Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018




Μια αγκαλιά λουλούδια κι ένα βιβλίο




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο αγαπημένοι φίλοι. Ο Γιώργος και η Κατερίνα. Όμορφα κι έξυπνα παιδιά και οι δύο, αλλά πολύ πεισματάρηδες’ ειδικά εκείνος ο Γιώργος, τι να πει κανείς.
Όσο πεισματάρηδες κι αν ήταν όμως, τα κατάφερναν να κρατάνε γερή και δυνατή τη φιλία τους κι ας κάκιωναν καμιά φορά κι ας έλεγαν συχνά «πάει, δεν είσαι φίλη μου πια» ο ένας, και  «δε θέλω να σ’ έχω φίλο μου πια», η άλλη.

Και πώς να μην είναι έτσι, αφού καταλάβαιναν πολύ καλά ο ένας τον άλλο και τους άρεσαν σχεδόν τα ίδια πράγματα.
Να, ας πούμε, να ονειρεύονται, να διαβάζουν, να ακούνε μουσική και να παίζουν’ τι ωραία παιχνίδια έπαιζαν οι δυο τους.
Η Κατερινούλα αγαπούσε πάρα πολύ τη θάλασσα κι ο Γιώργος λάτρευε τη μουσική. Αγαπούσαν κι οι δυο πολύ τα λουλούδια και τις όμορφες λέξεις κι είχαν από μια μεγάλη καρδιά, τόσο μεγάλη, που χωρούσε όλα τα όμορφα πράγματα αυτού του κόσμου.
Να έλειπε κι αυτό το πείσμα…
Τι να κάνουμε όμως; Και το πείσμα το είχαν και την ξεροκεφαλιά επίσης.
Κι έτσι, κάποτε μάλωσαν για τα καλά. Ο ένας έλεγε ότι φταίει ο άλλος κι επέμεναν τόσο, που ο καυγάς μεγάλωνε και μεγάλωνε, μέχρι που ξέχασαν ακόμα και για ποιο λόγο μάλωσαν.

Όχι, μη χαίρεστε, γιατί μπορεί να μην θυμούνταν το λόγο του καυγά (ψέματα η Κατερινούλα τον θυμόταν πολύ καλά, αλλά έκανε ότι τον ξέχασε για να μην χειροτερέψουν τα πράγματα), αλλά ο ίδιος ο καυγάς δεν έλεγε να τελειώσει. Τι να τελειώσει, που αυτός θέριευε κάθε μέρα και πιο πολύ, γιατί, το λέει κι η παροιμία, το γινάτι βγάζει μάτι.

Οι άλλοι φίλοι τους, γιατί είχαν κι άλλους φίλους βέβαια, που ήξεραν πόσο χαρούμενοι ήταν οι δυο τους όταν ήταν μαζί, απορούσαν που τους έβλεπαν έτσι. Ο ένας στη μια άκρη του προαύλιου του σχολείου κι η άλλη στην απέναντι κι ούτε να μιλάνε κι ούτε να κρυφογελάνε κι ούτε να ανταλλάσσουν χαρτάκια με ποιήματα κι ιστοριούλες κι αστεία και πειράγματα, κάτω από τη μύτη του δάσκαλου.

"Δεν τον θέλω, είναι στριμμένος", έλεγε η Κατερινούλα  και γύριζε από κει το κεφάλι της να μη τον βλέπει και συγχύζεται. "Δεν καταλαβαίνει τίποτα από ό,τι του λέω".
"Είναι χαζή", έλεγε ο Γιωργάκης, "θέλει να γίνεται όλο το δικό της κι όποτε θέλει αυτή".

Κι έτσι, περνούσε ο καιρός και κόντευαν να ξεχάσουν πόσο αγαπημένοι φίλοι ήταν.
Στο μεταξύ, βρήκαν άλλους φίλους κι έπαιζαν μαζί τους, αλλά ώρες – ώρες νοσταλγούσαν ο ένας τον άλλο. Κι ας, όταν το καταλάβαιναν αυτό, θύμωναν με τον εαυτό τους κι έλεγαν μόνοι τους, γελώντας τάχα ανέμελα, μια παροιμία που είχαν μάθει τελευταία στο σχολείο: άντε από κει, το μοναστήρι να’ ναι καλά, κι από καλογέρους… δηλαδή τόσοι φίλοι υπάρχουν στον κόσμο, θα κάτσουμε να κλαίμε (ο Γιώργος) για την Κατερίνα και (η Κατερίνα) για τον Γιώργο;


Ναι, αλλά κάποιες στιγμές που δεν μπορούσαν παρά να πουν την αλήθεια στον εαυτό τους, ομολογούσαν ότι τέτοια φιλία δύσκολα ξαναβρίσκεται.
Αλλά, ποιος να κάνει το πρώτο βήμα;
"Σιγά που θα ρίξω τα μούτρα μου να τον παρακαλάω", έλεγε θυμωμένη η Κατερίνα, "να το πάρει και πάνω του ο αχώνευτος".
"Τι να της πω, τέτοια χαζή που είναι αυτή; Άσε που θα κάνει πάλι τα ίδια… Δεν την αντέχω την ανόητη", έλεγε με φούρκα ο Γιώργος.

Με  τούτα και με κείνα, έφτασαν τα Χριστούγεννα κι έκλεισαν τα σχολεία.
Και τώρα; Με ποιον θα πω τα κάλαντα; αναρωτήθηκαν κι οι δυο, αφού χρόνια τώρα, από το νηπιαγωγείο μέχρι πέρσι που πήγαιναν δευτέρα τάξη, τα έλεγαν μαζί και περνούσαν τέλεια με τα γέλια τους και με τα πειράγματά τους και μετά που πήγαιναν στην αγορά κι αγόραζαν δώρα, πρώτα ο ένας για τον άλλο, και με ό,τι περίσσευε για τις μαμάδες, τους μπαμπάδες και τ’ αδέρφια τους.

Θα τα πω με τη Μαρία, σκέφτηκε ο Γιώργος και χάρηκε με την απόφασή του γιατί η Μαρία ήταν πολύ γλυκό κοριτσάκι και καλή του φίλη.
Θα τα πω με τον Αλέξη, αποφάσισε η Κατερίνα. Μια χαρά παιδάκι ήταν αυτός ο φίλος της και χαρούμενος κι έξυπνος.

Κι έτσι, την άλλη μέρα, ξεχύθηκαν στους δρόμους της γειτονιάς να καλαντίσουν. Έτυχε μάλιστα να συναντηθούν τα δυο ζευγάρια στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, αλλά η Κατερίνα έκανε ότι κάτι έψαχνε στην τσαντούλα της κι ο Γιώργος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το τριγωνάκι του, για να μην κοιταχτούν και να μη χαιρετιστούν.
Τόσο γινάτι πια!

Τα είπαν λοιπόν τα κάλαντα, μέτρησαν και τα κέρδη τους, έκαναν στο τέλος και τη μοιρασιά και μετά βιάστηκαν να αποχωριστούν τους φίλους τους.
- Τώρα θα πάω ν’ αγοράσω δώρα για τη μαμά και το μπαμπά μου και την αδερφούλα μου, είπε στο Μαράκι ο Γιώργος, χωρίς να την προσκαλέσει για παρέα του στα ψώνια.
- Εγώ, Αλέξη, θα ψάχνω πολλή ώρα για να βρω δώρα για τη μαμά μου, τον μπαμπά μου και τις αδερφές μου, κι εσύ θα βαρεθείς, είπε η Κατερίνα στο φίλο της και τον αποχαιρέτισε για να τρέξει στο μεγάλο βιβλιοπωλείο του εμπορικού κέντρου.
         
Αφού βρήκε βιβλία για όλους η Κατερινούλα, μετά από πολλή ώρα, βέβαια, γιατί ήθελε να τα πάρει όλα και δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει, ξαναπήγε σε κείνο το ράφι που είδε τη «Μόμο». 
Μα αφού την έχω, γιατί να την ξαναγοράσω, είπε στον εαυτό της. Ναι, αλλά τόσες φορές που τη διάβασα κοντεύει να χαλάσει, σκέφτηκε αμέσως μετά και πήρε το βιβλίο στην αγκαλιά της μαζί με τ’ άλλα. Έτσι κι αλλιώς, θα το αγόραζα για το φίλο μου,  αν δεν είχαμε μαλώσει.

Μέχρι να έρθει η σειρά της στο ταμείο, χάζευε τη βιτρίνα του ανθοπωλείου απέναντι,  γεμάτη λουλούδια με τα θαυμαστά χρώματά τους. Θα πάρω κι ένα τριαντάφυλλο για τη μαμά μου σκέφτηκε χαρούμενη, γιατί η μαμά της έλεγε συχνά ότι αγαπάει τόσο μα τόσο πολύ τα λουλούδια.       

Την ώρα που άπλωνε το χέρι της για να ανοίξει την πόρτα του ανθοπωλείου, νά σου κι ανοίγει μόνη της και μέσα από το μυρωδάτο κατάστημα βγαίνει φουριόζος ο Γιώργος κρατώντας στο ένα χέρι του μια τσάντα με τα δώρα για τους αγαπημένους του και με το άλλο μια μεγάλη ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα σε όλα τα χρώματα’ ακόμα κι ένα μαύρο είχε μέσα.
Κοκκίνισαν κι οι δυο και για μια στιγμή πήγαν να συνεχίσουν το δρόμο τους, αλλά αμέσως μετά το μετάνιωσαν και έκαναν από ένα βήμα πίσω. Εκείνος της έτεινε την ανθοδέσμη: «Να, για σένα την πήρα, γιατί αγαπάς τα τριαντάφυλλα και λες ότι σε κάνουν χαρούμενη. Δε θέλω να είμαστε πια μαλωμένοι».
Την ίδια στιγμή, η Κατερινούλα άπλωνε το χέρι της για να του δώσει το αγαπημένο της βιβλίο: «Σου πήρα τη «Μόμο», που μαζί με την χελώνα Κασσιόπεια βοήθησε τον μάστρο Ωρα να σώσει τα Λουλούδια – Ωρες κι έτσι να γλυτώσει ο κόσμος από τους γκρίζους κυρίους που τρέφονταν με τον ελεύθερο χρόνο και τη χαρά των ανθρώπων. Θα σου αρέσει πολύ, θα δεις".
Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον όπως παλιά, και περπάτησαν μαζί μέχρι τη γειτονιά τους χωρίς να μιλάνε.
Τι τα ‘θελαν τα λόγια; Είχαν ξαναγίνει φίλοι κι ήταν πολύ χαρούμενοι γι αυτό.
     



Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018


για τον φίλο μου που ζωγράφιζε γαλανούς ουρανούς και άσπρα περιστέρια 


Ένα λαμπερό κόκκινο ποδήλατο για το Μανώλη

Πολλές μέρες τώρα (τι μέρες, βδομάδες και μήνες θα λέγαμε), ο Μανώλης ένιωθε άβολα πάνω στο ποδήλατό του. Έλεγε ότι δεν τον χωρούσε πια.
Ήταν κι εκείνη η υπόσχεση που του είχε δώσει ο μπαμπάς του, πως αν είναι καλό παιδί και δεν ξανασπάσει(!) το χέρι του, θα του πάρει άλλο, μεγαλύτερο.
Τι, πολύ θέλει κανείς, όταν ακούει τέτοια πράγματα, για ν’ αρχίσει να ονειρεύεται ένα άλλο, πιο μεγάλο, καινούριο και λαμπερό ποδήλατο;
Πλησίαζαν και τα γενέθλιά του… Κάτι, λοιπόν, του έλεγε ότι σύντομα θα του το πάρουν οι γονείς του εκείνο το πανέμορφο  κόκκινο που γλυκοκοίταζε κάθε φορά που περνούσε από κείνο το μεγάλο μαγαζί. Το είχε ξεχωρίσει με την πρώτη ματιά ανάμεσα στα  λογής λογής ποδήλατα που στόλιζαν τη βιτρίνα και το εσωτερικό του καταστήματος.

Λίγες μέρες πριν τα γενέθλιά του όμως, συνέβη κάτι τρομερό. Κάτι που τον έκανε να φοβηθεί και να πιστέψει ότι πάει, το κόκκινο ποδήλατο θα μείνει σκέτο όνειρο και δεν θα μπορέσει ποτέ να πάει βόλτα μαζί του.

Τι ήταν αυτό; Ε, τι να ήταν. Χωρίς καθόλου να το θέλει ή να το επιδιώξει, κι είναι πολύ μεγάλη αλήθεια αυτό, αθέτησε την υπόσχεση που έδωσε στο μπαμπά του.
Αλλά και πάλι, ο μπαμπάς είχε πει «αν δεν ξανασπάσεις το χέρι σου»… Αυτός όμως τώρα έσπασε το πόδι του… Άρα, είχε μια ελπίδα. -«Αλλά, μπα» απογοητευόταν πάλι…

Μα τώρα, είναι πράγματα, να συμβαίνουν στα καλά καθούμενα αυτά;
Πώς πήγε και μπλέχτηκε το ποδαράκι του έτσι; Και να πεις ότι δεν πρόσεχε; Αλλά πώς, πάλι, να αποφύγεις έναν τέτοιο πειρασμό;

Ήταν μια κατηφόρα εκεί στη γειτονιά, καταπληκτική.
Οι πιο μεγάλοι της παρέας έπαιρναν φόρα από την κορυφή και κατέβαιναν με τρομερή ταχύτητα μέχρι κάτω, κι απ’ ό,τι έλεγαν, ένιωθαν σπουδαία όση ώρα κρατούσε αυτό. Κι ο Μανώλης, ας ήταν μικρότερος από τους άλλους, ήθελε να δοκιμάσει κι αυτός  πόσο σπουδαία ήταν.

Ύστερα, σκέφτηκε και λίγο πονηρά εδώ που τα λέμε.
Θα δοκιμάσω, είπε, με το μικρό και παλιό ποδήλατο, γιατί αν πέσω δεν θα με νοιάζει που μπορεί και να χαλάσει, κι έτσι θα ξέρω αν μπορώ να το κάνω και με το καινούριο.  

Και το ‘κανε, και να τώρα τα χάλια του.

Βέβαια, το ποδηλατάκι δεν έπαθε τίποτα. Έπαθε όμως το πόδι του, που πήγε να το κάνει φρένο. Και να τον τώρα στο νοσοκομείο, να μη νοιάζεται τόσο για τους πόνους του, ούτε για το παιχνίδι που αναγκαστικά δεν θα μπορούσε να χαρεί, αλλά γι αυτό το υπέροχο κόκκινο γυαλιστερό όνειρο, που είχε έρθει τόσο κοντά και τώρα ήταν σίγουρος, αχ αλίμονο, θα έμενε σκέτο όνειρο.

Κι ούτε τόλμησε να δικαιολογηθεί. Τι να πει. Δεν ήθελα να σπάσω το πόδι μου; Όσο κι αν του ‘ρχόταν να το ξεστομίσει, ένιωθε ότι αν έλεγε κάτι τέτοιο, οι γονείς του, το λιγότερο, θα τον κορόιδευαν. Ποιος θέλει να σπάσει το πόδι του;

Έτσι, πέρασαν τα γενέθλιά του με έναν μεγάλο γύψο στο πόδι και βέβαια χωρίς ποδήλατο.

Στενοχωρήθηκε πολύ, πάρα πολύ, αλλά σιγά σιγά άρχισε να το ξεπερνάει. Τι να κάνουμε, έλεγε, δεν ήταν γραφτό. Δεν ήξερε τι σημαίνει αυτό, αλλά είχε ακούσει τόσες φορές τη γιαγιά του να το λέει, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, που το ‘λεγε κι αυτός.

Κι ο καιρός περνούσε. Κόντευαν πια τα Χριστούγεννα και κόντευε κι η μέρα που θα έβγαζε αυτόν τον βαρύ γύψο που τον κρατούσε συνέχεια στο σπίτι. Και στο σχολείο που πήγαινε, έπαιζε κάτι παιχνίδια νερόβραστα, αλλά μπρος στο τίποτα καλά ήταν κι αυτά.

Κι έφτασε η μεγάλη μέρα' προπαραμονή Χριστουγέννων ήταν. Η αλήθεια είναι ότι από το πρωί ήταν λίγο νευρικός, γιατί θυμόταν ότι δεν πέρασε και θαυμάσια όταν του βγάζανε το γύψο και τις δύο προηγούμενες φορές, που είχε σπάσει τη μια το δεξί και τη μια το αριστερό του χέρι (τι, έτσι νομίζετε, χωρίς λόγο του είχε ζητήσει ο μπαμπάς του να υποσχεθεί ότι δεν θα ξανασπάσει το χέρι του;). Όμως, πάλι, χαιρόταν. Ξέρεις τι είναι να μπορείς να τρέχεις πάλι μετά από σαράντα ολόκληρες μέρες; Και να κάνεις ποδήλατο; Έστω και με το μικρό και άβολο πια. Άσε που θα ήταν ελεύθερος να πει τα κάλαντα αύριο κι έτσι να αρχίσει να μαζεύει χρήματα για το κόκκινο όνειρό του.

Ξεκίνησαν λοιπόν, πρωί πρωί αυτός, η μαμά και ο μπαμπάς του για το νοσοκομείο.
Εκεί, είχε μια μεγάλη ουρά και θα έπρεπε να περιμένουν αρκετά ώσπου να φτάσει η δική τους σειρά.
Κάθισε ήσυχα ήσυχα  και περίμενε. Σαν να νύσταξε κιόλας σε μια στιγμή κι έγειρε στην αγκαλιά της μαμάς του.

Όταν άνοιξε τα μάτια του δεν είδε το μπαμπά του τριγύρω. Θα κάνει καμιά βόλτα να ξεμουδιάσει, σκέφτηκε, κι εκείνη την ώρα φώναξαν το όνομά του.

Αυτή τη φορά δεν ταλαιπωρήθηκε πολύ. Τέλειωσαν γρήγορα σχετικά, και να το ποδαράκι του άσπρο άσπρο κάτω από το γύψο. Τώρα έπρεπε να βγάλει μια ακόμη ακτινογραφία, και τέλος, ήταν ελεύθερος πια από γύψους και σπασίματα.

Την ώρα που έβγαινε από το ακτινολογικό, να σου και βλέπει το μπαμπά του.

-  Τελειώσατε κιόλας; ρώτησε με ένα χαρούμενο χαμόγελο.

-          Ναι μπαμπά, και σου υπόσχομαι ότι από δω και πέρα θα προσέχω πολύ, είπε χαρούμενος κι ο Μανώλης.

Τότε ο μπαμπάς του τον έπιασε από το χέρι και του είπε: Πάμε να δεις κάτι.

Τι ήταν αυτό; Ο Μανώλης ανοιγόκλεισε τα μάτια του δυο – τρεις φορές.
Δεν μπορεί, είναι αλήθεια;
Χα, και βέβαια ήταν αλήθεια. Το γυαλιστερό κόκκινο ποδήλατο ήταν ξαπλωμένο πάνω στη σχάρα του αυτοκινήτου τους.

-          Πάμε γρήγορα, είπε στη μαμά και στον μπαμπά του, θέλω να κάνω βόλτα με το καινούριο ποδήλατο στην αλάνα.

Όταν έφτασε όμως στο σπίτι, είδε το παλιό και μικρό ποδήλατό του ακουμπισμένο στα σκαλοπάτια, και σαν να του φάνηκε παραπονεμένο.
Πήγε λοιπόν κοντά του, το χάιδεψε και το πήρε για μια βολτίτσα μέχρι το δασάκι που άρχιζε εκεί που τέλειωνε η αλάνα. Σταμάτησε και κάθισε κάτω στην αραιή πρασινάδα.

-          Εσύ τώρα, είπε στο ποδηλατάκι, είσαι μικρούλι κι εγώ μεγάλωσα και σε βαραίνω. Κουβαλάω και το Σαββούλη  το φίλο μου συχνά, και θα σε χαλάσουμε. Μην ανησυχείς όμως, θα σε δώσω στην ξαδερφούλα μου τη Νίκη, που είναι ένα όμορφο και ελαφρύ κοριτσάκι. Θα σε προσέχει πολύ και θα σε αγαπάει, Ξέρεις πόσες φορές την τσάκωσα να σε κοιτάει με λατρεία; Θα χαρεί πάρα πολύ, κι εγώ θα σε προσέχω, γιατί, να πού μένει η Νίκη, δίπλα μου.

Μετά, λοιπόν τις εξηγήσεις που έδωσε στο ποδηλατάκι του, ένιωσε πιο ανάλαφρα από ποτέ, γιατί είναι αλήθεια ότι τόσον καιρό που ονειρευόταν το άλλο, το λαμπερό κόκκινο, ένιωθε λίγες τύψεις.

Ήσυχος τώρα πια, πήρε το ποδηλατάκι και κατέβηκε χαρούμενος το δρομάκι που πήγαινε για το σπίτι του.

Η ξαδερφούλα του η Νίκη ήταν εκεί για να του ευχηθεί περαστικά.

-          Νίκη, να το χριστουγεννιάτικο δώρο μου σε σένα. Πάρτο και να το προσέχεις πολύ, είπε ο Μανώλης.

Τα ματάκια της Νίκης άστραψαν. Πήγε κοντά στο ποδηλατάκι και το χάιδεψε με το μικρό της χέρι. Μετά, ε, τι μετά, από τη χαρά της ξέχασε κι ευχαριστώ να πει στον ξάδερφό της.

