιάρικο χέρι της το χέρι του κοριτσιού.
Κι ύστερα σώπασε κι έκλεισε πάλι τα μάτια της.
Όταν ήρθαν οι γιατροί για τη μεσημεριανή επίσκεψη, τη βρήκαν νεκρή.   

……………………………………………………………………….. .. ......   
Το «ημερολόγιο» 
(το δικό μου, της γκρίζας γυναίκας, της Ελπίδας κι όποιας άλλης μάνας που βίωσε ό,τι κι εμείς)

Προσπαθώ να καταλάβω. Λένε ότι όποιος αγαπάει, καταλαβαίνει. Εγώ γιατί δεν μπορώ; Δεν σ' αγαπάω μήπως, ή άλλο εννοούν; Ότι δηλαδή όποιος αγαπάει, απλώς κατανοεί, αποδέχεται τον άλλο όπως είναι και συνεχίζει να τον αγαπάει;
 Αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη δική μου προσπάθεια, αφού εκείνο που με καταλαμβάνει ολοκληρωτικά τις περισσότερες φορές είναι η επιτακτική ανάγκη να ανακαλύψω σε ποιο σημείο και πότε σημειώθηκε η βλάβη. Σαν να διαλύω και να ξαναδιαλύω συνεχώς ένα ρολόι και μετά προσπαθώ να το ξανασυναρμολογήσω. Μόνο που άλλες φορές μου περισσεύουν κι άλλες χάνω μικρά και μεγαλύτερα εξαρτήματα.
Μπορεί να ξεκινάω από λάθος αφετηρία, αφού εκείνο που κάνω πραγματικά, είναι ότι διαλύω δυο ρολόγια κάθε φορά' το δικό σου και το δικό μου, πολύ συχνά και του πατέρα σου. Αλλά γιατί να είναι λάθος αυτό, αφού το δικό σου ρολογάκι το συνθέσαμε εμείς οι δυο ή τουλάχιστον αυτό δούλευε σε συνάρτηση με μας' όπως εκείνα τα ρολόγια, που, αν τα έβγαζες από το χέρι, σταματούσαν να λειτουργούν.
Έτσι κι αλλιώς, πάντα πίστευα ότι τα παιδιά είναι ο καθρέφτης των γονιών τους και του οικογενειακού τους περιβάλλοντος.
Είμαι ολοκληρωτικά ένοχη απέναντί σου, λοιπόν, όχι μόνο γιατί η δική μου συμπεριφορά δεν ήταν πάντα αυτή που είχες ανάγκη, αλλά και γιατί δεν είχα την τόση αγάπη που χρειαζόταν για να σε προστατέψω από κείνους που σε έβλαψαν.
Αλλά, έχει πια καμιά σημασία ποιος φταίει για το ότι εσύ είσαι δυστυχισμένος και που κάθε μέρα ξεπερνάς τα όρια του εξευτελισμού σου κι αγγίζεις το σύνορο του θανάτου σου;
Θαρρείς και θ’ άλλαζε κάτι σε ό,τι αφορά τη σημερινή σου κατάσταση, αν αύριο εμφανιζόταν μια αδιαμφισβήτητη δύναμη και με βεβαίωνε ότι όποιον κι αν είχες γονιό, όπως κι αν κυλούσε η ζωή σου ως τώρα, εσύ πάλι έτσι θα κατέληγες.
Ευθύνομαι ή όχι για την κατάντια σου, κι εκτός από το ότι όφειλα να σε προστατέψω, το αποτέλεσμα είναι ένα: Είσαι τοξικομανής, απόλυτα παραδομένος στο πάθος σου και ικανός να κάνεις οτιδήποτε για να το ικανοποιήσεις.
Τι να κάνω, πώς να σταθώ εμπόδιο εμπρός σ' αυτό που σε έχει κυριεύσει και σε οδηγεί, πριν από το θάνατο, σ' όλη αυτή την καταρράκωση;



Άλλη μέρα

Έφυγες από μένα πριν φύγω εγώ από σένα. Μόνο που θα έπρεπε να ξέρεις ότι εγώ θα έφευγα μόνο όταν θα πέθαινε το σώμα μου. Δεν το ήξερες; Κι άλλο λάθος’  τίποτα δεν κατόρθωσα να σου μεταδώσω ολόκληρο. Γιατί τάχα απορώ;  Ναι, εγώ ήξερα ότι σ’ αγαπώ, αλλά πόσες φορές δεν ανέτρεψα τη δική σου βεβαιότητα για την ασφάλεια της αγάπης μου; Έμπαινα στο σπίτι λυπημένη ή βλοσυρή, έβαζα τις φωνές ή πάθαινα κρίσεις υστερίας γιατί δεν διάβασες, γιατί δεν έφαγες και  γιατί δεν θέλεις να κοιμηθείς νωρίς. Πόσες φορές έγινες ο ανυπεράσπιστος αποδέκτης της έκφρασης της δυστυχίας μου;


Άλλη μέρα

Είναι μια βδομάδα που έφυγες από το σπίτι και παρ' όλο που εξακολουθώ να είμαι απελπισμένη, ανασαίνω πιο εύκολα γιατί δεν αντιμετωπίζω άμεσα αυτόν τον καινούργιο και κακό εαυτό σου.


