Ούτε η Σταυρούλα, ούτε πολύ περισσότερο η Κατερίνα, είπαν στην Αναστασία γι αυτό που έγινε εκείνη τη χιονισμένη νύχτα.
Περνώντας τα χρόνια, η μικρή κόρη του Δημητρού δυσκολευόταν να θυμηθεί τη μορφή του πατέρα της και την απουσία του τη βίωνε πιο πολύ εξ αιτίας της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στο σπίτι τους μετά τη φυγή του.
Κοπελίτσα ήταν ωστόσο, κι άλλα πράγματα είχαν αρχίσει πια να απασχολούν την έφηβη, που θαρρείς και η κάθε μέρα που περνούσε άφηνε και μια πινελιά τελειότητας στην αστραφτερή ομορφιά της.
Η Σταυρούλα, έτσι όπως είχε καταντήσει η μάνα τους, ένοιωθε απόλυτα υπεύθυνη γι αυτήν, αλλά, ούτε είκοσι χρονώ κι η ίδια, χωμένη όλη μέρα στα χωράφια, δεν ήξερε τι να πει στη μικρή που άρχιζε να γίνεται γυναίκα. Ούτε στον εαυτό της ήξερε τι να πει γι αυτές τις ζέστες που ένοιωθε να πλημμυρίζουν ξαφνικά το κορμί της που πλάνταζε κάτω από το βαρύ πάπλωμα του χειμώνα και το λεπτό σεντόνι του καλοκαιριού. Τις ξαφνικές μελαγχολίες και τους πρόσκαιρους ενθουσιασμούς, τα ήξερε κι αυτή, αλλά ούτε να τα ερμηνεύσει μπορούσε, ούτε να συμβουλέψει τη μικρή για το πώς να τ’ αντιμετωπίσει.
………..
Σταυρούλα, θέλω να πάω να δουλέψω, της είπε ένα βράδυ η Αναστασία. Και πού με το καλό, είπε κείνη έτοιμη να γελάσει. Τι ήξερε η μικρή να κάνει εκτός από δουλειές του σπιτιού; Δε φαντάζομαι να θες να πα να γίνεις υπηρέτρια σε κανένα πλουσιόσπιτο στην πόλη; ξαναρώτησε πιο σοβαρά. Όχι, απάντησε κοκκινίζοντας η Αναστασία. Με θέλει η μοδίστρα η κυρά Μαρία. Εμ, αφού έφυγε από τη μέση η μάνα μας που ‘ταν η καλύτερη, όλο το χωριό ράβεται πια στην κυρά Μαρία και κείνη δεν προλαβαίνει. Προχτές που πήγα στο μπακάλη με είδε και μου το είπε.
Να δούμε τι θα πει κι μάνα μας, είπε η Σταυρούλα και την άλλη μέρα το ανέφερε στην Κατερίνα. Εκείνη την κοίταξε με κείνο το βλέμμα που δεν έβλεπε πουθενά κι ανασήκωσε τους ώμους της.
…………………………….
Ήταν άνοιξη. Οι κήποι του χωριού ολάνθιστοι σκορπούσαν αρώματα μεθυστικά και χρώματα που μόνο η φύση μπορεί να γεννάει. Κι η Αναστασία, πιο όμορφη κι απ’ τα πιο όμορφα τριαντάφυλλα, ένοιωθε ευτυχισμένη τόσο, που νόμιζε ότι η καρδιά της που χτυπούσε δυνατά, φαίνεται να πάλλεται κάτω από το πουκαμισάκι της και συχνά πυκνά σκέπαζε με την παλάμη της το αριστερό της στήθος, σαν για να την κρύψει ή να την κάνει να σωπάσει.
Κι οι χτύποι της καρδιά της μπορεί να μη φαίνονταν, όπως νόμιζε εκείνη, αλλά όλο της το είναι φώναζε ότι κάτι σπουδαίο και πρωτόγνωρο της συμβαίνει. Το πρωί ξυπνούσε νωρίς κι ως να ετοιμάσει το γάλα της και να φύγει μετά για το μοδιστράδικο, τραγουδούσε σιγανά και χαμογελούσε ως και στα κοτόπουλα που τα τάιζε με μπόλικο καλαμπόκι.
Η έξαψη της μικρής δεν πέρασε απαρατήρητη από την Κατερίνα. Της θύμιζε τον εαυτό της όταν πρωτογνώρισε το Δημητρό και τον ερωτεύτηκε μονομιάς. Ολόκληρη η Αναστασία ήταν μια ολόλαμπρη δήλωση που κραύγαζε «είμαι ερωτευμένη, είμαι ερωτευμένη, είμαι ερωτευμένη».
Άρχισε να την παρατηρεί και να βεβαιώνεται κάθε μέρα και πιο πολύ ότι το κορίτσι μεγάλωσε και το είναι της ζητάει να γίνει γυναίκα.
Όπως σου ‘ρθε έτσι θα σου φύγει κιόλας, είπε μέσα της με μια κακία που πήγαζε απ’ το φέρσιμο του άντρα της κι είχε στόχο όποιο ανθρώπινο πλάσμα άφηνε τη χαρά να εισχωρήσει εντός του.
………………………….
Ήταν ο γιος του μεγαλύτερου υφασματέμπορα στη Χρυσούπολη. Τον είδε για πρώτη φορά όταν πήγαν με τη μοδίστρα ν’ αγοράσουν υφάσματα για το νυφικό και τα ρούχα της θυγατέρας της που θα παντρευόταν το καλοκαίρι.
Σε μια τέτοια φίνα ομορφιά μόνο φίνα υφάσματα ταιριάζουν, είπε ο έμπορος που νόμισε ότι η νύφη ήταν η Αναστασία. Το όχι της κυρά Μαρίας σ’ ό,τι αφορά τη νύφη, έκανε το γιο του, που εξυπηρετούσε κάποιες άλλες γυναίκες λίγο πιο πέρα, αλλά δεν έβλεπε τίποτ’ άλλο από την ολόδροση Αναστασία, να αναπνεύσει βαθιά.
Πατέρα, άσε να εξυπηρετήσω εγώ τις κυρίες, είπε, αφού τέλειωσε με τις προηγούμενες πελάτισσες κι αφήνοντας τα τόπια που ξετύλιξαν εκείνες, παρατημένα στον πάγκο.
Ο γέρος τον κοίταξε σαν τον κυνηγό που διαπιστώνει ότι το κυνηγόσκυλό του έμαθε σωστά την τέχνη που του δίδαξε και προχώρησε στο βάθος του μεγάλου καταστήματος για ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο.
Ο καλοφτιαγμένος νεαρός ανέβαζε και κατέβαζε τα τόπια με μια πρωτόγνωρη προθυμία κι είχε μάτια μόνο για την Αναστασία που κοκκίνιζε και ξανακοκκίνιζε και προσπαθούσε να κοιτάζει μόνο τα υφάσματα.
Κι όταν για μια μοναδική στιγμή τα δάχτυλά της που χάιδευαν ένα ολομέταξο ύφασμα, άγγιξαν τα δικά του, ένα ηφαίστειο έσκασε μέσα της κι η λάβα του την πλημμύρισε ως τα νύχια των ποδιών της. Κοίταξε γύρω της τρομαγμένη μη και κατάλαβαν όλοι όσοι ήταν μέσα στο κατάστημα τι της συνέβη, αλλά ευτυχώς μόνο εκείνος την κοίταζε χωρίς ν’ ακούει τι του έλεγε η μοδίστρα για κείνο το τόπι με τη γαλλική δαντέλα.
Από τότε κι ως το τρισευτυχισμένο σήμερα, είχε ζητήσει από τη μοδίστρα κι είχε συνοδέψει καμιά δεκαριά φορές, πελάτισσες που ήθελαν να ραφτούν κι ήθελαν βοήθεια για την επιλογή των υφασμάτων, στο κατάστημα του νεαρού και κάθε φορά έφευγε μ’ ένα μικρό χιλιοδιπλωμένο χαρτάκι που της γλιστρούσε εκείνος στο χέρι κι εκείνη το έκρυβε μέσα στην τσέπη της φούστας της.
Άτυχοι όσοι δεν ξέρουν πόσος έρωτας, πόσοι όρκοι, πόση γλύκα μπορούν να χωρέσουν σ’ ένα τόσο δα χαρτάκι.
Θα έρθω να σε ζητήσω από τη μάνα σου, της έγραφε στο τελευταίο κι η Αναστασία μούδιασε ολόκληρη από ευτυχία και προσμονή, διαβάζοντάς το.
Το ίδιο βράδυ πήγε και χώθηκε κάτω από τα σεντόνια της Σταυρούλας κι εκείνη την κοίταξε έκπληκτη. Τι έπαθες; αυτό έχεις να το κάνεις από τότε που ήσουν μικρή, κι απόψε ούτε αστράφτει ούτε βροντάει.
Θέλω κάτι να σου πω, είπε η μικρή, και το φως του φεγγαριού που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο πρόδωσε το φλόγισμα στο φιλντισένιο προσωπάκι της.
Τα είπε όλα με μια ανάσα στην αδερφή της και της ζήτησε να πει εκείνη στη μάνα τους ότι μεθαύριο θα έρθει το παλικάρι με τον πατέρα και τη μάνα του να τη ζητήσουν.
Η καλά κρυμμένη καρδιά της Σταυρούλας πετάρισε από χαρά για τη χαρά της αδερφής της κι αφού της έδωσε ένα ηχηρό φιλί κι ένα σφιχτό αγκάλιασμα, της υποσχέθηκε να μιλήσει στη μάνα τους.
Τι θα πω τώρα στην Αναστασία, τι θα κάνω που θα τρελαθεί απ’ τα καμώματα της μάνας μας, σκεφτόταν όλη μέρα παλεύοντας με τα σπαρτά στο χωράφι. Τίποτα δεν θα της πω. Μπορεί ως αύριο ν’ αλλάξει η μάνα γνώμη.
………..
Την άλλη μέρα η Αναστασία δεν πήγε στο μοδιστράδικο. Η καλόκαρδη μοδίστρα, μαζί με τις χίλιες ευχές της, της έδωσε κι άδεια για τη μεγάλη μέρα.
Ήθελε να παστρέψει το σπίτι, να επιμεληθεί τα κεράσματα, να γίνει πιο όμορφη ακόμα για τον πρίγκιπα που θα ‘ρχόταν να την πάρει πάνω στο άσπρο του άλογο.
Η Κατερίνα κοίταξε μόνο για μια στιγμή τη Σταυρούλα σαν να της έλεγε, τι κατάλαβες που δεν της είπες τίποτα;
……………..
Είχα ελπίσει ότι θα άλλαζε γνώμη σήμερα, είπε κείνη με το βλέμμα σκοτεινιασμένο από μίσος για την Κατερίνα.
Εγώ αυτόν θέλω, μόνο αυτόν και κανέναν άλλο, δάγκωνε τα χέρια της και τραβούσε τα μαλλιά της η Αναστασία.
Το κλάμα της έγινε βουβό παράπονο μέχρι που αποκοιμήθηκε μέσα στην αγκαλιά της αδερφής της που τη χάιδευε και τη νανούρισε όπως όταν ήταν μικρές. Για ώρα μετά που την πήρε ο ύπνος, αναταραζόταν το στηθάκι της από αναφιλητά και το μίσος της Σταυρούλας για τη μάνα τους γίνονταν βουβή λύσσα.
Την Κατερίνα ούτε που την κοίταξε κι έτσι δεν είδε το τρελό βλέμμα που πήρε τη θέση εκείνου του αλλουνού, που δεν έβλεπε πουθενά.
Όταν ανασηκώθηκε σκουπίζοντας τα πανιασμένα χείλη της, ένοιωσε απειλητική την παρουσία της Κατερίνας πίσω της κι άκουσε τη μιλιά της σαν κρώξιμο. Και γκαστρωμένη να είσαι παλιοπουτάνα, δεν θα τον πάρεις τον κερατά.
Διαλυμένη από τον πόνο και με τεράστια τα γαλάζια μάτια της από την έκπληξη, η μικρή πήγε και ξαναχώθηκε στο κρεβάτι της χωρίς κουβέντα.
Να πάτε στο διάβολο βρωμιάρες, μούγκρισε από πίσω της η Κατερίνα, ενώ εκείνη έσκυβε να χαϊδέψει τη μικρή.
Σκάσε, σφύριξε σαν οχιά, σκάσε γιατί θα σε σκοτώσω, αλλά η Κατερίνα δεν θα ήταν ποτέ πια το άψυχο κούτσουρο που ήταν ως χτες.
Εδώ κάνω κουμάντο εγώ, ούρλιαξε χιμώντας πάνω στα κορίτσια και χτυπώντας στα τυφλά όπου έβρισκε.
Όταν κατάφεραν κι οι δυο μαζί να τη βγάλουν έξω και να κλειδώσουν την πόρτα, κοιτάχτηκαν σαν να μην μπορούσαν να καταλάβουν την καινούρια συμφορά που τις βρήκε.
…………………………………..
Για το γιατρουδάκο, όμως, που τη γιατροπόρευε συχνά πυκνά γιατί η Κατερίνα απόχτησε ξαφνικά ένα σωρό αρρώστιες – κάτι σαν σιδερόμπαλα στα πόδια των θυγατέρων της για να μην ανοίξουν ποτέ τα φτερά τους- η κακόψυχια μάνα επιφύλαξε καλύτερη υποδοχή.
Αναστασία, είπε σχεδόν ψιθυριστά, είμαι από καιρό πολύ ερωτευμένος μαζί σου. Αν κι εσύ νοιώθεις κάτι για μένα, άσε με να έρθω να σε ζητήσω από τη μητέρα σου.
Κι εγώ σ’ αγαπώ, ψιθύρισε με τη σειρά της η άμοιρη πανέμορφη, αλλά η μάνα μου ορκίστηκε να μην αφήσει καμιά από τις δυο μας να παντρευτεί.
Μπα, ποιος σε κάλεσε σένα; του είπε μισοχαμογελώντας η μάνα κι ως αυτή τη στιγμή ο γιατρός μπορούσε να περηφανεύεται ότι είδε μερικές φορές την Κατερίνα να χαμογελάει. Μπορεί ακριβώς αυτή η συμπάθεια που του είχε η κακόψυχη να ήταν κι ο λόγος που αψήφησε τις ιστορίες που διηγούνταν στο χωριό για το πώς η Κατερίνα ξαπόστελνε τους γαμπρούς. Αυτό, άλλωστε, ήταν κι ο λόγος που δέχτηκε η Αναστασία να έρθει να τη ζητήσει ο γιατρός.
Και γλυκά γιατρέ μου, συνέχισε η Κατερίνα, αλλά δε γιορτάζει καμιά μας σήμερα, ούτε καμιά μας είναι άρρωστη.
Κυρία Κατερίνα, την έκοψε εκείνος, τα γλυκά είναι για να γλυκάνουμε τη μέρα. Ήρθα να ζητήσω την κόρη σας σε γάμο.
Ποιαν, ασχήμισε ξαφνικά το μούτρο της Κατερίνας, την ασκημομούρα, χαχαχα, ή την ομορφονιά; Αλλά για όποια και να ‘ρθες καημένε μου μάθε ότι καμιά τους δεν είναι για δόσιμο. Πάρ’ τα γλυκά σου κι άιντε στο καλό. Αυτό το σπίτι δεν έχει νύφες, χήρες έχει μοναχά, είπε με τραχιά φωνή και σηκώθηκε να συνοδέψει το γιατρό στην πόρτα.
Και πού ‘σαι, του είπε κλείνοντας, εδώ θα έρχεσαι μόνο άμα σε φωνάζουμε γιατί αρρωστήσαμε.
Όχι χωρίς να το θέλει κι η μάνα μου, είπε εκείνη κι έφυγε αφήνοντας τον να σπαράζει και ν’ απορεί μέσα του.
………………………………………………………………………………
…….
Πέρασαν χρόνια από τότε, η Αναστασία ήταν κιόλας στα σαράντα τρία. Η αιθέρια ομορφιά της είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, αχάιδευτη όπως έμεινε για πάντα, και στα ξανθά μαλλιά της, τόσο στιλπνά και λαμπερά, άρχισαν να φαίνονται γκρίζες σκληρές τρίχες που φαίνονταν βρώμικες ανάμεσα στο χρυσάφι. Τα κομμάτια του ουρανού που ‘χε για μάτια, ξεθώριασαν θαρρείς κι έμοιαζαν πια με δυο γαλαζοκίτρινες λίμνες ανάμεσα σ’ ανεμοδαρμένες όχθες.
Έτσι κι αλλιώς, περαστικό πράμα η ομορφιά, είπε στον εαυτό της την τελευταία φορά που στάθηκε γυμνή μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη που στόλιζε την πόρτα της μεγάλης ντουλάπας στο δωμάτιό της.
