Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018




Μια αγκαλιά λουλούδια κι ένα βιβλίο




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο αγαπημένοι φίλοι. Ο Γιώργος και η Κατερίνα. Όμορφα κι έξυπνα παιδιά και οι δύο, αλλά πολύ πεισματάρηδες’ ειδικά εκείνος ο Γιώργος, τι να πει κανείς.
Όσο πεισματάρηδες κι αν ήταν όμως, τα κατάφερναν να κρατάνε γερή και δυνατή τη φιλία τους κι ας κάκιωναν καμιά φορά κι ας έλεγαν συχνά «πάει, δεν είσαι φίλη μου πια» ο ένας, και  «δε θέλω να σ’ έχω φίλο μου πια», η άλλη.

Και πώς να μην είναι έτσι, αφού καταλάβαιναν πολύ καλά ο ένας τον άλλο και τους άρεσαν σχεδόν τα ίδια πράγματα.
Να, ας πούμε, να ονειρεύονται, να διαβάζουν, να ακούνε μουσική και να παίζουν’ τι ωραία παιχνίδια έπαιζαν οι δυο τους.
Η Κατερινούλα αγαπούσε πάρα πολύ τη θάλασσα κι ο Γιώργος λάτρευε τη μουσική. Αγαπούσαν κι οι δυο πολύ τα λουλούδια και τις όμορφες λέξεις κι είχαν από μια μεγάλη καρδιά, τόσο μεγάλη, που χωρούσε όλα τα όμορφα πράγματα αυτού του κόσμου.
Να έλειπε κι αυτό το πείσμα…
Τι να κάνουμε όμως; Και το πείσμα το είχαν και την ξεροκεφαλιά επίσης.
Κι έτσι, κάποτε μάλωσαν για τα καλά. Ο ένας έλεγε ότι φταίει ο άλλος κι επέμεναν τόσο, που ο καυγάς μεγάλωνε και μεγάλωνε, μέχρι που ξέχασαν ακόμα και για ποιο λόγο μάλωσαν.

Όχι, μη χαίρεστε, γιατί μπορεί να μην θυμούνταν το λόγο του καυγά (ψέματα η Κατερινούλα τον θυμόταν πολύ καλά, αλλά έκανε ότι τον ξέχασε για να μην χειροτερέψουν τα πράγματα), αλλά ο ίδιος ο καυγάς δεν έλεγε να τελειώσει. Τι να τελειώσει, που αυτός θέριευε κάθε μέρα και πιο πολύ, γιατί, το λέει κι η παροιμία, το γινάτι βγάζει μάτι.

Οι άλλοι φίλοι τους, γιατί είχαν κι άλλους φίλους βέβαια, που ήξεραν πόσο χαρούμενοι ήταν οι δυο τους όταν ήταν μαζί, απορούσαν που τους έβλεπαν έτσι. Ο ένας στη μια άκρη του προαύλιου του σχολείου κι η άλλη στην απέναντι κι ούτε να μιλάνε κι ούτε να κρυφογελάνε κι ούτε να ανταλλάσσουν χαρτάκια με ποιήματα κι ιστοριούλες κι αστεία και πειράγματα, κάτω από τη μύτη του δάσκαλου.

"Δεν τον θέλω, είναι στριμμένος", έλεγε η Κατερινούλα  και γύριζε από κει το κεφάλι της να μη τον βλέπει και συγχύζεται. "Δεν καταλαβαίνει τίποτα από ό,τι του λέω".
"Είναι χαζή", έλεγε ο Γιωργάκης, "θέλει να γίνεται όλο το δικό της κι όποτε θέλει αυτή".

Κι έτσι, περνούσε ο καιρός και κόντευαν να ξεχάσουν πόσο αγαπημένοι φίλοι ήταν.
Στο μεταξύ, βρήκαν άλλους φίλους κι έπαιζαν μαζί τους, αλλά ώρες – ώρες νοσταλγούσαν ο ένας τον άλλο. Κι ας, όταν το καταλάβαιναν αυτό, θύμωναν με τον εαυτό τους κι έλεγαν μόνοι τους, γελώντας τάχα ανέμελα, μια παροιμία που είχαν μάθει τελευταία στο σχολείο: άντε από κει, το μοναστήρι να’ ναι καλά, κι από καλογέρους… δηλαδή τόσοι φίλοι υπάρχουν στον κόσμο, θα κάτσουμε να κλαίμε (ο Γιώργος) για την Κατερίνα και (η Κατερίνα) για τον Γιώργο;


Ναι, αλλά κάποιες στιγμές που δεν μπορούσαν παρά να πουν την αλήθεια στον εαυτό τους, ομολογούσαν ότι τέτοια φιλία δύσκολα ξαναβρίσκεται.
Αλλά, ποιος να κάνει το πρώτο βήμα;
"Σιγά που θα ρίξω τα μούτρα μου να τον παρακαλάω", έλεγε θυμωμένη η Κατερίνα, "να το πάρει και πάνω του ο αχώνευτος".
"Τι να της πω, τέτοια χαζή που είναι αυτή; Άσε που θα κάνει πάλι τα ίδια… Δεν την αντέχω την ανόητη", έλεγε με φούρκα ο Γιώργος.

