Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018


Τσιγάαααρο; ντροπή...




Άργησα πάλι. Πώς τα καταφέρνω και πάντα, μα πάντα, αργώ μερικά λεπτά (ως και περισσότερα) στα ραντεβού μου, ουδέποτε το κατάλαβα και ουδέποτε το καταπολέμησα. Σήμερα άργησα λίγο παραπάνω κι η γερμανοθρεμμένη φίλη μου θα μου τα ψάλλει πάλι.
Έφτασα επιτέλους, κάθιδρη έστω, αλλά, ώ του θαύματος, η γερμανοθρεμμένη δεν είναι εδώ. Τέλεια' δεν έχει γκρίνια κι επικριτικό υφάκι σήμερα. Κάθομαι στο μοναδικό άδειο τραπεζάκι κολλητά μ' ένα άλλο στη γωνία κι είναι σαν να είμαι παρέα με το ζευγάρι των διπλανών. Οκ. τι με πειράζουν οι άνθρωποι και σε τι να τους πειράξω εγώ;
Βολεύομαι στην άνετη καρέκλα και μέχρι να έρθει το καφεδάκι μου απλώνω λίγο καπνό στο τσιγαρόχαρτο, το κλείνω κι ετοιμάζομαι να τ' ανάψω.
- "Αααα, σας παρακαλώ", ακούω την κυρία του διπλανού ζευγαριού, "δεν μπορούμε να αναπνέουμε τον καπνό σας. Σεβαστείτε και τους μη καπνιστές, επιτέλους".
Κοιτάω γύρω μου, τσιμπιέμαι διακριτικά. Μπα, ξύπνια είμαι, και βεβαίως είναι καλοκαίρι και, επίσης βεβαίως, εγώ κάθομαι σε ένα υπαίθριο καφέ.
Γυρνώντας να απαντήσω, βάσει των προηγούμενων (επανα)διαπιστώσεών μου, στην κυρία, παίρνει το μάτι μου δυο κυρίους που αποχωρούν εκείνη τη στιγμή από το κατάστημα. Χαμογελώ στην κυρία, παίρνω τα μπογαλάκια μου και κάθομαι στο άδειο τραπεζάκι.
Και φυσικά, ανάβω το τσιγάρο μου και το απολαμβάνω με όλες τις τιμές που του αξίζουν.
Οκ. δεν κάνω καλά που καπνίζω' ούτε κι όλοι οι άλλοι που υποπίπτουν στο ανάλογο αμάρτημα κατά του εαυτού τους. Κακό του κεφαλιού μας, σύμφωνοι, αλλά δικό μας το κεφάλι, σωστά; Και βεβαίως δεν φταίνε σε τίποτα οι μη καπνίζοντες να καπνίζουν μαζί μας και απαραίτητο να τους σεβόμαστε, αλλά, κι αυτή η αντικαπνική υστερία, πια...
Κι όπως βούλιαξα λίγο πιο αναπαυτικά στην καρέκλα μου, το μυαλό πέταξε πίσω, πολύ πίσω, τότε που έφηβη ούσα, νόμιζα ότι το καπνίζειν θα με βάλει στον κόσμο των μεγάλων.
Άσε που ήταν κομβικό σημείο της επανάστασης έναντι του κατεστημένου, που στην προκειμένη περίπτωση εκφραζόταν με αφορισμούς του τύπου "τσιγάααροοοο, κορίτσι πράμα; σα δε ντρέπεσαι" ή "τι είσαι συ καλέ, καμιά του δρόμου είσαι; μόνο αυτές καπνίζουν (σ.σ. εντάξει, μιλάμε για πολύ παλιά και μιλάμε για χωρική έφηβη).

Ήμαστε, λοιπόν, δυο κολλητές που θεωρούσαμε ότι πρέπει οπωσδήποτε να μάθουμε να καπνίζουμε.  Και πώς θα γίνει αυτό; Ο Στέλιος θα είναι ο σωτήρας μας. Πλευρίσαμε, λοιπόν, τον φίλο και γείτονά μας (κατά ένα χρόνο μεγαλύτερος από μας και αγόρι ων, άρα από χέρι δικαιούμενος να καπνίζει) και με το λέγε λέγε, τον πείσαμε να μας δείξει και μας πώς γίνεται αυτό το μαγικό που θα μας μεταμορφώσει σε χειραφετημένες, αλλά και μοιραίες γυναίκες.
Κι άρχισαν τα μαθήματα στην πίσω αυλή του σπιτιού μου κατά τις ώρες που έλειπαν οι γονείς στις αγροτικές ή άλλες εργασίες τους.
Φεύ, όμως, απεδείχθη πολύ δύσκολο το άθλημα κι όλο πνιγόμασταν κι όλο βήχαμε και φτύναμε και προκοπή δεν βλέπαμε.
Κι αφού του ξοδέψαμε μπόλικα πακέτα από κείνα τα απαίσια μεντόλ τσιγάρα του χωρίς την παραμικρή πρόοδο, μπούχτισε το παλικάρι και μας τό 'κοψε: "άμα μάθετε εσείς να καπνίζετε, σφυρίξτε μου κλέφτικα' άιντε και σας βαρέθηκα...".
Άδοξο τέλος, λοιπόν, για τα καλοκαιρινά μαθήματα καπνιστικής τέχνης κι εμάς να μας τρώει ο καημός που κοτζάμ κοπέλες (κάπου στα 16) δεν μπορούσαμε να κρατάμε ένα τσιγάρο στο χέρι και να φυσάμε τον καπνό σαν εκείνες τις ντίβες του σινεμά που θαυμάζαμε.