Όσο για τη Σταυρούλα, αυτή δεν είχε ποτέ τέτοιες αγωνίες. Είχε συμφιλιωθεί από πολύ μικρή με την ασκήμια της και δεν περίμενε ποτέ κανέναν πρίγκιπα να την πάρει απ’ τα χωράφια και τη μιζέρια του σπιτιού τους.
Δούλευε σαν δυο άντρες μαζί, έτσι όπως προσπαθούσε να περνάει όσο λιγότερο χρόνο γινόταν σε χώρους που κινούνταν η Κατερίνα κι η Αναστασία. Από τότε που η μάνα τους έδιωξε το γιατρό κι η Αναστασία αρνήθηκε να φύγει μαζί του, σαν να τη σιχάθηκε και τη μικρή.
Δεν μπορούσε να το πει με λόγια, αλλά όσο την έβλεπε να χάνει τη λάμψη της και να ζαρώνει, θύμωνε που σ’ ένα τόσο όμορφο πλάσμα έλαχε τέτοια μισερή ψυχή.
Γιατί δεν φεύγεις με το γιατρό, είχε ρωτήσει τότε την αδερφή της, γιατί αφήνεις να σε τρομάζει τόσο αυτή η γυναίκα;
Η μάνα μου είναι και την αγαπάω, απάντησε κείνη κι η Σταυρούλα την κοίταξε με τα κατάμαυρα μάτια της σαν να έσκαβε μέσα στα δικά της.
Εσύ ξέρεις, είπε μόνο, κι από τότε άρχισε να νοιάζεται λίγο λιγότερο για την Αναστασία.
Εγώ σου έταξα έναν πρίγκιπα, εσύ άφησες να φύγουν δέκα. Μάλλον δεν σου άξιζε κανένας τέτοια ανόητη και φοβητσιάρα που είσαι, σκέφτηκε κι έκλεισε το κεφάλαιο «λατρεύω και θαυμάζω την αδερφή μου».
………………………………………………………………………………….
Δουλειά, δουλειά, δουλειά μόνο αυτό ήθελε να ξέρει πια η Σταυρούλα που ήταν κιόλας σαράντα εφτά χρονών. Αυτή απαντούσε αλλιώς στην έλλειψη του άντρα. Ερωτεύτηκε τη γη και την έκανε να της δείχνει το πιο καλό της πρόσωπο γεννώντας γερούς και πολυάριθμους καρπούς.
Πολύ σύντομα, τα κάρα που τα έσερναν αγελάδες και βόδια, το όργωμα με το αλέτρι, το αλώνισμα με τον μαρμάρινο κύλινδρο ζεμένο πίσω από το άλογο, τα άλλαξε όλα.
Αγόρασε τρακτέρ, σπαρτικές και θεριζοαλωνιστικές μηχανές που διευκόλυναν και τάχυναν τις δουλειές.
Σε λίγα χρόνια αγόρασε πάλι τα χωράφια που είχε πουλήσει ο Δημητρός. Τώρα τελευταία έκανε συμφωνίες για ν’ αγοράσει και το οικόπεδο.
Τι θα τα ‘καναν όλ’ αυτά τρεις ξερές γυναίκες; Ούτε που την ένοιαζε. Αυτή είχε μάθει να καλλιεργεί τη γη κι αυτό συνέχιζε να κάνει.
Αυτή ρύθμιζε τα πάντα και χειριζόταν όλες τις μηχανές κι οι ξένοι εργάτες έκαναν τα υπόλοιπα.
Κάθε άνοιξη το χωριό πλημμύριζε εργάτες γης από τη Βουλγαρία και την Αλβανία.
Η Σταυρούλα πλήρωνε καλά χωρίς να εξουθενώνει στη δουλειά τους ανθρώπους της. Πολλές φορές μάλιστα φρόντιζε η ίδια να στεγαστούν σε ανθρώπινα σπίτια κι όχι σε στάβλους, κοτέτσια κι αποθήκες, όπως πάρα πολλοί άλλοι. Την προτιμούσαν λοιπόν και πήγαιναν να τη συναντήσουν στα χωράφια για να κλειστούν οι συμφωνίες.
…………………..
Εκείνο το απόγευμα ετοιμαζόταν ν’ ανέβει στο τρακτέρ για να πάει σπίτι, όταν σταμάτησε δίπλα της ένα παλιό αυτοκίνητο με τέσσερα άτομα μέσα. Ήταν Βούλγαροι και ζητούσαν δουλειά.
Γιατί όχι; αυτή εργάτες ήθελε, αν ήθελαν κι αυτοί να δουλέψουν, ας ταχτοποιούνταν απόψε κι αύριο το πρωί ας έρθουν σ’ αυτό το χωράφι για ν’ αρχίσουν.
Επιστρέφοντας στο χωριό ένοιωθε ανάλαφρη και χαρούμενη, θα μπορούσε να πει κανείς.
Στην αρχή νόμισε ότι ήταν γιατί έκλεισε μια καλή συμφωνία με γερούς και σοβαρούς ανθρώπους’ πράγμα, ωστόσο, που είχε ξανασυμβεί πολλές φορές ως τώρα.
Το μπλε που πέρασε μπρος από τα μάτια της το έδιωξε σαν ενοχλητική μύγα.
Ήταν σαράντα εφτά χρονώ, ψηλή, κοκαλιάρα, με το πρόσωπο χαρακωμένο από τον ήλιο και τον αέρα, είχε σκληρά, κοντοκομμένα μαλλιά και δυο μάτια σαν γυαλιστερά κάρβουνα βαθιά χωμένα στις κόχες τους.
Οι άνθρωποι που την πρωτογνώριζαν σχεδόν ποτέ δεν καταλάβαιναν ότι πρόκειται για γυναίκα.
Ένα πράγμα, εκτός από τη λάμψη των ματιών της, είχε ωραίο η Σταυρούλα. Τη φωνή της. Μια βαθιά και βελούδινη φωνή που γοήτευε κι αν η Σταυρούλα δεν ήταν ένα τόσο κακοφτιαγμένο πλάσμα, θα έκανε πολλούς να την ερωτευτούν.
Τον είδε πώς την κοίταξε όταν άρχισε να μιλάει σ’ αυτόν και τους φίλους του. Κάρφωσε τα μάτια του από κείνο το βαθύ μπλε στα δικά της κατάμαυρα, με ευχάριστο ξάφνιασμα κι αληθινό ενδιαφέρον.
Μείωσε την ταχύτητα του μεγάλου οχήματος για να περάσει ένα γεφύρι και σκάλισε λίγο μέσα της για να καταλάβει τι της συμβαίνει.
Εν τέλει, ναι, της άρεσε εκείνο το μπλε των ματιών του και το γεροφτιαγμένο του κορμί.
Ήταν η πρώτη φορά που απασχολούσε το μυαλό της ένας άντρας με τέτοιο τρόπο και γι αυτό δεν αναγνώρισε αμέσως την ουσία καμιάς από κείνες τις σκέψεις της.
Το βράδυ έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας που χρησίμευε και για γραφείο, και ξανακοίταξε τα χαρτιά που της είχαν δώσει οι εργάτες για να κάνει τη δήλωση απασχόλησής τους.
Στη φωτοτυπία της ταυτότητας εκείνου, ξαναείδε το πρόσωπο με τα σκούρα μαλλιά και τα μάτια που ακόμα και στην ασπρόμαυρη φωτογραφία εξέπεμπαν το σχεδόν μεταλλικό φως τους.
Ήταν εκπαιδευτικός, καθηγητής γλώσσας σε λύκειο και της είχε πει ότι ήθελε να χρησιμοποιήσει τον καιρό των διακοπών του για να αυξήσει το εισόδημά του.
Ήταν τριάντα τριών ετών, δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μικρότερος από τη Σταυρούλα.
Αλλά και μεγαλύτερος να ήταν, κι ακόμα κι αν αδιαφορούσε για την εμφάνιση του ξωτικού, όπως χαζογελούσαν σε βάρος της κρυφά οι χωριάτες, πάλι θα υπήρχε ένα τεράστιο εμπόδιο. Ο Ιβάν, έτσι τον έλεγαν, ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος που μιλούσε τα ελληνικά σαν να ήταν η δική του γλώσσα. Τι θα έλεγε αυτή μαζί του’ ήξερε ιστορία, γεωγραφία, μαθηματικά, πολιτική;
Τρόμαξε όταν κατάλαβε τι σκέφτεται και βιάστηκε να κρυφτεί πίσω από το ενδιαφέρον της για τις ταυτότητες των άλλων εργατών.
………………………………………
Η γνώση των ορίων της, πάντως, γιατί οι σκέψεις είναι σαν κάτι ενοχλητικά κουνούπια που βουίζουν τη νύχτα στ’ αυτιά σου κι όσο κι αν τα διώχνεις εκείνα επανέρχονται ύπουλα, την καθησύχασε. Ο,τι κι αν σκεφτόταν τώρα ή αργότερα, δεν πρόκειται να το δει το φως του ήλιου.
Κοιμήθηκε γλυκά εκείνο το βράδυ και την άλλη μέρα ξύπνησε ευχάριστα ανυπόμονη. Σαν τότε που άρχισε να την παίρνει μαζί του ο Δημητρός όταν πήγαινε στα χωράφια πριν το χάραμα.
Τότε ήταν ευτυχισμένη, πραγματικά ευτυχισμένη. Έβγαινε και περπατούσε ξυπόλητη πάνω στο νοτισμένο χορτάρι κι άνοιγε τα πνευμόνια της στον ολοκάθαρο κρύο αέρα του πρωινού που έρχεται. Η ανατριχίλα που τη διαπερνούσε μπορεί να ήταν από τη νυχτερινή δροσιά, μπορεί όμως κι απ’ την ευτυχία που της χάριζαν όλα γύρω της.
Όλοι την αγαπούσαν κι όλους τους αγαπούσε κι ένοιωθε τόσο ασφαλής μέσα στο σπιτικό τους που το ζέσταινε η αγάπη της Κατερίνας και το προστάτευε η σταθερή δύναμη της παρουσίας του Δημητρού.
Ο πατέρας της ήταν ο πιο αγαπημένος της άνθρωπος στον κόσμο, κι όταν έφυγε όλα αυτά γκρεμίστηκαν με πάταγο που ακούστηκε μόνο εντός της και τα ερείπια θρυμματίστηκαν σιγά σιγά και σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους.
Και σήμερα, που ένοιωθε και πάλι ασφαλής, χωρίς καν να ξέρει το λόγο, συνειδητοποιούσε πόσο τρομαγμένη ήταν όλ’ αυτά τα χρόνια.
Τι εύφορο χωράφι βρήκε μέσα στην απάτητη καρδούλα της μεγαλοκοπέλας ο έρωτας. Ένα γερό σποράκι ήταν εκείνη η μπλε ματιά που φύτρωνε ανυπόμονο και τη γλύκαινε ολόκληρη.
Η καλημέρα της εκείνο το πρωί στη μάνα και την αδερφή ήταν ζεστή και τρυφερή σχεδόν, και τις έκανε να γυρίσουν να την κοιτάξουν έκπληκτες.
Τι με κοιτάτε, είπε με μια υποψία χαμόγελου και στάθηκε μπρος στο ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας ρουφώντας τον πρωινό αέρα φορτωμένο με τ’ αρώματα της τριανταφυλλιάς, του μενεξέ και της πασχαλιάς. Ήρθε το καλοκαίρι, πρόσθεσε, όλα είναι όμορφα και μοσκοβολάνε.
Δικό μου ειν’ αυτό, σκεφτόταν με γλύκα στο δρόμο προς τα χωράφια, και κανείς δεν θα το μάθει. Μια στάλα μέλι και για μένα, τούτο το μέλι μόνο για μένα, της ερχόταν ν’ αρχίσει να τραγουδάει.
………………………
Οι καινούριοι εργάτες ήταν εκεί και περίμεναν τις οδηγίες της για να πιάσουν δουλειά. Έκανε τη μοιρασιά, σοβαρή όπως πάντα και ξεκίνησε κι αυτή τη δική της δουλειά χωρίς χασομέρια και χωρίς κοιτάγματα δεξιά κι αριστερά.
Κατά το μεσημεράκι έφτασε η Αναστασία με φαγητό για όλους.
Την περίμενε αυτή τη στιγμή η Σταυρούλα. Αισθανόταν ότι η παρουσία τής, ακόμα πολύ όμορφης, αδερφής της, θα ήταν μια μικρή δοκιμασία. Θα αιχμαλώτιζε κι αυτή τη φορά, όπως πάντα, τα βλέμματα όλων των αρσενικών;
Την πρόσεχε που έστρωνε το, φτιαγμένο με απλάνιστες μεγάλες τάβλες, τραπέζι κάτω από την δροσερή σκιά της θεριεμένης μουριάς κι ένοιωσε πάλι εκείνο το δυνατό αίσθημα περηφάνιας, το καμάρι που φούσκωνε πάντα την καρδιά της όταν έβλεπε τα έκπληκτα και μαγεμένα βλέμματα των ξένων που πρωτόβλεπαν την Αναστασία.
Κι αν μαράθηκε λίγο, κι αν άσπρισαν λίγα από τα ξανθά μαλλιά της κι αν πάχυνε κάπως το δαχτυλίδι της μέσης της, πάλι ήταν όμορφη και πάλι μπορούσε να ξεσηκώνει τα μυαλά των αντρών.
Κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι και παίνεψαν το φαϊ της Αναστασίας. Οι καινούργιοι εργάτες έδειχναν σχεδόν σαστισμένοι από την καλλονή που ξεφύτρωσε μέσα στη σκόνη του χωραφιού και λαμπύριζε κάτω από το δυνατό φως του καλοκαιριάτικου ήλιου.
Κι ο Ιβάν την κοίταξε με θαυμασμό, αλλά μόνο για λίγο’ μετά στράφηκε κατά τη Σταυρούλα και κάθισε πολύ κοντά της στον ξύλινο πάγκο κάνοντάς της ένα σωρό ερωτήσεις κι αναγκάζοντάς την έτσι να μιλάει σχεδόν σ’ όλη τη διάρκεια του διαλείμματος.
Κάποιοι παλιοί εργάτες την κοίταξαν ευχάριστα ξαφνιασμένοι’ σπάνια την άκουγαν να λέει τίποτ’ άλλο πέρα από τις οδηγίες που είχε να τους δώσει για τη δουλειά.
Όχι, κανένας δεν κατάλαβε τι την γλύκανε. Ουδέποτε ξεπέρασε τα όρια που είχε θέσει. Μέσα της μόνο τα διεύρυνε κι αυτό της ήταν αρκετό.
…………………………………………………………………………
Πώς πέρασε έτσι ανάλαφρα τούτο το καλοκαίρι.
Όχι, δεν λυπόταν που θα έφευγε ο Ιβάν. Τα δώρα της παρουσίας και της παρέας του θα τα κρατούσε ολόκληρα στην καρδιά της και θα τα γευόταν όλο τον καιρό από δω και πέρα.
Την τελευταία μέρα τον πλήρωσε για τον κόπο του και δεν ντράπηκε να τον κοιτάξει στα μάτια και να του χαμογελάσει. Να πας στο καλό Ιβάν, καλό χειμώνα. Κι αν ξανάρθεις κατά τα μέρη μας, εδώ είμαστε, δουλειά υπάρχει πάντα.
Θα ξανάρθω Σταυρούλα το επόμενο καλοκαίρι, είπε κείνος δίνοντάς της το ζεστό πλατύ του χέρι και σφίγγοντας το σκληρό και ροζιασμένο δικό της με αγάπη και σεβασμό. Παίρνω μαζί μου τον ήχο της φωνής σου, της πιο υπέροχης φωνής που άκουσα ποτέ, να με συντροφεύει το χειμώνα. Στο επανειδείν.
Μια γλύκα πλημμύρισε τα μέλη της και μια πρωτόγνωρη χαρά γέμισε την καρδιά της. Κάποιος την κοίταξε, κάποιος πρόσεξε κάτι όμορφο απ’ αυτήν, κάποιος της χαμογέλασε σαν άντρας προς γυναίκα.
………………………………………………………………………………………
Ο χειμώνας προχωρούσε όμορφα, απαλά, κι ήταν στιγμές που η Σταυρούλα θαρρείς κι ομόρφαινε έτσι όπως χανόταν το βλέμμα της σε κάτι ολόδικό της κι άπιαστο για οποιονδήποτε άλλο.