Ε, τώρα πια, αφού τα τακτοποίησε όλα, ήταν κι ο Μανώλης ελεύθερος να χαρεί το υπέροχο χριστουγεννιάτικο δώρο του.
Πήρε φόρα και πέρασε χαμογελώντας ολόκληρος κάτω από το παράθυρο του φίλου του.

-Σάββαααα, πάω μια βόλτα με το καινούριο μου ποδήλατο.                             

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018


Τσιγάαααρο; ντροπή...




Άργησα πάλι. Πώς τα καταφέρνω και πάντα, μα πάντα, αργώ μερικά λεπτά (ως και περισσότερα) στα ραντεβού μου, ουδέποτε το κατάλαβα και ουδέποτε το καταπολέμησα. Σήμερα άργησα λίγο παραπάνω κι η γερμανοθρεμμένη φίλη μου θα μου τα ψάλλει πάλι.
Έφτασα επιτέλους, κάθιδρη έστω, αλλά, ώ του θαύματος, η γερμανοθρεμμένη δεν είναι εδώ. Τέλεια' δεν έχει γκρίνια κι επικριτικό υφάκι σήμερα. Κάθομαι στο μοναδικό άδειο τραπεζάκι κολλητά μ' ένα άλλο στη γωνία κι είναι σαν να είμαι παρέα με το ζευγάρι των διπλανών. Οκ. τι με πειράζουν οι άνθρωποι και σε τι να τους πειράξω εγώ;
Βολεύομαι στην άνετη καρέκλα και μέχρι να έρθει το καφεδάκι μου απλώνω λίγο καπνό στο τσιγαρόχαρτο, το κλείνω κι ετοιμάζομαι να τ' ανάψω.
- "Αααα, σας παρακαλώ", ακούω την κυρία του διπλανού ζευγαριού, "δεν μπορούμε να αναπνέουμε τον καπνό σας. Σεβαστείτε και τους μη καπνιστές, επιτέλους".
Κοιτάω γύρω μου, τσιμπιέμαι διακριτικά. Μπα, ξύπνια είμαι, και βεβαίως είναι καλοκαίρι και, επίσης βεβαίως, εγώ κάθομαι σε ένα υπαίθριο καφέ.
Γυρνώντας να απαντήσω, βάσει των προηγούμενων (επανα)διαπιστώσεών μου, στην κυρία, παίρνει το μάτι μου δυο κυρίους που αποχωρούν εκείνη τη στιγμή από το κατάστημα. Χαμογελώ στην κυρία, παίρνω τα μπογαλάκια μου και κάθομαι στο άδειο τραπεζάκι.
Και φυσικά, ανάβω το τσιγάρο μου και το απολαμβάνω με όλες τις τιμές που του αξίζουν.
Οκ. δεν κάνω καλά που καπνίζω' ούτε κι όλοι οι άλλοι που υποπίπτουν στο ανάλογο αμάρτημα κατά του εαυτού τους. Κακό του κεφαλιού μας, σύμφωνοι, αλλά δικό μας το κεφάλι, σωστά; Και βεβαίως δεν φταίνε σε τίποτα οι μη καπνίζοντες να καπνίζουν μαζί μας και απαραίτητο να τους σεβόμαστε, αλλά, κι αυτή η αντικαπνική υστερία, πια...
Κι όπως βούλιαξα λίγο πιο αναπαυτικά στην καρέκλα μου, το μυαλό πέταξε πίσω, πολύ πίσω, τότε που έφηβη ούσα, νόμιζα ότι το καπνίζειν θα με βάλει στον κόσμο των μεγάλων.
Άσε που ήταν κομβικό σημείο της επανάστασης έναντι του κατεστημένου, που στην προκειμένη περίπτωση εκφραζόταν με αφορισμούς του τύπου "τσιγάααροοοο, κορίτσι πράμα; σα δε ντρέπεσαι" ή "τι είσαι συ καλέ, καμιά του δρόμου είσαι; μόνο αυτές καπνίζουν (σ.σ. εντάξει, μιλάμε για πολύ παλιά και μιλάμε για χωρική έφηβη).

Ήμαστε, λοιπόν, δυο κολλητές που θεωρούσαμε ότι πρέπει οπωσδήποτε να μάθουμε να καπνίζουμε.  Και πώς θα γίνει αυτό; Ο Στέλιος θα είναι ο σωτήρας μας. Πλευρίσαμε, λοιπόν, τον φίλο και γείτονά μας (κατά ένα χρόνο μεγαλύτερος από μας και αγόρι ων, άρα από χέρι δικαιούμενος να καπνίζει) και με το λέγε λέγε, τον πείσαμε να μας δείξει και μας πώς γίνεται αυτό το μαγικό που θα μας μεταμορφώσει σε χειραφετημένες, αλλά και μοιραίες γυναίκες.
Κι άρχισαν τα μαθήματα στην πίσω αυλή του σπιτιού μου κατά τις ώρες που έλειπαν οι γονείς στις αγροτικές ή άλλες εργασίες τους.
Φεύ, όμως, απεδείχθη πολύ δύσκολο το άθλημα κι όλο πνιγόμασταν κι όλο βήχαμε και φτύναμε και προκοπή δεν βλέπαμε.
Κι αφού του ξοδέψαμε μπόλικα πακέτα από κείνα τα απαίσια μεντόλ τσιγάρα του χωρίς την παραμικρή πρόοδο, μπούχτισε το παλικάρι και μας τό 'κοψε: "άμα μάθετε εσείς να καπνίζετε, σφυρίξτε μου κλέφτικα' άιντε και σας βαρέθηκα...".
Άδοξο τέλος, λοιπόν, για τα καλοκαιρινά μαθήματα καπνιστικής τέχνης κι εμάς να μας τρώει ο καημός που κοτζάμ κοπέλες (κάπου στα 16) δεν μπορούσαμε να κρατάμε ένα τσιγάρο στο χέρι και να φυσάμε τον καπνό σαν εκείνες τις ντίβες του σινεμά που θαυμάζαμε.

Αρκετό καιρό μετά, μάλλον το επόμενο καλοκαίρι, η κολλητή πήγε να επισκεφτεί για κάνα δεκαήμερο την αδερφή της που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη.
Μαύρες μέρες ανίας για εμέ την παραμένουσα στην καθημερινότητα του χωριού και δη χωρίς παρέα, αλλά έδωσε ο καλός θεός και κάποτε τελείωσαν.
Κατέφτασε, λοιπόν, η κολλητή, με θεσσαλονικιώτικο αέρα βεβαίως βεβαίως, κι από το παράθυρο του σπιτιού της που έβλεπε στην πίσω αυλή του δικού μου, βάζει φωνή μεγάλη:"Τρέχαααα, έχω να σου πω νέαααα"
Με νοήματα, τη βοηθεία χεριών, ποδιών και στόματος άηχου, η ερώτηση ως απόκριση: "Τι, βρήκες κανέναν όμορφο κατά κει;"
Με φωνή η ανταπάντηση (ποιος να καταλάβει απ' τα μισόλογα τι λέμε;): "Οοοοχι, κάτι πιο σπουδαίοοοο".
Πιο σπουδαίο από ομορφόπαιδο; τρεχάτε ποδαράκια μου ν' ακούσουν γρήγορα τ' αυτάκια μου.
"Λέγε παιδάκι μου και κοντεύω να σκάσω από την περιέργεια..."
Σκύβει η "Θεσσαλονικιά" και μου ψιθυρίζει στο αυτί: "έμαθα να καπνίζω... θα σου μάθω κι εσένα...".
Αμ έπος αμ έργον. Κλεινόμαστε στο υπνοδωμάτιο των γονιών της, ξετρυπώνει τα άφιλτρα που βούτηξε από το πακέτο του πατέρα της και τα 'κρυψε εκεί που δεν θα τα 'βρισκε ούτε η μάνα της,  και "βάλ' το στο στόμα σου και μόλις το ανάψω, τράβα μια γερή ρουφηξιά και πες αχ ένας παππάς".
Αχ ένας παππάς κι αχ ένας παππάς, μπούκωσε η άμαθη απ' το βαρύ χαρμάνι  και ιδού η ζαλάδα έρχεται μαζί με τη ναυτία και πάρ' την κάτω. Αλλά, ουδόλως πτοήθηκα και συνέχισα μέχρι που το κατέκτησα το ανδροκρατούμενο κάστρο.
Και ούτως εγεννήθησαν δυο νέες καπνίστριες' περιστασιακές στην αρχή, σταθερά κι αδιάλειπτα στη συνέχεια.
Διότι, ουδείς σκέφτηκε να μας πει τότε ότι το τσιγάρο βλάπτει σοβαρά την υγεία (το ήξεραν άραγε;) κι ότι τραυματίζει ανεπανόρθωτα την ομορφιά.
Ο καημός τους ήταν μη "και κορίτσια πράματα" κάνουμε πράγματα που δικαιούνταν να κάνουν μόνο οι άντρες.
Κι επειδή εμείς επαναστατούσαμε έναντι αυτής της μέγιστης βλακείας, ολισθήσαμε  σε άλλη  βλακεία, τουτέστιν γίναμε καπνίστριες' διότι, αν το αρχίσεις, άντε σταμάτα το.

Κι άντε τώρα, με την αντικαπνική υστερία, που καλούμαστε να ξαναγίνουμε 16χρονα και να κρυβόμαστε για ένα δυο, τρία, δέκα τσιγαράκια. 
     

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Ελεύθερη κι απελεύθερη


Η ζωή μου ήταν σαν ένα παζλ από χιλιάδες παράταιρα κομμάτια, που κλήθηκα να ενώσω για να φανεί η εικόνα.
Ή, μάλλον, ήταν σαν ένα κυνήγι θησαυρού.
Ναι, αυτό είναι καλύτερο, αν κρίνω κι από το αποτέλεσμα.
Σε κάθε περίπτωση, παζλ ή κυνήγι θησαυρού, ήταν δύσκολα και παιδεύτηκα πολύ.
Έχανα κομμάτια, μπλεκόμουν σε σκοτεινά δάση, προσπαθούσα να συνταιριάξω αταίριαστα, πάλευα με πειρατές, ληστές και κακούργους.
Άργησα πολύ να βρω το τελευταίο κομμάτι και να βγω στο ξέφωτο με το θησαυρό.
Κι ούτε καν είμαι εγώ που τα κατάφερα τελικά.
Ξαφνικά φανερώθηκαν τα χρώματα και τα σχήματα του παζλ και φάνηκαν οι δρόμοι για το θησαυρό.
Έτσι. Εκεί που είχα πια απελπιστεί κι είχα ξεχάσει τον προορισμό που ήθελα για μένα.
Τα παιδιά μεγάλωσαν και δεν με χρειάζονται πια.
Οι έρωτες τοποθετήθηκαν, οικειοθελώς ή εξ ανάγκης, στα ράφια της ιστορίας.
Οι ελάχιστες εναπομείνασες φιλίες απέδειξαν ότι αντέχουν στην έλλειψη και στην απουσία.
Όσο για τις άλλες, τις καταργημένες ή αυτοκαταργημένες, κάποιες ξέφτισαν γιατί τις έφθειρε η απόσταση και κάποιες άλλες σωριάστηκαν σε ερείπια γιατί προδόθηκαν. 