Αρκετό καιρό μετά, μάλλον το επόμενο καλοκαίρι, η κολλητή πήγε να επισκεφτεί για κάνα δεκαήμερο την αδερφή της που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη.
Μαύρες μέρες ανίας για εμέ την παραμένουσα στην καθημερινότητα του χωριού και δη χωρίς παρέα, αλλά έδωσε ο καλός θεός και κάποτε τελείωσαν.
Κατέφτασε, λοιπόν, η κολλητή, με θεσσαλονικιώτικο αέρα βεβαίως βεβαίως, κι από το παράθυρο του σπιτιού της που έβλεπε στην πίσω αυλή του δικού μου, βάζει φωνή μεγάλη:"Τρέχαααα, έχω να σου πω νέαααα"
Με νοήματα, τη βοηθεία χεριών, ποδιών και στόματος άηχου, η ερώτηση ως απόκριση: "Τι, βρήκες κανέναν όμορφο κατά κει;"
Με φωνή η ανταπάντηση (ποιος να καταλάβει απ' τα μισόλογα τι λέμε;): "Οοοοχι, κάτι πιο σπουδαίοοοο".
Πιο σπουδαίο από ομορφόπαιδο; τρεχάτε ποδαράκια μου ν' ακούσουν γρήγορα τ' αυτάκια μου.
"Λέγε παιδάκι μου και κοντεύω να σκάσω από την περιέργεια..."
Σκύβει η "Θεσσαλονικιά" και μου ψιθυρίζει στο αυτί: "έμαθα να καπνίζω... θα σου μάθω κι εσένα...".
Αμ έπος αμ έργον. Κλεινόμαστε στο υπνοδωμάτιο των γονιών της, ξετρυπώνει τα άφιλτρα που βούτηξε από το πακέτο του πατέρα της και τα 'κρυψε εκεί που δεν θα τα 'βρισκε ούτε η μάνα της,  και "βάλ' το στο στόμα σου και μόλις το ανάψω, τράβα μια γερή ρουφηξιά και πες αχ ένας παππάς".
Αχ ένας παππάς κι αχ ένας παππάς, μπούκωσε η άμαθη απ' το βαρύ χαρμάνι  και ιδού η ζαλάδα έρχεται μαζί με τη ναυτία και πάρ' την κάτω. Αλλά, ουδόλως πτοήθηκα και συνέχισα μέχρι που το κατέκτησα το ανδροκρατούμενο κάστρο.
Και ούτως εγεννήθησαν δυο νέες καπνίστριες' περιστασιακές στην αρχή, σταθερά κι αδιάλειπτα στη συνέχεια.
Διότι, ουδείς σκέφτηκε να μας πει τότε ότι το τσιγάρο βλάπτει σοβαρά την υγεία (το ήξεραν άραγε;) κι ότι τραυματίζει ανεπανόρθωτα την ομορφιά.
Ο καημός τους ήταν μη "και κορίτσια πράματα" κάνουμε πράγματα που δικαιούνταν να κάνουν μόνο οι άντρες.
Κι επειδή εμείς επαναστατούσαμε έναντι αυτής της μέγιστης βλακείας, ολισθήσαμε  σε άλλη  βλακεία, τουτέστιν γίναμε καπνίστριες' διότι, αν το αρχίσεις, άντε σταμάτα το.

Κι άντε τώρα, με την αντικαπνική υστερία, που καλούμαστε να ξαναγίνουμε 16χρονα και να κρυβόμαστε για ένα δυο, τρία, δέκα τσιγαράκια. 
     