Η Αναστασία ένοιωθε ευτυχισμένη κάθε φορά που κοίταζε αυτή την πρωτόγνωρη γλύκα στο πρόσωπο της αδερφής της και δεν έψαχνε αιτίες κι αφορμές για τα ονειροπολήματά της. Έτσι ήταν αυτή’ τίποτα δεν βάθαινε, τίποτα δε σκάλιζε για να δει τι έχει κάτω από την επιφάνεια.
Η Κατερίνα όμως, μυρίστηκε έρωτα κι όλο την παρατηρούσε ψάχνοντας με κακία για σημάδια που θα επιβεβαίωναν τις υποψίες της, αλλά μάταια.
Θα χάζεψε απ’ την πολλή δουλειά, αποφάνθηκε μετά από λίγο καιρό κι έπαψε πια ν’ ασχολείται με την ασχημοκόρη της, όπως την αποκαλούσε κρυφά και φανερά όταν ήθελε ν’ αναφερθεί σ’ αυτήν.
……………………..
Κόντευαν Χριστούγεννα, το χιόνι είχε φτάσει ένα μέτρο καλύπτοντας τα πάντα και κάνοντας το χωριό να λαμπυρίζει σαν σκηνικό από παραμύθι.
Η Σταυρούλα φορούσε τις ψηλές λαστιχένιες γαλότσες και φτυάριζε το χιόνι στο διάδρομο που οδηγούσε από την αυλόπορτα στα σκαλοπάτια του σπιτιού, όταν ένας μικρός ξεπνοϊσμένος από την τρεχάλα και με κατακόκκινα τα μάγουλα από το κρύο, τη φώναξε για να της δώσει κάτι. Το ‘φερε ο ταχυδρόμος στο καφενείο θειά Σταυρούλα κι ο καφετζής μού ‘πε να στο φέρω.
Έβγαλε τα χοντρά γάντια που φορούσε κι άνοιξε τον άσπρο φάκελο. Είχε μια κάρτα μέσα, μ’ ένα χιονισμένο χριστουγεννιάτικο τοπίο κι από τη μέσα πλευρά λίγα λόγια γραμμένα με το χέρι. «Χρόνια πολλά Σταυρούλα. Σε θυμάμαι πάντα. Ιβάν.»
Τι είναι πια αυτή η χαρά που χιμάει απ’ την καρδιά και βάφει με το κόκκινο της ευτυχίας τα μάγουλα, κάνει τα χέρια να τρέμουν και τα πόδια να λιγώνονται από γλύκα;
Διάβασε άλλη μια φορά τα ομορφογραμμένα γράμματα του Ιβάν και μετά έχωσε μέσα στην τσέπη του παλτού της το φάκελο και την κάρτα, σαν να έκρυβε ένα ζαχαρωτό για να έχει να φάει και να ξαναφάει απ' αυτό.
Αχ Ιβάν, σήμερα πήρα το πιο ακριβό χριστουγεννιάτικο δώρο της ζωής μου, ψιθύρισε χαμογελώντας ευτυχισμένα και κρυφά, έτσι όπως έσκυψε για να συνεχίσει με μεγαλύτερη ορμή τη δουλειά της.
Δεν είδε την Κατερίνα που είχε σταθεί στο παράθυρο της κουζίνας πίσω από την κουρτίνα και παρακολούθησε όλη τη σκηνή με την έλευση του μικρού και μετά.
Να είναι γράμμα απ’ τον πεθαμένο; αναρωτήθηκε και πήγε να φτύσει τη χολή που της ανέβηκε στο λαρύγγι.
Τι σού ‘φερε το παιδί; ρώτησε τη θυγατέρα της προσπαθώντας να μη μαρτυράει η φωνή της την αδημονία της να μάθει, μόλις εκείνη μπήκε μέσα.
Κάτι δικό μου, δεν έχει να κάνει ούτε με σένα ούτε με την αδερφή μου, απάντησε εκείνη κι έφυγε για το δωμάτιό της.
Κι αν μου λες κι αν δε μου λες, εγώ θα μάθω, ψιθύρισε με το ξεδοντιάρικο στόμα της η Κατερίνα.
Η Σταυρούλα μπήκε κάτω από το βαρύ πάπλωμα στο κρεβάτι της. Από χθες τ’ απόγευμα ένοιωθε κρυάδες. Η χαρά από την κάρτα του Ιβάν ζέσταινε σαν ανοιξιάτικος ήλιος την καρδιά της, αλλά το σώμα της άρχισε να τρέμει από τα ρίγη του πυρετού.
Μετά από λίγο, σε μια ξαφνική επίδειξη από χρόνια ξεχασμένης μητρικής φροντίδας, μπήκε η Κατερίνα κρατώντας ένα φλυτζάνι καυτό τσάι και μια ασπιρίνη.
Να πάρε, να σου πέσει ο πυρετός, πιες και το τσάι να σε ζεστάνει.
Ευχαριστώ μάνα, είπε ξαφνιασμένη η Σταυρούλα κι αναρωτήθηκε αν και η κάρτα του Ιβάν και το ξαφνικό ενδιαφέρον της μάνας της ήταν γεννήματα του πυρετού.
Μετά από καμιά ώρα αποκοιμήθηκε ήρεμα κι όπως ο ύπνος χαλάρωσε τις γραμμές του προσώπου της, εκείνο φάνταξε σχεδόν όμορφο.
Έτσι το είδε κι η Κατερίνα που μπήκε νυχοπατώντας και προσέχοντας μη τρίξει η πόρτα και ξυπνήσει την άρρωστη.
Βρήκε το παλτό, που φορούσε πριν η Σταυρούλα, κρεμασμένο πίσω από την πόρτα κι έχωσε το χέρι της στη τσέπη που είδε ότι έκρυψε το γράμμα η κόρη της.
Ήταν σίγουρη ότι ήταν απ’ τον «πεθαμένο» κι ήθελε πάση θυσία να δει τι έγραφε.
Ποιος είν’ αυτός ο βλαμμένος; σιγοσύριξε όταν κατάλαβε τι διάβαζε. Μωρέ καλά είπα γω ότι αυτή ξαναμωράθηκε κι ερωτεύτηκε. Να που ομόρφυνε κιόλας η κοπελούδα, φώναξε τραντάζοντας την άρρωστη.
Σήκω μαρή, που να μη σώσεις, ωρύονταν η γριά πάνω από το κεφάλι της όταν άνοιξε η έρημη τα μάτια της με κόπο.
Ο πυρετός που είχε αρχίσει να ξανανεβαίνει έφερνε θολούρα στο μυαλό της και δεν μπορούσε να καταλάβει στην αρχή αν είναι ξύπνια ή αν βλέπει εφιάλτη.
Ποιος ειν’ αυτός ο ρουφιάνος μαρή που σου στέλνει ραβασάκια; Τι του ‘κανες και θα το θυμάται για πάντα; Γι αυτό κόντεψες να κατουρηθείς απ’ τη χαρά σου όξω στην αυλή μόλις πήρες το γράμμα;
Τι να θέλει αυτός από σένα μαρή, γριά γυναίκα, που ‘σαι σαν καρβουνιασμένη καλαμιά; Μπας και μας ετοιμάζεις παντρολογήματα κι εσύ τώρα στα γεράματα; Χαχαχαχα, άρχισε να χτυπιέται απ’ τα γέλια, αμ κι αυτός θα πάει καλιά του όπως κι όλ’ οι άλλοι της αλληνής.
Ένας άγριος θυμός που ξεκινούσε από τα μύχια της ψυχής της σαν να έγινε μια μαύρη κουρτίνα που έπεσε μπρος στα μάτια της Σταυρούλας.
Τινάχτηκε σαν ελατήριο από το κρεβάτι κι όρμησε πάνω στη μάνα της. Θα σε σκοτώσω σκύλα της φώναζε και χτυπούσε μανιασμένα όπου έβρισκε. Σταμάτησε μόνο όταν αισθάνθηκε ότι η γριά κείτονταν στο πάτωμα με κλειστά μάτια κι ακίνητη.
Ανήμπορη να σκεφτεί ή να θέλει να κάνει οτιδήποτε, κίνησε για το κρεβάτι της, αλλά εκείνη τη στιγμή άνοιξε απότομα η πόρτα και μπήκε τρέχοντας η Αναστασία που είχε ακούσει τη φασαρία επιστρέφοντας από το μοδιστράδικο.
Τι έκανες Σταυρούλα; ούρλιαξε πέφτοντας πάνω στη μάνα της και χαϊδεύοντας το ματωμένο της πρόσωπο.
Τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε σαν χαμένη την αδερφή της που καθόταν στην άκρη του κρεβατιού με τα χέρια κρεμασμένα και άδειο βλέμμα.
Θα σαπίσετε στη φυλακή πουτάνες, γρύλισε η Κατερίνα που πάσχιζε ν’ ανοίξει τα πρησμένα της βλέφαρα.
Πάνε με στο κρεβάτι μου, πρόσταξε την Αναστασία και της έσπρωξε απότομα το χέρι που πήγε να τη χαϊδέψει.
Κοίταξε με απόγνωση την αδερφή της, δεν μπορούσε να σηκώσει την πεσμένη γυναίκα που είχε αφεθεί κι ήταν βαριά σαν μολύβι . Εκείνη σηκώθηκε σαν άψυχο ξύλο και τράβηξε τη γριά απ’ το πάτωμα, τη φορτώθηκε στην πλάτη σαν σακί και φτάνοντας στο δωμάτιό της την πέταξε σχεδόν πάνω στο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι.
Σύρε να φέρεις τη γιατρίνα, ξαναδιέταξε η Κατερίνα την Αναστασία.
- Κι αν πει τι έπαθε; ρώτησε κείνη σιγανά τη Σταυρούλα.
- Ας πει ό,τι θέλει. Αφού δεν ψόφησε αυτή, ας πάω εγώ στη φυλακή να μη τη βλέπω και μου γυρίζουν τ’ άντερα, απάντησε κείνη κι ύστερα βγήκε από το δωμάτιο της γριάς και πήγε στο δικό της. Χώθηκε κάτω από το πάπλωμα και το τράβηξε μέχρι πάνω από το κεφάλι της, τρέμοντας από τον πυρετό που ξαναγύρισε πιο δριμύς.
Σε πολύ λίγη ώρα γύρισε η Αναστασία με τη νεαρή γιατρίνα που έκανε το αγροτικό της στο χωριό.
Πρώτα να δω τη μητέρα σας, είπε η κοπέλα κι άρχισε να εξετάζει τη γριά, αφού της καθάρισε το πρόσωπο από τα αίματα
Πώς πάθατε τέτοια ζημιά κυρία Κατερίνα; ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον.
Έπεσα και τσακίστηκα, είπε στυφά εκείνη, μην αφήνοντας περιθώρια για παραπανίσιες ερωτήσεις.
Στην ηλικία σας πρέπει να προσέχετε πολύ’ μια πτώση μπορεί να προκαλέσει κάποιο κάταγμα κι αυτό να σας κρατήσει μήνες στο κρεβάτι. Ευτυχώς, γύρισε στην πανιασμένη Αναστασία, δεν έσπασε κανένα κόκαλο. Παραπάτησε κι έπεσε, έτσι δεν είναι; Ναι, κούνησε το κεφάλι της εκείνη, τρέμοντας μη και καταλάβει η ξένη κοπέλα τι πραγματικά συνέβη. Τι θ’ απογίνονταν αν η Σταυρούλα κατέληγε στη φυλακή; χώρια το ρεζιλίκι στο χωριό. Σκότωσαν τη μάνα τους οι αγάμητες, θα σχολίαζαν επί μήνες οι χωριανοί που ψοφούσαν για κάτι τέτοια. Βούτυρο στο ψωμί τους τα κουτσομπολιά σε βάρος αλλωνών για να ξεχνούν οι άλλοι τις δικές τους ντροπές και να ξεχνούν οι ίδιοι τα δικά τους βάσανα. Λίγο το ‘χεις να προκύψει τέτοια νοστιμιά για ν’ αρτύζουν τ’ ανιαρά βράδια του χειμώνα που μαζεύονταν ο ένας στο σπίτι τ’ αλλουνού για να νυχτερέψουν;
Η γιατρινούλα έδωσε ένα παυσίπονο κι ένα ηρεμιστικό στη γριά που την πήρε κιόλας ο ύπνος.
Για να δούμε και την πραγματικά άρρωστη τώρα, είπε μαζεύοντας τα ιατρικά της σύνεργα κι ακολουθώντας την Αναστασία στο δωμάτιο της Σταυρούλας.
Άσχημο κρυολόγημα, διέγνωσε και βιάστηκε ν’ αποχωρήσει αφού συνέστησε αντιπυρετικά και πολλά υγρά.
Αυτή η γυναίκα την τρόμαζε έτσι όπως ήταν σαν φτιαγμένη από σκούρα πέτρα, με μόνα τα μάτια της που έφεγγαν μ’ ένα δυνατό φως να δείχνουν ότι είναι ένα ζωντανό πλάσμα.
Η Αναστασία έκλεισε την εξώπορτα πίσω από τη γιατρίνα και κάθισε σε μια καρέκλα αποκαμωμένη.
Δεν ήξερε τι έγινε, τι προκάλεσε αυτό το μακελειό. Πώς η Σταυρούλα έχασε τον περιβόητο αυτοέλεγχό της, που συχνά έμοιαζε με αναισθησία, πώς μπόρεσε να χτυπήσει με τόση μανία τη μάνα τους. Τη μάνα τους; κι αναλύθηκε σε λυγμούς.
Αυτή ναι, είχε όλα τα δίκια να μισεί την Κατερίνα, έτσι όπως της ρήμαξε τη ζωή κι έτσι όπως την απόπαιρνε με το παραμικρό, αλλά η Σταυρούλα γιατί; Η Κατερίνα, εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν δεν την κοίταζε ποτέ και σπάνια της απηύθυνε το λόγο, σαν να τη φοβόταν ή ακόμα χειρότερα σαν να μην τη λογάριαζε για άνθρωπο.
Σκάσε μαρή, τσίριξε η γριά από το δωμάτιό της που ήταν δίπλα στην κουζίνα και γι αυτό εύκολο ν’ ακούσει τα κλάματα της θυγατέρας της, κι εκείνη σώπασε αμέσως τρομαγμένη. Από τότε που έφυγε ο Δημητρός, η Αναστασία τη φοβόταν τη μάνα της και προσπαθούσε να προλαβαίνει τις επιθυμίες της για να μην ακούει βρισιές και κατάρες, που έγιναν πιο πυκνές και άγριες από τότε που άρχισαν να εμφανίζονται οι γαμπροί.
Ποτέ δε μίλησε γι αυτά στη Σταυρούλα, κι η γριά, θαρρείς κι η ασχημοκόρη της θα την τιμωρούσε, πολύ σπάνια μιλούσε άσχημα στη μικρή όταν ήταν παρούσα η μεγάλη.
Σηκώθηκε με κόπο και σκούπισε τα μάτια της. Χρειάζεσαι τίποτα μάνα; τη ρώτησε τρυφερά μπαίνοντας στο δωμάτιο.
Να πας στο διάβολο, αυτό χρειάζομαι, είπε κείνη κι η Αναστασία έφυγε για το δωμάτιο της Σταυρούλας. Τη βρήκε κουκουλωμένη με το πάπλωμα και γυρισμένη προς τον τοίχο σαν να μην ήθελε να βλέπει τίποτα. Έκατσε πλάι της και της χάιδευε τα μαλλιά χωρίς να μιλάει.
Την άλλη μέρα έτρεξε μέχρι το μοδιστράδικο να πει στην κυρά Μαρία ότι θέλει δυο τρεις μέρες άδεια γιατί έχει τις δυο γυναίκες άρρωστες στο σπίτι, ψώνισε τα αναγκαία και γύρισε με την ψυχή στα δόντια. Πού ξέρεις τι μπορεί να έχει συμβεί πάλι.
Τις επόμενες μέρες η γριά έβριζε ακατάπαυστα, ξαπλωμένη κι ανήμπορη να σηκωθεί έστω και για την ανάγκη της. Η Σταυρούλα ανεβοκατέβαζε πυρετό και χτυπούσαν τα δόντια της από τα ρίγη, αλλά σύντομα σηκώθηκε και βγήκε έξω να μυρίσει καθαρό χειμωνιάτικο αέρα. Είμαι καλά, έσπευσε να καθησυχάσει την αδερφή της που έτρεξε πίσω της τρομαγμένη. Θα κάνω μια βόλτα να ξεμουδιάσω λίγο και θα γυρίσω γρήγορα.
Μετά από δυο μέρες ξαναγύρισε στην καθημερινότητά της, πιο σιωπηλή όμως από ποτέ.
Την κάρτα του Ιβάν δεν την ξανακοίταξε κι ένα πρωινό έψαξε στην τσέπη του παλτού της και σαν να ήταν κανένα κουρελόχαρτο, άναψε μ’ αυτή τα προσανάμματα στο τζάκι.
