Κυριακή 31 Ιουλίου 2016


 Ευτυχώς, βρέθηκε ο Ερμής 
 
 
Ωωωωχ, σε γατογειτονιά ήρθαμε να μείνουμε, γκρίνιαζε η κ. Καρολίνα όλη την ώρα από τότε που μετακόμισαν στο καινούριο σπίτι.
Ήταν λίγο γκρινιάρα και λίγο υπερβολική με την καθαριότητα, το ξέρουμε, αλλά, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, πραγματικά υπήρχαν πολλά αδέσποτα γατιά στη γειτονιά κι έτσι όπως ήταν ισόγειο αυτό το σπίτι, μερικά τολμηρά δεν δίσταζαν να μπουν και μέσα αν έβρισκαν τις πόρτες ανοιχτές.
Μια φορά μάλιστα, η κ. Καρολίνα λίγο έλειψε να πάθει εγκεφαλικό βλέποντας μια όμορφη πορτοκαλιά γατούλα ξαπλωμένη, σαν στο σπίτι της, πάνω στο κρεβάτι του μικρού της γιου και μια μαυρούλα θρονιασμένη σε ένα μαξιλάρι στο πάτωμα.
Όσο για τα δύο κηπάκια, τι να πεις, γατοπαιχνιδότοπους τα είχαν καταντήσει.
Με τον καιρό, βέβαια, τα γατιά έμαθαν ότι δεν επιτρέπεται να μπαίνουν μέσα στο σπίτι και αραίωσαν αρκετά τις επισκέψεις στα κηπάκια, που η κ. Καρολίνα τα είχε περιποιηθεί και στο ένα φύτεψε λαχανικά και στο άλλο ό,τι λουλούδι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Όμως η κ. Καρολίνα αγαπούσε πολύ τα ζώα κι ας μην τα ήθελε μέσα στο σπίτι της και γι αυτό φρόντιζε να ταϊζει τις γατούλες με ό,τι περίσσευε από το τραπέζι της. Ιδίως όταν είχε ψήσει ψάρια, πάντα ετοίμαζε λίγα παραπάνω και τα κερνούσε σε κείνες. Τα έβαζε σε ένα πιάτο, το γατοπιάτο όπως το έλεγε, γέμιζε και τη γατοκούπα με φρέσκο νερό και τα πήγαινε λίγο πιο πάνω από το σπίτι της, στο δημόσιο κηπάκι της γειτονιάς και τις φώναζε να φάνε.
Όλα πήγαιναν καλά λοιπόν, ώσπου μια ωραία μέρα, να ένα τηλεφώνημα από τα δυο μεγάλα παιδιά της που σπούδαζαν σε άλλη πόλη:
 -          Μαμά, σου έχουμε μια έκπληξη τώρα που θα έρθουμε για τις καλοκαιρινές διακοπές.
 -          Εκπλήξεις που τις προαναγγέλλεις, δεν είναι για καλό, αλλά για  να δούμε τι μου ετοιμάζετε, είπε εκείνη γιατί τους ήξερε τι πονηρούληδες ήταν.
 Την άλλη μέρα, κι άλλο τηλεφώνημα: Μαμά, θέλουμε να σε προετοιμάσουμε. Θα φέρουμε μαζί μας ένα γατάκι.
 -          Θαρρείς και δεν το ήξερα, είπε φουρκισμένη. Μην τολμήσετε κακομοίρηδες. Ούτε να το σκέφτεστε, πήρε φόρα η κ. Καρολίνα κι ανατρίχιασε στην ιδέα  ότι μέσα στο ολοκάθαρο σπίτι της θα ζει ένα γατί που θα αφήνει παντού τρίχες και γατομυρουδιά.
Ααααχ. Προβλέπονται μπελάαααδεεεες, έλεγε συνέχεια από μέσα της.  Κι απ’ έξω της δηλαδή, παρατείνοντας λίγο το λα και το δες.
Πέρασαν οι μέρες και να που έφτασε η ώρα η καλή να υποδεχτεί τα παιδάκια της που είχε τόσο καιρό να τα δει.
 -          Τζα, κοίτα μαμά, κοίτα γλύκα. Πώς μπορείς ν’ αντισταθείς σ’ ένα τέτοιο πλασματάκι, μανούλα; άρχισε τις γαλιφιές η κόρη, σηκώνοντας ως το ύψος των ματιών της κ. Καρολίνας μια όμορφη ειδική τσαντούλα για τη μεταφορά των γατιών, απ’ όπου έβγαινε μια μουσούδα τόση δα και πίσω της φαινόταν ένα παχουλό μικρό κορμάκι.
 -          Κοίτα, κοίτα κούκλος, είπε ο μεγάλος γιος παίρνοντάς τον από κάτω με το ένα του χέρι και κρατώντας τον ψηλά, έτσι που η κοιλίτσα του κρυβόταν μέσα στη χούφτα του και ανάμεσα από τα δυο ακριανά του δάχτυλα ξεπρόβαλε η φατσούλα με τα μουστάκια.
 -          Πω, πω, τέλειος είναι, είπε ο μικρός γιος που μόλις είχε καταφτάσει, παίρνοντας το γατούλη κι αυτός απαλά στα χέρια του.
 -          Τι να πω, μια φορά να μην κάνατε το δικό σας, είπε μουτρωμένη η κ. Καρολίνα, προσπαθώντας να μη φανεί ότι ήθελε να χαϊδέψει κι αυτή τη χνουδωτή μπαλίτσα που έτρεχε κιόλας πάνω στον καναπέ.

-          Κανονίστε κακομοίρηδες, μη δω να κατουρήσει μέσα στο σπίτι, καήκατε. Είπατε ότι του έχετε άμμο κι ότι ξέρει να τη χρησιμοποιεί.
 -          Εεεε, ναι… Καμιά φορά ξεχνιέται γιατί είναι πολύ μικρούλι ακόμα, αλλά μην ανησυχείς, δεν θα επιτρέψουμε να συμβεί, είπε ο μεγάλος γιος.
 -          Κι αν συμβεί, συνέχισε η κόρη, θα τη διορθώσουμε εμείς τη ζημιά, μη στενοχωριέσαι μαμά.
 -          Άντε να δούμε, είπε εκείνη, και στραβοκοίταξε τη γκριζόασπρη γουνίτσα που έπαιζε με κρόσσια του χαλιού.
 Ο Θεός βοηθός, είπε από μέσα της κι αγκάλιασε τα παιδάκια της που τα είχε πεθυμήσει τόσο πολύ, αλλά τ’ άρπαξε απ’ τα μούτρα μόλις τα είδε, η άκαρδη.
 Το βράδυ, τα παιδιά είχαν βγει έξω κι εκείνη ξάπλωσε στον καναπέ μ’ ένα βιβλίο για να ξεκουραστεί. Το γκριζόασπρο μπαλάκι, που είχε ξεθαρρέψει εντελώς, αφού έκανε μερικές βόλτες και περιεργάστηκε όλα τα μαλακά πράγματα στο σπίτι, ανέβηκε στον καναπέ και μετά πάνω της. Η καλύτερη θέση που βρήκε, ήταν ακριβώς ανάμεσα στο πρόσωπο της κ. Καρολίνας και το βιβλίο της.
- Βρε, τι κάνεις εδώ; Μπας και νομίζεις ότι τα μουτράκια σου έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από το βιβλίο μου; το μάλωσε τρυφερά.
Το γατάκι εξέτασε με περιέργεια το πρόσωπο της κ. Καρολίνας κι εκείνη κοίταξε τα πανέμορφα πράσινα μάτια του, που στην άκρη τους, από τη μέσα πλευρά, είχαν από μια σταγονίτσα σκούρη καφέ, σαν μικρά δάκρυα.
Άφησε το βιβλίο της και το χάιδεψε απαλά στο λαιμουδάκι του. Εκείνο βολεύτηκε όσο καλλίτερα μπορούσε, έφερε το ένα ποδαράκι του ως το στόμα, κι άρχισε να πιπιλίζει το πατουσάκι του κλείνοντας τα μάτια του, όπως κάνουν τα μωρά με την πιπίλα τους όταν θέλουν να κοιμηθούν.

Τον ονόμασαν Ερμή. "Γιατί είναι όμορφος, μικρόσωμος, γρήγορος, γοητευτικός και  γαλίφης", είπε ο μεγάλος γιος, και αφού συμφώνησαν  κι οι άλλοι δυο έκλεισε το θέμα. 
-          Αχ, είσαι ένας χουρχούρης εσύ, τον χαϊδολογούσε η μαμά όταν ήταν μόνοι οι δυο τους στο σπίτι. Όταν ήταν τα παιδιά μπροστά, έκανε τη δύσκολη ακόμα.
Κι εκείνος πια, όλο γλύκα κι όλο νάζι δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά της κι όλο μπερδεύονταν στα πόδια της.

Με τούτα και με κείνα, πέρασε ο καιρός κι έφτασε η ώρα να φύγουν οι δυο μεγάλοι για την πόλη όπου σπούδαζαν.
Ο Ερμής συμμετείχε στις ετοιμασίες, βέβαια. Τη μια φορά μπήκε μέσα στην ανοιχτή ντουλάπα που την έκλεισαν μετά, χωρίς να τον προσέξουν όπως είχε μπερδευτεί ανάμεσα στα ρούχα, και νιαούριζε δυνατά μέχρι να τον ακούσουν και να του ανοίξουν σκασμένοι από τα γέλια. Την άλλη, πήγε κι ανακάτεψε τα ρούχα που μόλις είχαν διπλώσει κι απόμενε να τα βάλουν μέσα στις τσάντες. Άσε που συνέχεια μπερδευόταν στα πόδια τους και ή του πατούσαν την ουρά κι εκείνος τσίριζε, ή προλάβαιναν κι άλλαζαν το βήμα τους για να μην τον πατήσουν, αλλά κινδυνεύοντας κάθε φορά να πέσουν.
 Όταν πια ήταν όλα έτοιμα, ο μεγάλος γιος πήρε τον Ερμή στην αγκαλιά του και του είπε: άντε αποχαιρέτα τη μάνα μου και τον αδερφό μου, εμείς θα πάμε ταξίδι.
 -          Μη τον πάρετε ρε παιδιά, είπε ο μικρός.
 -   Αφήστε τον εδώ βρε αγόρι μου, γιατί να αλλάξει πάλι σπίτι; Ε, κι εμείς τον αγαπήσαμε και θα μας λείψει, είπε κι η μαμά.
 -  Ήμουνα σίγουρος ότι έτσι ακριβώς θα γίνει, κυρία σκληρή μαμά, είπε εκείνος και απόθεσε το γατούλη στην αγκαλιά της.                       
         