Άλλη μέρα

Τίποτα δεν στάλαξαν μέσα σου τα χάδια μου, τα παραμύθια που σου έλεγα, τα φιλιά, οι χαιρετισμοί κι οι καληνύχτες με τα χιλιάδες σ' αγαπώ;
Γιατί ξεκόλλησες τόσο βίαια από μένα; Ακόμα κι όταν μ' έπνιγαν οι ενοχές γιατί σου φέρθηκα άδικα, δεν διανοήθηκα αυτό το κόψιμο με τα δόντια του ομφάλιου λώρου. Γιατί έτσι νιώθω ότι έκανες’ μ' έκοψες και με πέταξες σαν να μη με χρειάζεσαι πια ούτε καν σαν σκέψη.
Στ' ορκίζομαι ότι ήθελα να ζήσεις μια ζωή γεμάτη, ευτυχισμένη και ασφαλή, με την εγγύηση τη δική μου. Ποιος σου είπε ότι υπήρχε ποτέ περίπτωση να αποσύρω το δίχτυ ασφαλείας κάτω από τα βήματά σου; Όμως εσύ προτίμησες το σάλτο μορτάλε κι εγώ αποδεικνύομαι ολοκληρωτικά αδύναμη να αντέξω τη σφοδρότητά του.


Άλλη μέρα

Αχ παιδάκι μου, να ήξερες πόσο πολύ πονάω που δεν είσαι εδώ. Πόσο θέλω να σκοτώσω τον εαυτό μου που δεν σε κράτησα στα χέρια μου όλο τον καιρό που μπορούσα να σε χαϊδεύω. Έκανα το ίδιο λάθος που κάνεις εσύ τώρα νομίζοντας ότι τα νιάτα κι η αποκοτιά τους είναι για πάντα. Νόμιζα ότι για πάντα θα είσαι δικός μου και πάντα θα μπορώ να σου λέω σ' αγαπώ και να σε παίρνω αγκαλίτσα, γι αυτό πολλές φορές το αμελούσα, το άφηνα για αργότερα, το ξεχνούσα. Πόσο αργά κατάλαβα ότι τίποτα δεν παραμένει όπως είναι σήμερα. Το όποιο σήμερα.
Μέχρι πριν από λίγες μέρες, δεν μπορούσα, δεν ήθελα να ακούω μουσική' φοβόμουν τις ρωγμές που ανοίγει στην ψυχή μου και δεν ήθελα να πονάω άλλο, πιο πολύ απ' ό,τι πονούσα ήδη.
Τώρα ακούω και κλαίω, κλαίω, κλαίω. Όλα τα τραγούδια έχουν κάτι να λένε γι αγάπες και για πόνους ψυχής. Τι σημασία έχει που τα πιο πολλά μιλούν γι αγάπες ανάμεσα σε δυο συντρόφους; Εσύ είσαι το κλωναράκι μου, η αγάπη μου για το άλλο και για μένα.


Άλλη μέρα


Αποφάσισες να προσπαθήσεις να απέχεις από την ουσία και μέχρι στιγμής το καταφέρνεις.

Θυμάμαι τη Δήμητρα, που, έχοντας περάσει τα ίδια με το δικό της παιδί, κι όταν εκείνος κατάφερε να νικήσει το τέρας, μου είχε πει «βρήκα και καλά πράγματα μέσα σ' αυτό' έγινα καλύτερος άνθρωπος».
Εγώ δεν ξέρω αν θα έχω γίνει καλύτερος άνθρωπος μέσα από την έμμεση, αλλά βαθιά  εγκαυματική, επαφή μου με την ηρωίνη,  όμως χθες και σήμερα το πρωί -έτσι θα μετράω τώρα, με τις ώρες- νιώθω καλά. Τόσο καλά, που, βγαίνοντας για ψώνια χθες, περπατούσα πάλι ευθυτενής και χαμογέλασα αυτάρεσκα μερικές φορές, όταν είδα περαστικούς να με κοιτούν επιδοκιμαστικά και χάρηκα τον ήλιο που αποδέχτηκε επιτέλους ότι ήρθε η άνοιξη και μας έκανε την τιμή να εμφανιστεί. Ήμουν σχεδόν ευτυχισμένη. Αλλά όταν επέστρεφα -ευθυτενής και πάλι- άκουσα τον εαυτό μου να μου ψιθυρίζει: Μια εβδομάδα είναι πολύ λίγο, γι αυτό να είσαι έτοιμη για όλα' με την έννοια ότι μπορούσα και να μη σε βρω στο σπίτι...
Με τρομάζουν οι επόμενες μέρες, και το μακρινό μέλλον επίσης, αλλά είμαι ευτυχής που σε ξαναβρήκα. Άλλωστε, μπορεί κι εσύ βγαίνοντας από αυτή την ιστορία, να γίνεις καλύτερος άνθρωπος και καλύτερος γιος.

Πάντως, αυτές τις μέρες κάτι παραπάνω κατάλαβα γι αυτήν καθαυτή την ουσία: Όταν είσαι δέσμιός της, σε αλλοτριώνει ολοκληρωτικά εμφανίζοντας ένα ολόδικό της υπανθρώπινο δημιούργημα. Εξοστρακίζει κάθε έννοια ανθρωπιάς, αξιοπρέπειας κι εντιμότητας. Σαρώνει κι αφήνει στη μπάντα και στη συνέχεια απειλεί να καταστρέψει εντελώς, ό, τι αξία είχε εγκατασταθεί μέσα σου απ' όταν γεννήθηκες.


Άλλη μέρα


Σήμερα είναι Πάσχα, αλλά για μένα είναι κάτι σαν το πρωινό ή το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου, που περιμένεις μεν την Ανάσταση έχοντας εγκαταστήσει μέσα σου τον ενθουσιασμό που γεννά η βεβαιότητα της αλλαγής, αλλά ακόμη είσαι σε αναμονή. Θα χρειαστεί να περάσει πολύς καιρός ακόμη για να ανοίξει μέσα μου βήμα η βεβαιότητα ότι τελειώσαμε μ' αυτό.