Θαρρείς και τη λέρωσε με τα χέρια της, με τα μάτια της και με τα λόγια της η Κατερίνα, κι η Σταυρούλα την καταδίκαζε να μην υπάρχει πια.
Η Κατερίνα πάλι, βρήκε καινούριο τρόπο να βασανίζει την Αναστασία. Παρ’ όλο που τα επιπόλαια τραύματά της είχαν γιατρευτεί εντελώς, αρνιόταν να σηκωθεί από το κρεβάτι κι αν δεν προλάβαινε να τη σηκώσει η έρημη η κόρη της, τα ‘κανε πάνω της.
Τι θα κάνουμε; ρώτησε ένα βράδυ τη Σταυρούλα.
Έχει ένα γηροκομείο στην Καβάλα που παίρνουν και τέτοια τέρατα, είπε κείνη. Τη στέλνουμε κει κι ησυχάζουμε. Από μένα έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να περιμένεις βοήθεια. Ακόμα κι αν δεν είχα άλλες σπουδαιότερες δουλειές να κάνω, αυτό το πλάσμα θα το ακουμπούσα μόνο για να το σκοτώσω.
Τι σού ‘κανε αδερφούλα μου, ικέτεψε με τις γαλάζιες της θάλασσες δακρυσμένες.
Ο,τι μου ‘κανε, το ‘κανε και τελείωσε, είπε υπόκωφα η Σταυρούλα και δεν ξαναμίλησε.
Περιμένοντας τον ύπνο να την πάρει μακριά από τις σκοτούρες της, η Αναστασία ξανάφερε τα λόγια της αδερφής της στο μυαλό της, αλλά ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να συμφωνήσει με ό,τι άκουσε.
Αγαπούσε τη μάνα της όπως ο σκύλος τον αφέντη του κι ας εκείνος τον δέρνει. Χρόνια τώρα, η μόνη της αληθινή προσδοκία ήταν να την κάνει να την ξαναγαπήσει κι εκείνη. Ίσως γι αυτό δεν ξεσηκώθηκε ποτέ εναντίον της και ποτέ δεν της ζήτησε το δίκιο της όταν η Κατερίνα απέπεμπε με κείνο τον ιδιόμορφο τρόπο τους γαμπρούς, κι όταν της φερόταν είτε σαν να μην υπάρχει είτε σαν να ήταν καλύτερα να μην υπήρχε.
…………………………………
Δεν θα ξαναπάω στο μοδιστράδικο, ανακοίνωσε στην αδερφή της λίγες μέρες μετά την τελευταία τους κουβέντα. Η μάνα μας με χρειάζεται.
Δεν φτάνει που σου ρήμαξε τη ζωή, θέλεις να την αφήσεις να σε αποτελειώσει κιόλας. Αν νομίζεις ότι αυτό πρέπει να κάνεις, κάν' το, είπε η Σταυρούλα ανέκφραστη. Αλλά η γριά θα γίνει περδίκι και συ θα πεθάνεις, γιατί το ξέρεις ότι δεν έχει τίποτα, έτσι τα κάνει όλα, για να σε τυραννάει.
Η Αναστασία ανασήκωσε τους ώμους με κείνη την παραίτηση που άρχισε να βλασταίνει από τότε που, αφού δεν δέχτηκε να τον δει ως γαμπρό η Κατερίνα, ο γιος του υφασματέμπορα την παρακαλούσε για μήνες να το σκάσει μαζί του. Μετά τι θα κάνει, θα μας δεχτεί, της έγραφε σε κείνα τα ταλαίπωρα χιλιοδιπλωμένα χαρτάκια του. Μέχρι που έφτασε το σήμερα, κι η κακιά φύτρα πέταξε το τελευταίο κλωνί και την κάλυψε ολόκληρη με τη δηλητηριώδη σκιά της.
………………………………………………….………………………………………
Άνοιξη’ έφτασε επιτέλους ένα πρωινό κι η Σταυρούλα σηκώθηκε από το κρεβάτι της και στάθηκε ξυπόλητη μπρος στο ανοιχτό παράθυρο. Ρούφηξε μ’ όλη της τη δύναμη την πικρουλή ευωδιά απ’ τα φρέσκα φυλλαράκια της λεύκας και ξαναθυμήθηκε το όνειρο της περασμένης νύχτας. Ήταν, λέει, κατακαλόκαιρο κι όλα ήταν χρυσά και λαμπερά τριγύρω. Κι εκείνη, ντυμένη σαν γυναίκα, καλοχτενισμένη και σχεδόν όμορφη, καθόταν στο τραπέζι κάτω από τη μουριά με όλους τους εργάτες γύρω της και τραγουδούσε κρατώντας το χέρι του Ιβάν και κοιτώντας τον στα μάτια.
Είχε να τον σκεφτεί από κείνη τη ζοφερή μέρα που κόντεψε να σκοτώσει τη μάνα της.
Απόδιωξε γρήγορα τη γελαστή μορφή του κι ετοιμάστηκε για το χωράφι.
Ανάλαφρη που ήταν η ψυχή της σήμερα. Θα’ ναι που ήρθε η άνοιξη, σκέφτηκε κοιτώντας τον ήλιο να ψηλώνει λαμπρός στον καθαρό ουρανό και τη φύση που πρασίνιζε κι έλαμπε κάτω από την πρωινή δροσιά.
…………………..
Εκείνη τη μέρα δούλεψε με αληθινή όρεξη κι όταν έφτασε το μεσημέρι κάθισε να ξεκουραστεί καμαρώνοντας το απέραντο χωράφι με το στάρι που είχε αρχίσει να ψηλώνει και χόρευε απαλά μαζί με το αεράκι.
Δεν είχε προλάβει να μαζέψει τ’ αποφάγια της, όταν έφτασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις άντρες. Οι δυο ήταν από την παρέα του Ιβάν, που είχαν δουλέψει πέρσι γι αυτήν, αλλά οι άλλοι δυο, Βούλγαροι κι αυτοί, της ήταν άγνωστοι.
Όση ώρα κανόνιζαν για τις δουλειές και τα μεροκάματα, σχεδόν δάγκωνε τις λέξεις για να μη ξεστομίσει την ερώτηση που είχε σχηματιστεί μέσα της από την πρώτη στιγμή που τους είδε. Δε χρειάστηκε.
Έχεις χαιρετίσματα από τον Ιβάν, της είπε ο μεγαλύτερος, και ρωτάει αν θα έχεις δουλειά και γι αυτόν αργότερα.
Δε μίλησε αμέσως, φοβήθηκε μην ακουστεί δυνατά η χαρά της.
Θα έχω, είπε μετά από λίγο. Ο Ιβάν είναι καλός και φιλότιμος εργάτης και πάντα θα έχω δουλειά για τέτοιους ανθρώπους.
Έδωσαν τα χέρια κι οι επισκέπτες ξεκίνησαν να φύγουν χαρούμενοι. Δύσκολη η ζωή στον τόπο τους, όλα ακριβά και τα μεροκάματα φτηνά, όταν κι όποτε υπήρχε δουλειά.
Να, κι ο Ιβάν περίμενε να κλείσουν τα σχολεία για να κατηφορίσει στον εύφορο κάμπο της Χρυσούπολης, να δουλέψει σκληρά και να μαζέψει συμπλήρωμα για τα προς το ζην.
Να έρθεις Ιβάν, καλώς να ορίσεις, ψιθύρισε τρυφερά, όταν έφυγαν όλοι κι έμεινε μόνη της.
Σήμερα η επιστροφή στο σπίτι δεν ήταν ούτε πικρή, ούτε σαν θηλιά στο λαιμό της. Μέχρι που ρώτησε την Αναστασία και τι κάνει η μάνα τους.
Το βράδυ άργησε να πέσει για ύπνο. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και κοίταζε το φεγγάρι, που μια κρύβονταν στα φυλλώματα της λεύκας και μια έλαμπε και σαν να της χαμογελούσε.
Βγήκε έξω ν’ ανασάνει τον κεντημένο με ανεπαίσθητες ευωδιές, αέρα της νεαρής άνοιξης. Έβγαλε τις παντόφλες της και πάτησε απαλά το μαλακό γρασίδι.
Είχε πάνω από τριάντα χρόνια να το κάνει αυτό. Ήταν και τότε, εκείνη την τελευταία φορά, ευτυχισμένη. Ήταν εκείνο το βράδυ που τους είπε ο πατέρας ότι η Σταυρούλα μεγάλωσε λίγο και τώρα μπορεί να πάει στο γυμνάσιο στο ξένο μέρος.
Τις εικόνες και τα λόγια εκείνης της βραδιάς, τα κρατούσε ολοζώντανα μέσα της. Τα είχε τυλιγμένα στο βελούδο της ψυχής της και τα χάιδευε όταν πνιγόταν από λύπη.
Ξαναείδε το μπαμπά της όπως ήταν λατρεμένος, τότε, τη μαμά της νέα κι αγέρωχη, τρυφερή και αυστηρή μαζί, την Αναστασία μικρή και πανέμορφη σαν ένα υπέροχο μπουμπούκι ρόδου, και τον εαυτό της μαυριδερό, λιγνό, με κείνα τα κατάμαυρα μάτια που τσάχτιζαν από εξυπνάδα, όπως έλεγε κάποτε καμαρώνοντας η γιαγιά της.
Πόση αγάπη, πόση εκτίμηση, πόσος σεβασμός, περηφάνια και κοινή προσπάθεια σ’ ένα όμορφο, πεντακάθαρο και φωτεινό σπιτικό’ το δικό τους σπιτικό.
Και τώρα; γύρισε και κοίταξε το ίδιο σπίτι, μουντό, άχαρο, άχρωμο, που φώναζε από παντού την απουσία χαράς από μέσα του.
Γιατί ρε πατέρα; τον ρώτησε έτσι όπως τον είχε κρατημένο μέσα της από κείνη τη νύχτα που τον είδε να φεύγει σκυφτός και σέρνοντας τα βήματά του.
Πού πήγαν η περηφάνια κι η λεβεντιά σου; Σε λυπήθηκα εκείνο το βράδυ κι από τότε πέθανες και για μένα. Από την ώρα που ένιωσα οίκτο για σένα, έπαψες να είσαι ο πατέρας μου κι ο ήρωάς μου.
Ποιος ξέρει πώς θα ήταν η ζωή μου, η ζωή μας, αν δεν τρελαινόσουν πατέρα.
Η μάνα μας θα συνέχιζε να σε αγαπάει και να αισθάνεται ότι έχει το μοναδικό άντρα που της ταίριαζε.
Η Αναστασία μας θα ήταν μια υπέροχη γυναίκα, ανθισμένη για πάντα και θα έκανε παιδιά που θα της έμοιαζαν. Πανέμορφα στη μορφή κι ολόγλυκα στην ψυχή.
Κι εγώ θα μορφωνόμουν, θα έβγαινα στον κόσμο και μπορεί να ένιωθα πολύ νωρίτερα αυτή τη θεία χαρά που με ποτίζει η προσμονή του Ιβάν, για έναν άντρα που θα μ’ αγαπούσε κι εκείνος. Θα άνθιζα κι εγώ τότε με τη δική μου ομορφιά. Τώρα, κανένας δεν μπορεί να μ’ αγαπήσει κι ακόμα περισσότερο εκείνος, που είναι νέος, όμορφος και μορφωμένος.
Τι κρίμα για όλους μας πατέρα. Μας ρήμαξες για μια ψεύτρα ντιζέζ. Και τον εαυτό σου τον ρήμαξες,. Σαν να τα ‘παιξες όλα στα ζάρια και να τα ’χασες με μια ζαριά.
Ιβάν, Ιβάν, γλυκέ Ιβάν, μακάρι να μπορούσα να έχω μια ελπίδα ότι θα μ’ αγαπούσες λίγο, σκέφτηκε, ανοίγοντας έτσι την πόρτα για να περάσουν όμορφα όνειρα στον ύπνο της.
………………………………………..
Όλες οι μέρες κι όλες οι νύχτες που ακολούθησαν, γλύκαιναν από τη σκέψη του Ιβάν. Δεν ανυπομονούσε. Της έφτανε που κάποια στιγμή αυτό το καλοκαίρι, θα τον ξανάβλεπε. Ούτε κι ονειρευόταν τίποτα για τους δυο τους. Τα όρια που έβαλε πέρσι, παρέμεναν απαραβίαστα κι έτσι θα συνέχιζαν. Της έφτανε να αρτύζει τη στεγνή καθημερινότητά της με τη σκέψη του, τη μορφή του, το μπλε των ματιών του και το ευγενικό του χαμόγελο.
Ένοιωθε ευγνωμοσύνη για την ευλογία του έρωτα κι ας την αξιωνόταν κοντά στα πενήντα της.
'Ηταν έκπληκτη για όλα αυτά τα καινούρια’ για τη χαρά που φούντωνε μέσα της κι έκανε τα μάτια της να λάμπουν ακόμα παραπάνω και για την αγάπη που την πλημμύριζε για το κάθε τι γύρω της.
Χθες στάθηκε ολόγυμνη μπρος στο μεγάλο καθρέφτη της καρυδένιας ντουλάπας στο δωμάτιό της και κοίταξε τον εαυτό της ολόκληρο για πρώτη φορά από τότε που παρατηρούσε τις αλλαγές στο εφηβικό κορμάκι της.
Η σκληρή δουλειά στα χωράφια είχε γυμνάσει κάθε ίνα του κορμιού της που παρέμενε ψηλόλιγνο και χωρίς ίχνος λίπους οπουδήποτε. Είχε τέλειες γραμμές, μικρό και στητό στήθος και υπέροχα πόδια με κείνα τα στρογγυλά, σαν να τα είχε λαξέψει θεία σμίλη, γόνατα.
Δεν μπορεί, η φύση θα είχε όρεξη για πλάκα όταν την συνέλαβαν η Κατερίνα κι ο Δημητρός. Πώς έγινε και πάνω σ’ αυτό το τέλειο σώμα πήγε και φύτρωσε εκείνο το μαυριδερό κεφάλι με τα συρματένια μαλλιά, τη γαμψή μύτη και τα μικρά μάτια που φώλιαζαν τόσο βαθιά μέσα στις κόχες τους και τώρα πια ήταν πνιγμένα μέσα σ’ ένα δίχτυ από δεκάδες ρυτίδες.
Κανείς δεν είχε δει ποτέ το κορμί της, κανείς δεν το θαύμασε στην ωριμότητά του, ούτε καν η μάνα της κι η αδερφή της. Ούτε και μπορούσε κανείς να μαντέψει ότι κάτω από τα άχαρα αντρικά παντελόνια και τα φαρδιά πουκάμισα κρυβόταν ένα άγαλμα. Αλλά θα πεις, και τη φωνή της που ήταν σαν ζεστό γλυκό κρασί, μήπως την άκουγε κανείς έτσι λιγόλογη κι απόμακρη που ήταν;
Μόνο τα μαύρα τσαχτίσματα των ματιών της θα μπορούσαν να γοητέψουν κάποιον’ ένα ποιητή ίσως, αλλά τέτοιοι δεν βρίσκονταν ανάμεσα στους συντοπίτες της.
Αχ Ιβάν, μακάρι να σε γνώριζα μερικά χρόνια νωρίτερα και μακάρι να ήσουν
ποιητής.
Ξάπλωσε στο μαλακό στρώμα και σκεπάστηκε έτσι όπως ήταν γυμνή με το κάτασπρο σεντόνι. Δεν θα την έβλεπε κανείς για να παραξενευτεί’ η Αναστασία είχε μετακομίσει στο δωμάτιο που ήταν δίπλα σε κείνο της Κατερίνας για να προφταίνει τις επιθυμίες της κατάκοιτης.
Κοιμήθηκε ευτυχισμένη κι ας απόδιωξε βίαια τη σκέψη των ζεστών χεριών του Ιβάν πάνω στο κορμί της.
Φοβόταν ν’ αφήσει τη φαντασία της να τροφοδοτήσει αισθήματα και προσδοκίες που ήταν βέβαιη ότι θα την αρρώσταιναν μετά. Πού ξέρεις, μπορεί να είχε γυναίκα και παιδιά εκεί στην πατρίδα του. Αλλά ακόμα κι αν όχι, το πιθανότερο θα ήταν να του προκαλούσε γέλια η αποκάλυψη του έρωτα μιας σιτεμένης και κακόμορφης γεροντοκόρης. Θαύμαζε όμως τη φωνή της. Ε, και; Μπορεί ένας νέος κι όμορφος άντρας να ερωτευτεί μια γυναίκα σαν κι αυτή μόνο και μόνο για τη φωνή της; Και στο κάτω κάτω της γραφής γιατί το ‘κανε θέμα; Ο Ιβάν ήταν ένας ευγενικός άντρας, ήθελε να της κάνει ένα κομπλιμέντο και μη βρίσκοντας τίποτ’ άλλο άξιο αναφοράς πάνω της, θαύμασε τη φωνή της, χωρίς να λέει ψέματα και χωρίς να της προκαλεί σκέψεις για το ότι τάχα προσπαθεί να την κολακέψει.