Πέρασε ενάμισης χρόνος από τότε που έφεραν τα παιδιά τον Ερμή.
Ευτυχισμένος τριγυρνούσε παντού κι έπαιζε όπου του άρεσε και το βράδυ κοιμόταν στα πόδια της μαμάς ή ακόμα και πάνω από το κεφάλι της, αγκαλιάζοντάς το με το σωματάκι του, έτσι σαν να ήταν ένα ζωντανό γούνινο καπέλο.
Το ίδιο έκανε βέβαια και με το μικρό γιο, που συχνά αστειευόταν: Επιτέλους, από μικρός αδελφός που ήμουν ως τώρα, έγινα ο μεγάλος.
Βεβαίως, ο Ερμής είχε και φανατικές θαυμάστριες. Την ανηψιά της κ. Καρολίνας την Κικίτσα, τις δυο γειτονονοπούλες, την Τάνια και την Κική, ακόμα και την άλλη ανηψούλα την Κλειώ, που έμενε σε άλλη πόλη, αλλά δεν τον άφηνε από την αγκαλιά της όταν ερχόταν επίσκεψη και πάντα ρωτούσε γι αυτόν όταν τηλεφωνούσε στη θεία της.
-       «Κυρία Καρολίνα», φώναζαν οι γειτονοπούλες  από δίπλα (μέχρι να μάθουν να κρύβουν τα γέλια τους μ’ αυτό το όνομα, είδαν κι έπαθαν -σαν να λέμε καρουλάκια ακούγεται, έλεγαν και γελούσαν με την καρδιά τους όποτε χρειαζόταν να το πουν) «να έρθουμε να παίξουμε με τον Ερμή;» και μάλωναν στο τέλος, ποια θα τον έχει μωρό της.
Περιττό να πούμε ότι όταν ερχόταν η Κικίτσα, από την άλλη γειτονιά, τον είχε εκείνη για μωρό της, και γιατί ήταν το γατάκι της θείας της, και γιατί δεν τον έβλεπε πολύ συχνά.
Η χαρά του γατιού και των παιδιών, έλεγε η κυρία Καρολίνα, και τους έμπαζε όλους μαζί στο δωμάτιο του μεγάλου γιου της, που δεν το χρησιμοποιούσε κανένας όσο έλειπε εκείνος. - Παίξτε όσο θέλετε, αλλά μη μου στενοχωρείτε τον Ερμή, εντάξει;        

 -        Πού είναι τα γατάκια σου κυρ Στέλιο; ρώτησε μια μέρα η κ. Καρολίνα τον γείτονα που δεν τσιγκουνευόταν ν’ αγοράζει τροφή και να ταϊζει όλα τα αδέσποτα της γειτονιάς.
 -       " Δυστυχώς, γειτόνισσα, κάποιος κακός από δω γύρω, έβαλε σκοπό να εξολοθρεύσει όλα τα γατιά της γειτονιάς, Τέσσερα από τα δικά μου τα βρήκα πεθαμένα και τα υπόλοιπα δεν ξέρω πού είναι", είπε λυπημένα ο καλός άνθρωπος.  "Πρόσεχε το γατάκι σου, γιατί άρχισε να ξεθαρρεύει και να βγαίνει βόλτες τριγύρω", συμπλήρωσε.
 -      Καλά λες κυρ Στέλιο, έχω ώρα να τον δω.

Ερμή, Ερμή, πού είσαι; Έτρεξε ανήσυχη μέσα στο σπίτι.
Έψαξε κάτω από τα κρεβάτια, μέσα στις ντουλάπες, στη βιβλιοθήκη, πίσω από τους καναπέδες, ακόμη και μέσα στα χαμηλά ντουλάπια της κουζίνας κοίταξε. Μια φορά τον είχε κλείσει κατά λάθος εκεί μέσα κι εκείνος νιαούριζε επί ώρα μέχρι να τον ακούσει και να τον βγάλει από κει.
Πουθενά δεν είναι, πουθενά. Αχ ας μην έπαθε τίποτα κακό το γατάκι μου, παρακαλούσε από μέσα της η κ. Καρολίνα νοιώθοντας την αγωνία να της κλείνει το λαιμό.
Βγήκε έξω, τριγύρισε, μαζί με τον κυρ Στέλιο που προθυμοποιήθηκε να την βοηθήσει, στα παρκάκια της γειτονιάς, κατέβηκε στην αποθήκη. Τίποτα, πουθενά.
Ξαναβγήκε έξω. "Ερμή, Ερμή, πού είσαι", φώναζε σιγανά.
 -         Τι έπαθες αδερφή μου, έχασες κανένα πορτοφόλι γεμάτο λεφτά και το ψάχνεις σαν παλαβή; αστειεύτηκε  η αδερφή της, η μαμά της Κικίτσας, που ερχόταν επίσκεψη κρατώντας από το χεράκι την κόρη της.       
Όπου να ‘ναι θα έφτανε και η Κλειώ με τη μαμά της, που θα ‘ρχονταν για να μείνουν στης θείας το Σαββατοκύριακο.
 -          Μακάρι να έχανα το πορτοφόλι μου, είπε εκείνη, αγκαλιάζοντας και φιλώντας την ανηψιά της. Εδώ και ώρα ψάχνω τον Ερμή και δεν τον βρίσκω πουθενά. Μου είπε κι ο κυρ Στέλιος ότι κάποιος σκορπίζει φόλες στη γειτονιά και σκοτώνει τα γατάκια...

-          Κορίτσια, έτρεξε η Κικίτσα στο σπίτι της Κικής και της Τάνιας, ελάτε, χάθηκε ο Ερμής, πάμε να βοηθήσουμε τη θεία στο ψάξιμο.
 -          Μην κλαίτε κυρία Καρολίνα, είπε η Κική, κι ήταν πρώτη φορά που δεν γέλασε μ’ αυτό το αστείο όνομα, θα τον βρούμε τον Ερμάκο, θα ψάξουμε όλοι μαζί.
 -          Τι έγινε βρε παιδιά, τέτοια υποδοχή ούτε στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, είπε κατεβαίνοντας από το ταξί η μαμά της Κλειώς και βλέποντάς τες όλες μαζί στην άκρη του δρόμου.
 -          Χάθηκε ο Ερμής, είπαν όλα τα κορίτσια μαζί κι άρπαξαν την Κλειώ από το χέρι λέγοντας με ορμή: «πάμε να ψάξουμε να τον βρούμε».               
Ερμή, Ερμή, αντηχούσε για λίγη ώρα όλη η γειτονιά από τις φωνούλες τους, αλλά ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τον Ερμή κι η κυρία Καρολίνα δεν μπορούσε πια να κρύψει τα δάκρυά της. - Να δείτε που δηλητηρίασαν και το δικό μου το ζωάκι οι άθλιοι, έλεγε και ξανάλεγε.
 -  Πάτε εσείς μέσα, φώναξαν τα κορίτσια, εμείς θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε.
 -  Καλά λένε τα παιδιά, ντροπή μου που σας έχω τόση ώρα στο δρόμο, είπε απαρηγόρητη πια η καημένη η Καρολίνα.
 Κόντευε να νυχτώσει όταν βγήκαν οι μαμάδες να φωνάξουν τα κορίτσια. – Άντε, ελάτε μέσα παιδιά κι ο Ερμής κάπου θα τριγυρνάει και μόλις βρει το δρόμο θα γυρίσει στο σπίτι.
-  Κι αν  χαθεί, είπαν έτοιμες να κλάψουν και οι τέσσερις.
-  Μην ανησυχείτε, τα γατάκια πάντα βρίσκουν το δρόμο τους, είπε η θεία  προσπαθώντας να παρηγορήσει κι αυτές και τον εαυτό της. 
-  Άντε να πλύνετε τα χεράκια σας κι ελάτε να φάτε, Θα φτιάξω αβγόφετες με μέλι, που σας αρέσουν.
 - Εεεε, τι γίνεται εκεί μέσα, έτρεξε η μαμά της Κλειώς στο μπάνιο, από όπου ακούγονταν χοροπηδητά και δυνατές φωνές.
 -    Να τος ο τεμπέλαρος, φώναξε σκασμένη από τα γέλια η Κικίτσα, βγαίνοντας  με τον Ερμή στην αγκαλιά της.  
 -     Κοιμόταν του καλού καιρού μέσα στο πλυντήριο, είπαν οι άλλες τρεις τρισευτυχισμένες κι απλώνοντας τα χέρια για να τον χαϊδέψουν.
 -      Εκεί που πλέναμε τα χέρια μας στο νιπτήρα, ακούσαμε ένα θόρυβο' γυρίσαμε να δούμε τι είναι και να σου ο κύριος να πηδάει έξω από τον κάδο σαν να μη συμβαίνει τίποτα, εξήγησε η Κλειώ.
 -      Βρε παλιομασκαρά, μας κατατρόμαξες, είπε τρυφερά η μαμά της Τάνιας και της Κικής, που είχε  έρθει κι αυτή πριν από λίγο.                     
        
Όσο για την κυρία Καρολίνα, τον άρπαξε στην αγκαλιά της και τον φιλούσε συνέχεια. «Μην τολμήσεις κακομοίρη να μου κάνεις ξανά τέτοια λαχτάρα, θα σε σφάξω».
 - Εεεε, οι αβγόφετες καίγονται, φώναξε η Κλειώ που είχε αρχίσει να πεινάει μετά από τόσες ώρες ταξίδι και αγωνία μέχρι να βρουν τον τεμπελάκο.
 -          Θα σας φτιάξω άλλες, είπε η θεία, πανευτυχής και με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά.  Θα φτιάξω και χαλβά σιμιγδαλένιο με μπόλικα καρύδια για να γιορτάσουμε που ξαναβρήκαμε τον άσωτο γάτο μας. Μια στιγμή όμως, να το πω και στο γείτονα γιατί ανησυχούσε πολύ. "Ε, κυρ Στέλιο, βρέθηκε το γατάκι μας" είπε βγάζοντας το κεφάλι της από τη μπαλκονόπορτα. -"Μπράβο γειτόνισσα. χαίρομαι πολύ" είπε ο καλός άνθρωπος και χαμογέλασε με ανακούφιση,  
 -----------------------------------------------------------------------------------------------
 
 
 
    

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Τι είδαν τα ταξιδιάρικα γυαλιά


Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, κάτι γυαλιά, ξέρετε, απ' αυτά που φοράν οι άνθρωποι πάνω στη μύτη τους για να βλέπουν καλά, που είχαν βαρεθεί να κοιτάνε τα ίδια και τα ίδια.
Χρόνια ολόκληρα είχαν κουραστεί να βλέπουν τους ίδιους δρόμους, τους ίδιους ανθρώπους και τα ίδια σπίτια.
- Κάτι πρέπει να κάνουμε, δεν πάει άλλο, έλεγαν μεταξύ τους καιρό τώρα κι όλο ουφ και ουφ και πάλι γράμματα βλέπουμε και πάλι κατσαρόλες και πλυντήρια κι άντε  καμιά φορά και τη θάλασσα.