Άλλη μέρα


Μετρούσα τις μέρες που απέχεις από τη σκόνη.  Συμπλήρωσες τις 20, κι αν είναι πολύ λίγες, εμένα μου δίνουν ελπίδες ότι κάτι μπήκε σ' έναν δρόμο. Πολύ θα ήθελα βέβαια να είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για έναν ίσιο, βατό δρόμο, αλλά ακόμη κι έτσι, με την αβεβαιότητα και την επιφυλακτικότητα, αυτό το εικοσαήμερο είναι ένα διάστημα που μας δίνει καιρό να πάρουμε βαθιές ανάσες και κάθε μέρα να ελπίζουμε ή να σκουπίζουμε το τζάμι να φεύγουν οι αχνοί και να βλέπουμε έξω λίγο καλύτερα.


Άλλη μέρα


Πάμε λοιπόν πάλι από την αρχή;
Κι αν δεν τα θαλάσσωσες ακόμη. Σε βλέπω να οδεύεις ολοταχώς προς τα κει.
Προχθές πήγες σε κάποιον γιατρό και προμηθεύτηκες ηρεμιστικά χάπια. Επίσης, μαζί μ' αυτά καπνίζεις χασίς και, βεβαίως, η κατάσταση στην οποία περιέρχεσαι δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό, ούτε βέβαια είναι αποδεκτή, τουλάχιστον από εμένα.
Προχθές που είχες τα χάλια σου, η κολλητή σου μου είπε ότι έφαγες «μια καρτέλα υπνοστεντόν»' χθες το απόγευμα που γύρισα από τη δουλειά, σε βρήκα άνω κάτω και δεν είχες φάει σχεδόν τίποτα.
Δεν ξέρω άμα είμαι εγώ που φταίω που δεν μπορώ να συγκρατηθώ, αλλά η απέχθειά μου όταν σε βλέπω σε τέτοια κατάσταση, είναι ολοφάνερη.


Άλλη μέρα


Είναι όλοι συγκλονισμένοι. Πέθανε ο θείος Γ…, ο άντρας μιας αγαπημένης ξαδέρφης μου. Νέος ακόμη και πολύ αγαπητός άνθρωπος και για μένα και για όλους.
 Όλοι κλαίνε. Κι εγώ ούτε ένα δάκρυ.  Φαίνεται  δεν μου περισσεύουν για άλλους.


Άλλη μέρα


Ζω σ’ ένα πεθαμένο σπίτι. Βρώμικο κι ακατάστατο. Καμιά αγάπη δε βρίσκεις μέσα του. Ακριβώς γιατί είναι πεθαμένο.
Μακάρι να πίστευα στο θεό. Να παρηγοριόμουν με το σχέδιό του. Ή να λυσσούσα εναντίον του και να τον έβριζα. Αισχρά, άγρια και μακάρι να ήταν εκεί  και να ξεσπούσα το μέγεθος της οργής μου με τις μπουνιές μου στα μούτρα του.
Δεν ξέρω, στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι να κάνω. Η οργή μου κι η απελπισία μου συναντιούνται σε μια δίνη που με καταπίνει πότε σαν ναρκωτικό και πότε με στραγγαλίζει σαν τη βιαιότητα της ανάγκης  για ανάσα εκείνου που πνίγεται.
Ησυχία. Ήσουν ξύπνιος από τις 3 μετά τα μεσάνυχτα και κοιμήθηκες κατά τις 11 το πρωί.
Κουτσομαγείρεψα (για ποιον άραγε αφού εσύ δεν τρως τίποτα κι εγώ δεν μπορώ να καταπιώ ούτε μπουκιά) άπλωσα και κάτι ρούχα να στεγνώσουν και κάνω ησυχία. Τον χρειάζεσαι τον ύπνο.
 Όσο για μένα, δεν μου χρειάζεται απλώς ένα σωσίβιο.  Μια σβήστρα χρειάζεται να τα σαρώσει όλα. Και μετά να γραφτεί ξανά κι αλλιώς η ιστορία.


Άλλη μέρα    


Σε βλέπω να φθίνεις μέρα με τη μέρα. Το σώμα σου συρρικνώνεται, το πρόσωπό σου ζαρώνει, τα μαλλιά σου θαμπά. Κι η ψυχή σου…
Όμως, θαρρώ ότι κρατάει ακόμα κάποια ξέφτια από κείνο που ήσουν. Σ’ αγαπάω τόσο πολύ που θυμώνω. Οργίζομαι. Θέλω να σου ξεριζώσω τα μαλλιά. Γιατί δεν μπορείς να ξαναγίνεις ο υπέροχος πρίγκιπάς μου;


Άλλη μέρα


Μετά από δυο μέρες ύφεσης, νομίζω ότι ξαναγύρισες στα παλιά σοκάκια.
Τώρα είναι πρωί κι ακόμα δεν ήρθες, ενώ γύρω στις 2.00 τηλεφώνησες για να μου πεις ότι είσαι με τον τάδε ("που είναι καθαρός εδώ και αρκετούς μήνες") και να μην ανησυχώ. Ζήτησα να του μιλήσω αλλά μου είπες ότι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν εκεί. Τρέχα γύρευε ψεματούρες.
Εξακολουθεί να με εντυπωσιάζει το πόσο έξυπvους, μεθοδικούς και αξεπέραστους ψεύτες σας κάνει η ανάγκη να ικανοποιήσετε τη λαιμαργία σας για την ηρωίνη.


Άλλη μέρα


Μέχρι χθες τάιζα πενιχρά μιαν αμυδρή ελπίδα ότι κάνω λάθος. Χτες το απόγευμα όμως, είδα τις φλέβες στα χέρια σου άτσαλα κεντημένες. Αν και δεν χρειαζόταν να δω αυτές για να καταλάβω. Το γνωστό ύφος που με κάνει να νιώθω απέχθεια για σένα, ήταν από μέρες εκεί και χθες ακόμη πιο έντονο.
Ούτε καν στη μορφή δεν θυμίζεις το παιδί μου.