Να, γι αυτό δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα απ’ όλ’ αυτά’ γιατί μπορεί να άρχιζε να ονειρεύεται και μετά θα έπρεπε να συμμαζευτεί χλευάζοντας τον εαυτό της που επέτρεψε να γλυκαθεί με όνειρα που δεν θα συγγένευαν ποτέ με την πραγματικότητα.
Ποτέ δεν ξέχασε το βάραθρο που άνοιξε μέσα στην ψυχή της, όταν άκουσε τη μάνα της να λέει στο θείο από την Καβάλα ότι δεν πρόκειται να τη στείλει στο γυμνάσιο γιατί τη χρειάζονταν τα χωράφια.
Κανένας δε νοιάστηκε και σε κανέναν δεν επέτρεψε να καταλάβει την απελπισία της έφηβης καρδιάς της, που είχε αρχίσει, για μια δεύτερη φορά τότε, να ονειρεύεται μια άλλη ζωή κι ένα άλλο μεγάλωμα γι αυτήν κι ίσως και για την αδερφή της, μια που και κείνη είχε εκφράσει την επιθυμία να σπουδάσει.
Πόσο πολύ ήθελε τότε να φύγουν κι οι δυο από κείνο το ζοφερό γκρίζο που ήταν η ζωή τους από τη μέρα που έφυγε ο Δημητρός.
Κι ήταν το αποτύπωμα της απογοήτευσής της τόσο βαθύ και μεγάλο, που από τότε δεν ξαναονειρεύτηκε τίποτα. Και τώρα είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη πια και ξέρει ότι τα όνειρα είναι παραμύθια κι η ζωή το τέρας που τα κατασπαράζει.
Όμως, γλυκαίνει τις μέρες μου η σκέψη του, χαμογέλασε κλείνοντας τα μάτια και τραβώντας το σεντόνι ως το πηγούνι της, κι αυτό μου φτάνει’ δώρο είναι κι αυτό, έτσι κι αλλιώς, και το αποδέχομαι με χαρά.
Σαν τη ζάχαρη που έβαζε στην άκρη της χούφτας της η Αναστασία όταν μου ‘φερνε εκείνα τα κατάξινα άγουρα κορόμηλα κι εγώ τα ‘τρωγα μόνο και μόνο για να γεύομαι τη λίγη γλύκα που τους πρόσθετε η ζάχαρη πριν τη σκεπάσει πάλι η ξινάδα τους.
…………………………………………..
Μέρες τώρα, η Κατερίνα που κατόπτευε το χώρο από το δωμάτιό της, όπου το κρεβάτι της ήταν τοποθετημένο έτσι που να βλέπει σχεδόν όλη την περιοχή της κουζίνας, ένιωσε την αλλαγή της Σταυρούλας.
Στην αρχή ήταν κάτι ακαθόριστο και συνάμα περίεργο, αλλά σιγά σιγά έγινε πιο ξεκάθαρο. Η Σταυρούλα έγινε πιο απαλή’ όχι ότι πριν ήταν βαριά και θορυβώδης. Πάντα ήταν σιωπηλή κι απόμακρη. Αυτή η τωρινή της αύρα όμως, θαρρείς κι έφερνε μυρωδιές της άνοιξης’ πασχαλιές και βιολέτες.
Αυτή, όταν ήταν ερωτευμένη με το Δημητρό, κουβαλούσε μαζί της μοσκοβολιές από τριαντάφυλλα και μαργαρίτες, θυμήθηκε, κι η εξοστρακισμένη ανάμνηση πήγε να γλυκάνει τη μιζέρια της.
Μπα π’ ανάθεμά σε κακορίζικη, έρωτες σε μάραναν τώρα στα γεράματα, ξεστόμισε μόλις συνειδητοποίησε τι είχε σκεφτεί πάλι, και μούντζωσε κατά κει που νόμιζε ότι ήταν το χωράφι όπου δούλευε η Σταυρούλα.
Μέσα στην κακιασμένη δίνη της τρέλας της το διασκέδαζε κιόλας η Κατερίνα. Άλλωστε, ακόμα και τότε που ήταν όλοι μαζί και ζούσαν ήρεμα κι αγαπημένα, όταν προσπαθούσε να φανταστεί τις ζωές των θυγατέρων της ως ενήλικων γυναικών, έβλεπε την Αναστασία της ως μια ευτυχισμένη σύζυγο και μάνα υπέροχων παιδιών που θα κληρονομούσαν την ομορφιά και την καλοσύνη της, αλλά τη Σταυρούλα δε μπορούσε να τη φανταστεί ούτε ως μάνα, ούτε ως σύζυγο, ούτε πολύ περισσότερο ως ερωμένη. Αχ το Σταυράκι μου, έλεγε τότε αναστενάζοντας, ευτυχώς που είναι έξυπνο και θα σπουδάσει, αλλιώς, μαύρη η μοίρα που το μοίρανε’ ποιος θα γυρίσει να το κοιτάξει έτσι που είναι.
Και να τώρα που την ένιωθε ερωτευμένη. Ποια; η Σταυρούλα, το μαγκούφικο μαυροτσούκαλο που ‘ναι πιο άσχημη κι απ’ τα σκιάχτρα στα χωράφια της.
Ε, άμα την ερωτευτήκανε κι αυτήν, πάει, γύρισε ανάποδα ο κόσμος, κάγχασε η Κατερίνα κι αποφάσισε ότι από δω και πέρα θα έριχνε όλη της την προσοχή στην ασχημοκόρη της, έτσι που να μην της ξεφύγει καμιά απόχρωση από το βλέμμα της, καμιά αλλαγή στη στάση του κορμιού της, καμιά μουσική απ’ τη μιλιά της.
Την Αναστασία δε χρειαζόταν να την κοιτάει καν’ αυτό το χαϊβάνι το ‘δεσα μια χαρά στο παχνί, το άλλο το μουλάρι που άρχισε να κλωτσάει πρέπει να προσέχω.
Η Σταυρούλα, πάλι, γλυκαιμένη από τη σκέψη του Ιβάν, άρχισε να βλέπει τα γύρω της με άλλα μάτια. Έγινε και πιο ομιλητική. Να, χτες το βράδυ, όταν τέλειωσε η Αναστασία με την περιποίηση της γριάς, την πήρε κι έκατσαν στον ξύλινο καναπέ κάτω από την κληματαριά και σιγανοκουβέντιαζαν. Όχι για τίποτα σπουδαίο, για τα καθημερινά έλεγαν, αλλά ήταν τόσο πρωτόγνωρο αυτό, που η Αναστασία ένιωθε σαν να της χάρισαν τον ουρανό με τ’ άστρα.
Όχι, όχι, ποτέ δεν αμφισβήτησε την αγάπη της αδερφής της. Το ήξερε ότι την αγαπούσε, αλλά είχαν να καθίσουν έτσι και να σιγομιλάνε, χρόνια ολόκληρα.
Είσαι χαρούμενη τώρα τελευταία, της είπε απαλά κάποια στιγμή που η Σταυρούλα έγειρε πίσω το κεφάλι της και κοίταζε το γεμάτο φεγγάρι που έπαιζε με τα φύλλα της λεύκας στην άκρη της αυλής.
Ήρθε το καλοκαίρι της είπε εκείνη, μετά από λίγο, γι αυτό. Όλα είναι πιο φωτεινά και μυρίζουν όμορφα.
Η Αναστασία ένιωθε ότι δεν ήταν μόνο αυτό, αλλά δε ρώτησε τίποτα παραπάνω. Της έφτανε που ζούσε μια τέτοια στιγμή. Αυτή κι η αδερφή της, ήρεμες κι αγαπημένες κάτω από το φως του φεγγαριού, όπως τότε που ήταν παιδιά και κοπελίτσες.
Έμεινε κι εκείνη σιωπηλή, ακούμπησε το κεφάλι της στην πλάτη του καναπέ κι έφερε στο νου της το παραμύθι που της έλεγε κάποτε η Σταυρούλα για τη νεραϊδούλα που έπεσε απ’ τη φεγγαρένια κούνια της στην αγκαλιά του πρίγκιπα στη γη, και πόσο αγαπήθηκαν οι δυο τους και πόσο ευτυχισμένοι έζησαν μαζί για πάντα.
Δεν παραπονιόταν η Αναστασία. Ήταν ευγνώμων για ό,τι καλό της συνέβαινε και το ‘παιρνε γρήγορα απόφαση όταν κάτι δεν πήγαινε κατά πώς το περίμενε.
Τα όνειρα που κάποτε τόλμησε να κάνει φάνταζαν πολύ μακρινά’ σαν να τα διάβασε κάπου ή να της τα διηγήθηκαν. Δεν την πονούσαν πια σαν ανοιχτές πληγές που αιμορραγούσαν.
Δεν έριχνε ευθύνες σε κανέναν’ ήξερε μόνο ότι η ζωή της αρρώστησε από τότε που έφυγε ο πατέρας της και τρελάθηκε η μάνα της.
Κοίταξε μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά της τη Σταυρούλα’ είχε μείνει ακίνητη και συνέχιζε να κοιτάζει το φεγγάρι. Το φως έπεφτε από μια τέτοια γωνία στο πρόσωπό της, που γλύκαινε τα χαρακτηριστικά της και σα ν’ αποκάλυπτε ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη της.
Σε ένα από τα περιοδικά που αγόραζε με το σωρό, είχε διαβάσει ότι στην εποχή μας καμιά γυναίκα δεν είναι άσχημη, αρκεί να ξέρει τον τρόπο να τονίζει τα καλά στοιχεία της εμφάνισής της.
Για σένα δεν έλεγες κανένα παραμύθι, σκέφτηκε κι άφησε το σκοτάδι να κρύψει το δάκρυ που κύλησε από τα μάτια της. Χαμένη ζωή είχες κι εσύ. Αν όλα είχαν πάει όπως είχαν ξεκινήσει, θα ήσουν μια αλλιώτικη γυναίκα τώρα. Μορφωμένη, καλλιεργημένη, κομψή κι, εντέλει, όμορφη. Τώρα, χαμένη μέσα στα αντρικά ρούχα, με το πρόσωπο αργασμένο από τον ήλιο και τον αέρα, τα χέρια σκασμένα κι άγρια από τη σκληρή δουλειά, δε διαφέρεις και πολύ από τα σκιάχτρα στα χωράφια, που λέει κι μάνα μας.
Θα είχες ζωή, θα είχες άντρα να σ’ αγαπάει και παιδιά να χαϊδεύεις και θα γελούσες. Θα γελούσες, ναι, τινάχτηκε ξαφνιασμένη σαν ν’ ανακάλυψε κάτι χαμένο από καιρό και χωμένο σε μια γωνιά, ολοφάνερο, αλλά κρυμμένο από τη σκόνη του χρόνου. Ποτέ δεν σε είδα να ξαναγελάς από τότε που ήμασταν παιδιά.
Της ήρθε να ουρλιάξει σαν να τη χτύπησε κάτι ξαφνικά στο πρόσωπο. Ποτέ καμιά μας δε γελάει σ’ αυτό το μουχλιασμένο σπίτι.
Πώς τα πάει η μάνα μας; την επανέφερε η φωνή της Σταυρούλας, δεν την ακούω να βογκάει τόσο συχνά πια.
- Η μάνα μας είναι η μάνα μας και βογκάει όποτε θυμηθεί, είπε πικρά. Εσύ το ‘λεγες πάντα ότι από τίποτα δεν υποφέρει το σώμα της, Μόνο το μυαλό της είναι χαλασμένο και μ’ αυτό μας βασανίζει. Άντε πάμε για ύπνο.
- Θα μείνω λίγο ακόμη, δε μου κάνει καρδιά να κλειστώ από τώρα μέσα.
- Εγώ πάω, είπε η Αναστασία μ’ ένα μικρό αναστεναγμό και περνώντας δίπλα από την αδερφή της άφησε ένα μικρό φιλί πάνω στα σκληρά μαλλιά της.
- Μ’ αγαπάς, είπε εκείνη σιγανά και με τα μάτια μισόκλειστα. Κι εγώ σ’ αγαπάω. Είσαι το μόνο πλάσμα που αγαπάω από τα δεκαπέντε μου και δώθε. Καληνύχτα αδερφούλα.
Τώρα αγαπάω και κάποιον άλλον, όχι όσο εσένα, αλλά τόσο γλυκά που με κάνει ευτυχισμένη, ψιθύρισε μέσα της κι έσφιξε τη ζακέτα πάνω της, αγκαλιάζοντας τον εαυτό της και χαϊδεύοντας το μέρος της καρδιάς. Θα το κρύψω όμως. Κανείς δεν θα το μάθει. Είναι δικό μου αυτό, μόνο δικό μου και κανέναν άλλο δεν αφορά. Ούτε καν εκείνον.
Ήταν ευτυχισμένη σαν παιδάκι τούτη την ώρα. Χάιδεψε τη στιγμή και την έπιασε απαλά για να την καταχωρήσει στο συρταράκι του μυαλού της που ήταν μόνο για τις μεγάλες ευτυχίες κι είχε να το ανοίξει από τότε που ήταν παιδί.
Σκάλισε λίγο εκεί μέσα και την απόθεσε τρυφερά δίπλα σε κείνη την ευτυχία που την κατέκλυζε όταν κάποτε, μικρούλα και μόνη στο σπίτι, ξάπλωνε πάνω στις φρεσκοπλυμένες κουρελούδες που μοσχοβολούσαν και το τζάκι φώτιζε και ζέσταινε το δωμάτιο, αφήνοντας απ’ έξω το σκοτάδι και το κρύο. Έτσι και τότε χαμογελούσε κι ήθελε να φωνάξει δυνατά την ευτυχία που της παρείχε το ζεστό τους σπίτι κι η ασφάλεια της αγάπης των γονιών της.
Φτωχή σοδειά, χαμογέλασε, αλλά πώς το ‘λεγε εκείνη η μεγαλύτερη γειτόνισσά της που σπούδαζε φιλολογία και το θυμόταν από τότε που ήταν παιδί; «ούκ εν τω πολλώ το εύ, εν τω εύ το πολλώ».
Θα σε κρύψω Ιβάν, θα σε κρύψω κι από σένα τον ίδιο. Πήρε βαθιά ανάσα, μύρισε την πολυαγαπημένη μυρωδιά των φύλλων της λεύκας κι έπεσε για έναν ύπνο χωρίς όνειρα. Τα όμορφα όνειρα της νύχτας είναι για κείνους που ανοίγουν τις πύλες της ψυχής τους κι έχουν τα σύνεργα για να κεντήσουν ευτυχίες, και τα άσχημα για κείνους που δηλώνουν έτοιμοι για την απαρχή της έλευσης μιας δυστυχίας.
Κι αυτή δεν είχε να περιμένει το πρώτο, ούτε να φοβάται για το δεύτερο.
………………………………
Το πρωί ξύπνησε πριν φέξει ακόμα για να πάει στα χωράφια. Ήπιε βιαστικά έναν καφέ και πήρε πάνω από το τραπέζι το δεματάκι με το κολατσιό που της ετοίμαζε από βραδίς η Αναστασία για να το φάει στο δρόμο.
Είναι κι αυτό ευτυχία, ψιθύρισε. Δεν είμαι μόνη’ έχω την αγάπη της αδερφής μου κι είναι η μόνη αγάπη που μου ανταποδίδεται, εκτός από αυτή της γης.
Περνώντας μπρος από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου της Κατερίνας, έριξε μια ματιά και χαμογέλασε λυπημένα. Ακόμα και σένα αγαπάω μάνα, ακόμα και σένα.
………………………………
Οι εργάτες ήταν κιόλας εκεί και την περίμεναν για ν’ αρχίσουν τη δουλειά. Προχώρησε προς το μέρος τους και για μια στιγμή, για μια στιγμή μονάχα, έχασε το βηματισμό της’ ανάμεσά τους ξεχώρισε τη μορφή του Ιβάν που της χαμογελούσε πλατιά.
Πήρε βαθιά αναπνοή, τους καλημέρισε και καλωσόρισε ευγενικά το νεοφερμένο.
Κανείς δεν κατάλαβε το φτεροκόπημα της καρδιάς της, ούτε κείνη την ώρα, ούτε αργότερα. «Ούτε ποτέ» έλεγε κι επαναλάμβανε κάθε τόσο στον εαυτό της, ειδικά όταν χρειαζόταν να τραβήξει το βλέμμα της που έμενε πάνω του περισσότερα δευτερόλεπτα από όσο θεωρούσε εκείνη επιτρεπτό.