Ευτυχώς, που η κυρία που τα φορούσε αγαπούσε πολύ τη θάλασσα και πήγαινε συχνά βόλτες τριγύρω απ' αυτήν κι ας ήταν χειμώνας κι ας ήταν καλοκαίρι κι ας ήταν μέρα κι ας ήταν νύχτα.

- Το βρήκα, είπε μια μέρα το αριστερό κρύσταλλο στο δεξί.
- Τι βρήκες δηλαδή; είπε βαριεστημένα εκείνο. Αλλά μη μου λες, δεν έχω όρεξη.
- Κι όμως, είπε το σκανταλιάρικο αριστερό, υπάρχει λύση στο πρόβλημά μας.
- Για πες, είπε πνίγοντας ένα χασμουρητό το δεξί κρύσταλλο, πιο πολύ για να πει ό,τι είχε να πει ο σύντροφός του και μετά να το αφήσει στην ησυχία του.
- Λοιπόν, συνέχισε ακάθεκτο το αριστερό, παρά το ό,τι είχε δει το χασμουρητό. Αυτή η κυρία που μας φοράει είναι λίγο απρόσεχτη και λίγο αφηρημένη. Κι επίσης, βαριέται να κουβαλάει τσάντα μαζί της όταν πάει βόλτα στη θάλασσα και μας χώνει κι εμάς, όπως κι ένα σωρό άλλα πράγματα, όπως - όπως στις τσέπες του παλτού της.
- Και; είπε ανυπόμονα και λίγο τσαντισμένα το δεξί κρύσταλλο, γιατί ήταν σίγουρο ότι το αριστερό θα άρχιζε πάλι να μιλάει ασταμάτητα και πάει η ησυχία. Άσε που θα έλεγε καμιά βλακεία πάλι.
- Όχι, όχι, φώναξε ο σύντροφός του, που κατάλαβε τι σκεφτόταν. Έχω ΤΗ ΛΥΣΗ, άκου με πρώτα.
- Άντε λέγε, να τελειώνουμε, ξεφύσηξε το δεξί.
- Λοιπόοοοον, πήρε περισπούδαστο ύφος το αριστερό. Έτσι όπως μας χώνει μέσα στις τσέπες της μαζί με τα γάντια της, τα κλειδιά, το τηλέφωνό της, τα χαρτομάντηλα...
- Θα τα πεις όλα τώρα; αγρίεψε το δεξί.
- Καλά, καλά, μαζεύτηκε λίγο το αριστερό. Όμως δεν είχε σκοπό να σταματήσει πριν πει το μεγαλοφυές σχέδιό του και συνέχισε απτόητο: Θυμάσαι που κατατρομάξαμε προχτές γιατί κοντέψαμε να πέσουμε στα βράχια, όταν έβγαλε το τηλέφωνό της;
- Θυμάμαι, αλλά τι σχέση έχει το ένα με τ' άλλο;        
-  Περίμενε και θα μάθεις. Λοιπόν, την άλλη φορά που θα ετοιμάζεται να πάει πάλι στη θάλασσα, εμείς θα κρυφτούμε, όπως κάνουμε όταν θέλουμε να γελάσουμε έτσι που μας ψάχνει και μουρμουρίζει διάφορα που δε μας βρίσκει...
- Πάλι μακρηγορείς, είπε αυστηρά το δεξί.
- Καλά, καλά, μπαίνω αμέσως στο θέμα. Θα κρυφτούμε λοιπόν, για να μας βρει λίγο πριν φύγει και να μας βάλει τελευταία στην τσέπη της...
- Μάλιστα, είπε αναστενάζοντας το δεξί κρύσταλλο, τι είχες Γιάννη μ; ό,τ’ είχα πάντα. Τι ασυναρτησίες είναι αυτές που λες παιδάκι μου; τσίριξε πια ολότελα αγριεμένο.
-Άκου, άκου και δε θα χάσεις, πήρε φόρα χαμογελώντας θριαμβευτικά το αριστερό. Συνεχίζω: και μόλις φτάσουμε στη θάλασσα, θα γλιστρήσουμε και θα πέσουμε στο νερό...
- Ε, δεν είσαι καλά, είπε απηυδισμένο το δεξί. Απορώ, αφού σε ξέρω, πώς κάθομαι και σ' ακούω τόση ώρα. Και γιατί παιδάκι μου να πέσουμε στο νερό; για να πουντιάσουμε;     
- Μα τι στουρνάρι είσαι, είπε με στόμφο το αριστερό κρυσταλλάκι. θα πέσουμε στη θάλασσα για να ταξιδέψουμε και να δούμε κι άλλα πράγματα. Τόσα και τόσα διάβαζε μαζί μας αυτή η κυρία που μας φοράει. Τίποτα δεν έμαθες; καμιά περιέργεια να τα δεις κι αληθινά; Για σκέψου, άλλες χώρες, άλλοι άνθρωποι, άλλα δέντρα, ζώα, σπίτια, θέατρα...
                       
-         Λες; είπε σκεφτικό, αλλά λίγο πιο ζωηρά τώρα, το δεξί. Χμ, δεν είναι κακή ιδέα τελικά. Λες να το κάνουμε ε;
-         Πες ότι το κάναμε κιόλας, είπε το αριστερό. Κοίτα, ετοιμάζεται. Έλα να κρυφτούμε.
-         Πού στο καλό χάθηκαν πάλι αυτά τα γυαλιά, μουρμούριζε η κυρία, που είχε βάλει όλα τα αναγκαία στις τσέπες της κι έψαχνε παντού για τα γυαλιά της γιατί χωρίς αυτά δεν έβλεπε καθόλου να διαβάσει, ούτε να δει ποιος τηλεφωνεί κι ούτε εκείνη να τηλεφωνήσει.
-         Σας τσάκωσα, είπε βρίσκοντάς τα πίσω από ένα βιβλίο παρατημένο στο τραπέζι της κουζίνας.
-         Χι,χι,χι, γέλασαν τα δυο κρυσταλλάκια. Όπως το είπαμε. Άμα θέλουμε πέφτουμε και τώρα, εδώ πάνω στο χαλί, αλλά δε θέλουμε, γιατί θέλουμε θάλασσαααα. Είμαστε ταξιδιάρικα γυαλιάααα εμείειειες, τραγούδησαν κατενθουσιασμένα.

Και να την η κυρία, κουκουλωμένη με σκουφιά, κασκόλ και κουμπωμένη μέχρι επάνω, γιατί κάνει πολύ κρύο σήμερα, που βγαίνει στο δρόμο, φοράει τα ακουστικά στα αυτιά, βρίσκει στο ραδιόφωνο του τηλεφώνου της το σταθμό που της αρέσει και ξεκινάει για τη βόλτα της δίπλα στη θάλασσα. Μα πόσο πολύ της αρέσει η θάλασσα, ακόμα κι αν είναι φουρτουνιασμένη όπως σήμερα και τραγουδάει αγριωπά με τα κύματά της.
Να την που παίρνει πάλι εκείνο το απότομο ανηφορικό δρομάκι που βγάζει σε κείνα τα βράχια που σκόνταψε προχτές.
Ουπς, το πέρασμα είναι γεμάτο νερό.
-Τώρα; Ε, θα πηδήσω από τον ένα βράχο στον άλλο, γιατί αλλιώς, πάνε οι μπότες μου, το θαλασσινό νερό θα τις καταστρέψει, μονολογεί και κάνει ένα μικρό άλμα.
- Τώρα είναι η ευκαιρ… πήγε να πει το αριστερό κρύσταλλο, αλλά δε χρειάστηκε καμιά προσπάθεια από μέρους τους. Έτσι όπως πήγε να περάσει από τον ένα βράχο στον άλλο η κυρία, έβγαλε λίγο απότομα τα χέρια της από τις τσέπες και τα γυαλιά βρέθηκαν στον αέρα χωρίς να το καταλάβουν ούτε αυτά, ούτε εκείνη.
Πλατς, έπεσαν στο νερό και πάει. Εκείνη τα έχασε για πάντα, κι εκείνα άρχισαν τα «μπρρρρ κρύοοοο, άσχημη μέρα για ταξίδιιιι».
- Καλά, καλά, είπε το πάντα αισιόδοξο αριστερό, που του άρεσε να βλέπει τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Μπορεί να κάνει κρύο, αλλά αυτό το κύμα θα μας πάει μακρυά κι έτσι δε θα μπορεί να μας βρει όταν θα αρχίσει να μας ψάχνει αύριο η κυρία.

- Κι έτσι αρχίζει το ταξίδι μααας, είπε χαρούμενο κι ας ένοιωθε να παγώνει. Άλλωστε, η περιπέτεια έχει και τις δυσκολίες της, είπε για να δώσει λίγο θάρρος στο απογοητευμένο δεξί.
- Ναι, καλά, αν δεν πάθουμε πνευμονία να πεθάνουμε, θα χαρούμε και την περιπέτεια, απάντησε εκείνο.
Και δεν είχε άδικο. Το νερό ήταν παγωμένο, τα κύματα τα πήγαιναν από δω κι από κει κι ήταν μια σκοτεινιά αδιαπέραστη, έτσι που δεν έβλεπαν τίποτα και κρύωναν ακόμα πιο πολύ.
- Δε σου λέω πάντα, να βλέπεις το ποτήρι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο; αντέτεινε το αριστερό. Πρώτον, τα κύματα δεν μας αφήνουν να βουλιάξουμε εδώ μπροστά, δεύτερον, μόλις ξημερώσει θα αρχίσουμε να βλέπουμε τόσα θαυμαστά πράγματα  και τρίτον και καλύτερο, είμαστε ελεύθεραααα. Προς το παρόν, πάντως, μπορούμε να κοιμηθούμε λίγο για να πάρουμε δυνάμεις. Να εδώ σ’ αυτή τη λακκουβίτσα που κάνει αυτός ο βράχος, μια χαρά είναι, ε;
- Ας κοιμηθούμε λοιπόν, συμφώνησε το δεξί, και βλέπουμε τι μας ξημερώνει αύριο.
Έτσι κι έγινε. Όπως ήταν κουρασμένα από τις συγκινήσεις της μέρας τα πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβουν καλά καλά.