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Ελεύθερη κι απελεύθερη


Η ζωή μου ήταν σαν ένα παζλ από χιλιάδες παράταιρα κομμάτια, που κλήθηκα να ενώσω για να φανεί η εικόνα.
Ή, μάλλον, ήταν σαν ένα κυνήγι θησαυρού.
Ναι, αυτό είναι καλύτερο, αν κρίνω κι από το αποτέλεσμα.
Σε κάθε περίπτωση, παζλ ή κυνήγι θησαυρού, ήταν δύσκολα και παιδεύτηκα πολύ.
Έχανα κομμάτια, μπλεκόμουν σε σκοτεινά δάση, προσπαθούσα να συνταιριάξω αταίριαστα, πάλευα με πειρατές, ληστές και κακούργους.
Άργησα πολύ να βρω το τελευταίο κομμάτι και να βγω στο ξέφωτο με το θησαυρό.
Κι ούτε καν είμαι εγώ που τα κατάφερα τελικά.
Ξαφνικά φανερώθηκαν τα χρώματα και τα σχήματα του παζλ και φάνηκαν οι δρόμοι για το θησαυρό.
Έτσι. Εκεί που είχα πια απελπιστεί κι είχα ξεχάσει τον προορισμό που ήθελα για μένα.
Τα παιδιά μεγάλωσαν και δεν με χρειάζονται πια.
Οι έρωτες τοποθετήθηκαν, οικειοθελώς ή εξ ανάγκης, στα ράφια της ιστορίας.
Οι ελάχιστες εναπομείνασες φιλίες απέδειξαν ότι αντέχουν στην έλλειψη και στην απουσία.
Όσο για τις άλλες, τις καταργημένες ή αυτοκαταργημένες, κάποιες ξέφτισαν γιατί τις έφθειρε η απόσταση και κάποιες άλλες σωριάστηκαν σε ερείπια γιατί προδόθηκαν. 

Ελεύθερη βαρών, λοιπόν και να το τό τελευταίο κομμάτι του πάζλ και να το τό μπαούλο με το θησαυρό.

Παλιά, όταν δεν προλάβαινα να ανασάνω από τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις, σε σπάνιες ώρες ανάπαυλας μου άρεσε να σκέφτομαι τον εαυτό μου σ' ένα μικρό σπίτι κοντά στη θάλασσα, που δεν θα είχε και πολύ κοντινούς γείτονες.
Μόνη' με τη μουσική μου, τα εργόχειρά μου, τη μαγειρική και την κηπουρική μου και τη θάλασσά μου.
Την αγαπάω τη θάλασσα. Έχω ανάγκη να ζω κοντά της.
Η αλήθεια είναι ότι τώρα τελευταία δεν δονείται το είναι μου στη θέα της και στο άγγιγμά της.
Να είναι αυτό τα γηρατειά; Να μην μπορείς να νοιώσεις πια αυτό το ιλιγγιώδες βύθισμα στα βάθη της ευτυχίας σου και την ταυτόχρονη ανάδυση του ουρανομήκους ενθουσιασμού σου;
Αλλά, αυτό ακριβώς δεν είναι έρωτας;
Α, καλά το διάβασα κάπου. Έχεις, λέει, γεράσει όταν πάψεις να ερωτεύεσαι.

Τώρα όμως είμαι εδώ. Ήρθα. Τα κατάφερα.
Είναι ένα νησάκι μικρό και μοσχοβολάει λουλούδια και θάλασσα.
Έφυγα χωρίς να αποχαιρετήσω κανέναν.  Δεν είχα και πολλούς, εδώ που τα λέμε. Τα είπαμε και παραπάνω. Τα παιδιά λείπουν στις δικές τους ζωές. Τους ενημέρωσα ηλεκτρονικά και τηλεφωνικά. Οι λοιποί, απλά δεν υπάρχουν πια.
Γέμισα μια βαλίτσα με τα πλεχτά μου και με τα κεντητά μου κι άλλες δυο με ρούχα καλοκαιρινά και ρούχα  χειμωνιάτικα.
Λίγες αποσκευές για μια ολόκληρη ζωή;
Ε και; οι πολλές είναι μέσα στο κεφάλι μου και μερικές μέσα στην καρδιά μου.

Έφυγα, λοιπόν κι ήρθα εδώ' ελεύθερη κι απελεύθερη.
Όταν πρωτόρθα ήταν καλοκαίρι και χανόμουν μέσα στο πλήθος των παραθεριστών. Δεν με πρόσεχαν πολύ οι λιγοστοί ντόπιοι. Αλλά, απ' όταν χειμώνιασε με έβλεπαν. Ευγενικοί και διακριτικοί, βέβαια, αλλά είμαι σίγουρη ότι κρυφογελούσαν με το "φρικιό" που, βρέξει - χιονίσει, περπατάει πλάι στη θάλασσα και συχνά πυκνά σταματάει για ν' αναπνεύσει βαθιά ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια και γέρνοντας πίσω το κεφάλι στολισμένο μ' ένα πλατύ χαμόγελο και τα μάτια κλειστά.
Μυρίζω τη θάλασσα και βλέπω όλο το ταξίδι του ήλιου.
Ξανάνιωσα, είπαν τα παιδιά μου που ήρθαν πέρσι να με δουν στον παράδεισό μου.