Στο μεσημεριανό διάλειμμα προφασίστηκε μια δουλειά στο διπλανό χωράφι και δεν έκατσε μαζί τους πολύ. Φοβόταν ότι θα την προδώσουν το τρέμουλο των χεριών της και τα μάτια της που ασυναίσθητα θα κοίταζαν μόνο αυτόν.
Είχαν αποφάει και απολάμβαναν το τσιγάρο τους όταν επέστρεψε η Σταυρούλα. Ο Ιβάν της χαμογέλασε σαν να την καμάρωνε έτσι όπως την έβλεπε να κουμαντάρει με τόση ευκολία το τεράστιο τρακτέρ. Πλησίασε και της έτεινε το χέρι, σαν δανδής μιας άλλης εποχής, για να τη βοηθήσει να κατέβει από το ψηλό γεωργικό μηχάνημα.
Τά ‘χασε για μια στιγμή, αλλά βρήκε γρήγορα την αυτοκυριαρχία της κι άπλωσε κι αυτή το ροζιασμένο χέρι της χαμογελώντας, σαν να συναινούσε σ’ ένα παιχνίδι.
Δε χάρηκες που με είδες ξανά Σταυρούλα; ρώτησε κείνος.
Φυσικά και χάρηκα Ιβάν, είσαι καλός και φιλότιμος εργάτης κι ένας καλός φίλος. Σ’ ευχαριστώ για την κάρτα που μού ‘στειλες και για τα καλά σου λόγια, του είπε και προχώρησε λίγο πιο γρήγορα προς τους άλλους εργάτες που ξεκουράζονταν κάτω από την μεγάλη μουριά.
Ας περάσει γρήγορα η υπόλοιπη μέρα, ευχόταν μέσα της, να πάω σπίτι μου να κουβεντιάσω με τον εαυτό μου και να ψάξω τρόπους να μην προδοθώ.
Πιο πολύ απ’ όλα όμως, λαχταρούσε την ώρα που θα έμενε μόνη για να πάρει αγκαλιά το μυστικό της, να το χαϊδέψει, να του γελάσει, να του πει πόσο, πόσο, πόσο πολύ είναι ευτυχισμένη.
………….
Προδότρα ευτυχία δεν κρύβεσαι ούτε όταν σε φιλοξενεί μια μέχρι τότε άνυδρη καρδιά. Ξεκινάς από κει κι απλώνεσαι στις φωνητικές χορδές, στο μαυριδερό και χαρακωμένο από τον ήλιο και τον αέρα πρόσωπο, στις κινήσεις των χεριών, στα μάτια.
Κι αν η Αναστασία ψυχανεμίζονταν μόνο με την απαλότητα της αδερφής της, το άγρυπνο μάτι της γριάς πήρε αμέσως χαμπάρι την καινούρια αλλαγή. Εδώ είν’ αυτός σκέφτηκε μόλις την είδε να μπαίνει.
Και κείνη τη μέρα ήταν που αποφάσισε να σηκωθεί από το κρεβάτι και ν’ αναλάβει ευθύνες στο σπίτι. Αλλιώς παρακολουθείς όρθια κι εν κινήσει, κι αλλιώς ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι με το, εκ των πραγμάτων, περιορισμένο οπτικό πεδίο.
Το άλλο απόγευμα, επιστρέφοντας στο σπίτι πιο αναστατωμένη από ποτέ η Σταυρούλα, βρήκε την Κατερίνα να κάθεται στην πολυθρόνα της κάτω από την κληματαριά.
Γεια σου μάνα, τη χαιρέτισε με ευχάριστη έκπληξη. Το καλοκαίρι σου κάνει καλό τελικά.
Σηκώθηκα γιατί άμα μείνω κι άλλο στο κρεβάτι, θα τ’ αφήσετε όλα να γκρεμιστούν, άχρηστες. Δε βλέπετε ότι ο φράχτης θέλει φτιάξιμο και το σπίτι θέλει μερεμέτισμα και βάψιμο απ’ έξω; Να φέρεις μερικούς εργάτες απ’ τα χωράφια να κάνουν δουλειές κι εδώ. Ρημαδιό το καταντήσατε πια.
Οι δυο αδερφές κοιτάχτηκαν μ’ ένα μικρό χαμόγελο στα μάτια και ψιθύρισαν ταυτόχρονα: Καλωσόρισες μάνα…
Την άλλη μέρα το πρωί, η Κατερίνα ήταν όρθια πριν τη Σταυρούλα. Της ετοίμασε καφέ και την ξεπροβόδισε υπενθυμίζοντάς της αυτά που είχε πει χτες τ’ απόγευμα: Να φέρεις εργάτες για το σπίτι, μην το ξεχάσεις τέτοια ξεμυαλισμένη που είσαι.
Χάρηκε η Σταυρούλα. Όσο κι αν την είχε μισήσει εκείνη τη μέρα που είχε λάβει την κάρτα του Ιβάν, και για μήνες μετά, δεν μπορούσε να μη χαρεί που την έβλεπε πάλι ζωντανή.
Μαλακή που ήταν η ψυχή της σήμερα. Μια ήρεμη ευτυχία καταλάμβανε όλο της το είναι θαρρείς κι όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα μέσα της και γύρω της.
Μακάρι να ξαναγίνεις άνθρωπος μάνα, μακάρι να γαληνέψει η ψυχή σου και ν’ αγαπηθούμε πάλι οι τρεις μας. Τίποτα δεν τελείωσε. Όλα μπορούν να ξαναρχίσουν κι αυτή τη φορά να είναι τόσο όμορφα όσο μπορούν να γίνουν.
……………………..
Κοίτα, κοίτα ομορφιά τριγύρω. Της ερχόταν να τραγουδήσει, να μιλήσει στα δέντρα και στα πουλιά φωναχτά. Ήθελε να φωνάξει ένα βροντόφωνο ευχαριστώ σε όλα. Στο μυρωδάτο αέρα, στα χόρτα, στον ήλιο, και στη σκόνη ακόμα που σήκωνε στο διάβα του το βαρύ τρακτέρ έτσι όπως τραμπαλιζόταν στο χωματόδρομο με τις άπειρες λακκούβες. Πόσο της άρεσε που ήταν πάνω σ’ αυτό το ψηλό όχημα κι είχε τη δυνατότητα να βλέπει γύρω της από ψηλά και γι αυτό σε μεγαλύτερη ακτίνα απ’ ό,τι από το δικό της ύψος.
Είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι καλά, είπε δυνατά και χαμογέλασε πλατιά σε όλα όσα περνούσαν πλάι της.
Σαν να βρήκε ξαφνικά τη θέση της στον κόσμο, ένοιωθε να ταιριάζει παντού έτσι όπως αγαπούσε τα πάντα.
Σαν να γεννήθηκε αυτήν ακριβώς την ώρα. Το κακό χθες, το άγριο χθες, το αδιάφορο και το άνυδρο, δεν υπήρχαν. Και δεν υπήρχε και καμιά σκέψη για το πώς θα ήταν όλα αν αυτά που αισθανόταν τώρα, είχε την ευκαιρία να τα αισθανθεί δέκα και είκοσι χρόνια νωρίτερα.
Είχε βρέξει το ξημέρωμα. Μια βροχούλα γρήγορη, καλοκαιρινή, και το χώμα ανάδινε εκείνη τη μυρωδιά που σε κάνει να νοιώθεις μέρος της γης.
Η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και του φρεσκοκομμένου γρασιδιού ήταν για τη Σταυρούλα η επίσημη δήλωση της φρεσκάδας και της νεότητας της φύσης.
Ρουφούσε τον μυρωδάτο αέρα του πρωινού κι ένοιωθε την ευτυχία σαν δύναμη να ποτίζει με δροσιά κάθε ίνα του κορμιού της και κάθε ανεξερεύνητη και κρυφή γωνία του μυαλού της.
Αυτό είν’ ο έρωτας λοιπόν;
Ο λογισμός της πέταξε στο Δημητρό.
Αυτό σου συνέβη πατέρα; Όχι, σίγουρα όχι. Ο δικός μου ο έρωτας είναι χαρά, δημιουργία, δύναμη. Ο δικός σου ήταν καταστροφή.
Άραγε είναι το ίδιο νόμισμα κι εγώ βλέπω μόνο τη μια του μεριά; Μπορεί να είναι έτσι, μπορεί κι αλλιώς, σημασία έχει ότι εγώ βλέπω τούτη την όψη και είμαι καλά.
Είναι μεσημέρι και είμαι καλά, έλεγε ο πάντα καθαρός και περιποιημένος τρελοθοδωράκης, ξεσηκώνοντας τα γέλια των παιδιών κάθε φορά που τον ρωτούσαν τα άτιμα, τι κάνεις Θοδωράκη; ακριβώς για ν’ ακούσουν αυτά τα λόγια και μετά να σκορπίσουν τρέχοντας, αφήνοντάς τον να χαμογελάει καταμεσής στο δρόμο. Παιδάκι ήμουν τότε Θοδωράκη και πάντα ευτυχισμένο. Πού να ξέρω τη σοφία της φράσης σου για την ευτυχία της κάθε στιγμής, που μετά από λίγο μπορεί και να συνεχιστεί με λύπη ή φρίκη, αλλά εκείνη ακριβώς η στιγμή έχει καταχωρηθεί ως ευτυχία και στο χέρι μας είναι να διατηρήσουμε ή όχι τη μνήμη της.
Καλημέρα παιδιά, φώναξε ζωηρά στους εργάτες και κατέβηκε σβέλτα από το τρακτέρ. Την καλημέρισαν κι εκείνοι, και μερικοί παλιοί κοιτάχτηκαν λίγο ξαφνιασμένοι. Ζήτημα να είχαν δει πέντε δέκα χαμόγελα από τη Σταυρούλα όλα αυτά τα χρόνια που δούλευαν μαζί της.
Άμα χαμογελάει, τρώγεται η κουρούνα, ψιθύρισε ένας ντόπιος στο διπλανό του και γέλασαν σιγανά κι οι δυο.
Ξέρει κανείς από σοβάδες και βαψίματα; ρώτησε στο μεσημεριανό διάλειμμα. Θα χρειαστώ δυο τρεις από σας, αν θέλετε βέβαια επί πλέον δουλειά και χρήματα, για μερικά μερεμετίσματα στο σπίτι.
Δυο από τους Βούλγαρους, μαζί κι ο Ιβάν, δήλωσαν ότι ξέρουν και θέλουν.
Ελάτε το βραδάκι στο σπίτι να σας δείξω τι θα κάνετε, είπε κι έκλεισε την κουβέντα εκεί, σκύβοντας το κεφάλι μη και διακρίνει κανείς το κοκκίνισμα στα μελαψά της μάγουλά. Δεν θα περίμενε την άλλη μέρα για να δει τον Ιβάν. Θα τον έβλεπε κι απόψε και δεν μπορούσε να ηρεμήσει την καρδιά της που χτυπούσε άτακτα και δυνατά.
........................
Αναστασία, έχεις λίγη κρέμα να βάλω στο πρόσωπο και στα χέρια μου; φώναξε στην αδερφή της που στάθηκε ξαφνιασμένη. Πρώτη φορά ζητούσε κάτι τέτοιο η Σταυρούλα. Πάντα, επιστρέφοντας από τα χωράφια, έκανε, χειμώνα καλοκαίρι, ένα καυτό μπάνιο να διώξει τη σκόνη και τον ιδρώτα της μέρας από πάνω της, κι αυτό ήταν όλο.
Σταυρούλα λάμπεις, της είπε λίγο αργότερα που πήγε να συναντήσει αυτή και τη μάνα τους κάτω από τη δροσιά της κληματαριάς.
Η αθώα Αναστασία κοίταζε τις δυο γυναίκες και δεν μπορούσε να πιστέψει στην ευτυχία της. Η μάνα τους σηκώθηκε επιτέλους από το κρεβάτι και θαρρείς κι ήταν άλλος άνθρωπος πια. Πιο χαμογελαστή, πιο ζωηρή και πιο δυνατή. Σήμερα το μεσημέρι, μάλιστα, της είπε ότι μπορεί αν θέλει, να επιστρέψει στο μοδιστράδικο. Αυτή μπορούσε να τα βγάλει πέρα με το σπίτι, και δυο γυναίκες είναι πολλές για να σκουπίζουν και να μαγειρεύουν.
Η αδερφή της, πάλι, σαν να έλαμπε μέσα της ένα φως. Ήταν θαρρείς πιο ομιλητική, χωρίς, ωστόσο, να μιλάει περισσότερο από άλλοτε. Είναι το βλέμμα της, σκέφτηκε η Αναστασία, δεν περνάει πια πάνω από τα πρόσωπα και τα πράγματα σαν να μην τα βλέπει. Σαν να νοιάζεται πιο πολύ για το κάθε τι. Και χαμογελάει, ναι, χαμογελάει πια συχνά.
Σ’ ευχαριστώ Παναγιά μου, πάνε οι σκιές απ’ το σπίτι μας. Αυτό το καλοκαίρι φωτίζει τις ζωές μας πιο δυνατά και ζεσταίνει τις καρδιές μας σαν να είμαστε κι εμείς κανονικοί άνθρωποι.
Κανόνισες για εργάτες; ρώτησε ήρεμα η Κατερίνα τη μεγάλη της κόρη. Ναι, αποκρίθηκε κείνη, θα ‘ρθουν σε λίγο να συνεννοηθούμε.
................................................
Οι τρεις άντρες φάνηκαν στην αυλόπορτα και προχώρησαν προς τη μικρή συντροφιά των γυναικών. Καλησπέρισαν ευγενικά και η Σταυρούλα έκανε τις συστάσεις.
Η γριά τους κοίταξε όλους και χωρίς ν’ αλλάξει ούτε μια γραμμούλα στο πρόσωπό της, κάγχασε από μέσα της. Νάτος ο μορφονιός, μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω.
Άντρες, σκεφτόταν η Αναστασία, πόσο καιρό έχουν να δρασκελίσουν το κατώφλι μας άντρες; Από τότε που έφυγε ο μπαμπάς κι από τότε που πέρασε ο θείος από την Καβάλα. Άσε στην άκρη το γιατρό. Ήμουν έντεκα κι είμαι σαράντα τέσσερα, πάνω από τριάντα χρόνια δηλαδή.
Ναι, θα φτιάξω καφεδάκια για όλους, απάντησε στην ερώτηση της αδερφής της. Μέχρι να ρίξετε μια ματιά στο σπίτι, εγώ θα τα ετοιμάσω είπε και κίνησε για την κουζίνα.
Μεγάλο και ωραίο το σπίτι σου κυρά Σταυρούλα, είπε ο μεγαλύτερος από τους άντρες, κοιτάζοντας με θαυμασμό το στέρεο κτίσμα που στέγαζε τις τρεις γυναίκες. Αλλά είναι αλήθεια ότι το αφήσατε χωρίς φροντίδα πολλά χρόνια και τώρα τη ζητάει.
Έχετε μπόλικη δουλειά, είπε η γριά στους εργάτες που επέστρεψαν μετά από λίγο μαζί με τη Σταυρούλα. Να την κάνετε σωστά και μη νοιάζεστε για τα λεφτά, έχουμε μπόλικα. Θέλω να ξαναδώ το σπίτι μου να αστράφτει σαν καινούριο.
Από πού είστε παλικάρια; ρώτησε μετά από λίγο η Κατερίνα κοιτάζοντας ίσια στα μάτια τον Ιβάν, έχετε γυναίκες, παιδιά, στην πατρίδα σας;
Η Σταυρούλα σήκωσε ασυναίσθητα το χέρι της και το απόθεσε στο μέρος της καρδιάς. Ούτε που ήξερε αν ο Ιβάν ήταν παντρεμένος κι είχε δική του οικογένεια.
Εγώ μόνο, είπε ο μεγαλύτερος, οι άλλοι δυο όχι, είναι μικροί ακόμα, γέλασε κοιτάζοντας τους συντρόφους του.
Και πού μένετε εδώ στο χωριό μας; ξαναρώτησε η γριά.
Χωρίς να έχει βγει από την πόρτα της πάνω από τριάντα χρόνια τώρα, ήξερε για την πλημμυρίδα των ξένων εργατών στα μέρη τους κι ήξερε επίσης ότι το χωριό δεν είχε τόσα ελεύθερα σπίτια που να φιλοξενεί τόσους πολλούς εποχιακούς κατοίκους.
Νοικιάζουμε μια παλιά αποθήκη στο σπίτι του Νικολάρα είπε ο μεγαλύτερος πάλι.