- Ξύπνα, σκούντησε μετά από ώρες το αριστερό κρύσταλλο το δεξί. Μα πώς μπορείς να κοιμάσαι μ’ έναν ήλιο σαν κι αυτόν;  
Αλήθεια, έπλεαν σε μια καταγάλανη και ήμερη θάλασσα κι ο ήλιος έλαμπε φωτίζοντας και ζεσταίνοντας όλα όσα άγγιζαν οι λαμπρές ακτίνες του. Σήμερα φαίνεται ότι άρχισαν οι Αλκυονίδες μέρες.
- Ουάου, είπε κοιτώντας γύρω του με έκπληξη και θαυμασμό το δεξί. Ουάου, ξαναείπε κατενθουσιασμένο. Έλα να κάνουμε μια τούμπα. Ουπς. Μα κοίτα τι έχει εδώ κάτω!
Αχ πώς άρεσαν και στα δυο κρυσταλλάκια τα γυαλιστερά φύκια που κινούνταν σαν να χόρευαν απαλά και περήφανα στο ρυθμό της θάλασσας.
Να κι ένας αστερίας κατακόκκινος και  λαμπερός. Κι ένα καβουράκι που τρέχει να κρυφτεί μέσα στη σχισμή ενός βράχου. Και κογχύλια ένα σωρό, άσπρα – άσπρα.  
- Μα είναι τέλεια, φώναξε το αριστερό κι απ’ τη χαρά του παρέσυρε το δεξί σε μια ακόμα τούμπα μέσα στα πεντακάθαρα νερά.
Τα ψάρια που περνούσαν πέρα δώθε, κοιτούσαν αυτούς τους δυο παράξενους τύπους  και άλλα γελούσαν καλόκαρδα κι άλλα έκαναν τσ, τσ, τσ, τι ανοησίες είν’ αυτές.
Είχαν δει κι είχαν δει. Κασόνια, μπουκάλια, κουτιά, σακούλες, παπούτσια κι ένα σωρό άλλα αντικείμενα να κυκλοφορούν στη θάλασσα, αλλά τόσο περίεργα πράγματα, που ήταν δυο κι έκαναν σαν ένα, κι έκαναν τόσες παλαβομάρες, δεν είχαν ξανασυναντήσει.

Τα δυο κρύσταλλα τα έβλεπαν όλα αυτά, αλλά σκασίλα τους για τα κουτσομπολιά.
Εδώ ξεκινούσαν ένα ταξίδι, ένα πραγματικό ταξίδι. Και τώρα θα έβλεπαν αν είναι αλήθεια όλα όσα διάβαζαν τόσα χρόνια, βοηθώντας την κυρία που τα φορούσε να βλέπει τα γράμματα. Κι ήταν ευτυχισμέναααα πάρα μα πάρα πολύ.
- Έλα, έλα να πιαστούμε από αυτή τη βάρκα να ταξιδέψουμε πιο γρήγορα, είπε το αριστερό και με τον ένα βραχίονα του μεταλλικού σκελετού που συγκρατούσε τα δυο τους στη θέση τους, αρπάχτηκε από κάτι πεταλίδες που είχαν κολλήσει στην καρίνα της βάρκας, που περνούσε εκείνη την ώρα από κει με δυο τρεις επιβάτες που γελούσαν και πειράζονταν μεταξύ τους.
-         Ωωωωωωω, τραγούδησαν τα κρυσταλλάκια. Σαν να κάνουμε θαλάσσιο σκι,  φώναξαν και τα δυο μαζί και χαίρονταν που έσκιζαν τόσο γρήγορα το νερό.

-         Επ, τι γίνεται εδώ; Γιατί σταματήσαμε καταμεσής στο πέλαγο;  φώναξε το αριστερό.
-         Μάλλον θα ψαρέψουν οι άνθρωποι. Ευκαιρία να δούμε πώς γίνεται; απάντησε το δεξί.
Και πράγματι, σε λίγο ακούστηκε ο συριχτός θόρυβος της πετονιάς και μετά μ’ ένα πλατς βυθίστηκε στο νερό το βαρίδι με το αγκίστρι κι ένα σκουληκάκι μπερδεμένο πάνω του.
Ευθύς αμέσως κατέφτασε ένα κοπάδι ψάρια κι άρχισαν να τριγυρίζουν το σκουληκάκι. Μιαμ, νοστιμιά, είπε ένα μικρό κι ετοιμάστηκε να το αρπάξει.
-         Εεεε, μικρέ, σιγά – σιγά, φώναξε ένας γέρο – κέφαλος. Έτσι όπως ορμάς, δε σε βλέπω καλά, θα φας και τ’ αγκίστρι μαζί και τότε πας καλιά σου.
Κοίτα να μαθαίνεις, είπε και πλησίασε σιγά – σιγά το σκουληκάκι που αναδεύονταν μέσα στο γαλανό νερό.   
Το τριγύρισε από δω, το τριγύρισε από κει και κάποια στιγμή, χραπ το άρπαξε και το κατάπιε χωρίς να πληγωθεί από το πονηρό και επικίνδυνο αγκίστρι.
Τα γυαλιά παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον και μετά έσκασαν στα γέλια ακούγοντας το μικρό ψαράκι να παραπονιέται: «ναι αλλά τώρα, το μεζεδάκι το έφαγες εσύ».
-         Ε, την άλλη φορά, τώρα που έμαθες πώς γίνεται, θα το φας εσύ, είπε ο κέφαλος  και κολύμπησε λίγο πιο εκεί για να δει την πρόοδο του μικρού μαθητή του.
Και να που δεν άργησε να ξαναπέσει στο νερό το αγκίστρι, μ’ ένα φρέσκο σκουληκάκι σκαλωμένο πάνω του.
-         Τώρα θα σε φάωωωω, είπε το ψαράκι και κολύμπησε με φόρα. Έκανε ό,τι κι ο δάσκαλός του και μιαμ μιαμ, κατάπιε τη λιχουδιά.
- Ωραίο κόλπο, είπε κι ευχαρίστησε τον γέρο κέφαλο με ένα χαρούμενο κούνημα της ουράς του.
-         Ε, ψιτ, είπε το αριστερό κρυσταλλάκι στο δεξί, τι θα γίνει τώρα, εδώ θα μείνουμε; Αυτοί μπορεί να ψαρεύουν ώρες. Δεν ξεσκαλώνουμε, να πάμε λίγο παραπέρα να δούμε και τίποτ’ άλλο;
-         Αμάν πια μ’ αυτή τη βιασύνη και την περιέργειά σου, ξεφύσηξε το δεξί. Αλλά, και σαν να ‘χεις δίκιο, ό,τι ήταν να δούμε το είδαμε. Άντε να πάμε λοιπόν.
Κι έτσι, κουνήθηκαν λίγο από δω, λίγο από κει και κατάφεραν να ξεσκαλώσουν από τη βάρκα.
Ωχ, πάμε κατ’ ευθείαν στον πάτο, φώναξαν τρομαγμένα και τα δυο, αλλά για καλή τους τύχη εκείνη τη στιγμή περνούσε μια μεγάλη τσιπούρα κι έκατσαν απαλά στην πλάτη της.
Ωωωωπ, είπαν χαρούμενα και ταξίδεψαν για λίγο πάνω στην παχουλή τσιπούρα και μετά, περνώντας δίπλα από ένα φύκι, αρπάχτηκαν από μια γυαλιστερή κορδέλα του και στροβιλίστηκαν μερικές φορές, μέχρι να βρουν βολική θέση να καθίσουν.
-Από δω έχει  ωραία, θέα, ομολογώ, είπε το δεξί κρυσταλλάκι. Κοίτα εκείνο το κόκκινο καβούρι πώς περπατάει;
-Αααα, θυμάσαι μια παροιμία που διάβαζε η κυρία; «Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατείς στα κάρβουνα…» Αυτός πάντως, μια χαρά περπατάει στα βραχάκια κι όλο και κάτι αρπάζει με τις δαγκάνες του. Μπρρρ, και μόνο που σκέφτομαι ότι μπορεί να μας αρπάξει και μας, φοβάμαι, συνέχισε λίγο ταραγμένο το αριστερό κρυσταλλάκι.
- Τώρα που έκανες μπρρρρ, μήπως να σκεφτούμε πού θα περάσουμε τη νύχτα; Αρχίζει να κάνει κρύο πάλι’ φεύγει ο ήλιος, είπε το δεξί και τρεμούλιασε λιγάκι.

Πράγματι, είχαν αρχίσει να μη βλέπουν πια το βυθό κι επάνω στην επιφάνεια της θάλασσας είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
-Ας περιμένουμε λίγο, δεν κάνει και τόσο κρύο πια. Άλλωστε, όπου να ‘ναι θα βγει και το φεγγάρι., είπε το αριστερό και έγειρε λίγο πίσω παρασύροντας και το δεξί, έτσι που ξάπλωσαν και τα δυο αναπαυτικά πάνω στο μαλακό στρώμα από τα φύκια.
Σε λίγο φάνηκε το φεγγάρι. Ήταν μεγάλο κι ολοστρόγγυλο κι έλαμπε με ένα ντροπαλό ασημένιο φως.
-         Αααα, μα είναι υπέροχη η ζωή, είπε θαμπωμένο το δεξί. Κοίτα ομορφιά!
Το αριστερό κρυσταλλάκι, για πρώτη φορά, δεν είπε τίποτα. Κοίταζε μόνο εκστασιασμένο το φεγγάρι και μόνο αναστέναξε μια φορά.
-Τι να κάνει η κυρά μας χωρίς εμάς; αναρωτήθηκε σιγανά και ξαναναστέναξε.
-Κι εγώ τη σκέφτομαι, είπε το δεξί. Μακάρι να μπορούσαμε να τη βρούμε ξανά, μετά το ταξίδι μας και να της δείξουμε όλα αυτά που θα έχουμε δει.
-Πολύ ωραία ιδέα, αλλά, ανεδαφική, είπε απαισιόδοξα το αριστερό.
-Μπα, μπα, πού πήγε η περιβόητη αισιοδοξία σου; Το κορόιδεψε ο σύντροφός του. Εσύ δε λες πάντα να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο; Κι ότι, άμα θέλεις κάτι πολύ μπορείς και να το καταφέρεις;
-Ναι, αλλά πού θα βρεθούμε ποιος ξέρει. Και πώς θα τύχει να βρεθεί κι εκείνη εκεί για να μας βρει; είπε το αριστερό, που είχε μελαγχολήσει λίγο, ποιος ξέρει γιατί.
-Καλά, καλά, εμείς προς το παρόν έχουμε ταξίδι μπροστά μας και θα δούμε τόσα θαυμαστά πράγματα. Κι αν τύχει να ξαναβρούμε την κυρά μας, της τα δείχνουμε κι αυτηνής. Αν όχι, εμείς πάντως θα τα έχουμε δει. Άλλωστε γι αυτό δεν μπήκαμε σ’ αυτήν την ωραία περιπέτεια;
Άντε, σήκω τώρα να δούμε πού θα κοιμηθούμε’ κρύωσα, είπε πιο απαλά τώρα το δεξί.
Εκείνη την ώρα περνούσε μια σουπιά που πήγαινε να κοιμηθεί στο θαλάμι της και τρόμαξε όπως τα είδε ν’ αστράφτουν στο φως του φεγγαριού.
Ε, κι όταν οι σουπιές τρομάζουν, αφήνουν μελάνι για να θολώσουν το νερό κι έτσι να μη τις βλέπουν οι εχθροί τους.
-Ωωωωω, μας τύφλωσε η παλιοσουπιά, ξεφώνισαν και τα δυο μαζί κι έμειναν για λίγο μέσα στο μαύρο σκοτάδι, μέχρι να τα ξεπλύνει η θάλασσα που είχε αρχίσει να κυματίζει.
-Πού να τρέχουμε τώρα, εγώ λέω να κοιμηθούμε εδώ να που βρισκόμαστε, είπε λίγο γκρινιάρικα το δεξί. Μια χαρά στρωματάκι μαλακό και μεταξένιο είναι αυτά τα ωραία φύκια.
-Συμφωνώ, είπε αμέσως το αριστερό. Ας κοιμηθούμε εδώ απόψε κι αύριο με τον ήλιο βλέπουμε τι κάνουμε. Καληνύχτα σύντροφέ μου και φίλε μου.  

