Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018


για τον φίλο μου που ζωγράφιζε γαλανούς ουρανούς και άσπρα περιστέρια 


Ένα λαμπερό κόκκινο ποδήλατο για το Μανώλη

Πολλές μέρες τώρα (τι μέρες, βδομάδες και μήνες θα λέγαμε), ο Μανώλης ένιωθε άβολα πάνω στο ποδήλατό του. Έλεγε ότι δεν τον χωρούσε πια.
Ήταν κι εκείνη η υπόσχεση που του είχε δώσει ο μπαμπάς του, πως αν είναι καλό παιδί και δεν ξανασπάσει(!) το χέρι του, θα του πάρει άλλο, μεγαλύτερο.
Τι, πολύ θέλει κανείς, όταν ακούει τέτοια πράγματα, για ν’ αρχίσει να ονειρεύεται ένα άλλο, πιο μεγάλο, καινούριο και λαμπερό ποδήλατο;
Πλησίαζαν και τα γενέθλιά του… Κάτι, λοιπόν, του έλεγε ότι σύντομα θα του το πάρουν οι γονείς του εκείνο το πανέμορφο  κόκκινο που γλυκοκοίταζε κάθε φορά που περνούσε από κείνο το μεγάλο μαγαζί. Το είχε ξεχωρίσει με την πρώτη ματιά ανάμεσα στα  λογής λογής ποδήλατα που στόλιζαν τη βιτρίνα και το εσωτερικό του καταστήματος.

Λίγες μέρες πριν τα γενέθλιά του όμως, συνέβη κάτι τρομερό. Κάτι που τον έκανε να φοβηθεί και να πιστέψει ότι πάει, το κόκκινο ποδήλατο θα μείνει σκέτο όνειρο και δεν θα μπορέσει ποτέ να πάει βόλτα μαζί του.

Τι ήταν αυτό; Ε, τι να ήταν. Χωρίς καθόλου να το θέλει ή να το επιδιώξει, κι είναι πολύ μεγάλη αλήθεια αυτό, αθέτησε την υπόσχεση που έδωσε στο μπαμπά του.
Αλλά και πάλι, ο μπαμπάς είχε πει «αν δεν ξανασπάσεις το χέρι σου»… Αυτός όμως τώρα έσπασε το πόδι του… Άρα, είχε μια ελπίδα. -«Αλλά, μπα» απογοητευόταν πάλι…

Μα τώρα, είναι πράγματα, να συμβαίνουν στα καλά καθούμενα αυτά;
Πώς πήγε και μπλέχτηκε το ποδαράκι του έτσι; Και να πεις ότι δεν πρόσεχε; Αλλά πώς, πάλι, να αποφύγεις έναν τέτοιο πειρασμό;

Ήταν μια κατηφόρα εκεί στη γειτονιά, καταπληκτική.
Οι πιο μεγάλοι της παρέας έπαιρναν φόρα από την κορυφή και κατέβαιναν με τρομερή ταχύτητα μέχρι κάτω, κι απ’ ό,τι έλεγαν, ένιωθαν σπουδαία όση ώρα κρατούσε αυτό. Κι ο Μανώλης, ας ήταν μικρότερος από τους άλλους, ήθελε να δοκιμάσει κι αυτός  πόσο σπουδαία ήταν.

Ύστερα, σκέφτηκε και λίγο πονηρά εδώ που τα λέμε.
Θα δοκιμάσω, είπε, με το μικρό και παλιό ποδήλατο, γιατί αν πέσω δεν θα με νοιάζει που μπορεί και να χαλάσει, κι έτσι θα ξέρω αν μπορώ να το κάνω και με το καινούριο.  

Και το ‘κανε, και να τώρα τα χάλια του.