Ελεύθερη βαρών, λοιπόν και να το τό τελευταίο κομμάτι του πάζλ και να το τό μπαούλο με το θησαυρό.

Παλιά, όταν δεν προλάβαινα να ανασάνω από τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις, σε σπάνιες ώρες ανάπαυλας μου άρεσε να σκέφτομαι τον εαυτό μου σ' ένα μικρό σπίτι κοντά στη θάλασσα, που δεν θα είχε και πολύ κοντινούς γείτονες.
Μόνη' με τη μουσική μου, τα εργόχειρά μου, τη μαγειρική και την κηπουρική μου και τη θάλασσά μου.
Την αγαπάω τη θάλασσα. Έχω ανάγκη να ζω κοντά της.
Η αλήθεια είναι ότι τώρα τελευταία δεν δονείται το είναι μου στη θέα της και στο άγγιγμά της.
Να είναι αυτό τα γηρατειά; Να μην μπορείς να νοιώσεις πια αυτό το ιλιγγιώδες βύθισμα στα βάθη της ευτυχίας σου και την ταυτόχρονη ανάδυση του ουρανομήκους ενθουσιασμού σου;
Αλλά, αυτό ακριβώς δεν είναι έρωτας;
Α, καλά το διάβασα κάπου. Έχεις, λέει, γεράσει όταν πάψεις να ερωτεύεσαι.

Τώρα όμως είμαι εδώ. Ήρθα. Τα κατάφερα.
Είναι ένα νησάκι μικρό και μοσχοβολάει λουλούδια και θάλασσα.
Έφυγα χωρίς να αποχαιρετήσω κανέναν.  Δεν είχα και πολλούς, εδώ που τα λέμε. Τα είπαμε και παραπάνω. Τα παιδιά λείπουν στις δικές τους ζωές. Τους ενημέρωσα ηλεκτρονικά και τηλεφωνικά. Οι λοιποί, απλά δεν υπάρχουν πια.
Γέμισα μια βαλίτσα με τα πλεχτά μου και με τα κεντητά μου κι άλλες δυο με ρούχα καλοκαιρινά και ρούχα  χειμωνιάτικα.
Λίγες αποσκευές για μια ολόκληρη ζωή;
Ε και; οι πολλές είναι μέσα στο κεφάλι μου και μερικές μέσα στην καρδιά μου.

Έφυγα, λοιπόν κι ήρθα εδώ' ελεύθερη κι απελεύθερη.
Όταν πρωτόρθα ήταν καλοκαίρι και χανόμουν μέσα στο πλήθος των παραθεριστών. Δεν με πρόσεχαν πολύ οι λιγοστοί ντόπιοι. Αλλά, απ' όταν χειμώνιασε με έβλεπαν. Ευγενικοί και διακριτικοί, βέβαια, αλλά είμαι σίγουρη ότι κρυφογελούσαν με το "φρικιό" που, βρέξει - χιονίσει, περπατάει πλάι στη θάλασσα και συχνά πυκνά σταματάει για ν' αναπνεύσει βαθιά ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια και γέρνοντας πίσω το κεφάλι στολισμένο μ' ένα πλατύ χαμόγελο και τα μάτια κλειστά.
Μυρίζω τη θάλασσα και βλέπω όλο το ταξίδι του ήλιου.
Ξανάνιωσα, είπαν τα παιδιά μου που ήρθαν πέρσι να με δουν στον παράδεισό μου.

Πώς περνάει η ζωή χωρίς φίλους, ε;
Συνήθισα, δεν με πειράζει. Οι ντόπιοι τώρα με θεωρούν, σχεδόν μια απ' αυτούς κι ας κρυφογελάνε πάντα με την μοναχικότητά μου.
Πάω, λοιπόν, στο μπακάλικο, πάω στον καφενέ, παίζω κανένα τάβλι με τους παππούδες, κι ανταλλάσσω κουβέντες για τον καιρό και για την πολιτική. Α, ναι, και για την ακρίβεια.
Τηλεόραση δεν βλέπω' μόνο καμιά ταινία από το διαδίκτυο.  
Διέγραψα εαυτόν από τα κοινωνικά μέσα προβολής και ενημέρωσης' σπαταλημένος  χρόνος.
Αλλά, διαβάζω. Και πλέκω και κεντάω πολύ. Φτιάχνω περίτεχνα σχέδια. Μπλέκω χρώματα και σχήματα. Μπορώ και φαντάζομαι πάλι.
Αχ τι όμορφα πράγματα φτιάχνουν τα χέρια μου οδηγημένα από το μυαλό μου.
Κανένας δεν τα βλέπει αυτά που φτιάχνω. Τα φτιάχνω. Απλώς τα φτιάχνω. Κι άμα αρέσουν σε μένα, μου φτάνει.
Α, και χορεύω  μόνη μου στο σπίτι, στην αυλή, στην αμμουδιά.
Έχω κι έναν λαχανόκηπο κι έναν λουλουδόκηπο, μια και τα τελευταία δυο χρόνια απέκτησα την ψαροκαλύβα που πάντα ονειρευόμουν.
Να, εδώ μπροστά σκάει το κύμα κι από τις αρχές της άνοιξης μέχρι να κοντέψει για τα καλά ο χειμώνας, λούζομαι στη θάλασσα μόλις ξεμυτίσει ο ήλιος.
Είμαι ευτυχισμένη. Ε, ναι γαλήνη και χαρά δεν είναι η ευτυχία;
Ξαναβρήκα μυρωδιές, γεύσεις, χρώματα και συναισθήματα ακυρωμένα, ξεχασμένα, καταχωνιασμένα.
Τα βράδια κοιμάμαι νωρίς κι έτσι δεν έχω να παλέψω με φαντάσματα που αρέσκονται να έρχονται τη νύχτα.

Από τότε που ήρθα δεν έκοψα ξανά τα μαλλιά μου κι ούτε τα έβαψα ξανά.
Κοντεύουν να φτάσουν στη μέση μου και τα καμαρώνω ολόλευκα, πυκνά και υγιή. Τα μαζεύω σ' έναν κότσο χαμηλά στο σβέρκο, αλλά είναι φορές που τ' αφήνω ελεύθερα στον ήλιο και στον αέρα' ναι, τότε που χορεύω μόνη μου στο φεγγαρόφωτο σαν ξωτικό.
Το κορμί μου, αχάιδευτο τόσα χρόνια, ξέμαθε από αγγίγματα ξένα. Όμως δυνάμωσε κι ομόρφυνε θαρρείς.
Και το πρόσωπό μου έμεινε μ' εκείνες τις ρυτίδες που έφερα μαζί μου.
Ακαθορίστου ηλικίας, όπως άκουσα να ψιθυρίζει κάποια φορά ένας κύριος σε έναν άλλον κύριο στον καφενέ που τα καλοκαίρια γίνεται καφετέρια.
Α, ναι, θα μπορούσα να έχω μερικούς τέτοιους στην αγκαλιά μου για μερικά βράδια. Αλλά δεν θέλω, δε με νοιάζει. Όχι ότι δεν διψάει το σώμα, αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι μην ξαναπέσω σε τίποτα μυλόπετρες του έρωτα και ξανακλάψω.

Είναι χειμώνας τώρα κι όλα είναι χιονισμένα. Είχε πολλά χρόνια να συμβεί αυτό, λένε οι ντόπιοι.
Και είναι Χριστούγεννα. Τα ωραιότερα Χριστούγεννα της ζωής μου.
Είναι όλα άσπρα τριγύρω, σκεπασμένα από πυκνό χιόνι. Τα κλαδιά των δέντρων λυγίζουν από το βάρος. Μέχρι και στην αμμουδιά, εκεί κοντά στο κύμα έχει όμορφες δαντέλες από χιόνι.
Βγαίνω βόλτα στο δασάκι που είναι λίγο παραπέρα από το σπίτι μου. Οι μόνοι ήχοι που σπάζουν τη συνέχεια της σιωπής είναι τα βήματά μου που τρίζουν πάνω στο παγωμένο χιόνι και κανένα κρώξιμο από κάποιο πουλί ή ένα γρήγορο φουρφούρισμα από κλαδί σε κλαδί.
Στέκομαι στο άνοιγμα που βγάζει στη θάλασσα και κοιτάζω κάτω το χωριό. Τα περισσότερα σπίτια ακατοίκητα' το καταλαβαίνεις απ' το παχύ χιόνι στις στέγες τους μια και δεν το ζεσταίνει να το λιώσει καμιά καμινάδα. Ακούω από πολύ μακρυά μια μοναχική ανθρώπινη φωνή ή το αλύχτισμα ενός σκύλου και γοητεύομαι με την σχεδόν εξωπραγματική απαλότητά τους, όπως διαχέονται στην ερημιά.       

Χτες το βράδυ είχε πανσέληνο. Ένα τεράστιο φεγγάρι που κρέμονταν τόσο χαμηλά στον ουρανό που νόμιζα ότι θ' απλώσω το χέρι μου και θα το αγγίξω.
Φώτιζε δυνατά το ολόλευκο τοπίο που έλαμπε παρθένο από πατημασιές και ρόδες.
Βγήκα και περπάτησα μέσα σ' αυτό το παραμύθι και χαμογελούσα όλη την ώρα. Μέσα μου πάλλονταν μια χαρά πλεγμένη με νήματα από μια πεπερασμένη αθωότητα κι από την ευτυχισμένη συνειδητοποίηση ότι βλέπω, μυρίζω, ακούω, κινούμαι, αισθάνομαι.

Να, τέτοιες ώρες είναι που μου λείπει ένας δικός μου άνθρωπος. Τότε θέλω δυο ακόμα μάτια να βλέπουν ό,τι βλέπω, δυο ακόμα αυτιά ν' ακούν ό,τι ακούω, ένα ακόμα μυαλό να εκστασιάζεται όπως το δικό μου και μια ψυχή να μοιράζομαι τη χαρά μου.
Κι όταν ακούω μια μουσική που δονεί την καρδιά μου, έτσι που θέλει να πεταχτεί έξω από το στήθος μου.
Ή όταν διαβάζω κάτι, μπορεί να έχει συμβεί και σε σένα, και ξαφνικά μου γίνεται μια αποκάλυψη. Σαν οι λέξεις, που ήταν πάντα εκεί, δέθηκαν μ' έναν μαγικό τρόπο απ' αυτόν που τις έγραψε και οι γρίφοι εξηγήθηκαν, τα μυστικά φανερώθηκαν.
Α, ναι, κι όταν βλέπω εκείνα τα ηλιοβασιλέματα που μου κόβουν την ανάσα με τα τόσα χρώματα και τις άπειρες αποχρώσεις τους απλωμένα τόσο ταιριαστά και επιδέξια στην απεραντοσύνη του ουρανού. 