Θα 'ναι δύσκολα, είπε με κατανόηση η Κατερίνα. Σταυρούλα, γιατί δεν δείχνεις στα παιδιά τη δική μας αποθήκη που μένει άδεια; Με λίγο μερεμέτισμα θα γίνει πολύ καλύτερη κι από σπίτι ακόμα. Δείτε την κι αν σας αρέσει, δε θέλουμε λεφτά για νοίκι.
Δεν έλεγε ψέματα. Η αποθήκη στην πέρα άκρη του μεγάλου οικόπεδου έμενε χρόνια τώρα άδεια, αφού δεν αποθήκευαν πια εκεί γεννήματα. Ο Δημητρός την είχε φτιάξει με γερά υλικά και με πολύ μεράκι, όπως όλα τα πράγματα που έβγαιναν κάποτε από τα χέρια του. Έχει και τουαλέτα με ντους, συνέχισε η Κατερίνα, ο μακαρίτης ο άντρας μου δεν ήθελε να μπαίνει στο σπίτι με τη σκόνη και τον ιδρώτα του χωραφιού. Αν τη συμμαζέψετε και την καθαρίσετε καθώς πρέπει, μπορούμε να βάλουμε μέσα και μερικά έπιπλα που έχουμε στο υπόγειο και να βολευτείτε μια χαρά.
Οι δυο θυγατέρες άνοιξαν τα μάτια τους διάπλατα ακούγοντας τη μάνα τους και κοιτάχτηκαν για μια στιγμή σαστισμένες: τι είναι τούτο πάλι; αλλά η Κατερίνα, κι ας έπιασε τα έκπληκτα βλέμματά τους, συνέχισε απτόητη: και θα τρώτε κι ένα πιάτο φαϊ της προκοπής' εμείς έτσι κι αλλιώς μαγειρεύουμε κάθε μέρα, δυο τρία πιάτα παραπάνω δεν θα μας φτωχύνουν.
Να ‘σαι καλά κυρά Κατερίνα, είπε ο μεγαλύτερος από τους άντρες. Είσαι καλή γυναίκα και σ’ ευχαριστούμε. Αύριο κιόλας, μετά τη δουλειά στο χωράφι, θα ξεκινήσουμε με την αποθήκη κι αφού εγκατασταθούμε, θα σου κάνουμε το σπίτι σαν καινούριο γιατί κι εμείς είμαστε καλοί μάστορες.
Μετά, οι επισκέπτες σηκώθηκαν και καληνύχτισαν τις τρεις γυναίκες χαρούμενοι. Μόνο ο Ιβάν κοίταξε για μια στιγμή τη Σταυρούλα, που, σαστισμένη ακόμα από την πρωτοβουλία της μάνας τους, δεν είχε πει ούτε μια κουβέντα.
……………………………………….
Τι σας πειράζει; είπε η Κατερίνα όταν έμειναν μόνες. Ας κάνουμε ένα καλό, κρίμα είναι να τυραννιούνται οι άνθρωποι στο στάβλο του Νικολάρα. Η Αναστασία ανασήκωσε τους ώμους της κι άρχισε να μαζεύει τα φλιτζάνια του καφέ και τα πιατάκια με τα ψίχουλα που απόμειναν από το κέικ που είχε κεράσει τους επισκέπτες. Αλήθεια, τι πείραζε; Και τι όμορφος που ήταν εκείνος ο σιωπηλός άντρας με τα μπλε μάτια.
Και θα τους βλέπω κάθε μέρα, συνέχισε τη σκέψη της αφήνοντας στο νεροχύτη τα πιάτα και τα ποτήρια. Να πιάσει επιτέλους τόπο και το πλυντήριο των πιάτων που μου πήρε η αδερφή μου, χαμογέλασε αχνά. Τρεις μήνες το είχε και το χρησιμοποίησε μόνο μια φορά, τότε που το δοκίμασε ενώπιον του τεχνικού που το εγκατέστησε. Δυο πιατάκια, έλεγε και ξανάλεγε, μέχρι να γυρίσεις το βλέμμα σου, τα ‘χω πλύνει κιόλας με το χέρι.
Συνήθειες χρόνων και χρόνων δεν κόβονται εύκολα. Δε λες, καλά που έμαθε να πλένει τα ρούχα στο άλλο πλυντήριο.
Θυμήθηκε την υπόκωφη γκρίνια της μάνας τους όταν το αγόρασαν: τι τα θέλετε αυτά του διαβόλου τα μηχανήματα; Άμα δε μουλιάσεις τα ρούχα σε καυτό νερό και δεν τα τρίψεις μέχρι να ξεπετσιαστούν τα χέρια σου, δεν καθαρίζουν.
Κάπου πρέπει να ξοδεύουμε και καμιά δεκάρα απ’ αυτές που σωριάζουμε στην τράπεζα, είχε πει τότε η Σταυρούλα και της το ‘κοψε μαχαίρι.
Έχεις πάρα πολλές δουλειές έτσι κι αλλιώς, είχε πει στην αδερφή της, δε χρειάζεται να ξεμεσιάζεσαι και μια ολόκληρη μέρα κάθε τόσο για να κάνεις και τη μπουγάδα. Κι έτσι μπήκε στη ζωή της Αναστασίας το θαυμαστό μηχάνημα και την ξεκούρασε από μια βάρβαρη δουλειά.
Πανευτυχής ήταν όταν ξάπλωσε το βράδυ στο κρεβάτι της, χωρίς να ξέρει και το γιατί. Κι ούτε το ‘ψαξε. Έτσι ήταν η Αναστασία, απλοϊκή σ’ όλα της. Και στις σκέψεις και στα αισθήματα. Δεν σκάλιζε τίποτα, τ’ άφηνε όλα να ‘ρχονται και να φεύγουν μόνα τους κι ακατέργαστα. Τα πρώτα χρόνια γιατί την πονούσαν τα δεινά και μετά γιατί πείστηκε ότι δεν έχει νόημα.
Αντίθετα με τη Σταυρούλα, που από την ώρα που η Κατερίνα προσκάλεσε τους τρεις άντρες να μείνουν στην αποθήκη τους, ένοιωθε δυσφορία δίπλα στη χαρά και ήξερε μάλλον το λόγο. Την ενοχλούσε που θα την έβλεπε η μάνα της να συνυπάρχει, έστω μόνο στην αυλή και στο τραπέζι, με τον Ιβάν. Φοβόταν μην προδοθεί σ’ αυτήν αλλά και σε κείνον. Τι να έλεγε όμως, όχι; Τώρα δε γινόταν πια, κι εκτός απ’ αυτό, θα έπρεπε να έχει κάποια σοβαρή δικαιολογία για μια τέτοια άρνηση.
Δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα και το πρωί το κραύγαζε το πρόσωπό της.
Τι έχεις κι είσαι σαν να ‘φαγες χαλασμένο λεμόνι πρωί πρωί; ρώτησε η γριά, χαριτολογώντας τάχα.
Στο δρόμο για τα χωράφια, η δυσθυμία της εντάθηκε. Δεν της άρεσε να παρεμβαίνουν στη ζωή της κι ούτε να ξεστρατίζει από όσα εκείνη είχε αποφασίσει. Χωρίς να μπορεί να πει με απόλυτη βεβαιότητα τι ήταν αυτό που της χαλούσε τη διάθεση, κάπου σε μια άκρη του μυαλού της συνέχισε να χτυπάει συναγερμός κι ένοιωθε μια ιδιαίτερη ενόχληση στη σκέψη της μάνας της
Το ότι ήταν πάντα ολιγόλογη, δεν άφησε κανέναν να καταλάβει ότι όλη μέρα ήταν βυθισμένη σε δυσάρεστες σκέψεις. Μόνο ο Ιβάν την κοίταξε μερικές φορές με έγνοια, αλλά έκανε ότι δεν το κατάλαβε κι απέφυγε το βλέμμα του.
Θέλει κανείς να έρθει μαζί μου; ρώτησε τους εργάτες όταν τέλειωσαν με τη δουλειά της μέρας. Να έρθω εγώ; είπε ο Ιβάν, δεν υπάρχει πολύς χώρος στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου του Μπόρις, έτσι όπως το γεμίσαμε με τις αποσκευές μας.
Θα εγκατασταθείτε από σήμερα; ρώτησε ξαφνιασμένη εκείνη. Η αποθήκη ήταν σε κακό χάλι και σίγουρα, πριν καθαριστεί και τακτοποιηθεί ώστε να γίνει στοιχειωδώς κατοικήσιμος χώρος, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κατάλυμα.
Αν δεις πού μένουμε τώρα, θα καταλάβεις γιατί βιαζόμαστε τόσο να μετακομίσουμε ακόμα και στη δική σου απεριποίητη αποθήκη, απάντησε εκείνος, χωρίς να δείξει αν κατάλαβε πως το ξάφνιασμα της Σταυρούλας δεν έκρυβε καθόλου χαρά.
Η αλήθεια είναι ότι το χωριό δεν διέθετε την απαιτούμενη υποδομή για να μπορεί να δεχτεί τόσους πολλούς ξένους εργάτες κι έτσι, αποθήκες, εγκαταλειμμένα σπίτια, γιαπιά, ετοιμόρροπα τροχόσπιτα κι άδεια κοτέτσια ακόμα, στέγαζαν τους άμοιρους που έρχονταν για να εργαστούν σκληρά και να εξοικονομήσουν τα προς το ζην για τις οικογένειές τους. Ευτυχώς οι αγροτικές δουλειές στις οποίες απασχολούνταν οι
περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους διαρκούσαν από την άνοιξη ως τα μέσα του φθινόπωρου πάνω κάτω, οπότε και τα γιαπιά χωρίς πόρτες και παράθυρα, αρκεί να είχαν τοίχους, μετατρέπονταν σε χώρους κατοικίας.
Η στυγνή εκμετάλλευση αυτών των ανθρώπων που δούλευαν σκληρά και ζούσαν σαν ζώα, εξόργιζε τη Σταυρούλα που, για να εξισορροπήσει ίσως τα πράγματα, πλήρωνε τους εργάτες της παραπάνω από ό,τι οι άλλοι χωριάτες και επί πλέον αναλάμβανε τη σίτισή τους κατά τις ώρες της εργασίας, διατηρώντας έτσι μια παλιά καλή συνήθεια της περιοχής, που σήμερα όμως θυσιάστηκε στο βωμό τους κέρδους κι εξέλιπε σχεδόν εντελώς.
Βυθισμένη στις σκέψεις της και οδηγώντας μηχανικά, ούτε που κατάλαβε πότε έφτασαν στην αυλόπορτα του σπιτιού της, όπου τους περίμεναν κιόλας οι άλλοι δυο εργάτες.
Ελάτε, ελάτε, τους φώναξε με ασυνήθιστα ζωηρή φωνή και φιλόξενη διάθεση η Κατερίνα, βολεμένη αναπαυτικά στην πολυθρόνα της στην αυλή κάτω από την κληματαριά, κοπιάστε να πιείτε ένα καφεδάκι να ξαποστάσετε.
Ναι, της άρεσε της Σταυρούλας αυτή η καινούρια εικόνα της μάνας της, αλλά και πάλι αυτό το απροσδιόριστο κάτι εξακολουθούσε να την ενοχλεί. Όσο κι αν προσπαθούσε να το καταχωνιάσει σε μια καλά κρυμμένη δίπλα του μυαλού της, αυτό ξεπηδούσε σε κάθε χαμόγελο και κάθε καλή κουβέντα της Κατερίνας.
Μπα, θα είναι που δεν τη συνήθισα έτσι, απόδιωξε παράξενες σκέψεις. Μπορεί να αποφάσισε να ξαναγίνει άνθρωπος, ποιος ξέρει.
Αργότερα, όταν τα καλωσορίσματα τέλειωσαν και οι τρεις άντρες ξεκίνησαν τη δουλειά στην αποθήκη αποφασισμένοι να τη μετατρέψουν σε σπίτι όσες ώρες κι αν χρειάζονταν για κάτι τέτοιο, η Σταυρούλα στάθηκε μπροστά στο παράθυρό της κι επιτέλους συνειδητοποίησε αυτή την καινούρια της συνήθεια να κουβεντιάζει με τον εαυτό της.
Από τότε που έχασε τη γαλήνη της παιδικής αθωότητας, με το φευγιό του Δημητρού και τα όσα φριχτά επακολούθησαν, το μυαλό της είχε ασκηθεί, χωρίς προσπάθεια από μέρους της και μάλλον ως μηχανική αυτοάμυνα ή ένστιχτο αυτοσυντήρησης, να σκέφτεται μόνο τα καθημερινά, που κυρίως συνίσταντο στον αγώνα για τη γη και με τη γη. Πόνοι, χαρές, προσδοκίες, απορίες και κάθε άλλο συναίσθημα εν τέλει, δεν είχαν τη δύναμη να ξεμυτίσουν στο καθημερινό δωμάτιο του νου της. Παρέμεναν κάτω από την επιφάνεια, απωθημένα σε αραχνιασμένες σοφίτες και μουχλιασμένες αποθήκες.
Και τώρα, αυτός ο χείμαρρος από σκέψεις που ξεφύτρωναν σαν τα αγριόχορτα σε καλά λιπασμένο χωράφι. Κι ήθελαν όλες εξήγηση κι ανάλυση. Ήταν βασανιστικό και συνάμα γοητευτικό, όπως κάθε τι καινούριο που προσθέτει κι αφαιρεί, και στο χέρι εκείνου που το υφίσταται είναι να βάλει τάξη, να ζυγίσει, να μετρήσει, να διαλέξει και στο τέλος να κρατήσει τα καλά και να πετάξει τα σάπια.
Τίναξε το κεφάλι της ενοχλημένη κι ένοιωσε σχεδόν νοσταλγία για τα χρόνια και τις μέρες που το μόνο που σκάλιζε ήταν η γη και χαιρόταν όταν την έκανε να γεννήσει.
Κι ο Ιβάν, πάντα και παντού στη σκέψη της, κι άντε, μέχρι τώρα ήταν καλά, από δω και πέρα όμως που κατά κάποιον τρόπο θα συνυπήρχαν και εκτός δουλειάς, πώς θα τα βόλευε να μην την προδώσουν τα βλέμματα και τα μη βλέμματα;
Αύριο, αύριο θα τα σκεφτώ όλα καλύτερα, παρηγόρησε τον εαυτό της κι άφησε τον ύπνο να την τυλίξει μαλακά.ύρισε στην καθημερινότητά της, πιο σιωπηλή όμως από ποτέ.
Την κάρτα του Ιβάν δεν την ξανακοίταξε κι ένα πρωινό έψαξε στην τσέπη του παλτού της και σαν να ήταν κανένα κουρελόχαρτο, άναψε μ’ αυτή τα προσανάμματα στο τζάκι.
Θαρρείς και τη λέρωσε με τα χέρια της, με τα μάτια της και με τα λόγια της η Κατερίνα, κι η Σταυρούλα την καταδίκαζε να μην υπάρχει πια.
……………………………………
Τα αύριο που πέρασαν δεν βοήθησαν να σκεφτεί καλύτερα. Τη γλύκαναν μάλλον και τη νανούρισαν.
Οι τρεις άντρες κατάφεραν σε πολύ λίγες μέρες να μετατρέψουν την εγκαταλειμμένη αποθήκη σε ένα λειτουργικό, αν και λιτό δωμάτιο. Δουλεύοντας με κέφι και μέθοδο, άδειασαν το χώρο απ’ οτιδήποτε ήταν παρατημένο εκεί μέσα, ξαράχνιασαν τα δοκάρια της ψηλής οροφής όπου στηρίζονταν τα κεραμίδια, έπλυναν τους τοίχους και το πάτωμα να φύγει η σκόνη που ‘χε γίνει με τα χρόνια ένα παχύ στρώμα από χώμα και μετά έβαψαν κάτασπρους τους τοίχους και μπλε την πόρτα. Φόρος τιμής στη σημαία της χώρας που μας φιλοξενεί, είπε ο Ιβάν σοβαρά κι οι άλλοι δυο κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους. Τελευταία έπλυναν τα μακρόστενα τζάμια που έζωναν ψηλά και περιμετρικά την αποθήκη, έτσι που ν’ αφήνουν να μπαίνει περισσότερος ήλιος μέσα και μετά κουβάλησαν τρία κρεβάτια κι έστησαν ο καθένας το δικό του στη μεριά που διάλεξε. Στην πιο άδεια γωνία έβαλαν έναν παλιό καναπέ και δυο πολυθρόνες μ’ ένα τραπεζάκι στη μέση, που τους έδωσε η Κατερίνα.
……………………………………………………………………………….