Πώς περνάει η ζωή χωρίς φίλους, ε;
Συνήθισα, δεν με πειράζει. Οι ντόπιοι τώρα με θεωρούν, σχεδόν μια απ' αυτούς κι ας κρυφογελάνε πάντα με την μοναχικότητά μου.
Πάω, λοιπόν, στο μπακάλικο, πάω στον καφενέ, παίζω κανένα τάβλι με τους παππούδες, κι ανταλλάσσω κουβέντες για τον καιρό και για την πολιτική. Α, ναι, και για την ακρίβεια.
Τηλεόραση δεν βλέπω' μόνο καμιά ταινία από το διαδίκτυο.  
Διέγραψα εαυτόν από τα κοινωνικά μέσα προβολής και ενημέρωσης' σπαταλημένος  χρόνος.
Αλλά, διαβάζω. Και πλέκω και κεντάω πολύ. Φτιάχνω περίτεχνα σχέδια. Μπλέκω χρώματα και σχήματα. Μπορώ και φαντάζομαι πάλι.
Αχ τι όμορφα πράγματα φτιάχνουν τα χέρια μου οδηγημένα από το μυαλό μου.
Κανένας δεν τα βλέπει αυτά που φτιάχνω. Τα φτιάχνω. Απλώς τα φτιάχνω. Κι άμα αρέσουν σε μένα, μου φτάνει.
Α, και χορεύω  μόνη μου στο σπίτι, στην αυλή, στην αμμουδιά.
Έχω κι έναν λαχανόκηπο κι έναν λουλουδόκηπο, μια και τα τελευταία δυο χρόνια απέκτησα την ψαροκαλύβα που πάντα ονειρευόμουν.
Να, εδώ μπροστά σκάει το κύμα κι από τις αρχές της άνοιξης μέχρι να κοντέψει για τα καλά ο χειμώνας, λούζομαι στη θάλασσα μόλις ξεμυτίσει ο ήλιος.
Είμαι ευτυχισμένη. Ε, ναι γαλήνη και χαρά δεν είναι η ευτυχία;
Ξαναβρήκα μυρωδιές, γεύσεις, χρώματα και συναισθήματα ακυρωμένα, ξεχασμένα, καταχωνιασμένα.
Τα βράδια κοιμάμαι νωρίς κι έτσι δεν έχω να παλέψω με φαντάσματα που αρέσκονται να έρχονται τη νύχτα.

Από τότε που ήρθα δεν έκοψα ξανά τα μαλλιά μου κι ούτε τα έβαψα ξανά.
Κοντεύουν να φτάσουν στη μέση μου και τα καμαρώνω ολόλευκα, πυκνά και υγιή. Τα μαζεύω σ' έναν κότσο χαμηλά στο σβέρκο, αλλά είναι φορές που τ' αφήνω ελεύθερα στον ήλιο και στον αέρα' ναι, τότε που χορεύω μόνη μου στο φεγγαρόφωτο σαν ξωτικό.
Το κορμί μου, αχάιδευτο τόσα χρόνια, ξέμαθε από αγγίγματα ξένα. Όμως δυνάμωσε κι ομόρφυνε θαρρείς.
Και το πρόσωπό μου έμεινε μ' εκείνες τις ρυτίδες που έφερα μαζί μου.
Ακαθορίστου ηλικίας, όπως άκουσα να ψιθυρίζει κάποια φορά ένας κύριος σε έναν άλλον κύριο στον καφενέ που τα καλοκαίρια γίνεται καφετέρια.
Α, ναι, θα μπορούσα να έχω μερικούς τέτοιους στην αγκαλιά μου για μερικά βράδια. Αλλά δεν θέλω, δε με νοιάζει. Όχι ότι δεν διψάει το σώμα, αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι μην ξαναπέσω σε τίποτα μυλόπετρες του έρωτα και ξανακλάψω.

Είναι χειμώνας τώρα κι όλα είναι χιονισμένα. Είχε πολλά χρόνια να συμβεί αυτό, λένε οι ντόπιοι.
Και είναι Χριστούγεννα. Τα ωραιότερα Χριστούγεννα της ζωής μου.
Είναι όλα άσπρα τριγύρω, σκεπασμένα από πυκνό χιόνι. Τα κλαδιά των δέντρων λυγίζουν από το βάρος. Μέχρι και στην αμμουδιά, εκεί κοντά στο κύμα έχει όμορφες δαντέλες από χιόνι.
Βγαίνω βόλτα στο δασάκι που είναι λίγο παραπέρα από το σπίτι μου. Οι μόνοι ήχοι που σπάζουν τη συνέχεια της σιωπής είναι τα βήματά μου που τρίζουν πάνω στο παγωμένο χιόνι και κανένα κρώξιμο από κάποιο πουλί ή ένα γρήγορο φουρφούρισμα από κλαδί σε κλαδί.
Στέκομαι στο άνοιγμα που βγάζει στη θάλασσα και κοιτάζω κάτω το χωριό. Τα περισσότερα σπίτια ακατοίκητα' το καταλαβαίνεις απ' το παχύ χιόνι στις στέγες τους μια και δεν το ζεσταίνει να το λιώσει καμιά καμινάδα. Ακούω από πολύ μακρυά μια μοναχική ανθρώπινη φωνή ή το αλύχτισμα ενός σκύλου και γοητεύομαι με την σχεδόν εξωπραγματική απαλότητά τους, όπως διαχέονται στην ερημιά.       