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

Κι έζησαν αυτοί καλά...


Μεγάλη αναστάτωση σήμερα στο δάσος.
Όλοι βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα τις δουλειές τους και να τρέξουν στο μεγάλο ξέφωτο με την πανύψηλη γριά καστανιά.
Είχε έρθει ξαφνικά χτες το βράδυ ο κ. Ψεύτης για να τους μιλήσει. Είχε, λέει, κάτι πολύ σπουδαίο να τους πει.
Τα σπουργίτια, τα χελιδόνια, οι κορυδαλλοί και τα άλλα πουλιά έφτασαν νωρίτερα απ' όλους κι έπιασαν τις καλύτερες θέσεις πάνω στα κλαδιά της καστανιάς.
Σιγά σιγά γέμισε το ξέφωτο με χιλιάδες κατοίκους του δάσους.
Τελευταία έφτασε η κυρά χελώνα, αλλά επειδή ήταν πολύ ηλικιωμένη και σοφή, κανένας δεν την κορόιδεψε' ο λαγός, μόνο, πήγε να πει ένα αστείο, αλλά οι άλλοι τον αγριοκοίταξαν κι έκλεισε το στόμα του χωρίς να πει κουβέντα.
Σε λίγο έφτασε ο κ. Ψεύτης με τη συνοδεία του. Μαζί με τους σωματοφύλακές του, τους λύκους, ήταν και κάτι άλλοι κύριοι καλοντυμένοι και γυαλιστεροί.
Οι πλούσιοι, οι πλούσιοι, σουσούρισε το πλήθος κι όλοι ανακάθισαν στις θέσεις τους.
Πράγματι, κάτι πολύ σοβαρό θα πρέπει να συμβαίνει για να αφήσουν όλοι αυτοί τα πλούσια ωραία σπίτια τους κοντά στον καταρράχτη και να κάνουν τόσο δρόμο ως τις φτωχογειτονιές του δάσους.
Ο κ. Ψεύτης και οι συνοδοί του κάθισαν, σαν άρχοντες που ήταν, στη ρίζα της καστανιάς και χαιρέτισαν τον κόσμο.
Γκουχ, γκουχ, γκουχ, καθάρισε τη φωνή του ο κ. Ψεύτης και το πλήθος σώπασε.
"Αγαπητοί μου συμπολίτες" έβγαλε φωνή μεγάλη για ν' ακούν όλοι στο ξέφωτο και πιο μακρυά ακόμα, "το δάσος μας βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο..."
- Τι; γιατί; τι τρέχει; ξεσηκώθηκαν ανήσυχες φωνές από τριγύρω.
- "Λοιπόν, φίλοι μου" συνέχισε ο κ. Ψεύτης. "Είμαι αρχηγός σας;"     
- Ναιαιαι, φώναξαν όλοι μαζί όσοι τον είχαν ψηφίσει τότε που έγιναν εκλογές.
-"Με εμπιστεύεστε;" ξαναρώτησε ο κ. Ψεύτης
-Ναιαιαι, ξαναφώναξαν οι ψηφοφόροι του, αλλά τώρα ήταν λίγο λιγότερες οι φωνές.
- "Λοιπόν, αγαπητοί μου, μπαίνω αμέσως στο θέμα: Τα αποθέματά μας σε τροφή κινδυνεύουν. Οι φίλοι μας οι κ. πλούσιοι από δω, μου λένε ότι φέτος δεν έχουμε το περίσσευμα που είχαμε πέρσι κι όπως προβλέπουν του χρόνου θα έχουμε λιγότερα. Γι αυτό πρέπει όλοι να βοηθήσουμε για να μην πάει το δάσος κατά διαόλου."
- Μα πώς, πώς να βοηθήσουμε; φώναξαν όλοι μαζί οι ακροατές.
- "Θα σας πω, θα σας πω", σήκωσε τα παχουλά του χέρια ο κ. Ψεύτης και κοίταξε με νόημα τους βλοσυρούς φίλους του, τους κ. Κλέφτες.
"Μυρμήγκια απευθύνομαι σε σας που είστε ακούραστοι και δεν φοβάστε τη δουλειά. Επειδή ξέρουμε πάντα πόση τροφή έχετε μαζέψει (αφού δεν μπορείτε να το κρύψετε, χι χι, γέλασε κάτω από το παχύ μουστάκι του και ξανακοίταξε πονηρά τους φίλους του) και τώρα θεωρούμε ότι έχετε αρκετή, σας ζητώ να δώσετε ένα μέρος από αυτήν για να σωθεί η οικονομία του δάσους που κινδυνεύει, όπως σας είπα προηγουμένως.
- "Και γιατί παρακαλώ να δώσουμε πάλι εμείς; και πέρσι και πρόπερσι κι αντιπρόπερσι, πάλι εμείς δώσαμε" φώναξαν πολλά μυρμήγκια κι ανάμεσά τους ήταν και μερικά από κείνα που ζητωκραύγαζαν  προηγουμένως τον κ. Ψεύτη.
-"Παρακαλώ, παρακαλώ" είπε ο κ. Ψεύτης "δεν σας ρωτάμε. Απλώς σας ενημερώνουμε. Αυτό έχει ήδη ψηφιστεί και αποτελεί πλέον νόμο του δάσους".
Τι να κάνουν και τα μυρμήγκια, είπαν εντάξει και περίμεναν ν' ακούσουν πόση θα ήταν η συνεισφορά τους για να σωθεί η οικονομία του δάσους.
Την άκουσαν κι έφριξαν, αλλά ο κ. Ψεύτης τα διαβεβαίωσε ότι παρ' όλο που τα μέτρα είναι σκληρά, ήταν προσωρινά και μόλις συνέρθει η οικονομία του δάσους, όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν και καλύτερα ακόμα.
- Καλά κρασιά, χλιμίντρισαν τα άλογα. Άλλωστε δεν τα αφορούσε αυτός ο νέος νόμος του δάσους.
- Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, είπε η σοφή γριά κουκουβάγια, αλλά κανείς δεν της έδωσε σημασία. Αφού τα μέτρα αφορούσαν μόνο τα μυρμήγκια κι αφού αυτά δέχτηκαν, σκασίλα τους.
Τα παγώνια φούντωσαν τις ουρές τους να τα καμαρώσουν όλοι και κάτι χαζές νερόκοτες χειροκρότησαν μαζί με πολλούς άλλους ψηφοφόρους του κ. Ψεύτη.
Ανακουφίστηκαν. 'Ολα αυτά αφορούσαν μόνο τα μυρμήγκια.
Σε λίγο αποχώρησε ο κ. Ψεύτης κι οι κ. Κλέφτες, πολύ ικανοποιημένοι όλοι τους από τις εξελίξεις.

Για λίγο καιρό, όλα έδειχναν σαν να μην άλλαξε τίποτα.
Ε, τα μυρμήγκια συνέχισαν να δουλεύουν αδιάκοπα και χωρίς διαμαρτυρίες πια ξεχώριζαν από τη συγκομιδή τους ένα μέρος για να σωθεί το δάσος.

Όμως, δεν πέρασε καλά καλά ένας χρόνος και να σου πάλι ο κ. Ψεύτης με τη συνοδεία του.
Αυτή τη φορά ήταν όλοι πιο κορδωμένοι και πιο βλοσυροί.
Τα ζώα του δάσους ειδοποιήθηκαν από τα περιστέρια ότι πρέπει να συγκεντρωθούν πάλι στο μεγάλο ξέφωτο.
Να δεις που θα θέλει να μας πει ότι σώθηκε το δάσος κι είναι ώρα να σταματήσουμε να δίνουμε τη μισή μας σοδειά, είπαν κάποια αισιόδοξα μυρμήγκια.
Μερικά ζώα πολύ χαρούμενα (αυτά φόρεσαν και τα καλά τους), άλλα θυμωμένα κι άλλα αδιάφορα, συγκεντρώθηκαν πάλι στο ξέφωτο και περίμεναν.

Ο κ. Ψεύτης τα άφησε να περιμένουν αρκετά' τόσο που πρόλαβε ακόμα κι η γρια χελώνα και μάλιστα αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα παρακολουθούσε μια ομιλία, μια εκδήλωση εν πάση περιπτώσει, από την αρχή.
Στάθηκε όρθιος στη ρίζα της καστανιάς και χαιρέτισε τον κόσμο σαν να τον μάλωνε.
Ύστερα έκατσε στη θέση του βαριά χωρίς να πει κουβέντα. Το ίδιο κι η συνοδεία του οι κ. Κλέφτες, που φορούσαν όλοι τα μαύρα τους γυαλιά και κοίταζαν ίσια μπροστά.

"Τι μας κάλεσε αφού δεν μιλάει;" άρχισαν α γκρινιάζουν μερικοί και κάποιοι άλλοι άρχισαν να κοροϊδεύουν: "με τα μούτρα που έχει, μάλλον για καταστροφές θα μιλήσει πάλι και γι αυτό έπαθε γλωσσοδέτη..."
"Εεεεε, προσοχή" φώναξε ένα σκαθάρι που λίγο έλειψε να το πατήσει ένας από τους λύκους - σωματοφύλακες του κ. Ψεύτη, έτσι όπως προσπαθούσε να εντοπίσει τους διαμαρτυρόμενους και τους κοροϊδιάρηδες για να τους δείξει τα δόντια του και να σκάσουν.

- Σςςςς, έρχονται κι άλλοι, φώναξε το σπουργίτι από την κορυφή της καστανιάς και, πράγματι, σε λίγο τα ζώα είδαν μερικούς άγνωστους καλοντυμένους κυρίους να καταφτάνουν κυκλωμένοι από τους δικούς τους σωματοφύλακες' κάτι άγριους λύκους που κοίταζαν τον κόσμο σαν να ήταν όλοι εγκληματίες.

Ο κ. Ψεύτης κι οι κ. Κλέφτες σηκώθηκαν και υποδέχτηκαν με δουλικά χαμόγελα τους νεοφερμένους και τους παραχώρησαν, μάλιστα, τις πιο αναπαυτικές θέσεις στη ρίζα της καστανιάς.

- Ποιοι είναι αυτοί και τι θέλουν στο δάσος μας; σουσούρισαν τα ζώα που στέκονταν μπροστά μπροστά.