Βέβαια, το ποδηλατάκι δεν έπαθε τίποτα. Έπαθε όμως το πόδι του, που πήγε να το κάνει φρένο. Και να τον τώρα στο νοσοκομείο, να μη νοιάζεται τόσο για τους πόνους του, ούτε για το παιχνίδι που αναγκαστικά δεν θα μπορούσε να χαρεί, αλλά γι αυτό το υπέροχο κόκκινο γυαλιστερό όνειρο, που είχε έρθει τόσο κοντά και τώρα ήταν σίγουρος, αχ αλίμονο, θα έμενε σκέτο όνειρο.

Κι ούτε τόλμησε να δικαιολογηθεί. Τι να πει. Δεν ήθελα να σπάσω το πόδι μου; Όσο κι αν του ‘ρχόταν να το ξεστομίσει, ένιωθε ότι αν έλεγε κάτι τέτοιο, οι γονείς του, το λιγότερο, θα τον κορόιδευαν. Ποιος θέλει να σπάσει το πόδι του;

Έτσι, πέρασαν τα γενέθλιά του με έναν μεγάλο γύψο στο πόδι και βέβαια χωρίς ποδήλατο.

Στενοχωρήθηκε πολύ, πάρα πολύ, αλλά σιγά σιγά άρχισε να το ξεπερνάει. Τι να κάνουμε, έλεγε, δεν ήταν γραφτό. Δεν ήξερε τι σημαίνει αυτό, αλλά είχε ακούσει τόσες φορές τη γιαγιά του να το λέει, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, που το ‘λεγε κι αυτός.

Κι ο καιρός περνούσε. Κόντευαν πια τα Χριστούγεννα και κόντευε κι η μέρα που θα έβγαζε αυτόν τον βαρύ γύψο που τον κρατούσε συνέχεια στο σπίτι. Και στο σχολείο που πήγαινε, έπαιζε κάτι παιχνίδια νερόβραστα, αλλά μπρος στο τίποτα καλά ήταν κι αυτά.

Κι έφτασε η μεγάλη μέρα' προπαραμονή Χριστουγέννων ήταν. Η αλήθεια είναι ότι από το πρωί ήταν λίγο νευρικός, γιατί θυμόταν ότι δεν πέρασε και θαυμάσια όταν του βγάζανε το γύψο και τις δύο προηγούμενες φορές, που είχε σπάσει τη μια το δεξί και τη μια το αριστερό του χέρι (τι, έτσι νομίζετε, χωρίς λόγο του είχε ζητήσει ο μπαμπάς του να υποσχεθεί ότι δεν θα ξανασπάσει το χέρι του;). Όμως, πάλι, χαιρόταν. Ξέρεις τι είναι να μπορείς να τρέχεις πάλι μετά από σαράντα ολόκληρες μέρες; Και να κάνεις ποδήλατο; Έστω και με το μικρό και άβολο πια. Άσε που θα ήταν ελεύθερος να πει τα κάλαντα αύριο κι έτσι να αρχίσει να μαζεύει χρήματα για το κόκκινο όνειρό του.

Ξεκίνησαν λοιπόν, πρωί πρωί αυτός, η μαμά και ο μπαμπάς του για το νοσοκομείο.
Εκεί, είχε μια μεγάλη ουρά και θα έπρεπε να περιμένουν αρκετά ώσπου να φτάσει η δική τους σειρά.
Κάθισε ήσυχα ήσυχα  και περίμενε. Σαν να νύσταξε κιόλας σε μια στιγμή κι έγειρε στην αγκαλιά της μαμάς του.

Όταν άνοιξε τα μάτια του δεν είδε το μπαμπά του τριγύρω. Θα κάνει καμιά βόλτα να ξεμουδιάσει, σκέφτηκε, κι εκείνη την ώρα φώναξαν το όνομά του.

Αυτή τη φορά δεν ταλαιπωρήθηκε πολύ. Τέλειωσαν γρήγορα σχετικά, και να το ποδαράκι του άσπρο άσπρο κάτω από το γύψο. Τώρα έπρεπε να βγάλει μια ακόμη ακτινογραφία, και τέλος, ήταν ελεύθερος πια από γύψους και σπασίματα.