Χτες το βράδυ είχε πανσέληνο. Ένα τεράστιο φεγγάρι που κρέμονταν τόσο χαμηλά στον ουρανό που νόμιζα ότι θ' απλώσω το χέρι μου και θα το αγγίξω.
Φώτιζε δυνατά το ολόλευκο τοπίο που έλαμπε παρθένο από πατημασιές και ρόδες.
Βγήκα και περπάτησα μέσα σ' αυτό το παραμύθι και χαμογελούσα όλη την ώρα. Μέσα μου πάλλονταν μια χαρά πλεγμένη με νήματα από μια πεπερασμένη αθωότητα κι από την ευτυχισμένη συνειδητοποίηση ότι βλέπω, μυρίζω, ακούω, κινούμαι, αισθάνομαι.

Να, τέτοιες ώρες είναι που μου λείπει ένας δικός μου άνθρωπος. Τότε θέλω δυο ακόμα μάτια να βλέπουν ό,τι βλέπω, δυο ακόμα αυτιά ν' ακούν ό,τι ακούω, ένα ακόμα μυαλό να εκστασιάζεται όπως το δικό μου και μια ψυχή να μοιράζομαι τη χαρά μου.
Κι όταν ακούω μια μουσική που δονεί την καρδιά μου, έτσι που θέλει να πεταχτεί έξω από το στήθος μου.
Ή όταν διαβάζω κάτι, μπορεί να έχει συμβεί και σε σένα, και ξαφνικά μου γίνεται μια αποκάλυψη. Σαν οι λέξεις, που ήταν πάντα εκεί, δέθηκαν μ' έναν μαγικό τρόπο απ' αυτόν που τις έγραψε και οι γρίφοι εξηγήθηκαν, τα μυστικά φανερώθηκαν.
Α, ναι, κι όταν βλέπω εκείνα τα ηλιοβασιλέματα που μου κόβουν την ανάσα με τα τόσα χρώματα και τις άπειρες αποχρώσεις τους απλωμένα τόσο ταιριαστά και επιδέξια στην απεραντοσύνη του ουρανού. 

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

Κι έζησαν αυτοί καλά...