- Μυρίζομαι σπουδαία πράγματα, είπε ο ασβός και σούφρωσε τη μύτη του σαν να μύριζε τον εαυτό του.

Ο κ. Ψεύτης, χωρίς να δίνει σημασία στους ψίθυρους και στις φωνές, περίμενε να  βολευτούν όλοι από την παλιά και την καινούρια παρέα του κι ύστερα στάθηκε όρθιος απέναντι από τα ζώα που παρακολουθούσαν κρατώντας την ανάσα τους.

- "Λαέ του δάσους" φώναξε δυνατά "ήρθαμε σήμερα εδώ για να σου υπενθυμίσουμε τα όσα καλά κάναμε για σένα και τα όσα σου υποσχεθήκαμε..."

- "Ακόμα δεν τα είδαμε όμως, ούτε τα μεν ούτε τα δε" είπαν βαρύθυμα το λυκόσκυλο και λίγο πιο τσαντισμένα ο αγριόγατος.

- "...Ακριβώς γι αυτό είμαστε εδώ λαέ του δάσους. Για να σου πούμε πόσο πολύ θέλουμε και πόσο πολύ θα προσπαθήσουμε να πραγματοποιήσουμε τις υποσχέσεις μας.
Όμως, δυστυχώς, (στο σημείο αυτό έκανε μια παύση, πήρε βαθιά αναπνοή, χαμήλωσε τα μάτια, πήρε ύφος περίλυπο και σήκωσε σαν στενοχωρημένος τα χέρια) δυστυχώς, λέω, και παρ' όλες τις προσπάθειές μας και τις καλές μας προθέσεις, εμού και των κ. Κλεφτών από δω, η κατάσταση, προς το παρόν, δεν επιτρέπει να πραγματοποιήσουμε τις υποσχέσεις μας.
(ξανά παύση, ξανά αναστεναγμός κι ακόμα πιο περίλυπο ύφος) Γι αυτό, αγαπητοί, θα πρέπει να κάνετε υπομονή και στο μεταξύ να συμβάλλετε όλοι, όσο πιο πολύ μπορείτε και δεν μπορείτε, για να πληρώσουμε τους κ. Κλέφτες, ο πρόεδρος των οποίων είναι σήμερα εδώ μαζί μας (γύρισε προς τον πιο βλοσυρό κύριο  Κλέφτη μ' ένα χαμόγελο ως τ' αυτιά και χτύπησε δυο τρεις φορές τις παλάμες του ελπίζοντας να παρασύρει σε ενθουσιώδες χειροκρότημα τα ζώα του δάσους, αλλά μόνο ένας δυο χαζοί και μερικοί αφηρημένοι τον μιμήθηκαν).
"Ναι αγαπητοί" συνέχισε ο κ. Ψεύτης χαμογελώντας θιγμένα για λογαριασμό του σπουδαιότερου από τους κ. Κλέφτες που δεν τον χειροκρότησαν τα ζώα, "να πληρώσουμε τους κ. Κλέφτες, οι οποίοι διέθεσαν δικά τους αποθέματα για να μην πάει το δάσος μας κατά διαόλου.
Με λίγα λόγια, σας λέω νέτα σκέτα, ότι από αύριο το πρωί και για αρκετό καιρό, θα δουλεύετε περισσότερο και θα κρατάτε μόνο όσα σας είναι απολύτως απαραίτητα για να μην πεθάνετε της πείνας. Διότι, λαέ μου πολύπαθε κι αγαπημένε, αν πεθάνετε, ποιος θα δουλεύει για να ξεχρεώσει τους σωτήρες μας, τους κ. Κλέφτες;".

- Τιιιιιιιιιι; ακούστηκε από όλα τα ζώα του δάσους.
- Δεν θα ' σαι καλά, είπαν όσοι νόμιζαν ότι μόνο τα μυρμήγκια θα πλήρωναν πάλι τη νύφη.
- Δε δίνουμε τίποτα, είπαν τα λιοντάρια και κούνησαν θυμωμένα τις χαίτες τους.
- Άντε γεια, είπαν τα γεράκια και πέταξαν μακρυά.
- Εμείς, έτσι κι αλλιώς,  όπου νά' ναι φεύγουμε, είπαν τα αποδημητικά πουλιά.
- Έλα να μας πιάσεις, είπαν τα άγρια άλογα και κάλπασαν προς τα βουνά που περιτριγύριζαν το δάσος.
- Χι,χι,χι, σιγά μη μάθεις πόσες κότες κλέψαμε για να σου δώσουμε τις μισές, χασκογέλασαν οι πονηρές αλεπούδες κι αποχώρησαν κουνώντας τις φουντωτές ουρές τους.
- Ε, να δώσουμε, γιατί να μην δώσουμε, είπαν οι σκίουροι κι έτρεξαν ν' αλλάξουν κρυψώνες στις προμήθειές τους για να μην μπορεί να τις βρει κανείς.
- Έχουμε και νύχια και δόντια, είπαν οι αρκούδες, και κοίταξαν άγρια τον κ. Ψεύτη και τους κ. Κλέφτες. Μήπως θέλετε  να τα δοκιμάσετε;

Με τούτα και με κείνα, μετά από λίγη ώρα, έμειναν τα γνωστά μυρμήγκια, οι μέλισσες, οι κότες κι οι πάπιες, τα βόδια και τα γαϊδούρια που είπαν: ε, τι να γίνει, αφού πρέπει να πληρώσουμε για να σωθεί το δάσος, θα πληρώσουμε..." κι έφυγαν να πάνε να δουλέψουν υπερωρίες.

Μόνο η γριά κουκουβάγια έμεινε στο ξέφωτο να μονολογεί: "Αχ βρε κακόμοιρα ζώα, να είστε τόσα πολλά και να φοβάστε αυτούς τους τόσο λίγους...".

Κι έτσι, έζησαν καλά ο κ. Ψεύτης κι οι κ. Κλέφτες και τα ζώα όλο και χειρότερα.
     
              

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

...από δω και πέρα οι ιστορίες θα είναι κυρίως επινοήματα
ψεματένιες, δηλαδή

αλλά,
γεμάτες ψήγματα από πικρές αλήθειες, που μπορεί να έχουν φανερωθεί σε μένα, σε σένα, στον καθένα, από πράξεις ατελών πλασμάτων
ή να έχουν προκύψει από πράξεις δικές μου, δικές σου, του καθενός (ομοίως  ατελών πλασμάτων)

άλλωστε -καθώς διάβασα ή είδα κάπου τώρα τελευταία και μου (ξανα)αποκαλύφτηκε μια αλήθεια που, παρότι πάγια πεποίθησή μου, κατά καιρούς θάβεται κάτω από στρώματα υπέρμετρης αισιοδοξίας- λασπένιο πλάσμα ο άνθρωπος και μόνος του προορισμός να εξελίσσεται

όμως, κάτι που συνεχίζει να εξελίσσεται, δεν μπορεί να είναι τέλειο

α, και κάποιες ιστορίες, μπορεί και πολλές, θα έχουν ευτυχισμένο τέλος' τι παραμύθια και τι ψεματένιες θα ήταν άλλωστε

αλλά, εκεί ακριβώς σας εφιστώ την προσοχή: στο όποιο τέλος

αφ' ενός γιατί κάθε τέλος, ευτυχισμένο ή δυστυχισμένο, σηματοδοτεί μια νέα αρχή (άρα ουδέν τέλος αναγνωρίζεται πλην εκείνου που κλείνει τον κύκλο της ζωής κάποιου)
κι αφετέρου γιατί, όπως οι άνθρωποι έτσι και οι ιστορίες, στην αληθινή ζωή, εξελίσσονται στοχεύοντας στο τέλειο (ό,τι φτάνει στην πλήρη ωρίμανσή του) τέλος (το συμπληρωθέν, η ολοκλήρωση παντός πράγματος)




Ο χοντρός γείτονας στο κάμπινγκ


ή
το φαίνεσθαι και το είναι


Ήταν θεόρατος. Ψηλός πολύ και χοντροφτιαγμένος κι είχε μια φωνάρα βραχνή σαν μουγκρητό που βγαίνει απ' τα βάθη του βουνού που είχε για σώμα.
Όλη μέρα ήταν κλεισμένος στο κατάκλειστο τροχόσπιτό του. Μόνο το αυτοκίνητό του, παρκαρισμένο στον ελεύθερο χώρο του οικοπέδου του, μαρτυρούσε ότι είναι εκεί.
Τι έκανε; Κοιμόταν μάλλον "αφού όλη τη νύχτα βλέπει τηλεόραση" όπως υποστήριζε η φαρμακομύτα από δίπλα, που είχε αϋπνίες και τριγυρνούσε τα βράδια στα έρημα δρομάκια του κάμπινγκ.
Όπως περνούσε και ξαναπερνούσε απ' έξω, έβλεπε φως να πάλλεται και να εναλλάσσεται από τις χαραμάδες που άφηναν οι σκούρες κουρτίνες των ερμητικά κλεισμένων παράθυρων του τροχόσπιτου.
"Τσόντες βλέπει όλη νύχτα' φως φανάρι" ανακοίνωνε η φαρμακομύτα με το "δεν χωρεί συζήτηση" ύφος της στις άλλες που πέθαιναν από περιέργεια και ζήλευαν τη γειτόνισσα του "χοντράνθρωπου", που μπορούσε να κόβει κίνηση χωρίς να χρειάζεται να κουνήσει το δαχτυλάκι της. Τον ποπό της από τη σεζ λονγκ, δηλαδή, για να μιλάμε με πραγματικούς όρους.
- Να προσέχετε τα παιδιά σας. Τον είδα εγώ πώς τα κοιτάει και πώς μαλακώνει η φωνάρα του όταν τους μιλάει, ενώ σε μας με το ζόρι μουγκρίζει μια καλημέρα, είπε η ψηλή ξερακιανή της απέναντι γωνίας.
- Λες να είναι κανένας παιδεραστής και να βλέπει τσόντες με παιδιά; είπε η χαζούλα με τα τρία παιδιά από παραδίπλα.
- Σίγουρα αυτό είναι, απεφάνθη η φαρμακομύτα. Προχτές το βράδυ που καθόμουν έξω και είχε ησυχία, άκουγα από την τηλεόρασή του παιδικές φωνές.
- Να πάμε στην αστυνομία... φώναξαν κάνα δυο τρομοκρατημένες.
- Σιγά να μην πάμε, πήρε τα ηνία η φαρμακομύτα. Θα τηλεφωνήσουμε και θα καταγγείλουμε ανώνυμα ότι έχει πορνογραφικό υλικό με παιδιά.
Αμ έπος, αμ έργον.
Σοβαρή η καταγγελία κι ας ήταν ανώνυμη. Το βράδυ ήρθαν μερικοί αστυνομικοί. Χτύπησαν την πόρτα του ανθρώπου δυνατά κι αφού γνωστοποίησαν την ιδιότητά τους, ζήτησαν ν' ανοίξει αμέσως.
Το dvd είχε μέσα ένα δισκάκι με περιπέτειες του Τομ και του Τζέρυ.
Κι οι υπόλοιπες ταινίες που ελέγχθηκαν επισταμένα περιείχαν επίσης ιστορίες κινουμένων σχεδίων' αστυνόμο Σαϊνη, στρουμφάκια και άλλα τέτοια ανάλογα.