Άλλη μέρα


Σήμερα σε μισώ' κυριολεκτικά και με λύσσα. Αυτό το πράγμα σε μετατρέπει σε κτήνος και δεν σε ανέχομαι. Δεν ανέχομαι επίσης αυτό το ανεβοκατέβασμα από τη γη στα τάρταρα' κάνεις μια προσπάθεια και γίνεσαι άνθρωπος, μετά κάνεις μια βουτιά μεσ' στα σκατά και μας αρρωσταίνεις όλους.
Είναι δύσκολο το εγχείρημα να γλιτώσεις απ' αυτή την κατάρα, αλλά είναι και για μένα αδύνατο πια να ανεχθώ ό, τι συνεπάγεται η παράδοσή σου σ' αυτή την κατάρα.


Άλλη μέρα

Τώρα που σε βλέπω σε φυσιολογική κατάσταση πάλι, καταλαβαίνω καλύτερα τι εννοούσα τότε που έγραφα ότι τώρα ξέρω περισσότερα γι αυτή την ουσία: Όταν είσαι εκτός της επίδρασή της, είσαι το υπέροχο παιδί μου. Όταν σε κουμαντάρει αυτή, έχεις συγκεντρωμένα μέσα και πάνω σου όλα τα χαρακτηριστικά, που αν απαλλασσόταν απ' αυτά ο άνθρωπος, ο κόσμος μας θα ήταν παράδεισος.


Άλλη μέρα

Τίποτα που να θυμίζει αισθήματα μάνας προς το παιδί της, δεν έχουν τα αισθήματα μου για σένα σήμερα. Πιθανόν τα ξημερώματα που πήγα για ύπνο να πίστευα ότι η απέχθειά μου θα είχε αμβλυνθεί μετά από τον όποιο ύπνο θα κατάφερνα να κάνω, αλλά δεν είναι έτσι τελικά.
 Ακόμα και να πεθάνεις ευχήθηκα χτες το βράδυ και μακάρι να μη με γονατίσουν οι ενοχές γι αυτό, ούτε σήμερα ούτε ποτέ.
Τίποτα δεν θυμίζεις από ανθρώπινο πλάσμα έτσι που κατάντησες πια. Ένα ζώο άγριο έγινες, που δεν διστάζει ούτε ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου να επιτεθεί με τα άγρια νύχια του στη μάνα του, να σπάσει ό, τι βρεθεί μπροστά του μέσα στο σπίτι, να βρίσει με τα χειρότερα λόγια, να κλέψει, να κάνει οτιδήποτε για να βρει αυτό που θεωρεί ότι χρειάζεται παραπάνω κι από την τροφή και το νερό. Μακάρι να βρισκόταν κάποιος να με απαλλάξει από σένα.
Μακάρι να γίνεις καλά και ίσως τότε να σε ξαναγαπήσω.
Ψάχνω για συναισθήματα μέσα μου και δεν βρίσκω άλλο από την επιτακτική, όχι επιτακτική, δεν υπάρχει ή δεν ξέρω ή δεν θυμάμαι λέξη που να εκφράζει την απόλυτη ανάγκη μου να αλλάξουν όλα αυτά αυτόματα' να μην χρειάζεται ούτε καν το ανοιγοκλείσιμο του ματιού.
Είμαι σχεδόν απαθής και δεν ξέρω αν κάτω απ' αυτή την κρούστα υπάρχει ένα ηφαίστειο που βράζει και τι θα γεννήσει όταν σκάσει.
Το μόνο που υπάρχει σαν κλαδί τσουκνίδας να ξεπροβάλλει στο μυαλό και το κορμί μου, είναι αυτό: Να τελειώσει αυτό το πράγμα. Όχι για να σε ξαναγαπήσω, ούτε για να σε και με συγχωρήσω, ούτε  για να ξαναγίνεις το αγοράκι μου που γι αυτό και μαζί μ' αυτό ανέπνεα. Απλά και μόνο να τελειώσει, να μην το ‘χω, να μην με σκοτώνει, να μην με αγγίζει.


Άλλη μέρα

Ίσως σε 20,30,50, 100 χρόνια, να υπάρχει χώρος και ψυχή για ανθρώπους σαν και σένα και τους ομοίους σου. Μπορεί να γίνει τόσο συνηθισμένο πια το να είναι κανείς τοξικομανής, που θα σας «επιτραπεί» να υπάρχετε παράλληλα με τους υπόλοιπους, χωρίς να προκαλείτε απέχθεια και χωρίς να αναγκάζεστε να περιορίζεστε σε ένα γκρίζο και λερό περιθώριο.
Σήμερα είναι αδύνατο.
Ίσως να κλέβετε, να ψεύδεστε, να παρουσιάζετε εικόνα διάλυσης, να μην έχετε αισθήματα, γιατί το κοινωνικό σύνολο δεν σας ανέχεται. Μπορεί όλα αυτά να τα δημιουργεί το γεγονός ότι είστε αναγκασμένοι να κρύβεστε και να κυνηγάτε αέναα την απαγορευμένη σκόνη. Όμως, πώς να δεχτώ ότι δεν έχεις άλλο δρόμο από αυτόν που σε σκοτώνει;
Είσαι αλλιώς, είσαι διαφορετικός, αλλά πώς να δεχτώ ότι σου είναι απαραίτητη αυτή η σκόνη για να υπάρχεις; Πώς να ζητήσω τη νομιμοποίησή της μόνο και μόνο για να μην ψεύδεσαι και να μην εξευτελίζεσαι, αλλά παράλληλα να αποδεχτώ το να κοιμάσαι όρθιος ενώ μιλάς ή τρως, το να είσαι ένα απολύτως αναίσθητο, ανεύθυνο και θρασύ πλάσμα, γιατί έτσι σε καταντά αυτή η ουσία;