Μεγάλη αναστάτωση σήμερα στο δάσος.
Όλοι βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα τις δουλειές τους και να τρέξουν στο μεγάλο ξέφωτο με την πανύψηλη γριά καστανιά.
Είχε έρθει ξαφνικά χτες το βράδυ ο κ. Ψεύτης για να τους μιλήσει. Είχε, λέει, κάτι πολύ σπουδαίο να τους πει.
Τα σπουργίτια, τα χελιδόνια, οι κορυδαλλοί και τα άλλα πουλιά έφτασαν νωρίτερα απ' όλους κι έπιασαν τις καλύτερες θέσεις πάνω στα κλαδιά της καστανιάς.
Σιγά σιγά γέμισε το ξέφωτο με χιλιάδες κατοίκους του δάσους.
Τελευταία έφτασε η κυρά χελώνα, αλλά επειδή ήταν πολύ ηλικιωμένη και σοφή, κανένας δεν την κορόιδεψε' ο λαγός, μόνο, πήγε να πει ένα αστείο, αλλά οι άλλοι τον αγριοκοίταξαν κι έκλεισε το στόμα του χωρίς να πει κουβέντα.
Σε λίγο έφτασε ο κ. Ψεύτης με τη συνοδεία του. Μαζί με τους σωματοφύλακές του, τους λύκους, ήταν και κάτι άλλοι κύριοι καλοντυμένοι και γυαλιστεροί.
Οι πλούσιοι, οι πλούσιοι, σουσούρισε το πλήθος κι όλοι ανακάθισαν στις θέσεις τους.
Πράγματι, κάτι πολύ σοβαρό θα πρέπει να συμβαίνει για να αφήσουν όλοι αυτοί τα πλούσια ωραία σπίτια τους κοντά στον καταρράχτη και να κάνουν τόσο δρόμο ως τις φτωχογειτονιές του δάσους.
Ο κ. Ψεύτης και οι συνοδοί του κάθισαν, σαν άρχοντες που ήταν, στη ρίζα της καστανιάς και χαιρέτισαν τον κόσμο.
Γκουχ, γκουχ, γκουχ, καθάρισε τη φωνή του ο κ. Ψεύτης και το πλήθος σώπασε.
"Αγαπητοί μου συμπολίτες" έβγαλε φωνή μεγάλη για ν' ακούν όλοι στο ξέφωτο και πιο μακρυά ακόμα, "το δάσος μας βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο..."
- Τι; γιατί; τι τρέχει; ξεσηκώθηκαν ανήσυχες φωνές από τριγύρω.
- "Λοιπόν, φίλοι μου" συνέχισε ο κ. Ψεύτης. "Είμαι αρχηγός σας;"     
- Ναιαιαι, φώναξαν όλοι μαζί όσοι τον είχαν ψηφίσει τότε που έγιναν εκλογές.
-"Με εμπιστεύεστε;" ξαναρώτησε ο κ. Ψεύτης
-Ναιαιαι, ξαναφώναξαν οι ψηφοφόροι του, αλλά τώρα ήταν λίγο λιγότερες οι φωνές.
- "Λοιπόν, αγαπητοί μου, μπαίνω αμέσως στο θέμα: Τα αποθέματά μας σε τροφή κινδυνεύουν. Οι φίλοι μας οι κ. πλούσιοι από δω, μου λένε ότι φέτος δεν έχουμε το περίσσευμα που είχαμε πέρσι κι όπως προβλέπουν του χρόνου θα έχουμε λιγότερα. Γι αυτό πρέπει όλοι να βοηθήσουμε για να μην πάει το δάσος κατά διαόλου."
- Μα πώς, πώς να βοηθήσουμε; φώναξαν όλοι μαζί οι ακροατές.
- "Θα σας πω, θα σας πω", σήκωσε τα παχουλά του χέρια ο κ. Ψεύτης και κοίταξε με νόημα τους βλοσυρούς φίλους του, τους κ. Κλέφτες.
"Μυρμήγκια απευθύνομαι σε σας που είστε ακούραστοι και δεν φοβάστε τη δουλειά. Επειδή ξέρουμε πάντα πόση τροφή έχετε μαζέψει (αφού δεν μπορείτε να το κρύψετε, χι χι, γέλασε κάτω από το παχύ μουστάκι του και ξανακοίταξε πονηρά τους φίλους του) και τώρα θεωρούμε ότι έχετε αρκετή, σας ζητώ να δώσετε ένα μέρος από αυτήν για να σωθεί η οικονομία του δάσους που κινδυνεύει, όπως σας είπα προηγουμένως.
- "Και γιατί παρακαλώ να δώσουμε πάλι εμείς; και πέρσι και πρόπερσι κι αντιπρόπερσι, πάλι εμείς δώσαμε" φώναξαν πολλά μυρμήγκια κι ανάμεσά τους ήταν και μερικά από κείνα που ζητωκραύγαζαν  προηγουμένως τον κ. Ψεύτη.
-"Παρακαλώ, παρακαλώ" είπε ο κ. Ψεύτης "δεν σας ρωτάμε. Απλώς σας ενημερώνουμε. Αυτό έχει ήδη ψηφιστεί και αποτελεί πλέον νόμο του δάσους".
Τι να κάνουν και τα μυρμήγκια, είπαν εντάξει και περίμεναν ν' ακούσουν πόση θα ήταν η συνεισφορά τους για να σωθεί η οικονομία του δάσους.
Την άκουσαν κι έφριξαν, αλλά ο κ. Ψεύτης τα διαβεβαίωσε ότι παρ' όλο που τα μέτρα είναι σκληρά, ήταν προσωρινά και μόλις συνέρθει η οικονομία του δάσους, όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν και καλύτερα ακόμα.
- Καλά κρασιά, χλιμίντρισαν τα άλογα. Άλλωστε δεν τα αφορούσε αυτός ο νέος νόμος του δάσους.
- Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, είπε η σοφή γριά κουκουβάγια, αλλά κανείς δεν της έδωσε σημασία. Αφού τα μέτρα αφορούσαν μόνο τα μυρμήγκια κι αφού αυτά δέχτηκαν, σκασίλα τους.
Τα παγώνια φούντωσαν τις ουρές τους να τα καμαρώσουν όλοι και κάτι χαζές νερόκοτες χειροκρότησαν μαζί με πολλούς άλλους ψηφοφόρους του κ. Ψεύτη.
Ανακουφίστηκαν. 'Ολα αυτά αφορούσαν μόνο τα μυρμήγκια.
Σε λίγο αποχώρησε ο κ. Ψεύτης κι οι κ. Κλέφτες, πολύ ικανοποιημένοι όλοι τους από τις εξελίξεις.