Οι κάργιες δεν ξεμύτισαν την άλλη μέρα, μέχρι που ο "χοντράνθρωπος" πήρε το τροχόσπιτό του κι έφυγε.

Το συμβάν δεν αναφέρθηκε καν στο αστυνομικό δελτίο' τι να πουν κι οι αστυνομικοί. Το κουβέντιαζαν όμως μεταξύ τους την άλλη μέρα κι έτυχε να τ' ακούσει ο αστυνομικός συντάκτης μιας εφημερίδας που τό 'γραψε όχι ως είδηση, αλλά ως... κοινωνιολογικό σχόλιο.
Προσθέτοντας (κι αυτό από τους αστυνομικούς το άκουσε), ότι ο κατηγορηθείς, αδίκως, κύριος, είχε πρόσφατα χάσει γυναίκα και μικρό παιδί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και για να παρηγοριέται έβλεπε κινούμενα σχέδια, όπως έκανε με το γιο του τότε που ήταν ακόμα ευτυχισμένος. 

 αλλά, οι έρημες οι φαρμακομύτες πού να το ξέρουν
        

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

... μια καινούρια σειρά από αληθινά ή φανταστικά παραμύθια

κυρίως για μεγάλους

μόνο που σήμερα λέω ν' αρχίσω με μια αγαπημένη ιστορία -αληθινή βεβαίως- των παιδικών μου χρόνων

χαρισμένη στη Μαρία και στη Βούλα
τις υπέροχες συντρόφισσες στα παιχνίδια και στους καυγάδες
(και σε πολλά άλλα αργότερα και για πάντα)


Ο θείος Αντώνης



Ήμασταν μικρά τότε κι αγρίμια, ως ένα βαθμό' ίσως λίγο παραπάνω από ό,τι επέτρεπαν το χωριάτικο περιβάλλον μας και το γεγονός ότι ήμασταν κορίτσια.

Παίζαμε, μαλώναμε και πάντα μαζί ήμασταν' μια ξυλόπορτα χώριζε τις αυλές μας και πενήντα μέτρα τα σπίτια μας.
Οι μάνες μας φιλενάδες κι αγαπημένες και με σεβασμό η μια για την άλλη.
Μαλώναμε εμείς; αντί να πιαστούν κι αυτές στα λόγια μεταξύ τους, όπως έκαναν ένα σωρό άλλες μανάδες, μας μάζευαν, η κάθε μια τα δικά της καμάρια, στα σπίτια μας και εκεί, αφού πρώτα μαθαίναμε τι εστί βερύκοκο (μερικές ξυλιές στον ποπό ήταν κάτι σαν γιατρικό για πάσα νόσο), μετά ή και ταυτόχρονα, ότι είναι ντροπή ασυγχώρητη να μαλώνουμε (και ενίοτε να δερνόμαστε) τόσο αγαπημένες φιλενάδες.
"Τι φιλενάδες, πιο πολύ κι από αδερφές είστε εσείς βρε κωθώνια...", έλεγε σε μας η δική μας η μάνα. Φαντάζομαι, ανάλογα θα έλεγε και σ' εκείνες η θεία Κατίνα.

Από παιχνίδια; ό,τι θες. Από σκαρφάλωμα στα δέντρα (άλλοτε έτσι, για το σκαρφάλωμα κι άλλοτε για να κορφολογήσουμε τα οπωροφόρα της γειτονιάς),  καουμπόϋδες (μ' ένα καλάμι για άλογο), ινδικούς χορούς που ξεσηκώναμε από το σινεμά μια κι οι ταινίες με τη Ναργκίς ήταν στις δόξες τους τότε, μέχρι κατασκευή κουκλιών και κουκλόσπιτων (τα κουτιά από τα καινούρια παπούτσια τα χαιρόμασταν παραπάνω κι από τα ίδια τα παπούτσια διότι στέγαζαν πλέον τις πάνινες κούκλες μας και τα προικιά τους -όλα φτιαγμένα με τα χεράκια μας.

Παρότι όμως παίζαμε μέχρις εξάντλησης, έρχονταν και ώρες που βαριόμασταν.
Και τότε αναλάμβανε δράση ο θείος Αντώνης.
Ήταν ένας ψηλός, μελαχρινός και όμορφος άνθρωπος.
Σοβαρός και λιγομίλητος, αλλά μ' ένα χιούμορ καταλυτικό.
Επί μήνες και όσο του επέτρεπαν οι δουλειές κι οι λοιπές ασχολίες του, φιλοτεχνούσε τις φιγούρες για το θέατρο σκιών που έστηνε κατά καιρούς κι ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, πότε μέσα στο σπίτι τους και πότε στην αυλή.

Τις ξεκαρδιστικές ιστορίες που ζωντάνευαν οι φιγούρες, του τις επινοούσε ο ίδιος.
Σε μια τέτοια παράσταση του θείου Αντώνη άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά.
Ήξερε ο θείος Αντώνης ξένες γλώσσες; Όχι βέβαια, αλλά, ακούγοντας αργότερα ανθρώπους να μιλούν αυτές τις γλώσσες, θαύμασα ακόμα παραπάνω τη δυνατότητα αυτού του ανθρώπου να μιμείται και να μας κάνει να λιώνουμε από τα γέλια, χωρίς να σκάει ούτε ένα χαμόγελο ο ίδιος.

Τότε ακόμη δεν είχε έρθει το ηλεκτρικό στο χωριό μας. Φωτιζόμασταν με τις γκαζόλαμπες. Όσοι μεγάλωσαν σε χωριά εκείνα τα χρόνια, θα τις θυμούνται. Μια στρογγυλή γυάλινη κοιλίτσα γεμάτη πετρέλαιο, ο μηχανισμός για το ανεβοκατέβασμα του φιτιλιού και πάνω το λαμπογυάλι, όπως το λέγαμε, που μαύριζε από την καπνιά κι ήθελε συχνά πυκνά καθάρισμα. Τύλιγαν οι μάνες ένα μαλακό άσπρο πανί σε μια λεπτή βέργα και το σκούπιζαν απαλά απαλά, γιατί ήταν από πολύ λεπτό γυαλί, μέχρι να φύγει εντελώς η μουντζούρα και να λάμψει διάφανο.
Ενίοτε όμως και παρ' όλη την προσοχή, έσπαζε και τότε τρέχα Δέσποινα, Μαρία, Βούλα, Τασούλα (η Γεωργία ήταν μωρό ακόμα), να φέρεις άλλο απ' του μπάρμπα Θωμά.
Κι αν τό' σπαζες στο δρόμο για κάποιο λόγο, βρες τρύπα να κρυφτείς απ' την οργή της κυρά Κίτσας. Ίσως όχι και της θείας Κατίνας' αυτή ήταν πιο ήπια από τη δική μας μάνα.

Η γκαζόλαμπα, γι αυτό και η εκτενής αναφορά στην ύπαρξή της, είχε ένα πολύ σημαντικό ρόλο στις παραστάσεις του θείου Αντώνη, μια και το φως της ήταν που δημιουργούσε τις σκιές που βλέπαμε οι έκθαμβοι θεατές.

Κρεμούσε, λοιπόν, μόλις βράδιαζε, ένα μεγάλο άσπρο σεντόνι ο θείος Αντώνης, τακτοποιούσε τις καρέκλες σε ικανοποιητική απόσταση από την οθόνη, μας φώναζε να καθίσουμε  κι εμείς σπεύδαμε και περιμέναμε σιωπηλά κι έκθαμβα τη συνέχεια.
Πίσω από το σεντόνι δεν ξέραμε τι γίνεται, αλλά προφανώς ο θείος Αντώνης θα είχε τοποθετήσει ένα τραπέζι, όπου ακουμπούσε τις φιγούρες του και τη γκαζόλαμπα, που αναγκαίο να φωτίζει από τη δική του πλευρά, ενώ εμείς μέναμε στο σκοτάδι.
Και μετά, να το το θαύμα. Οι μορφές του Καραγκιόζη, του μπάρμπα Γιώργου, του Νιόνιου και του Μορφονιού, του Χατζηαβάτη και του κολλητηριού, άρχιζαν να κινούνται και να μιλούν ο καθένας με την αστεία φωνή του, ξεσηκώνοντας κύματα ακατάσχετου γέλιου σε μικρούς και μεγάλους.

Η παράσταση που πιο πολύ απ' όλες θυμάμαι, ήταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας σκέτη Βαβέλ. Τι εννοώ; Οι παίχτες ανήκαν σε διαφορετικές εθνότητες και ο ηρωικός και πολύγλωσσος/πολυμαθής σπήκερ/θείος Αντώνης, μιλούσε στη γλώσσα του κάθε ποδοσφαιριστή για να περιγράψει τις φάσεις του αγώνα.
Με τι να πρωτογελάσεις; με τον μπάρμπα Γιώργο που κλωτσούσε τη μπάλα με τα τσαρούχια (ενίοτε και με τη γλίτσα) και θύμωνε βρίζοντας βλάχικα τους αντιπάλους του; με τον κομψευόμενο Μορφονιό που κυνηγούσε τη μπάλα σαν να μάζευε πεταλούδες; με τον Νιόνιο που αγανακτούσε στα νησιώτικα ή με τους Αγγλογαλογερμανούς άλλους παίχτες που μάλωνε ο καθείς στη γλώσσα του;

Να 'σαι καλά βρε Αντώνη, μας έκανες και γελάσαμε με την ψυχή μας, έλεγε η μάνα μου σκουπίζοντας τα μάτια της που έτρεχαν από το πολύ γέλιο.
Κι η θεία Κατίνα, γελώντας ευτυχισμένα κερνούσε με καμάρι τους φιλοξενούμενους θεατές, καλούδια που είχε φτιάξει με τα χεράκια της.
Κι εμείς τα παιδιά να στριμωχνόμαστε στην πίσω πλευρά της οθόνης, μπας κι αγγίξουμε τις μαγικές φιγούρες και μπας και μάθουμε τίποτα από τα μυστικά του καλλιτέχνη και παράλληλα να παρακαλάμε για την επόμενη παράσταση που ευελπιστούσαμε να είναι πολύ γρήγορα.