Άλλη μέρα

Δεν σ' αγαπώ. Καλύτερα να με άφηνες ήσυχη. Δεν αγαπώ ούτε εμένα ούτε τη ζωή μου έτσι όπως είναι καταντημένη. Πρέπει να ξύσω αυτή τη χοντρή κρούστα, που την έκανες τόσο χοντρή από αλλεπάλληλα στρώματα με τα φερσίματά σου, για να βρω αγάπη για σένα και για όποιον άλλο.
Δεν έχω όρεξη να χαρώ τίποτα. Δεν θέλω τίποτα να διαλύσει τους ατμούς γύρω από το σώμα και το μυαλό μου.
Μακάρι να μπορούσα κάπου να χαθώ, να ξαπλώσω σ' ένα κρεβάτι και να κοιμηθώ μέχρι να γίνω ξανά καλά’  ακόμα και  χωρίς αυτό να είναι συνάρτηση της δικής σου υγείας.


Άλλη μέρα

Είχα τάχα πιστέψει στ' αλήθεια ότι δεν σ' αγαπώ κι ότι δεν με νοιάζει για σένα, αλλά μόλις σ' άκουσα να πονάς έλιωσε μέσα μου όλος ο πάγος κι έγινε βραστό νερό.
Να ελπίζω μωρό μου ότι θα τα καταφέρεις να γλυτώσεις από τον βραχνά σου πρώτα κι από τον εαυτό σου ύστερα; Να ελπίζω ότι θα μπορέσεις ποτέ να μαζέψεις τα κομματάκια σου, να τα βάλεις το ένα δίπλα στο άλλο και να συνθέσεις ολόκληρο τον εαυτό σου; Τι σε ρωτάω' αφού το ελπίζω.
Σε περιμένω και το χέρι μου θα είναι απλωμένο να σε βοηθήσει όταν το χρειαστείς για να ζήσεις’ όχι για να πεθάνεις.


Άλλη μέρα

Ένας αργός και τόσο ξερός, που κροταλίζει έρποντας προς εμένα, θάνατος είναι η πορεία μου από δω και πέρα.
Έπαψα να είμαι μάνα, γυναίκα και, μάλλον, άνθρωπος τελικά.
Σαν ρομπότ προγραμματισμένο συμμετέχω σε απλές και καθημερινές, και μόνο εφόσον είναι αναπόφευκτες, κοινωνικές εκδηλώσεις, και τις περισσότερες φορές καταφέρνω να λειτουργώ σχεδόν φυσιολογικά. Μιλάω, γελάω, συζητάω, πάντα όμως με την υποσυνείδητη σιγουριά ότι εσύ είσαι εκεί και θ' αρχίσω να σε βασανίζω και να με βασανίζεις μόλις ξεμοναχιαστώ.
Έρχονται και ώρες που σε ξεχνάω, ακόμη κι όταν είμαι μόνη. Όχι, ψέματα, δεν σε ξεχνάω' είσαι εσύ ολόιδιος με το διυλισμένο κατακάθι από κάτι πολύ πικρό που κατάπιε κανείς.


Μετά από αρκετούς μήνες
(κι αφού μεσολάβησε ίδια και πιο μεγάλη φρίκη και ίδια και πιο μεγάλη αγάπη και ίδιο και πιο άγριο ξέσκισμα ψυχής ένθεν κακείθεν):


Είναι μεγάλη νύχτα η αποψινή. Πέρασε καιρός από τότε που έγραψα τις τελευταίες γραμμές κι έγιναν χιλιάδες πράγματα, το ίδιο τραγικά ή και χειρότερα ακόμη, από το καλοκαίρι ως τώρα που κοντεύουν Χριστούγεννα. Τα άφησα να ωριμάσουν, αλλά δεν παύουν να είναι συνέχεια της ίδιας ιστορίας που άφησα στη μέση.

Σήμερα είναι άλλο.
Ξαγρυπνάμε κι οι δυο. Η αυριανή μέρα είναι ένα ξεκίνημα για άλλου είδους συνέχεια.
Φεύγεις για τη μονάδα σωματικής απεξάρτησης. Για 25 περίπου μέρες δεν θα σε δω, δεν θα ακούω τη φωνή σου. Δεν θα αντιλαμβάνομαι πόσο υποφέρεις, αν σου λείπω, αν σου λείπουν άλλοι αγαπημένοι σου άνθρωποι, αν θα σε συμπαθούν εκεί που θα είσαι, αν θα τα βγάλεις πέρα μόνος σου, παρά μόνο με τη σκέψη μου και θα μαθαίνω νέα σου μέσω άλλων’ των νοσηλευτών. 
Μετά, θα μπεις στη θεραπευτική κοινότητα για ένα χρόνο. Ύστερα θα ακολουθήσεις το πρόγραμμα επανένταξης για ένα χρόνο ακόμη σχεδόν, και μετά δεν ξέρω αν θα έρθεις να ζήσεις πάλι με μένα.
Σ' αγαπάω, νιώθω όλη μέρα σήμερα την απώλεια κι ας μη σε έβλεπα πολύ τον τελευταίο καιρό κι ας ευχήθηκα τόσες, άπειρες, φορές να φύγεις από τη ζωή μου.
Τώρα φεύγεις, κι επειδή φεύγεις για να γίνεις καλά και μπορώ να ομολογώ πάλι ότι σ' αγαπάω πολύ γιατί σε έχω στο μυαλό μου κιόλας θεραπευμένο, η απώλεια στέκεται βουβή, σαν αποσβολωμένη που δεν μπορεί να πιστέψει στην ύπαρξή της.
Είσαι το παιδάκι μου και τώρα φεύγεις για να μεγαλώσεις μακριά από μένα.  
Πόσο πολύ με οικτίρω που νόμιζα ότι πάντα θα είσαι το μικρό μου, δεμένο πάνω μου, και δεν αξιοποίησα κάθε στιγμή για να σ' αγγίζω, να σου λέω γλυκόλογα, να σε φροντίζω μόνο, να σου χαμογελάω και μόνο να σου τραγουδάω.
Ώρα καλή παιδάκι μου. Θα σ' αγαπώ συνέχεια όταν γυρίσεις γιατί σ' αγαπάω πολύ, απέραντα, όταν είσαι κανονικός άνθρωπος.
Περάσαμε κι οι δυο μέσα από ένα βόθρο συναισθημάτων και πράξεων. Μπορεί τώρα να εκτιμήσουμε περισσότερο ο ένας τον άλλο κι η αγάπη μας να λάμψει πάλι ολοκάθαρη. 