Ξεκουράστηκαν σαν σε βασιλικό κρεβάτι κι είδαν κάτι όνειρα, μα κάτι ωραία όνειρα.
-Αυτή είναι ζωή, είπε το πρωί το αριστερό κρυσταλλάκι γυαλίζοντας ολόκληρο. Και η περιπέτεια, περιπέτεια και η καλοπέραση, καλοπέραση.
-Τι ωραία που κοιμήθηκα, είπε με τη σειρά του το δεξί. Κι όλη νύχτα με νανούριζε η μουσική της θάλασσας.
-Η ποια μουσική; ρώτησε απορημένο το αριστερό, που δεν έδινε και τόση σημασία στους ήχους, αλλά κυρίως στις λέξεις και στις εικόνες.
- Ααααχ, αμόρφωτη ψυχή, είπε αναστενάζοντας το δεξί. Υπάρχει βρε, πιο ωραία μουσική απ’ αυτήν που κάνει η θάλασσα έτσι όπως πάει κι έρχεται απαλά πάνω από όλα τα πράγματα που σκεπάζει και που αγγίζει;
-Ναι, καλά, έτσι σου μιλάω εγώ όταν δεν καταλαβαίνεις τις λέξεις μου; Είπε λίγο παραπονιάρικα το αριστερό, που δεν του άρεσε καθόλου να το αποπαίρνουν γιατί ήταν ευαισθητούλικο.
Το καλό, βέβαια, ήταν ότι είχε μια μεγάλη καρδιά και δεν κρατούσε κακία κι έτσι η στενοχώρια του δεν κρατούσε πολύ.
-Λοιπόν, τι λες να κάνουμε σήμερα;  είπε μετά από λίγο, συνεχίζοντας να λάμπει κάτω από τις λαμπρές ακτίνες του ήλιου.
-Λέω, είπε ακόμα λίγο μουτρωμένο το δεξί, να κάτσουμε εδώ και να μην κάνουμε τίποτα. Ν’ ακούσουμε τη μουσική της θάλασσας και να ξεκουραστούμε κι άλλο.
- Εσύ χρυσό μου γέρασες κιόλας, είπε πειραχτικά το αριστερό κρυσταλλάκι. Γι αυτό εγκαταλείψαμε την κυρά μας; Για να ξαπλώνουμε στα φύκια; Αμ, κακομοίρη μου, προς τι η ταλαιπωρία, τότε; Μια χαρά ξεκουραζόμασταν και πάνω στα βιβλία, στα τραπέζια, στο γραφείο.
Να δούμε θέλαμε. Να - δού - με, είπε με στόμφο και τονίζοντας μια μια τις συλλαβές. Και να ζή – σου – με.

- Άντε πες να τελειώνουμε γιατί δε γλυτώνω από σένα, αναστέναξε το δεξί.
- Τα βλέπεις τα δελφινάκια; είπε με ενθουσιασμό το αριστερό.
- Ε, τι; είπε το δεξί.
- Τι, ε τι; Μόλις περάσουν από δω, θα αφεθούμε να πέσουμε στην πλάτη κάποιου από αυτά και θα μας πάει μια μεγάλη βόλτα, όσο μακρυά θέλουμε.
-Καλέ, τι μας λες; είπε λίγο τρομαγμένο το δεξί. Δεν τα βλέπεις πώς κάνουν συνέχεια βουτιές κι όλο πηδάνε πάνω από τα κύματα; Κι αν πέσουμε;
-Δε θα πέσουμε, θα κρατιόμαστε γερά. Άντε έλα, είπε το αριστερό κι έδωσε έναν πήδο την ώρα που περνούσε δίπλα από το φύκι τους το πιο μικρό δελφινάκι της μεγάλης δελφινοοικογένειας.

-Δίκιο είχεεεες, είναι υπέροχααα, είναι καταπληκτικάααα, φώναζε μετά από λίγο το δεξί κρυσταλλάκι κατενθουσιασμένο που έσκιζαν τόσο γρήγορα τα κύματα, πάνω στη γυαλιστερή πλάτη του δελφινιού.
-Εεεεε, ξεκαρδιζόταν στα γέλια το αριστερό κρυσταλλάκι, κάθε φορά που γλυστρούσαν  σαν σε τσουλήθρα, από το λαιμό μέχρι την ουρά του παιχνιδιάρικου θαλασσινού πλάσματος.
-Λένε, ότι τα δελφίνια φέρνουν τύχη, είπε πραγματικά χαρούμενο το δεξί. Κι αν δε μας φέρει κι άλλη, η ίδια η παρέα μαζί του είναι μεγάλη τύχη.
-Καλέ, αυτό κάνει  σαν να ξέρει ότι είμαστε στην πλάτη του και κάνει ό,τι είναι δυνατό για να μας ευχαριστήσει, είπε εντυπωσιασμένο το αριστερό κρυσταλλάκι. Είμαι πολύ περίεργο να δω τι άλλο θα κάνει για μας, συνέχισε γελαστό, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε ένας δυνατός βόμβος, και το δελφινάκι σταμάτησε για λίγο τις τούμπες και τις βουτιές στα κύματα κι έστησε αυτί  για ν’ ακούσει καλύτερα. Το ίδιο έκαναν και τα άλλα δελφίνια με πρώτα και καλύτερα τη δελφινομαμά και τον δελφινομπαμπά, που έκαναν νόημα στα παιδιά τους να έρθουν κοντά τους για να τα προστατέψουν αν χρειαστεί.

Ο θόρυβος, φαινόταν να πλησιάζει, αν κι ακουγόταν πιο ξεψυχισμένος τώρα.
- Ναι, είναι ένα μεγαλούτσικο ψαροκάικο, κάντε ησυχία να δούμε τι ήρθε να κάνει και σταμάτησε στ΄ ανοιχτά, είπε ο μπαμπάς δέλφινας. Κι απομακρυνθείτε, γιατί μπορεί να ρίξουν δίχτυα, συμπλήρωσε λίγο ανήσυχος, γιατί θυμήθηκε την άλλη φορά που ο μικρός του γιος είχε μπλεχτεί μέσα στα δίχτυα ενός άλλου ψαροκάικου κι είδαν κι έπαθαν να τον ξεμπλέξουν. Αλλιώς, θα πήγαινε καλιά του το δελφινάκι, γιατί οι ψαράδες θυμώνουν πολύ όταν πιάνουν δελφίνια. Τους χαλάνε, λέει τα δίχτυα, έτσι όπως προσπαθούν να ξεφύγουν και μερικοί, όταν τα βρουν στο δρόμο τους, τα σκοτώνουν οι άκαρδοι.

- Μπα, δεν θα ψαρέψουν, είπε σκεφτική η δελφινομαμά. Κοιτάτε, πόσος κόσμος είναι πάνω στο κατάστρωμα. Αχ, μου φαίνεται ότι πάλι θα πετάξουν ανθρώπους μέσα στη θάλασσα.

Κι αλήθεια, σε λίγο, κάποιοι που κρατούσαν όπλα και φώναζαν δυνατά και άγρια, άρχισαν να κατεβάζουν μερικές βάρκες στο νερό και να σπρώχνουν βίαια τους ανθρώπους που ήταν στο κατάστρωμα να μπουν μέσα σ’ αυτές.

- Μα τι κάνετε; έλεγαν μερικοί από αυτούς. Άλλη συμφωνία είχαμε κάνει’ να μας πάτε μέχρι τη στεριά. Εδώ είναι  θάλασσα κι έχει κρύο και σε λίγο θα νυχτώσει κι ο καιρός δείχνει ότι θα αγριέψει. Δείτε τα κύματα που άρχισαν να θεριεύουν…

- Γρήγορα, γρήγορα, έλεγαν οι άλλοι όλο και πιο άγρια. Μπείτε στις βάρκες γιατί όποιος δεν προλάβει θα τον πετάξουμε στο νερό, πρέπει να φύγετε από μας, σε λίγο θ’ αρχίσει να μας κυνηγάει το λιμενικό…

- Πρόσφυγες κι έμποροι ανθρώπων, είπε σιγανά το αριστερό κρυσταλλάκι. Και κοίτα πόσα μικρά παιδιά. Αχ, καλή μου κυρά, πού να ήσουν να τα ‘βλεπες τώρα όλ’ αυτά που διάβαζες κι έκλαιγες καμιά φορά.
- Κι έβριζες, είπε θυμωμένα το δεξί κρύσταλλο. Εγώ τη θυμάμαι να θυμώνει πολύ με τους άθλιους που δε νοιάζονται για τους ανθρώπους, παρά μόνο για τα λεφτά.

Τα δυο κρυσταλλάκια κρατήθηκαν καλά πάνω στη ράχη του μικρού δελφινιού και περίμεναν περίλυπα να δουν τη συνέχεια της περιπέτειας των δύστυχων ανθρώπων που στοιβάζονταν στις βάρκες σαν να ήταν δέματα.

Σε λίγο, το κατάστρωμα του ψαροκάικου άδειασε από τους επιβάτες του και το αγριωπό πλήρωμα έβαλε μπρος τις μηχανές και το πλοίο χάθηκε πολύ γρήγορα πέρα μακρυά, χωρίς να νοιαστεί για κείνους που άφησε πίσω καταμεσής στη θάλασσα.

Τα δελφίνια και τα κρυσταλλάκια άκουσαν τα παιδάκια να κλαίνε τρομαγμένα, τις μανούλες τους να τα παρηγορούν και τους μπαμπάδες να κοιτάζουν σκεφτικοί τα κύματα που άρχισαν να πυκνώνουν και να ψηλώνουν.