Την ώρα που έβγαινε από το ακτινολογικό, να σου και βλέπει το μπαμπά του.

-  Τελειώσατε κιόλας; ρώτησε με ένα χαρούμενο χαμόγελο.

-          Ναι μπαμπά, και σου υπόσχομαι ότι από δω και πέρα θα προσέχω πολύ, είπε χαρούμενος κι ο Μανώλης.

Τότε ο μπαμπάς του τον έπιασε από το χέρι και του είπε: Πάμε να δεις κάτι.

Τι ήταν αυτό; Ο Μανώλης ανοιγόκλεισε τα μάτια του δυο – τρεις φορές.
Δεν μπορεί, είναι αλήθεια;
Χα, και βέβαια ήταν αλήθεια. Το γυαλιστερό κόκκινο ποδήλατο ήταν ξαπλωμένο πάνω στη σχάρα του αυτοκινήτου τους.

-          Πάμε γρήγορα, είπε στη μαμά και στον μπαμπά του, θέλω να κάνω βόλτα με το καινούριο ποδήλατο στην αλάνα.

Όταν έφτασε όμως στο σπίτι, είδε το παλιό και μικρό ποδήλατό του ακουμπισμένο στα σκαλοπάτια, και σαν να του φάνηκε παραπονεμένο.
Πήγε λοιπόν κοντά του, το χάιδεψε και το πήρε για μια βολτίτσα μέχρι το δασάκι που άρχιζε εκεί που τέλειωνε η αλάνα. Σταμάτησε και κάθισε κάτω στην αραιή πρασινάδα.

-          Εσύ τώρα, είπε στο ποδηλατάκι, είσαι μικρούλι κι εγώ μεγάλωσα και σε βαραίνω. Κουβαλάω και το Σαββούλη  το φίλο μου συχνά, και θα σε χαλάσουμε. Μην ανησυχείς όμως, θα σε δώσω στην ξαδερφούλα μου τη Νίκη, που είναι ένα όμορφο και ελαφρύ κοριτσάκι. Θα σε προσέχει πολύ και θα σε αγαπάει, Ξέρεις πόσες φορές την τσάκωσα να σε κοιτάει με λατρεία; Θα χαρεί πάρα πολύ, κι εγώ θα σε προσέχω, γιατί, να πού μένει η Νίκη, δίπλα μου.

Μετά, λοιπόν τις εξηγήσεις που έδωσε στο ποδηλατάκι του, ένιωσε πιο ανάλαφρα από ποτέ, γιατί είναι αλήθεια ότι τόσον καιρό που ονειρευόταν το άλλο, το λαμπερό κόκκινο, ένιωθε λίγες τύψεις.

Ήσυχος τώρα πια, πήρε το ποδηλατάκι και κατέβηκε χαρούμενος το δρομάκι που πήγαινε για το σπίτι του.

Η ξαδερφούλα του η Νίκη ήταν εκεί για να του ευχηθεί περαστικά.

-          Νίκη, να το χριστουγεννιάτικο δώρο μου σε σένα. Πάρτο και να το προσέχεις πολύ, είπε ο Μανώλης.

Τα ματάκια της Νίκης άστραψαν. Πήγε κοντά στο ποδηλατάκι και το χάιδεψε με το μικρό της χέρι. Μετά, ε, τι μετά, από τη χαρά της ξέχασε κι ευχαριστώ να πει στον ξάδερφό της.

Ε, τώρα πια, αφού τα τακτοποίησε όλα, ήταν κι ο Μανώλης ελεύθερος να χαρεί το υπέροχο χριστουγεννιάτικο δώρο του.
Πήρε φόρα και πέρασε χαμογελώντας ολόκληρος κάτω από το παράθυρο του φίλου του.

-Σάββαααα, πάω μια βόλτα με το καινούριο μου ποδήλατο.