Με  τούτα και με κείνα, έφτασαν τα Χριστούγεννα κι έκλεισαν τα σχολεία.
Και τώρα; Με ποιον θα πω τα κάλαντα; αναρωτήθηκαν κι οι δυο, αφού χρόνια τώρα, από το νηπιαγωγείο μέχρι πέρσι που πήγαιναν δευτέρα τάξη, τα έλεγαν μαζί και περνούσαν τέλεια με τα γέλια τους και με τα πειράγματά τους και μετά που πήγαιναν στην αγορά κι αγόραζαν δώρα, πρώτα ο ένας για τον άλλο, και με ό,τι περίσσευε για τις μαμάδες, τους μπαμπάδες και τ’ αδέρφια τους.

Θα τα πω με τη Μαρία, σκέφτηκε ο Γιώργος και χάρηκε με την απόφασή του γιατί η Μαρία ήταν πολύ γλυκό κοριτσάκι και καλή του φίλη.
Θα τα πω με τον Αλέξη, αποφάσισε η Κατερίνα. Μια χαρά παιδάκι ήταν αυτός ο φίλος της και χαρούμενος κι έξυπνος.

Κι έτσι, την άλλη μέρα, ξεχύθηκαν στους δρόμους της γειτονιάς να καλαντίσουν. Έτυχε μάλιστα να συναντηθούν τα δυο ζευγάρια στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, αλλά η Κατερίνα έκανε ότι κάτι έψαχνε στην τσαντούλα της κι ο Γιώργος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το τριγωνάκι του, για να μην κοιταχτούν και να μη χαιρετιστούν.
Τόσο γινάτι πια!

Τα είπαν λοιπόν τα κάλαντα, μέτρησαν και τα κέρδη τους, έκαναν στο τέλος και τη μοιρασιά και μετά βιάστηκαν να αποχωριστούν τους φίλους τους.
- Τώρα θα πάω ν’ αγοράσω δώρα για τη μαμά και το μπαμπά μου και την αδερφούλα μου, είπε στο Μαράκι ο Γιώργος, χωρίς να την προσκαλέσει για παρέα του στα ψώνια.
- Εγώ, Αλέξη, θα ψάχνω πολλή ώρα για να βρω δώρα για τη μαμά μου, τον μπαμπά μου και τις αδερφές μου, κι εσύ θα βαρεθείς, είπε η Κατερίνα στο φίλο της και τον αποχαιρέτισε για να τρέξει στο μεγάλο βιβλιοπωλείο του εμπορικού κέντρου.
         
Αφού βρήκε βιβλία για όλους η Κατερινούλα, μετά από πολλή ώρα, βέβαια, γιατί ήθελε να τα πάρει όλα και δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει, ξαναπήγε σε κείνο το ράφι που είδε τη «Μόμο». 
Μα αφού την έχω, γιατί να την ξαναγοράσω, είπε στον εαυτό της. Ναι, αλλά τόσες φορές που τη διάβασα κοντεύει να χαλάσει, σκέφτηκε αμέσως μετά και πήρε το βιβλίο στην αγκαλιά της μαζί με τ’ άλλα. Έτσι κι αλλιώς, θα το αγόραζα για το φίλο μου,  αν δεν είχαμε μαλώσει.

Μέχρι να έρθει η σειρά της στο ταμείο, χάζευε τη βιτρίνα του ανθοπωλείου απέναντι,  γεμάτη λουλούδια με τα θαυμαστά χρώματά τους. Θα πάρω κι ένα τριαντάφυλλο για τη μαμά μου σκέφτηκε χαρούμενη, γιατί η μαμά της έλεγε συχνά ότι αγαπάει τόσο μα τόσο πολύ τα λουλούδια.       

Την ώρα που άπλωνε το χέρι της για να ανοίξει την πόρτα του ανθοπωλείου, νά σου κι ανοίγει μόνη της και μέσα από το μυρωδάτο κατάστημα βγαίνει φουριόζος ο Γιώργος κρατώντας στο ένα χέρι του μια τσάντα με τα δώρα για τους αγαπημένους του και με το άλλο μια μεγάλη ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα σε όλα τα χρώματα’ ακόμα κι ένα μαύρο είχε μέσα.
Κοκκίνισαν κι οι δυο και για μια στιγμή πήγαν να συνεχίσουν το δρόμο τους, αλλά αμέσως μετά το μετάνιωσαν και έκαναν από ένα βήμα πίσω. Εκείνος της έτεινε την ανθοδέσμη: «Να, για σένα την πήρα, γιατί αγαπάς τα τριαντάφυλλα και λες ότι σε κάνουν χαρούμενη. Δε θέλω να είμαστε πια μαλωμένοι».
Την ίδια στιγμή, η Κατερινούλα άπλωνε το χέρι της για να του δώσει το αγαπημένο της βιβλίο: «Σου πήρα τη «Μόμο», που μαζί με την χελώνα Κασσιόπεια βοήθησε τον μάστρο Ωρα να σώσει τα Λουλούδια – Ωρες κι έτσι να γλυτώσει ο κόσμος από τους γκρίζους κυρίους που τρέφονταν με τον ελεύθερο χρόνο και τη χαρά των ανθρώπων. Θα σου αρέσει πολύ, θα δεις".
Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον όπως παλιά, και περπάτησαν μαζί μέχρι τη γειτονιά τους χωρίς να μιλάνε.
Τι τα ‘θελαν τα λόγια; Είχαν ξαναγίνει φίλοι κι ήταν πολύ χαρούμενοι γι αυτό.