-         Εδώ θα μείνουμε, είπαν ο δελφινομπαμπάς κι η δελφινομαμά, κοιτάζοντας αυστηρά το μικρό δελφινάκι που νόμισε ότι μπορούσε ν’ αρχίσει πάλι τις βόλτες και τις βουτιές. Θα πηγαίνουμε, συνέχισε ο μπαμπάς, γύρω από τις βάρκες, μη και μας χρειαστούν οι άνθρωποι, γιατί ακόμα κι αν αντέξουν τα πλεούμενα τόσο βάρος, αυτοί οι καημένοι δεν ξέρουν καν προς τα πού να πάνε. Εμείς θα τους οδηγήσουμε στη στεριά. Εντάξει παιδιά μου;
    -  Ναιαιαιαι, είπαν όλα τα δελφίνια μαζί και κύκλωσαν τις βαρυφορτωμένες βάρκες.

Το μικρό δελφινάκι, έχοντας πάντα στην πλάτη του τα δυο κρυσταλλάκια, πλησίασε πάρα πολύ μια βάρκα που μέσα της ήταν ένα μικρούτσικο παιδάκι που χαιρόταν και χτυπούσε κάθε τόσο τα χεράκια του, χωρίς να καταλαβαίνει την αγωνία των γονιών και των μεγαλύτερων αδερφών του. Μάλιστα, πλησίασε τόσο πολύ, που η μαμά του μωρού άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε το κεφαλάκι του. Ε, κι εκείνο, όπως όλα τα μικρά παιδιά που τα χαϊδεύουν, πήρε θάρρος κι έκανε μια ωραία τούμπα για να την ευχαριστήσει.

-         Ωωωω, τρελόπαιδο, είπαν με μια φωνή τα γυαλιά, που είχαν ξεχαστεί κοιτώντας τους ανθρώπους κι είχαν πάψει να κρατιούνται γερά στην πλάτη του δελφινιού κι έτσι, με την τούμπα που έκανε εκείνο, βρέθηκαν για μια στιγμή να πετάνε στον αέρα.
Για καλή τους τύχη, όμως, δεν έπεσαν στο νερό, που ήταν πολύ βαθύ σε κείνο το μέρος και σίγουρα θα βούλιαζαν μέχρι το βυθό κι άντε να βγουν από κει, παρά προσγειώθηκαν στον πάτο της βάρκας. Και για ακόμα πιο καλή τους τύχη, τα… ψάρεψε από κει το μωρό που λέγαμε προηγουμένως, κι άρχισε να παίζει μαζί τους αφήνοντας για λίγο ήσυχη τη μαμά του.

-         Ωχ, τύχη που την είχαμε, γκρίνιαξε το δεξί κρυσταλλάκι. Αυτό το μωρό μας τραβολογάει σαν να είμαστε λαστιχένια. Έχε γεια καημένε κόσμε… δε μας βλέπω ν’ αντέχουμε για πολύ στα χέρια του.
-         Πάψε πια, είπε το αριστερό κρυσταλλάκι. Δε χαίρεσαι που βοηθάμε ένα μικρό ανθρωπάκι;
-         Και πώς το βοηθάμε δηλαδή; είπε πιο μουτρωμένο τώρα το δεξί. Και μη μου πεις για το μεγαλείο της θυσίας για έναν ευγενικό σκοπό, γιατί αν είχα φωνή θα τσίριζα τώρα. Κοίτα, κοίτα πώς…. Καλέ, θα μας σπάσει, πού τη βρήκε τόση δύναμη μια σταλιά παιδάκι; Εεεε, μωρό, δεν είμαστε για τα δικά σου μάτια. Θα ζαλιστείς άμα μας φορέσεις στη μυτούλα σου. Είμαστε για μεγάλους…

Στο μεταξύ, η ώρα περνούσε κι είχε αρχίσει να νυχτώνει και το κρύο να γίνεται τσουχτερό. Οι μανούλες κι οι μπαμπάδες, έσφιξαν τα παιδιά τους στις αγκαλιές τους να τα ζεστάνουν και παρηγορούσαν όσα είχαν αρχίσει να κλαίνε πάλι γιατί διψούσαν και γιατί πεινούσαν.      
Και τα δελφίνια εκεί, να προσέχουν τους ανθρώπους μη και πέσουν στη θάλασσα κι οι δυο δελφινογονείς να προπορεύονται για να δείχνουν το δρόμο σε κείνους που οδηγούσαν τις βάρκες. 
Κι οι άνθρωποι ένοιωθαν καλύτερα με την παρέα αυτών των υπέροχων θαλασσινών συντρόφων, γιατί ήξεραν πόσο έξυπνα, ευγενικά και καλοσυνάτα πλάσματα είναι. Ποιος δεν ξέρει κάποιες ιστορίες για το πώς κάποια δελφίνια έσωσαν ανθρώπους από βέβαιο πνιγμό, μεταφέροντάς τους στις πλάτες τους.

Κάποτε ξημέρωσε κι η μέρα βρήκε τους ανθρώπους παγωμένους, πεινασμένους, διψασμένους και καταταλαιπωρημένους, αλλά, ευτυχώς, όλους ζωντανούς και ασφαλείς μέσα στις βάρκες. 

- Εεεεε, στεριά, φώναξαν κάποια στιγμή μερικοί από αυτούς. Τα δελφινάκια μας έβγαλαν στη στεριά.
Όλοι αναθάρρησαν κι άρχισαν να χαμογελούν με ελπίδα.
Μόνο το δεξί κρύσταλλο είχε μούτρα ακόμα, γιατί έτσι όπως το μωρό κρατούσε αυτό και το σύντροφό του, το αριστερό κρυσταλλάκι, στα χεράκια του ενώ κοιμόταν στην αγκαλιά της μαμάς του, τα ζουλούσε τόσο που νόμιζαν ότι θα σκάσουν.
-         Ουφ, άντε να φτάσουμε, μπας και μας αφήσει αυτό το μωρό από τα δολοφονικά του χέρια, είπε αγανακτισμένο.
-         Τσ, τσ, τσ, έκανε το αριστερό, αμάν πια μ’ αυτή τη γκρίνια σου. Εδώ ζούμε μεγάλες στιγμές κι εσύ νοιάζεσαι για την ομορφιά σου. Κι εμένα με ζουλάει το μωρό, αλλά χαίρομαι που όλα πήγαν καλά και δεν θα θρηνήσουμε πνιγμένους ανθρώπους.
-         Ναι, καλά, είπε το δεξί πιο μουτρωμένο ακόμα. Θαρρείς και δεν έχεις διαβάσει ποτέ τι γίνονται αυτοί οι άνθρωποι από την ώρα που θα πατήσουν στη στεριά. Θα τους μαντρώσουν όλους μαζί σε μια αποθήκη ή, ακόμα χειρότερα, σε σκηνές, και θα γράφουν πάλι οι εφημερίδες για τους καημένους που δεν τους νοιάζονται τα κράτη που μπορούν να τους βοηθήσουν.
-        Άσε με τώρα, παλιοαπαισιόδοξε, είπε το αριστερό κρυσταλλάκι. Κοίτα, πόσος κόσμος περιμένει στο λιμάνι, να βοηθήσει. 

Κι αλήθεια, πολλοί κάτοικοι του νησιού, όπου οδήγησαν τα δελφίνια τους εξαντλημένους ανθρώπους, τους περίμεναν με κουβέρτες, φαγητό και στεγνά ρούχα.

-         Ωωωωχ κι αυτό το μωρό δε λέει να μας αφήσει από τα χέρια του ξεφύσηξε, πάλι το δεξί. Εμείς θέλαμε ταξίδι και περιπέτεια, και να ‘μαστε ξανά μανά στη στεριά. Χίλιες φορές να καθόμασταν με την κυρά μας.

-         Βρε κοίτα το μεγαλείο της καλοσύνης των απλών ανθρώπων, είπε συγκινημένο το αριστερό. Κι αν δεν είδαμε όσα θέλαμε να δούμε, αυτό που βλέπουμε τώρα αξίζει όσο χίλια ταξίδια μαζί.
-         Εντάξει, δίκιο έχεις, συμφώνησε με βαριά καρδιά το δεξί, αλλά κι εσύ ν’ αναγνωρίσεις το δικό μου δίκιο, ότι το ταξίδι μας τελειώνει άδοξα.

Σε λίγο, οι ναυαγοί άρχισαν να κατεβαίνουν από τις βάρκες και να δέχονται τις περιποιήσεις του κόσμου, αλλά ήταν αναγκαίο να περάσουν κι από το Κέντρο Υγείας του νησιού, για να εξεταστούν από τους γιατρούς και να δοθούν οι πρώτες βοήθειες και φάρμακα σε όσους τα χρειάζονταν.

Η μαμά του μικρού που εξακολουθούσε να κρατάει στα χεράκια του τα γυαλιά, μπήκε πρώτη μέσα, κρατώντας τα παιδάκια της από το χέρι και το μωρό στην αγκαλιά της.

- Πρώτα το πιο μικρό, είπε η παιδίατρος. Αν και το βλέπω ζωηρό και χαρωπό, παρ’ όλη την ταλαιπωρία…. Αχ, τα γυαλιά μου, ξεφώνισε χαρούμενη, μόλις είδε τι κρατούσε το μωράκι στα παχουλά του χεράκια.
-         Είστε σίγουρη ότι είναι τα δικά σας, ρώτησε η νοσοκόμα που τη βοηθούσε.
-         Και βέβαια είμαι, είπε η γιατρίνα, δείχνοντας τον ένα βραχίονα, όπου είχε σκαλίσει τα αρχικά του ονόματός της, για να μη μπερδεύονται οι συνάδελφοί της και τα παίρνουν για δικά τους, έτσι όπως συνήθιζε να τα παρατάει εδώ κι εκεί και μετά να τα ψάχνει.

-         Ε, λοιπόν, αυτή την οικογένεια, θα τη φροντίσω εγώ προσωπικά, μόλις τελειώσουν τα διαδικαστικά με την άφιξή τους, είπε χαρούμενη που ξαναβρήκε τα γυαλιά της.

Κι έτσι έκανε μετά από λίγο καιρό, που πήρε τους ανθρώπους και τους φιλοξένησε σ’ ένα σπιτάκι που είχε δικό της κι έμενε άδειο από τότε που έχασε τους ηλικιωμένους γονείς της.

Όσο για τα δυο κρυσταλλάκια, ήταν ευτυχισμένα που ταξίδεψαν και έζησαν την περιπέτεια κι ας, ανάμεσα στα όμορφα, είδαν και τόσο θλιβερά πράγματα. Αλλά, ήταν πολύ πιο ευτυχισμένα που ξαναβρήκαν την κυρά τους και θα την βοηθούσαν πάλι να διορθώνει ό,τι μπορούσε από τις ασχήμιες αυτού του κόσμου.

-Τελικά ήταν καλή η ιδέα σου για το ταξίδι και την περιπέτεια που ζήσαμε, είπε το βράδυ το δεξί κρυσταλλάκι στο αριστερό, έτσι όπως ήταν ακουμπισμένα και τα δυο στο γνώριμο γραφείο, πάνω σε ένα μεγάλο βιβλίο γεμάτο θαυμαστά πράγματα που είχε ζήσει, είχε σκεφτεί και είχε νοιώσει ο συγγραφέας του.        