Τρεις μήνες μετά

Περιμένουμε ακόμα την περιπόθητη θέση για τη θεραπευτική κοινότητα. Λες ότι είσαι καλά κι εγώ ευελπιστώ να έχεις τη δύναμη να κρατηθείς, μέχρι τότε, μακριά από τη σκόνη.  Γιατί εδώ έξω σε περιμένει ζωή' πότε δύσκολη, πότε σκληρή, πότε ανούσια, αλλά ποτέ τόσο φριχτή όσο τη γνώρισες ως τοξικομανής.
..................................................................................

Κάθε μέρα η μάνα της μικρής προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει και διάβαζε το ημερολόγιο της γκρίζας γυναίκας. Ήταν φορές που νόμιζε ότι το ‘γραψε αυτή η ίδια. 
Η κόρη της είχε αρχίσει να ζωντανεύει. Την είδε να χαμογελάει κιόλας μερικές φορές. Απολάμβανε πια τη συντροφιά των νεαρών νοσοκόμων που όλο και περνούσαν να της πουν ένα γεια ή να καθήσουν μαζί της να συζητήσουν κοριτσίστικα πράγματα.
Την έλεγε πάλι μαμά και δεχόταν να της χτενίζει τα μαλλιά.
Απόψε, τελευταία βραδιά της επί ενάμιση μήνα παραμονής τους στο νοσοκομείο, της ζήτησε να κοιμηθούν μαζί, όπως όταν ήταν μικρή.
Είναι ξαπλωμένες στο μονό κρεβάτι κι η κόρη φωλιάζει το κεφάλι της στο μπάτσο της μαμάς. Είναι ώρα που δε μιλάνε. Σκέφτονται κι οι δυο τη γκρίζα γυναίκα. Η κόρη ψάχνει το χέρι της μάνας της και το σφίγγει απαλά' σαν υπόσχεση, συγγνώμη ή δήλωση αγάπης.
...............................................................................................


Ρε Αντιγόνη, είσαι με τα καλά σου; τι είν' αυτά που μας βάζεις κι ακούμε; επαναστάτησε ο Αυστραλός, μόλις η Αντιγόνη ολοκλήρωσε την ανάγνωση της ιστορίας  της Μαργαρίτας ενώπιον των φίλων της, νοιώθοντας ξανά και ξανά το μυαλό της να καίει και τα χέρια της να παγώνουν.

Οι λοιποί έμειναν σιωπηλοί.

"Μη θυμώνεις ρε φίλε" είπε μετά από λίγο ο Νικόλας. "Δεν είσαι ο μόνος που αναγνώρισε τον εαυτό του εκεί μέσα".
"Επειδή δεν ήμασταν ποτέ εκεί -είτε σωματικά είτε εγκεφαλικά και συναισθηματικά λόγω πρέζας- δεν αντιλαμβανόμασταν τότε τι δηλητήρια κερνούσαμε τις ψυχές των δικών μας" είπε ο Σπύρος. "Αλλά, φιλοσοφία θέλει για να ξέρω πια ότι τους βασάνισα μέχρι πλήρους εξάντλησης; Ρε, εξ αιτίας μου έχασαν οι γονείς μου την υγεία τους και το σπίτι τους, καταλαβαίνεις; Τους είχα πείσει να το υποθηκεύσουν για κείνη την επιχείρηση, που σε χρόνο ντε τε την τίναξα στον αέρα γιατί έμπλεξα με τη Σούλα, κι αντί να δουλεύουμε, κάναμε το μαγαζί κέντρο διακίνησης ηρωίνης. Κι αντί να βάζουμε στη μπάντα το περίσσευμα από τις εισπράξεις για να ξεχρεώσουμε, χρεωνόμασταν κι άλλο για να πίνουμε μέρα νύχτα πρέζα. Ο πατέρας μου έπαθε εγκεφαλικό όταν ανακάλυψε τι είχε γίνει κι έμεινε για πάντα φυτό. Κι η μάνα μου τριγυρνούσε σαν φάντασμα τις νύχτες στο σπίτι και με θρηνούσε ζωντανό όση ώρα νόμιζε ότι κοιμόμουν ή όσο ταξίδευα στο βρωμόκοσμο της ηρωίνης ".