Για λίγο καιρό, όλα έδειχναν σαν να μην άλλαξε τίποτα.
Ε, τα μυρμήγκια συνέχισαν να δουλεύουν αδιάκοπα και χωρίς διαμαρτυρίες πια ξεχώριζαν από τη συγκομιδή τους ένα μέρος για να σωθεί το δάσος.

Όμως, δεν πέρασε καλά καλά ένας χρόνος και να σου πάλι ο κ. Ψεύτης με τη συνοδεία του.
Αυτή τη φορά ήταν όλοι πιο κορδωμένοι και πιο βλοσυροί.
Τα ζώα του δάσους ειδοποιήθηκαν από τα περιστέρια ότι πρέπει να συγκεντρωθούν πάλι στο μεγάλο ξέφωτο.
Να δεις που θα θέλει να μας πει ότι σώθηκε το δάσος κι είναι ώρα να σταματήσουμε να δίνουμε τη μισή μας σοδειά, είπαν κάποια αισιόδοξα μυρμήγκια.
Μερικά ζώα πολύ χαρούμενα (αυτά φόρεσαν και τα καλά τους), άλλα θυμωμένα κι άλλα αδιάφορα, συγκεντρώθηκαν πάλι στο ξέφωτο και περίμεναν.

Ο κ. Ψεύτης τα άφησε να περιμένουν αρκετά' τόσο που πρόλαβε ακόμα κι η γρια χελώνα και μάλιστα αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα παρακολουθούσε μια ομιλία, μια εκδήλωση εν πάση περιπτώσει, από την αρχή.
Στάθηκε όρθιος στη ρίζα της καστανιάς και χαιρέτισε τον κόσμο σαν να τον μάλωνε.
Ύστερα έκατσε στη θέση του βαριά χωρίς να πει κουβέντα. Το ίδιο κι η συνοδεία του οι κ. Κλέφτες, που φορούσαν όλοι τα μαύρα τους γυαλιά και κοίταζαν ίσια μπροστά.

"Τι μας κάλεσε αφού δεν μιλάει;" άρχισαν α γκρινιάζουν μερικοί και κάποιοι άλλοι άρχισαν να κοροϊδεύουν: "με τα μούτρα που έχει, μάλλον για καταστροφές θα μιλήσει πάλι και γι αυτό έπαθε γλωσσοδέτη..."
"Εεεεε, προσοχή" φώναξε ένα σκαθάρι που λίγο έλειψε να το πατήσει ένας από τους λύκους - σωματοφύλακες του κ. Ψεύτη, έτσι όπως προσπαθούσε να εντοπίσει τους διαμαρτυρόμενους και τους κοροϊδιάρηδες για να τους δείξει τα δόντια του και να σκάσουν.

- Σςςςς, έρχονται κι άλλοι, φώναξε το σπουργίτι από την κορυφή της καστανιάς και, πράγματι, σε λίγο τα ζώα είδαν μερικούς άγνωστους καλοντυμένους κυρίους να καταφτάνουν κυκλωμένοι από τους δικούς τους σωματοφύλακες' κάτι άγριους λύκους που κοίταζαν τον κόσμο σαν να ήταν όλοι εγκληματίες.

Ο κ. Ψεύτης κι οι κ. Κλέφτες σηκώθηκαν και υποδέχτηκαν με δουλικά χαμόγελα τους νεοφερμένους και τους παραχώρησαν, μάλιστα, τις πιο αναπαυτικές θέσεις στη ρίζα της καστανιάς.

- Ποιοι είναι αυτοί και τι θέλουν στο δάσος μας; σουσούρισαν τα ζώα που στέκονταν μπροστά μπροστά.

- Μυρίζομαι σπουδαία πράγματα, είπε ο ασβός και σούφρωσε τη μύτη του σαν να μύριζε τον εαυτό του.

Ο κ. Ψεύτης, χωρίς να δίνει σημασία στους ψίθυρους και στις φωνές, περίμενε να  βολευτούν όλοι από την παλιά και την καινούρια παρέα του κι ύστερα στάθηκε όρθιος απέναντι από τα ζώα που παρακολουθούσαν κρατώντας την ανάσα τους.

- "Λαέ του δάσους" φώναξε δυνατά "ήρθαμε σήμερα εδώ για να σου υπενθυμίσουμε τα όσα καλά κάναμε για σένα και τα όσα σου υποσχεθήκαμε..."

- "Ακόμα δεν τα είδαμε όμως, ούτε τα μεν ούτε τα δε" είπαν βαρύθυμα το λυκόσκυλο και λίγο πιο τσαντισμένα ο αγριόγατος.