           

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

κι αν δεν είμαι ολόιδιος με σας, τι πειράζει;



   Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι μικρούτσικο κι όμορφο, κι ας ήταν λίγο αδύνατο και  με κάτι ποδαράκια σαν σπιρτόξυλα.

   Αυτά δεν την πείραζαν κι ούτε την κορόιδευε κανείς γι αυτά. Για το μεγάλο της ελάττωμα όμως, την κορόιδευαν και την παρακορόιδευαν. Τα μαλλιά της ήταν πολύ ξανθά, τι πολύ ξανθά πες άσπρα καλλίτερα.

   Τα υπόλοιπα παιδάκια της γειτονιάς, λίγο πιο μικρά, λίγο πιο μεγάλα, είχαν μαλλάκια μαύρα, καστανά ή έστω και ξανθούτσικα, αλλά άσπρα δεν είχε κανένα.

   Όταν λοιπόν μάλωνε με κάποιον από τους φίλους της πάνω στο παιχνίδι, εκείνος της φώναζε τη χειρότερη βρισιά: "Γριάααα, που έχεις άσπρα μαλλιά σαν της γριάααας..!". Κι εκείνη, που ήταν η πιο μικρή στην παρέα που δεν είχε μεγαλύτερο αδερφάκι για να την υπερασπιστεί, έβαζε τα κλάματα κι έτρεχε να κρυφτεί στην αγκαλιά της μαμάς της και να παραπονεθεί:

"Μαμά πάλι με είπαν γριά..", έλεγε μέσα στα αναφιλητά της.

"Χαζούλα" την παρηγορούσε η μαμά της "πες τους κι εσύ ότι έχουν μαλλιά μαύρα σαν κατράμι! Ή καστανά σαν χώμα!"

Τους μικρούς φίλους της Αναστασούλας, όμως, δεν τους ένοιαζε αν είχαν μαλλιά μαύρα σαν κατράμι ή καστανά σαν χώμα. Έτσι κι εκείνη, κάθε βράδυ, ανάμεσα στις προσευχές της να προστατεύει η Παναγίτσα τη μαμά, το μπαμπά και τις αδερφούλες της και όλο τον κόσμο, παρακαλούσε με θέρμη να μαυρίσουν τα μαλλάκια της.

Παράλληλα, βέβαια, σκεφτόταν κι άλλους τρόπους μέχρι να κάνει η Παναγίτσα το θαύμα της.

Είχε ακούσει ότι ο κυρ Νίκος που καθόταν απέναντι από το δημαρχείο κι είχε κάτι ολόμαυρα γυαλιστερά μαλλιά, τα έβαφε με καραμπογιά. Τι να είναι αυτή η καραμπογιά και πού μπορεί να τη βρει όμως, ούτε ήξερε, ούτε και τολμούσε βέβαια να ρωτήσει τη μαμά της και πολύ περισσότερο τον ίδιο τον κυρ Νίκο. Άσε που τη φόβιζε και λίγο, έτσι όπως ήταν ψηλός ψηλός κι αδύνατος, με ένα ολόμαυρο κεφάλι πάνω στο μακρύ λαιμό του. Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν, αλλά λύση πουθενά!

   Μια μέρα, ωστόσο, που άκουσε τους μεγάλους να κουβεντιάζουν για την παλιά ονομασία του χωριού τους, άστραψε στο μυαλό της αυτό που έψαχνε τόσο καιρό. Το χωριό λοιπόν, τότε στα πολύ παλιά χρόνια, που το κατείχαν οι Τούρκοι, ονομαζόταν Καράμπεη, επειδή άρχοντάς του ήταν ο καρά μπέης, ο μαύρος μπέης δηλαδή.

Άρα, καρά σημαίνει μαύρο, και άρα καρά μπογιά σημαίνει μαύρη μπογιά!

   Και πού είχαν στο σπίτι τους μαύρη μπογιά; Μέσα στο συρταράκι της παπουτσοθήκης τους, όπου ήταν κι όλες οι άλλες μπογιές για τα παπούτσια.

   Ένα μεσημέρι λοιπόν, που η μαμά της την έβαλε για ύπνο και πετάχτηκε μέχρι τη γειτόνισσα που πάντρευε την κόρη της, να τη βοηθήσει στις δουλειές, σηκώθηκε σιγά-σιγά μη ξυπνήσει τις αδερφούλες της και ιδιαίτερα τη μεσαία που ήταν μαρτυριάρα, κι έτρεξε στο συρταράκι της παπουτσοθήκης. Άρπαξε με λαχτάρα ένα σωληνάριο με μαύρη μπογιά και το έκρυψε εκεί όπου έκρυβε τις καραμέλες που ήθελε να φάει αργότερα, για να κάνει αυτή την αδερφούλα που λέγαμε προηγουμένως, να ζηλέψει. Σε μέρος που δεν μπορούσε να σκεφτεί κανείς, με λίγα λόγια. Ξανάπεσε ύστερα στο κρεβάτι της και κοιμήθηκε μέχρι το απόγευμα που άκουσε τα παιδιά της γειτονιάς να παίζουν κρυφτό έξω στην αλάνα.

Θα έπρεπε να ήσασταν εκεί και να βλέπατε το ύφος της, όταν η Μαρία, που είχε μακρυά, ολόισια και ολόμαυρα μαλλιά και καμάρωνε τόσο γι' αυτά, θύμωσε μαζί της γιατί ανακάλυψε την κρυψώνα της, και την έβρισε πάλι:"Γριά, που τα μαλλιά σου είναι άσπρα σαν της γριάς!". Σημασία δεν της έδωσε η Αναστασούλα. Όχι, που θα έβαζε πάλι τα κλάματα και θα έτρεχε στη μαμά της. Τώρα είχε το γιατρικό καλά κρυμμένο ανάμεσα στα ζαχαρωτά.

Πέρασαν λίγες μέρες και να' σου η Κυριακή που θα γινόταν ο γάμος της κόρης της γειτόνισσας που λέγαμε προηγουμένως. Η μαμά έντυσε τα κορίτσια με τα πιο όμορφα φουστάνια και παπούτσια τους και τις χτένισε πολύ προσεκτικά. Στις άλλες δύο έβαλε και κολλαριστές άσπρες κορδέλες, αλλά στα ξανθά, σχεδόν άσπρα μαλλιά της Αναστασούλας δεν ταίριαζε η άσπρη κορδέλα, κι έτσι την άφησε χωρίς.
  
Σκασίλα της τής Αναστασούλας αυτή τη φορά...
Λίγο πριν ξεκινήσουν για την εκκλησία, ζήτησε να την περιμένουν λίγο για να πάει στην τουαλέτα. Προηγουμένως, είχε βγάλει από την κρυψώνα της τη μπογιά των παπουτσιών, και στην ησυχία του κλειδωμένου μπάνιου, άνοιξε το σωληνάριο κι άρχισε τη δουλειά που μελετούσε τόσες μέρες τώρα.

   Δεν ήταν δύσκολο, καθώς είχε ολόισια, απαλά, και λίγα μαλλάκια. Τα έπιανε τούφες-τούφες και περνούσε από πάνω τους το σφουγγαράκι της μπογιάς.

   Έβαψε και ξανάβαψε την κάθε τούφα, αλλά, όσο κι αν προσπάθησε, τα μαλλιά της δεν μπόρεσαν να μοιάσουν έστω και λίγο με τα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά του κυρ Νίκου. Τα κοίταξε στενοχωρημένη, όμως δεν έβαλε και τα κλάματα. Μπορεί να μην έγιναν σαν του κυρ Νίκου, αλλά το κεφαλάκι της δεν έμοιαζε πια με το χιονισμένο κεφάλι της προγιαγιάς της.

   "Αναστασούλα βιάσου, θ' αργήσουμε" φώναξε απ΄ έξω η μαμά της, κι εκείνη ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, κατέβηκε χαρούμενη από το σκαμνάκι που είχε σκαρφαλώσει για να κάνει τη σπουδαία δουλειά. Ξεκλείδωσε την πόρτα και βγήκε καμαρωτή-καμαρωτή να θαυμάσουν όλοι το έργο της.
Το κατατρομαγμένο, και σε λίγο αγριεμένο, βλέμμα της μαμάς της, όμως, την έκανε να νιώσει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
  
"Τι έκανες στο κεφάλι σου παιδί μου;" ρώτησε η μαμά της μ' εκείνη τη φωνή που προμήνυε μπόρα.

"Τα έβαψα με την μπογιά των παπουτσιών", είπε εκείνη, χάνοντας εντελώς πια την αυτοπεποίθηση και τον αέρα που της έδιναν τα ασπρόμαυρα μαλλιά της.
  
"Γιάννη" φώναξε η μαμά στον μπαμπά, που περίμενε με τις μικρές στην αυλή. "Πάτε εσείς, κι εμείς θα έρθουμε αργότερα. Το παιδί είναι λίγο άρρωστο."

   Την ξέντυσε γρήγορα -γρήγορα και την έβαλε μέσα στη μπανιέρα. Έλουσε και ξαναέλουσε τα ασπρόμαυρα μαλλιά, ώσπου ξαναβρήκαν το ωραίο ασπρόξανθο χρώμα τους.

   Στην αρχή η μαμά δε μιλούσε καθόλου, αλλά οι λίγο βιαστικές κι απότομες κινήσεις της μαρτυρούσαν ότι είχε θυμώσει πάρα πολύ. Όση ώρα όμως έπλενε την κατάπληκτη Αναστασούλα, σκεφτόταν ότι κι αυτή η ίδια είχε κάνει λάθη. Δεν φρόντισε να εξηγήσει στο παιδάκι της ότι δεν ήταν κακό που ήταν κάπως διαφορετικό από τα άλλα παιδιά. Και μόνο τώρα κατάλαβε επίσης, πόσο βασάνιζε  το κοριτσάκι της αυτό που θεωρούσε εκείνο ότι ήταν μεγάλο ελάττωμα..

   "Τι να κάνω, πώς να της δώσω να καταλάβει πως είτε με μαύρα μαλλιά, είτε με κατάξανθα, έχει όλα τα χαρίσματα που έχουν τα άλλα παιδιά κι ότι δεν πρέπει να την απασχολεί τόσο η διαφορά της, που να την κάνει να θέλει ν' αλλάξει τον εαυτό της; Από την άλλη πάλι, πώς θα γίνει να το καταλάβουν και τ’ άλλα θηριάκια, οι φίλοι της, που ψάχνουν τρόπους να πληγώσουν τον αντίπαλο;", σκεφτόταν όση ώρα στέγνωνε τα μαλλιά της μικρούλας της.