"Παλιόμουτρα ήμασταν", είπε σιγανά ο Στάθης, που, εκείνο που τον κάρφωνε χειρότερα από όλα όσα είχε κάνει για την πρέζα, ήταν που έκλεβε από το πορτοφόλι της γυναίκας του ακόμη και τα λεφτά για το γάλα του νεογέννητου γιου του. Όπως κι εκείνη η φαρμακερή στιγμή, που έσπασε με μια κλωτσιά την πόρτα του δωματίου της εξάχρονης κόρης του, γιατί μάνα και κόρη ξόδεψαν λεφτά για ένα μικρό σωσίβιο, που, 
μέχρι να φτάσει στο σπίτι -περασμένο στη μέση της μικρής- κάπου ακούμπησε και τρύπησε. Ήταν, βλέπεις, που τον έστησε ο ρουφιάνος που του υποσχέθηκε τη μαγική σκόνη και αν αργούσε λίγο ακόμη, μπορεί το φτηνό σωσίβιο να χρησίμευε ως αφορμή οργής με πολύ χειρότερες συνέπειες από μια σπασμένη πόρτα και το τρομοκρατημένο κλάμα της μικρούλας του.

- Σήμερα ήρθε ένας καινoύριος, είπε πάλι ο Νικόλας. Κι έφερε νέα. Τα μάθατε; Ναι, κούνησαν κάποιοι τα κεφάλια. 
-Μας είπε για έναν σαν κι εμάς, που τον σκότωσε χτες ο πατέρας του. Σήκωσε την κυνηγετική καραμπίνα και τον "έστειλε". Αμφιβάλλει κανείς ότι αυτός ο άνθρωπος θα πονάει αφόρητα σε όλο τον υπόλοιπο βίο του, που ήξερε βέβαια ότι θα τον περάσει πλέον στη φυλακή; Οι γονείς από μας ξέρουμε τι σημαίνουν για τη μάνα και τον πατέρα τα παιδιά τους, όσα λάθη κι αν έκαναν οι μεν σε βάρος των δε και τ' ανάποδο. Μας τα είπε κι η Μαργαρίτα νωρίτερα. Πόση φρίκη ξεχείλισε από αυτόν τον άνθρωπο για το πλάσμα που γέννησε κι έφτασε να το σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια;

- Όλοι είδαμε την απόγνωση, την οργή και την απελπισία στα πρόσωπα και στα λόγια των δικών μας, είπε η Νίκη. Είμαι σίγουρη ότι κι η δική μου η μάνα σκέφτηκε πολλές φορές να με πνίξει, να με μαχαιρώσει. Το μόνο που μ' ένοιαζε τότε ήμουν εγώ και η εξάρτησή μου' οι άλλοι, όλοι, ήταν τα μέσα για να καθησυχάζω αυτήν. Τίποτα δεν λογάριαζα, τίποτα δεν μετρούσε, κανένας δεν ήταν άξιος να συγκριθεί με την πρέζα και κανένας δεν μπορούσε να μπει ανάμεσα σε μένα και σ' αυτήν.
Τώρα το ξέρω, πέρασα ξυστά από το να με σκοτώσει η μάνα μου, τότε που εμφανίστηκα στην κηδεία της γιαγιάς μου, της μάνας της μάνας μου, κι έκανα ντάγκλες (χάσιμο που στους άλλους μοιάζει σαν μισοϋπνι αποβλακωμένου) πάνω από το φέρετρο. Και μετά, όταν όλοι έπαιρναν τον καφέ της παρηγοριάς, εκεί στην αίθουσα του νεκροταφείου, εγώ θυμήθηκα ότι είχα δει πριν από δυο μέρες τη μάνα μου να κρύβει κάτι μέσα σ' ένα κουτί με καρφιά στην αποθήκη' έκρυβε τα πάντα, ακόμη και τα ψιλά για το ψωμί μη τα βρω και τ' αρπάξω. Πήγα λοιπόν και ξετρύπωσα τα πολλά χιλιάρικα -αργότερα έμαθα ότι ήταν για τα έξοδα της κηδείας της γιαγιάς μου- κι εξαφανίστηκα για καμιά βδομάδα' για όσο έφτασαν για πρέζα τα λεφτά της κηδείας της γιαγιάς μου δηλαδή. Όταν γύρισα, βρήκα τη μάνα μου διαλυμένη από τον πόνο της απώλειας της μάνας της κι από ό,τι γεννούσε η δική μου κατάντια. "Φύγε ρε σιχαμένο από μπροστά μου", είχε πει η σκιά της κουρνιασμένη σ' έναν καναπέ. "Τώρα δεν έχω δύναμη να κάνω οτιδήποτε", συνέχισε, "αλλά αν είχες την ατυχία να βρεθείς μπροστά μου τη στιγμή που βρήκα σκόρπια όλα τα καρφιά στην αποθήκη και το κουτί τους πεταμένο στο χωλ, θα σε σκότωνα. Έτσι κι αλλιώς μου διέλυσες τη ζωή εδώ και χρόνια. Καλύτερα στη φυλακή χωρίς εσένα, παρά οπουδήποτε μ' εσένα".

