Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

 


 

Το κόκκινο "αντίο"

 

 

Μπήκα στο δωμάτιό της κι ανάσανα  δυνατά το διακριτικό άρωμά της που πλανιόταν ακόμα στο αέρα.

Χαμογέλασα' όπως πάντα ρούχα αφημένα παντού. Έπιασα να τα συμμαζεύω ένα - ένα. Τα δίπλωνα και τ' άφηνα στο κρεβάτι της για να βάλω μετά το καθένα στη θέση του. Θαρρείς και θα ξανάνιωθα τα χέρια της να μ' αγκαλιάζουν και τη φωνή της να λέει "αδερφούλα μου εσύ, τι θα 'κανα χωρίς εσένα".

Ήταν πολύ μικρότερή μου και της είχα αδυναμία. Της συγχωρούσα, εγώ το τέρας της τάξης,   την ακαταστασία που τη διέκρινε πάντα κι επίσης τη μανία της  ν'  αγοράζει ρούχα και ρούχα και ρούχα.

Όμορφα ρούχα από φίνα υφάσματα που φάνταζαν υπέροχα πάνω στο αρμονικό κορμί της.

"Μα τι είναι κι αυτό μ' εσένα" μου έλεγε σουφρώνοντας επικριτικά τα χείλη της  "Υπάρχουν κι άλλα ρούχα εκτός απ' τα μπλουτζίν και τα πουλόβερ που φοράς σαν φαντάρος  της παλιάς εποχής τη στολή εξόδου του. Άσε με να σε ντύσω μια φορά εγώ...".

"Μη μου τα τζιν μου τάραττε", έλεγα εγώ και σκάγαμε απ' τα γέλια.

Διασκεδάζαμε με τον τρόπο που μας κοίταζαν οι άνθρωποι που μας έβλεπαν μαζί  για πρώτη φορά' εκείνη με θαυμασμό, εμένα με συγκατάβαση. Κι εκεινής της άρεσε πολύ να λέει και να γελάει μέχρι δακρύων για τότε που βρεθήκαμε με κάποιους παλιούς συμφοιτητές της κι ένας  με ρώτησε τι δουλειά κάνω. Σε εφημερίδα εργάζομαι, απάντησα εγώ  κι εκείνος ο άμοιρος έσπευσε να εκμαιεύσει διευκρινιστική απάντηση: "Στο τυπογραφείο;" "Μπα, όχι, καθαρίζω τις σκάλες" ανταπάντησα για να εισπράξω ένα πρόχειρα συγκεκαλυμμένο βλέμμα οίκτου. "Η αδερφή μου είναι αρχισυντάκτις" έσπευσε να καμαρώσει η μικρή κι ο άλλος κόντεψε να πνιγεί με το ουίσκυ του.

Έπιασα απαλά το μεταξωτό φουλάρι  που της χάρισα στα γενέθλιά της τον περασμένο μήνα, το πλησίασα στο πρόσωπό μου και μύρισα τη μυρωδιά της. Αυτό θα στολίσει τα μαύρα της  μαλλιά και θα υπενθυμίσει σε όλους τα πράσινα μάτια της.

Τα χέρια μου έτρεξαν πάνω στις πολυάριθμες κρεμάστρες  της τεράστιας ντουλάπας της και σταμάτησαν στο κόκκινο φουστάνι που "δεν με κάνει να μοιάζω πυρκαγιά;" άκουσα μέσα στο κεφάλι μου το αστείο της όταν το 'φερε και το ' βαλε στριφογυρίζοντας μπροστά μου για να την καμαρώσω.

Ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα: "Αργείς;" ρώτησε η φωνή της καλύτερής της φίλης "ο υπάλληλος του γραφείου βιάζεται..."

Ναι, άλλωστε έπρεπε να βιαστώ κι εγώ, να βάλω  ένα μαύρο τζιν και  να συνοδέψω, ευπρεπώς ενδεδυμένη, τη λατρεμένη μου στην τελευταία της κατοικία.