Πριν πολλά χρόνια, είχε έρθει για μερικές παραστάσεις στην πόλη μου ο μεγάλος του θεάτρου σκιών, ο Ευγένιος Σπαθάρης.
Έσπευσα να απολαύσω το θέαμα και μετά το πέρας του να μιλήσω με τον όμορφο γέροντα για να γράψω τα διαμειφθέντα στην εφημερίδα μου.
Όταν τελειώσαμε την "επίσημη"κουβέντα μας, του είπα για τις παραστάσεις του θείου Αντώνη και γέλασε πολύ. Αποχαιρετώντας με, μου είπε ότι ήμουν πολύ τυχερή, ως παιδί, που είχα την ευκαιρία να χαίρομαι τέτοιο θέαμα από έναν τόσο κοντινό μου και ταλαντούχο άνθρωπο.

Θα τον θυμάμαι πάντα τον θείο Αντώνη και τώρα δα θα ομολογήσω ότι, παρ΄όλο που ο δικός μου πατέρας ήταν ο πρίγκιπας της καρδιάς μου, ζήλευα λίγο την Μαρία και τη Βούλα που είχαν έναν τέτοιο πατέρα.    

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

ένα μικρό "παραμύθι" για μια μικρή νεράιδα

και για όλες τις νεράιδες και τους ιππότες του κόσμου, που χάθηκαν σε ζοφερούς λαβύρινθους κι απέδρασαν με τα φτερά της αιωνιότητας


(σε λίγες μέρες θα γινόταν 26 χρονώ και χτες συμπληρώθηκε κιόλας ένας χρόνος από τότε που ανέβηκε στα φτερά μιας λευκής πεταλούδας και μας άφησε μ' ένα μικρό χαμόγελο (ίσως) ανακούφισης -πάντα θα τη θυμάμαι)



Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι πολύ έξυπνο και πολύ όμορφο, που ζούσε σε ένα ωραίο σπίτι, που δεν ήταν, όμως, και πολύ χαρούμενο.
Το σπίτι αυτό, κι ας του έλειπαν οι πολλές χαρές, είχε ένα πολύτιμο στολίδι' μια μεγάλη βιβλιοθήκη γεμάτη με θαυμαστά βιβλία και το κοριτσάκι μας, όποτε ήταν λυπημένο, πήγαινε εκεί και τα κοίταζε με λαχτάρα. Ήταν πολύχρωμα και μύριζαν όμορφα. Και τι ιστορίες που είχαν κρυμμένες μέσα τους. Με νεράιδες και ξωτικά, με βασιλοπούλες και πρίγκιπες, με κακές και καλές μάγισσες, με μοχθηρούς και με καλοσυνάτους μάγους, με δίκαιους και μ' άδικους ανθρώπους, με σοφούς και κουτούς, με κάμπους, βουνά, θάλασσες, πολιτείες, ζώα άγρια και ζωάκια ήμερα.
Και τι καλά που στο τέλος κέρδιζαν πάντα οι καλοί και δίκαιοι.

Α, ναι, ήταν πάρα πολύ καλοί φίλοι τα βιβλία, και το κοριτσάκι διάβαζε και διάβαζε και γινόταν όλο και πιο έξυπνο.
Μάλιστα, να σας το πω κι αυτό, μια μέρα κάθισε κι έγραψε ένα δικό της παραμύθι. Αλλά ήταν ένα παράξενο παραμύθι. Γιατί το κοριτσάκι, επειδή αγαπούσε όλες τις ιστορίες που είχε διαβάσει, πήρε μικρά κομματάκια από την κάθε μια, τα ένωσε ταιριαστά, μα πολύ ταιριαστά, μεταξύ τους  κι έφτιαξε ένα ολοκαίνουριο παραμύθι που είχε πολλά παραμύθια μέσα του. Και ήταν καταπληκτικά ωραίο.
Και βέβαια, κέρδισε το πρώτο βραβείο, αφού μ' αυτό το παραμύθι πήρε μέρος σε έναν διαγωνισμό λογοτεχνίας για παιδιά.

Μη φανταστείτε, τώρα που σας τα λέω αυτά, ότι το κοριτσάκι όλη μέρα μόνο διάβαζε.
Και στην αλάνα έπαιζε με τους φίλους της, και στο πάρκο πήγαινε βόλτες με τη μαμά και μερικές φορές και με τον μπαμπά της. Και βέβαια, πάντα πρόσεχε τον μικρότερο αδερφό της κι έπαιζαν μαζί, κι ας μάλωναν συχνά.
Κι έτσι, όλα πήγαιναν όσο καλά μπορούσαν να πάνε.

Όμως, όσο μεγάλωνε το κοριτσάκι, όλο και πιο κουτά φτιαγμένος της φαινόταν ο κόσμος των μεγάλων. καμιά φορά, την τρόμαζε κιόλας.
Τι να κάνει κι αυτή, άρχισε να φτιάχνει τις δικές της ιστορίες, όπως έκαναν τα βιβλία. Κι όπου έβρισκε μαύρο στην αληθινή ζωή, το έβαφε γαλάζιο και πορτοκαλί, να φέγγει ο τόπος, στις δικές της ιστορίες.
Κι όσο περνούσε ο καιρός, διάβαζε όλο και λιγότερο και σκεφτόταν όλο και περισσότερο τα δικά της παραμύθια.

Μια μέρα γνώρισε κάποια παιδιά, που κι αυτά ήταν απογοητευμένα και τρομαγμένα από την αληθινή ζωή κι έγραφαν τις δικές τους ιστορίες με τα δικά τους χρώματα.
Περνούσαν όμορφα και γελούσαν πολύ κι ήταν βέβαιοι ότι ήταν ευτυχισμένοι. Μέχρι που κάποτε  ήρθαν στην παρέα δυο καινούρια παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ααα, ήταν εξαιρετικά γοητευτικά πλάσματα. Και μιλούσαν για κάτι ιστορίες! Η παρέα του κοριτσιού μας, αλλά και το κορίτσι μας το ίδιο, άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα τις ιστορίες των νεοφερμένων. Γεμάτες δύναμη και ηρωισμούς, αμαζόνες και μαχητές, σπουδαίους και σπουδαίες' και λίγη κοροϊδία για τους άλλους, που δεν τολμούν να είναι έτσι.

Το δικό μας το κορίτσι είχε πολύ εντυπωσιαστεί από αυτούς τους δυο καινουριοφερμένους. Και τότε έγινε το θαύμα. Το καινούριο αγόρι είπε στο δικό μας κορίτσι ότι, αν ήθελε κι αυτή βέβαια, μπορούσε να της δείξει πώς να φτιάχνει κι αυτή τέτοιες ιστορίες.
Μα και βέβαια θέλω, είπε το δικό μας κορίτσι. Η δική σας ιστορία είναι καλύτερη από όλες όσες έχω γράψει εγώ.

Κι έτσι, ξεκίνησε να κάνει παρέα μόνο με αυτά τα παιδιά, από τη μια γιατί οι άλλοι δεν ήθελαν στην παρέα τους νεοφερμένους, κι από την άλλη γιατί είχε αρχίσει να τους βαριέται τους παλιούς της φίλους.
Κι άρχισε να μαθαίνει πώς γράφονται οι ηρωικές ιστορίες.
Λίγο αργότερα γνώρισε κι άλλα παιδιά σαν τους καινούριους της φίλους.
Ήταν όλοι ατρόμητοι, θαρραλέοι, δυνατοί και τόσο έξυπνοι, που κοίταζαν από ψηλά, όσους δεν είχαν ιστορίες σαν τις δικές τους.
Όλοι είπα; Ψέμματα. Όχι όλοι. Τύχαινε καμιά φορά να συναντήσει στην παρέα και κάτι τρομαγμένα κι άρρωστα παιδιά, και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται, να μπορείς να γράφεις τέτοιες ιστορίες και να καταντάς έτσι. Άρρωστος, βρώμικος, κλαψιάρης και μυξιάρης κι όλο να παρακαλάς τους άλλους να σε βοηθήσουν να συνεχίσεις να γράφεις την ιστορία σου.
Μα, πώς κατάντησαν έτσι; έλεγε. Εγώ ποτέ δεν θα επιτρέψω να μου συμβεί κάτι τέτοιο.

Κι έτσι, το κορίτσι μας, όλο και πιο ερωτευμένο με τη νέα του κατάσταση, έπεσε με τα μούτρα να γράφει υπεράθρωπες ιστορίες.
Μα όσο πιο πολύ την συνέπαιρναν οι ιστορίες της, τόσο πιο τρομακτικές γίνονταν.
Σιγά σιγά άρχισε να μοιάζει με κείνα τα παιδιά, τα καχεκτικά και κακομοίρικα.
Καμιά φορά, κουραζόταν κι ήθελε να γυρίσει πίσω, αλλά η ιστορία της ήταν πιο δυνατή και σύντομα την ανάγκαζε να ξαναμπεί μέσα σ' αυτήν.
Και κάθε μέρα ήταν και πιο τρομακτική. Χανόταν μέσα σε σκοτεινά δάση κι έκλαιγε. Πνιγόταν σε φουρτουνιασμένες θάλασσες, διψούσε σε καυτές ερήμους, πάγωνε θαμμένη κάτω από τόνους χιόνι.

Μια τέτοια μέρα, λοιπόν, βρέθηκε σε έναν απαίσιο τόπο. Παντού ερείπια κι ούτε ένα ζωντανό πλάσμα τριγύρω. Όλα ήταν γκρίζα και σκονισμένα και παραπέρα ένα σκοτεινό δάσος.
Φοβόταν και κρύωνε.
Τι φριχτός τόπος, πώς μπορούσε να γράψει για κάτι τόσο ζοφερό; Κι έτσι, αποφάσισε να φύγει από κει. Πώς όμως; Όλοι οι δρόμοι κλειστοί γύρω της και μόνο το δάσος σαν να την προσκαλούσε με τα σκοτάδια του και την ησυχία του.
Προχωρούσε μέχρι που βρέθηκε σ' ένα ξέφωτο με πυκνό πράσινο χορτάρι γεμάτο με πολύχρωμα λουλούδια και κατακόκκινες παπαρούνες. Μια άσπρη πεταλούδα που ρουφούσε μέλι από ένα μοβ λουλουδάκι, στάθηκε και την κοίταξε μια στιγμή κι ύστερα κούνησε απαλά τα φτερά της και πέταξε μακρυά. Και το δικό μας το κορίτσι ένοιωσε σαν να πετά κι αυτό μαζί της. Κι όπως άρχισε να πετάει ελεύθερη στον γαλανό ουρανό, άφησε τη ζοφερή ιστορία της να πέσει στη γη. Κι ύστερα συνέχισε να πετάει ευτυχισμένη, χωρίς τίποτα να τη βαραίνει πια.