- "...Ακριβώς γι αυτό είμαστε εδώ λαέ του δάσους. Για να σου πούμε πόσο πολύ θέλουμε και πόσο πολύ θα προσπαθήσουμε να πραγματοποιήσουμε τις υποσχέσεις μας.
Όμως, δυστυχώς, (στο σημείο αυτό έκανε μια παύση, πήρε βαθιά αναπνοή, χαμήλωσε τα μάτια, πήρε ύφος περίλυπο και σήκωσε σαν στενοχωρημένος τα χέρια) δυστυχώς, λέω, και παρ' όλες τις προσπάθειές μας και τις καλές μας προθέσεις, εμού και των κ. Κλεφτών από δω, η κατάσταση, προς το παρόν, δεν επιτρέπει να πραγματοποιήσουμε τις υποσχέσεις μας.
(ξανά παύση, ξανά αναστεναγμός κι ακόμα πιο περίλυπο ύφος) Γι αυτό, αγαπητοί, θα πρέπει να κάνετε υπομονή και στο μεταξύ να συμβάλλετε όλοι, όσο πιο πολύ μπορείτε και δεν μπορείτε, για να πληρώσουμε τους κ. Κλέφτες, ο πρόεδρος των οποίων είναι σήμερα εδώ μαζί μας (γύρισε προς τον πιο βλοσυρό κύριο  Κλέφτη μ' ένα χαμόγελο ως τ' αυτιά και χτύπησε δυο τρεις φορές τις παλάμες του ελπίζοντας να παρασύρει σε ενθουσιώδες χειροκρότημα τα ζώα του δάσους, αλλά μόνο ένας δυο χαζοί και μερικοί αφηρημένοι τον μιμήθηκαν).
"Ναι αγαπητοί" συνέχισε ο κ. Ψεύτης χαμογελώντας θιγμένα για λογαριασμό του σπουδαιότερου από τους κ. Κλέφτες που δεν τον χειροκρότησαν τα ζώα, "να πληρώσουμε τους κ. Κλέφτες, οι οποίοι διέθεσαν δικά τους αποθέματα για να μην πάει το δάσος μας κατά διαόλου.
Με λίγα λόγια, σας λέω νέτα σκέτα, ότι από αύριο το πρωί και για αρκετό καιρό, θα δουλεύετε περισσότερο και θα κρατάτε μόνο όσα σας είναι απολύτως απαραίτητα για να μην πεθάνετε της πείνας. Διότι, λαέ μου πολύπαθε κι αγαπημένε, αν πεθάνετε, ποιος θα δουλεύει για να ξεχρεώσει τους σωτήρες μας, τους κ. Κλέφτες;".

- Τιιιιιιιιιι; ακούστηκε από όλα τα ζώα του δάσους.
- Δεν θα ' σαι καλά, είπαν όσοι νόμιζαν ότι μόνο τα μυρμήγκια θα πλήρωναν πάλι τη νύφη.
- Δε δίνουμε τίποτα, είπαν τα λιοντάρια και κούνησαν θυμωμένα τις χαίτες τους.
- Άντε γεια, είπαν τα γεράκια και πέταξαν μακρυά.
- Εμείς, έτσι κι αλλιώς,  όπου νά' ναι φεύγουμε, είπαν τα αποδημητικά πουλιά.
- Έλα να μας πιάσεις, είπαν τα άγρια άλογα και κάλπασαν προς τα βουνά που περιτριγύριζαν το δάσος.
- Χι,χι,χι, σιγά μη μάθεις πόσες κότες κλέψαμε για να σου δώσουμε τις μισές, χασκογέλασαν οι πονηρές αλεπούδες κι αποχώρησαν κουνώντας τις φουντωτές ουρές τους.
- Ε, να δώσουμε, γιατί να μην δώσουμε, είπαν οι σκίουροι κι έτρεξαν ν' αλλάξουν κρυψώνες στις προμήθειές τους για να μην μπορεί να τις βρει κανείς.
- Έχουμε και νύχια και δόντια, είπαν οι αρκούδες, και κοίταξαν άγρια τον κ. Ψεύτη και τους κ. Κλέφτες. Μήπως θέλετε  να τα δοκιμάσετε;

Με τούτα και με κείνα, μετά από λίγη ώρα, έμειναν τα γνωστά μυρμήγκια, οι μέλισσες, οι κότες κι οι πάπιες, τα βόδια και τα γαϊδούρια που είπαν: ε, τι να γίνει, αφού πρέπει να πληρώσουμε για να σωθεί το δάσος, θα πληρώσουμε..." κι έφυγαν να πάνε να δουλέψουν υπερωρίες.

Μόνο η γριά κουκουβάγια έμεινε στο ξέφωτο να μονολογεί: "Αχ βρε κακόμοιρα ζώα, να είστε τόσα πολλά και να φοβάστε αυτούς τους τόσο λίγους...".

Κι έτσι, έζησαν καλά ο κ. Ψεύτης κι οι κ. Κλέφτες και τα ζώα όλο και χειρότερα.