"Στο γάμο της Νικολέτας θα είναι κι ο Μιχαλάκης από την Αθήνα, ο εγγονός της κυρά Τασίας. Δεν φαντάζομαι ν' αρχίσεις να τον κοροϊδεύεις κι εσύ ε;" είπε ξαφνικά η μαμά. "Και φυσικά πρέπει να τον προσκαλέσεις να παίξει μαζί σας, αφού εσύ τον ξέρεις περισσότερο  απ' ό,τι τα άλλα παιδιά της γειτονιάς μας."

"Δεν τον θέλω βρε μαμά", είπε με ξινισμένα μούτρα η Αναστασία.

"Και γιατί παρακαλώ;"

"Εεε, μ' εκείνο το αδύνατο ποδαράκι του που το σέρνει... δεν μπορεί να παίξει ούτε κυνηγητό, ούτε κρυφτό, ούτε τίποτα.."

"Χμ", είπε από μέσα της η μαμά, "μάλιστα κυρά κόρη μου. Εσύ στενοχωριέσαι όταν σε κοροϊδεύουν για τα μαλλιά σου, κοίτα όμως που κάνεις σχεδόν το ίδιο στο Μιχαλάκη, επειδή κουτσαίνει ".

"Ναι, δε λέω» είπε δυνατά τώρα, «δεν του είναι εύκολο να τρέχει, αλλά μπορείτε να παίξετε ένα σωρό άλλα παιχνίδια, γιατί ο Μιχαλάκης είναι πολύ έξυπνο παιδί και ξέρει τόσα ωραία πράγματα. Ζωγραφίζει πολύ ωραία, παίζει σκάκι, ξέρει σχεδόν όλες τις πρωτεύουσες των χωρών του κόσμου…"

"Ουφ, μαμά", είπε η μικρή, και η μαμά της δε συνέχισε, αλλά κάτι της έλεγε ότι ο Μιχαλάκης θα δώσει τη λύση στο πρόβλημα, εν τέλει.

Ο γάμος έγινε, όλα ήταν ωραία, η νύφη έλαμπε κι ο γαμπρός καταχαρούμενος, και μόλις τέλειωσε η τελετή, όλοι οι καλεσμένοι κατευθύνθηκαν στη μεγάλη αυλή του πατρικού της νύφης, όπου μεγάλα τραπέζια στρωμένα με λευκά τραπεζομάντιλα και με χίλια δυο καλούδια πάνω τους, τους περίμεναν για το γαμήλιο γλέντι.

Για τα παιδιά υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι κάτω από την πελώρια μουριά, στρωμένο με όλες σχεδόν τις λιχουδιές που είχαν και τα τραπέζια των μεγάλων. Χωρίς βέβαια τα καυτερά ορεκτικά και τα τσιπουράκια.

Τελείωσαν γρήγορα-γρήγορα την "αγγαρεία" (άμα το φαγητό σου κλέβει χρόνο από το παιχνίδι, αγγαρεία δεν είναι;) και ξεχύθηκαν στην πίσω αυλή να παίξουν.
Ο Μιχαλάκης, που καθόταν δίπλα στην Αναστασουλα, δεν προσκλήθηκε από κανέναν, κι εκείνη, λίγο γιατί τον συμπαθούσε, λίγο γιατί συχνά πυκνά την κοίταζε η μαμά της με κείνο το βλέμμα το "μην ξεχνάς αυτά που είπαμε", δεν έτρεξε με τους άλλους.

"Ξέρεις Αναστασούλα", της είπε εκείνος που λαχταρούσε να πάει μαζί της κοντά σε όλους τους υπόλοιπους, αλλά δεν το τολμούσε απρόσκλητος, "δεν θα ξαναπάω στην Αθήνα, θα έρθουμε να μείνουμε με τη μαμά και τον μπαμπά εδώ στο χωριό. Είναι καλύτερα, λέει ο μπαμπάς, βρήκε και δουλειά στον γεωργικό συνεταιρισμό. Το ξέρεις ότι ο μπαμπάς μου είναι γεωπόνος ε; Ε, και σε λίγες μέρες που θ' ανοίξουν τα σχολεία, θα πάω κι εγώ εδώ πρώτη τάξη. Θέλεις να είμαστε πιο φίλοι και να κάνουμε παρέα;".

"Θέλω", είπε εκείνη ανάμεσα από το κενό που άφηναν τα δοντάκια που έλειπαν για να φυτρώσουν τα καινούρια. Ναι, αλλά τι παιχνίδια θα παίζουμε; πήγε να πει, αλλά εκείνη τη στιγμή έπιασε το βλέμμα της μαμάς της χαμογελαστό σα να' λεγε “μπράβο στο καλό μου το κορίτσι που δεν παρατάει τον φίλο της», και σώπασε.

Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά τους η Μαρία. Σταμάτησε απότομα και τους κοίταξε, αυτούς μόνους να κάθονται εμπρός στο τεράστιο τραπέζι, κι έμπηξε τα γέλια. Έτσι την πρόλαβε κι ο Πέτρος που την κυνηγούσε και σταμάτησε κι αυτός το ίδιο απότομα. "Η γριά και ο κουτσός κάθονται μοναχοί τους", είπε σιγανά η Μαρία, αλλά όχι τόσο που να μην τ' ακούσουν οι δυο μικρούληδες, κι ο Πέτρος χαχάνισε δείχνοντάς τους με το δάχτυλο.

Εκείνη την ίδια στιγμή όμως, ξέσπασε φασαρία στην πίσω αυλή και πολλές μαμάδες και μπαμπάδες έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει.

Τίποτα σπουδαίο, ο Γιαννάκης μάλωσε με τη Νίκη (και την άρπαξε μάλιστα κι από τα μαλλιά μετά την κλωτσιά που έφαγε) επειδή πρόδωσε την κρυψώνα του στον Κυριάκο που τα φυλούσε.

Λοιπόν, αν δεν θέλετε να πάτε για ύπνο από τώρα, τέλος το κυνηγητό και το κρυφτό. Θα πάμε στα σπίτια να φέρουμε επιτραπέζια παιχνίδια και θα παίξετε μ' αυτά, είπαν οι μαμάδες.

Στραβομουτσούνιασαν, ξεστραβομουτσούνιασαν, καλύτερες η ντάμα και  η τρίλιζα από τον ύπνο.

Μερικές μαμάδες και μερικοί μπαμπάδες συνόδεψαν τα τερατάκια τους σπίτι για να φέρουν παιχνίδια, κι οι υπόλοιποι μάζεψαν τα πιάτα από το μεγάλο τραπέζι κάτω από τη μουριά.

Θα παίξουμε τρίλιζα, αλλά για να έχει πιο ενδιαφέρον το παιχνίδι, θα χωριστούμε σε δύο μεγάλες ομάδες και θα παίζουμε ανά δυάδες, Θα νικήσει η ομάδα που στο τέλος θα έχει τις περισσότερες νίκες, είπε η Χριστίνα που ήταν από  τους πιο μεγάλους της παρέας (θα πήγαινε στην πέμπτη τάξη αυτή τη χρονιά). 

Έτσι κι έγινε. Ο Μιχαλάκης κοίταξε την Αναστασούλα κι εκείνη συμφώνησε να παίξουν οι δυο τους μια και ανήκαν σε αντίπαλες ομάδες. Βλέπετε, η μόνη δυσκολία, που ξεπεράστηκε σχετικά γρήγορα όμως γιατί όλοι ήθελαν να ξεκινήσει επιτέλους το παιχνίδι, ήταν ότι κανένας δεν πολυήθελε στην ομάδα του αυτούς τους δυο περίεργους. Έτσι, τους μοιράστηκαν κι ησύχασαν.

Το παιχνίδι κύλησε ωραία. Οι δυο ομάδες τα πήγαιναν θαυμάσια και οι νίκες ήταν δύο για τους μεν και δύο για τους δε. Η τελική νίκη θα κρινόταν από το παιχνίδι της Αναστασούλας και του Μιχαλάκη, που συνέχιζαν ισόπαλοι μιας κι ήταν και οι δύο πολύ δυνατοί παίκτες.

Η αγωνία των δυο ομάδων έφτανε ως τον ουρανό.

- Ωραία Αναστασούλα, φώναζε η Μαρία η μαυρομαλλούσα, κάθε φορά που η ασπρομαλλούσα έκανε μια σωστή κίνηση.

- Θαύμα Μιχαλάκη, φώναζε η Χριστίνα, που με χίλια ζόρια είχε δεχτεί το Μιχαλάκη στην ομάδα της.

- Παιδιά, τέλος το παιχνίδι, σηκώθηκαν οι μαμάδες από τα τραπέζια τους. Αύριο πάλι, τώρα είναι ώρα για ύπνο.

Οι διαμαρτυρίες που πήγαν να ξεσηκωθούν, πνίγηκαν πριν τολμήσουν να ξεμυτίσουν. Δεν τα βάζεις εύκολα με τα αποφασισμένα και επιπλέον αγριεμένα βλέμματα των μαμάδων.
Έτσι, οι ίδιες οι μαμάδες (που είχαν αντιληφθεί ότι θα ξεσπάσει μεγάλος καυγάς, όποια ομάδα και αν νικούσε), κήρυξαν το παιχνίδι ισόπαλο και όλους τους παίκτες πρωταθλητές. Απένειμαν μάλιστα και από ένα χάρτινο κύπελλο στους αρχηγούς των δύο ομάδων, και μετά παρέλαβε η καθεμιά τα καμάρια της και τα πήγαν σπίτι για ύπνο.

Η Αναστασούλα και ο Μιχαλάκης αντάλλαξαν ένα βλέμμα γεμάτο χαρά, ιδίως όταν οι ομάδες τους ζητωκραύγασαν ακριβώς γι αυτούς τους δύο.

Στο κρεβατάκι της πια η Αναστασούλα, λίγο πριν παραδοθεί σε έναν από τους πιο ευτυχισμένους ύπνους της ζωής της, αποφάσισε ότι ο Μιχαλάκης είναι σπουδαίος και ότι θα είναι ο καλλίτερος φίλος της, και μάλιστα θα ζητήσει από τη δασκάλα να κάθονται στο ίδιο θρανίο.

Την άλλη μέρα που μαζεύτηκαν πάλι όλοι στην αλάνα κι έστησαν τα κουκλιά και τα αυτοκίνητα και ό,τι άλλο παιχνίδι κουβαλούσε ο καθένας από το σπίτι του, κόντεψαν να μαλώσουν για το ποιος θα έπαιρνε στο δικό του σπιτάκι το Μιχαλάκη.
Όσο για την Αναστασούλα, όλοι συμφώνησαν αργότερα -που προγραμμάτιζαν το απογευματινό παιχνίδι- ότι ήταν ιδανική για τον ρόλο της νύφης.
" Δεν θα χρειάζεται και πέπλο μ' αυτά τα άσπρα μαλλιά που έχει", είπε πειραχτικά η Μαρία, και όλοι γέλασαν καλόκαρδα.