- Κι εγώ είδα τη λύσσα στα μάτια της μάνας μου -τον πατέρα μου κατάφερνα και τον τουμπάριζα και μ' έκλαιγε συνέχεια- πολλές φορές, είπε η Αντιγόνη που για πρώτη φορά άνοιγε το στόμα της για να πει κάτι για τον εαυτό της. Το είδα όμως σε απόλυτο βαθμό, τη μέρα που δικαζόμουν γιατί (μαστουρωμένη από έναν τόνο χάπια) είχα σπάσει τη βιτρίνα ενός μαγαζιού με ρούχα κι ήρθαν οι μπάτσοι και με μάζεψαν από το σαν σεισμόπληκτο μαγαζί. Είχα πετάξει τα πάντα κάτω και σκόρπισα εκατοντάδες μπλούζες και παντελόνια μέσα στο χώρο. Πέρασα εκείνη τη νύχτα στο κρατητήριο και την επομένη να σου η μάνα μου στο δικαστήριο (ο πατέρας μου απείχε γιατί ντρεπόταν) μ' ένα μάτσο λεφτά να πληρώνει δικηγόρο κλπ. Η δίκη δεν έγινε εκείνη τη μέρα, γιατί δεν εμφανίστηκε ο μπάτσος που με συνέλαβε, ούτε η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού. Έγινε ενάμιση χρόνο αργότερα. Τις παραμονές της δίκης διαβεβαίωνα τη μάνα μου ότι θα είμαι κυρία κατά την ώρα της ακροαματικής διαδικασίας. "Θα πάρω μόνο όσο μου χρειάζεται για να είμαι ένα φυσιολογικό πλάσμα", της έλεγα.
Από τις 7 το πρωί, άρχισε να μου τηλεφωνεί η κακομοίρα, για να είμαι έτοιμη εγκαίρως. Είχαμε ραντεβού στο γραφείο του δικηγόρου, τον οποίο ξαναχρυσοπλήρωσε βεβαίως, για να συζητήσουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Φυσικά και δεν πήγα. Την έβριζα κάθε δέκα λεπτά που μου τηλεφωνούσε έντρομη και στη συνέχεια πανικόβλητη, γιατί έφτανε η σειρά μου κι εγώ στις 10.30 ήμουν ακόμη στο σπίτι' πού να βρω φλέβα να αδειάσω τη σύριγγα. Στο δρόμο για το δικαστήριο η πρέζα έκανε μια χαρά τη δουλειά της κι όταν έφτασα έσερνα τα βήματά μου και για να μη σωριαστώ η έρημη η μάνα μου με κρατούσε στην αγκαλιά της. Ευτυχώς που η παθούσα ανακάλεσε. Οι δικαστές δεν με ρώτησαν τίποτα, και γιατί άλλωστε; Τι απαντήσεις να πάρουν από ένα πλάσμα με κλειστά τα μάτια που έγερνε και σιγά σιγά ξάπλωνε στο εδώλιο του κατηγορουμένου; Κι η μάνα μου από πίσω μου όρθια να με σηκώνει κάθε δυο λεπτά και να μην κοιτάει πουθενά για να μη συναντηθεί το βλέμμα της με κανέναν από τους γνωστούς της δικηγόρους και δικαστές. Εκείνη δεν ήθελε να ξέρουν ούτε οι συγγενείς της τι έχει στο πιάτο της κι εγώ έβγαλα το άπλυτο βρακί της σε δημόσια θέα.

....................................................................................

"Έλα, τέλος η κατήφεια" είπε μετά από λίγο και χτύπησε δυο τρεις φορές τις παλάμες της μεταξύ τους ."Πάμε να μυρίσουμε τα τριαντάφυλλα, διότι τώρα πια που είμαστε υγιείς και πάλι, μπορούμε ν αντιληφθούμε την ομορφιά", και προχώρησε προς τα εκεί
Όταν γύρισε πίσω να δει, οι καρέκλες του κήπου της ήταν άδειες κι ο τελευταίος της παρέας έβγαινε με πεσμένους τους ώμους από την αυλόπορτα.
"Ναι, αλλά τώρα είμαστε αλλιώς" φώναξε πίσω τους. 
Και γι αυτό θα κόψω πασχαλιές στη μνήμη της "Τσιγγάνας", είπε στον εαυτό της. Παρ' ό,τι την έσπασα στο ξύλο πριν από κανένα χρόνο, τότε που μου έφαγε τα λεφτά που της είχα δώσει για να με βολέψει (να φέρει ηρωίνη) κι έμεινα να τρέμω και να ξερνάω μέχρι που βρήκα το πορτοφόλι της θείας μου και βούτηξα το περιεχόμενο, λυπήθηκα πολύ με τα νέα της. Δυστυχισμένο σίχαμα κι αυτή σαν όλους μας, ξύπνησε ένα πρωί, είπε φτάνει πια, έγραψε ένα γράμμα αποχαιρετισμού και συγγνώμης στο γιο και στους γονείς της και μετά κρύφτηκε στο υπόγειο εκείνου του εγκαταλειμμένου σπιτιού που χωνόμασταν κάπου - κάπου όλοι του σιναφιού κι έκανε τη «χρυσή» (υπερβολική δόση που σκοτώνει). Το κουφάρι της το ανακάλυψαν  ένα μήνα μετά...
"Τώρα που ξαναγινόμαστε άνθρωποι πια (όσοι τυχεροί κι αποφασισμένοι) και καταλαβαίνουμε σε τι κτήνη μας μετέτρεπε η ανάγκη μας για την ηρωίνη, πονάμε, αλλά παράλληλα δυναμώνουμε την απόφασή μας να την κρατήσουμε έξω από τις ζωές μας" έγραψε εκείνο το βράδυ σε μια λευκή σελίδα του σημειωματάριού της η Αντιγόνη. 


επιμύθιο

Σας είπα μια παραμυθοϊστορία, που είναι χιλιάδες αληθινές ιστορίες μαζί, χιλιάδων θυμάτων ενός ιδιότυπου πολέμου, με άμεσες και παράπλευρες απώλειες. 
Κι αν η "ανθρωπιά" των πολιτικών και οικονομικών συστημάτων του κόσμου δεν "μπορεί" ν' αποτρέψει την παραγωγή και εμπορία των τοξικών ουσιών και δεν "μπορεί", επίσης, να εφαρμόσει πολιτικές που με την ασφάλεια, την ειρήνη, την ευημερία, την παιδεία και την καλλιέργεια, θα αποτρέψει το κύλισμα νέων ανθρώπων  στο βόρβορο των ουσιών, 
ας η ανθρωπιά μας απαιτήσει να επιτραπεί σε κείνους που θέλουν να γιατρευτούν, να το κάνουν απρόσκοπτα.
                                    .