Το κέφι είναι κολλητικό και η χαρά είναι μεταδοτική. Ως κι αυτή η μαγκούφα η γριά χαμογέλασε μερικές φορές όπως τότε που ήταν καλά, ακούγοντάς τους να τραγουδάνε και να πειράζονται και μετά να ξεσπούν σε όμορφα γέλια, σαν ξένοιαστα και σχεδόν ευτυχισμένα.
Ει, κυρά Κατερίνα, της φώναξε μια μέρα ο μεγαλύτερος με τη βαριά προφορά και τα σπαστά ελληνικά του, βλέποντας ότι η γριά τους παρατηρούσε, από τον καναπέ της κάτω από την κληματαριά, να κυνηγάνε ο ένας τον άλλο με το λάστιχο του νερού και να γίνονται παπιά. Μη μας παρεξηγάς που κάνουμε σαν μικρά παιδιά. Είναι που είμαστε χαρούμενοι, να ‘σαι καλά κι εσύ κι οι θυγατέρες σου.
H Αναστασία πάλι, ένοιωθε ζωντανεμένη κι όλα τα ‘κανε με πιο πολύ κέφι. Μαγείρευε περίτεχνα κι έβαζε τα δυνατά της να ευχαριστήσει τους ανθρώπους που έτρωγαν στο τραπέζι τους και χαιρόταν πάρα πολύ όταν παίνευαν τη μαστοριά της.
Η Κατερίνα καλούσε όλο και πιο συχνά τους τρεις εργάτες και μετά από μερικές μέρες ήταν πια φυσικό να τρώνε τα βράδια όλοι μαζί.
Επιτέλους, στο τραπέζι που ετοίμαζε με τόση φροντίδα πάντα, ακούγονταν κουβέντες, γέλια, παινέματα κι ευχές.
Κι αντρικές φωνές, σκέφτηκε πάλι μια μέρα, για μια μικρή στιγμή, έτσι, σαν να πέρασε μια αστραπή μέρα μεσημέρι και κατακαλόκαιρο.
Ξανάνιωσε θαρρείς. Τα μάγουλά της είχαν ξαναπάρει μια ιδέα από το ροζ της ομορφιάς της νιότης της, τα μάτια της έλαμπαν πάλι σαν δυο κομμάτια ασυννέφιαστου ουρανού και τα μαλλιά της σαν να ξαναβρήκαν τη στιλπνότητα και τη ζωντάνια των νεανικών της χρόνων.
Κάθε μέρα είχε κάτι από την ευχάριστη αναστάτωση μιας γιορτής, αν και ούτε τις γιορτές ούτε τις καθημερινές είχε ποτέ ως τώρα να περιποιηθεί φιλοξενούμενους και καλεσμένους η Αναστασία. Μόνες οι τρεις τους πάντα, με τη μάνα τους να την κακοκαρδίζει συνέχεια με τις παρατηρήσεις και τη γκρίνια της όσο καλό κι αν ήταν το φαϊ και τη Σταυρούλα να καταπίνει αμίλητη ό,τι κι αν της έβαζε στο πιάτο της. Τι χαρά να της δώσει έτσι το μαγείρεμα; Τώρα όμως, αχ τι όμορφα που είναι, αχ τι όμορφα.
Της ερχόταν να τραγουδάει όλη μέρα και να χαμογελάει, αλλά πού να τολμήσει η κακομοίρα, το άγρυπνο μάτι της Κατερίνας ήταν διαρκώς επάνω της κι ώρα ήταν να νομίσει ότι νοστιμεύεται κανέναν από τους τρεις και να τους διώξει κακήν κακώς όπως όλους τους άλλους.
Κι αν χαμογελούσε κρυφά κι αν δε χαμογελούσε, κι αν τραγουδούσε σιγανά ή από μέσα της, η Κατερίνα τα ‘ξερε όλα. Την παρατηρούσε κι έβλεπε τα πάντα, και τα φανερά και τα τάχατες κρυμμένα.
Ζωντάνεψες κι εσύ π’ ανάθεμά σε μαραμένη πριγκιπέσα; Έννοια σου κι έχουν γνώση οι φύλακες, μουρμούριζε μοναχή της θρονιασμένη κάτω από την κληματαριά.
Το ακαλλιέργητο αλλά πανέξυπνο μυαλό της, θρεμμένο από την λανθάνουσα τρέλα της κι άσιτο από τη στεγνή καρδιά της, γεννούσε μόνο χολή για τα παιδιά της, έτσι όπως γεννούσε κάποτε μόνο αγάπη και νοιάξιμο.
Παρακολουθούσε και κατέγραφε τα πάντα και διασκέδαζε μ’ αυτά που φανταζόταν ότι θα ‘ρθουν ως μελλοντικές καταστροφές.
Κάποτε τις μισούσε τις θυγατέρες της γιατί η καθεμιά ήταν το μισό του Δημητρού. Τώρα τις μισούσε γιατί ήταν αυτές οι ίδιες. Η προδοσία του άντρα της κι η απόρριψή της απ’ αυτόν στέγνωσαν κάθε γλυκό χυμό μέσα της. Τον πρώτο καιρό, τα βράδια που τον αποζητούσε σαν τρελή κι έγδερνε τα μάγουλά της και ξερίζωνε τα μαλλιά της ουρλιάζοντας με το στόμα ανοιχτό και χωρίς κανέναν ήχο, τον μισούσε με όλο της το είναι και μισούσε κι ό,τι είχε αγγίξει κι είχε φτιάξει εκείνος. Κατάρα σε σένα, κατάρα στα παιδιά σου, κατάρα στην ώρα και τη στιγμή που άφησες να φανεί ότι ήσουν ένα σκέτος ανθρωπάκος, έλεγε κλαίγοντας με λύσσα.
Μετά μίσησε τον εαυτό της κι ό,τι την περιέβαλε γιατί μόνο έτσι μπορούσε να σταθεί όρθια μπρος στην άβυσσο της απόγνωσης που την παρέλυε μόλις συνειδητοποιούσε πως αυτά που έχουν συμβεί δεν είχαν γυρισμό.
Ακόμα κι αν την είχε παρακαλέσει γονατιστός και κλαίγοντας ο Δημητρός εκείνο το παγωμένο ξημέρωμα, ποτέ μα ποτέ δεν θα τον δεχόταν πίσω. Πέρασε ο ηλίθιος την κόκκινη γραμμή που οριοθετούσε τον παράδεισό της και τον κατάστρεψε.
Δεν ήταν μόνο θέμα αρχής, ήταν που έκοψε την πίστη της με μια τρομερή κι αμετάκλητη σπαθιά.
Αλλά, ακόμα κι αν μπορούσε να του επιτρέψει να γυρίσει πίσω, τίποτα δεν θα ήταν ίδιο πια. Το άσπρο είχε λερωθεί κι η βεβαιότητα είχε αμφισβητηθεί.
Και τότε, εις απάντηση και δίκην αντίδοτου, πέτρωσε. Δεν αγαπούσε τίποτα, δε μισούσε τίποτα, δεν λυπόταν και δεν χαιρόταν για τίποτα.
Γερνώντας, όμως, θαρρείς κι η πέτρα διαβρώθηκε κι άφησε ρωγμές εδώ κι εκεί. Αλλά όχι για να ξεμυτίσουν καταχωνιασμένα καλά αισθήματα, πάρα μόνο για ν' αφήσουν ν' ανεβεί στην επιφάνεια όλος ο βούρκος της κακίας που μπορεί να κρύβει ένα ανθρώπινο πλάσμα.
Σήμερα όμως, η Αναστασία που ήταν πάντα του χεριού της γιατί μπορεί να ήταν όμορφη αλλά τόσο απλοϊκή, δεν την ενδιέφερε.
Η Σταυρούλα ήταν στο στόχαστρο.
Μέχρι χτες δεν έβρισκε καμιά χαραμάδα για να εισχωρήσει διαλυτικά εντός της, και τώρα να, κανείς δεν είναι άτρωτος τελικά. Ερωτεύτηκε το σκιάχτρο και χαλάρωσε η πανοπλία του.
………………………………………….................................................................
Της άρεσε να στέκεται μπρος στο παράθυρό της τις νύχτες και να τους ακούει να σιγομιλούν στη γλώσσα τους. Ξεχώριζε τη φωνή του Ιβάν κι ένοιωθε μια γλυκιά ζέστα ν’ απλώνεται στα μέλη της.
Ανέπνεε βαθιά τον καλοκαιρινό αέρα και χαμογελούσε σαν παιδί που μπήκε μέσα σ’ ένα παραμύθι. Έκπληκτο κι ευτυχισμένο. Τα χρώματα κι οι μυρωδιές, οι ήχοι και οι τόποι, όλα ήταν καινούρια κι άγνωστα και συνάμα απόλυτα οικεία. Ένοιωθε σαν να έφτασε επιτέλους στο σπίτι της, που όμως δεν ήξερε ως τότε την ύπαρξή του, αλλά ήταν πάντα ο προορισμός μιας πολύχρονης περιπλάνησης. Δεν το ήξερε μέχρι που γνώρισε τον Ιβάν, αλλά ήταν εκεί, μέσα της, πάντα και την περίμενε.
Τίποτα δεν ήξερε γι αυτή τη γλύκα της ψυχής και τίποτα απ’ όσα είχε αισθανθεί ως τώρα δεν έμοιαζε μ’ αυτό. Δεν το είχε ξαναζήσει, δεν το είχε δει σε άλλους και δεν το ‘χε διαβάσει πουθενά.
Από τα δεκαπέντε της χρόνια ζούσε σ’ ένα στέρφο σπίτι μια στέρφα ζωή, που έπαιρνε χαρά μόνο απ’ τις γέννες της γης. Ποτέ η καρδιά της δεν είχε βροντοχτυπήσει για άλλον άνθρωπο, ποτέ τα χείλη της δεν είχαν γλυκάνει απ’ τ’ ονειροπόλο χαμόγελο που γεννάει και διαμορφώνει ο έρωτας. Και να την τώρα εδώ, να ονειροπολεί με τη στεγνή καρδιά της και να χαμογελάει με τ’ αμίλητο και τ’ αγέλαστο στόμα της.
Κι όλος αυτός ο ολάνθιστος κήπος που βρίσκεται εντός της να είναι αυστηρά φρουρούμενος από την κακόσχημη μορφή της με μόνα τα μάτια της να μαρτυρούν τη χαρά που δονούσε την ψυχή της.
Ποιος νοιάστηκε και ποιος μπορούσε να καταλάβει; Ήταν βέβαιη ότι το γλυκό μυστικό ήταν καλά κρυμμένο και δεν ανησυχούσε. Όπως ακριβώς δεν ανησυχούσε και για την τύχη αυτού του έρωτα. Ήταν δικός της μόνο κι όπως κανείς δεν τον ήξερε, έτσι και κανείς δεν τον απειλούσε.
Μόνο που η Σταυρούλα δεν έγινε ποτέ μάνα για να ξέρει ότι από τις μάνες δεν ξεφεύγει τίποτα όταν αφορά τη συνέχειά τους, που δεν είναι άλλη από τα παιδιά τους. Ακόμα κι αν ήταν σαν και τη δικιά της τη μάνα, που έπνιξε την αγάπη κι άφησε την κακία να θρονιαστεί στη θέση της.
Η Κατερίνα είχε στήσει καραούλι με όλες της τις αισθήσεις σε συνεχή εγρήγορση για να τσακώσει την ερωτευμένη κουκουβάγια και να την πληγώσει όπου τη βρει αφύλαχτη.
…………………………………………………………………………………
Εκείνο το βράδυ, κόντευε να τελειώσει ο Ιούλιος πια κι από νωρίς είχε ρίξει μια σύντομη ζεστή βροχούλα, η Σταυρούλα πεθύμησε να βγει και να περπατήσει ξυπόλητη στο κοντοκουρεμένο πυκνό χορτάρι της αυλής.
Η δροσιά που είχε κάτσει πάνω στα λεπτά φυλλαράκια του γρασιδιού, θαρρείς και πότιζε το είναι της ζωντανεύοντάς το, όπως ένα μαραμένο λουλούδι σε απότιστη γλάστρα που δέχεται ξαφνικά τη ζωοδότρα δύναμη του νερού κι ορθώνεται πάλι γερό και δυνατό.
Αν ήξερε να χορεύει, αν είχε συνηθίσει να εκφράζεται με κινήσεις του σώματος, θα το ‘κανε τώρα που ένοιωθε τους χυμούς της αγάπης να ξεχειλίζουν από μέσα της.
............................................................................................................................
Ούτε ο Ιβάν είχε ύπνο αυτή τη νύχτα. Το φεγγάρι που φώτιζε ασημένιο κι ολοστρόγγυλο τα ψηλά παράθυρα της αποθήκης τον αναστάτωνε απόψε χωρίς να μπορεί να πει κι ο ίδιος αν ήταν από χαρά γι αυτή την προσωρινή ζωή, όμορφη και μεστή ωστόσο, ή από νοσταλγία για τη ζωή που είχε αφήσει στη μεγάλη πόλη του στην πατρίδα και που σε λίγο τον περίμενε να την συνεχίσει πάλι.
Προς αυτή τη δεύτερη εκδοχή προσπάθησε να κλίνει περισσότερο όταν προσπάθησε να ξεδιαλύνει τις σκέψεις του. Εκεί, στον τόπο του, ήταν οι αγαπημένοι κι οι φίλοι του, το σπίτι του, οι δρόμοι του, η καθημερινότητά του και πάνω απ’ όλα η γυναίκα της ζωής του.
Πολύ σύντομα θα επέστρεφε εκεί, θα έβαζε πάλι το κοστούμι και τα σκαρπίνια του για να συναντήσει τους μαθητές του και να προσπαθήσει για μια ακόμα χρονιά να σπείρει γνώσεις στα μυαλά τους και να καλλιεργήσει αγάπη για τα γράμματα.
Κατά κάποιον τρόπο, χαμογέλασε, εδώ συνέχιζε τη δουλειά που έκανε εκεί, αφού κι εδώ κι εκεί σπόρους έριχνε και περίμενε να φυτρώσουν και να καρπίσουν.
Ένοιωθε ευγνωμοσύνη για τις συγκυρίες που τον έφεραν, αυτόν τον γεννημένο και μεγαλωμένο σε μια μεγάλη πόλη, σ’ αυτό το μικρό τόπο, το φιλόξενο και γόνιμο, που του ‘δωσε συγκινήσεις πρωτόγνωρες.
Όσο κι αν προσπαθούσε να ξεστρατίσει τις σκέψεις του όμως, ήξερε καλά ότι άλλο ήταν εκείνο που τον κρατούσε ξάγρυπνο. Άλλωστε, όλα τα παραπάνω τα είχε σκεφτεί και ξανασκεφτεί και φέτος και πέρσι.
Ποιον πας να ξεγελάσεις, είπε στον εαυτό του, σαν να είχε μπροστά του κανένα από τα μαθητούδια της πρώτης γυμνασίου που του ‘λεγε ανόητες δικαιολογίες για τ’ ότι δεν διάβασε το μάθημά του.
Δυστυχώς, ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτό που τον κρατούσε ξάγρυπνο απόψε και που ώρες - ώρες καταλάμβανε όλη του τη διάνοια. Πέρσι νόμιζε ότι το μυαλό του τού παίζει κακόγουστα παιχνίδια και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι η Σταυρούλα απλώς εξάπτει την περιέργειά του κι ότι τον ενδιαφέρει μόνο ως ένα ιδιαίτερο κοινωνιολογικό στοιχείο.
Μέχρι που ξανάρθε φέτος κι ό,τι είχε καταφέρει να στήσει, σε σαθρά έστω πόδια, ως επιχείρημα, κατέρρευσε με το που την είδε και διαλύθηκε με το που την άκουσε.
Θύμωσε, μάλωσε με τον εαυτό του, δάγκωσε τα χέρια του, χώθηκε μέσα στην ανάμνηση της όμορφης κοπέλας που εκείνος αγαπούσε κι εκείνη τον λάτρευε.
Ασπιρίνες εναντίον καρκίνου, ψιθύρισε και πέταξε το λεπτό σεντόνι από πάνω του. Για λίγο έμεινε ακίνητος κι αφουγκράστηκε τις ανάσες των δυο κοιμισμένων συντρόφων του. Ευτυχώς αυτοί δεν είχαν καταλάβει τίποτα από το καθημερινό του μαρτύριο. Αν μπορούσαν να αντιληφθούν μια ακρίτσα έστω από τούτη την παθιασμένη εμμονή που του γεννάει αυτή η κακόμορφη γερασμένη γυναίκα, θα τον έπαιρναν για τρελό ή για κάποιον αποκρουστικό ανώμαλο.
.........................................
Σηκώθηκε από το κρεβάτι του προσεκτικά μη κάνει θόρυβο και ξυπνήσει τους δυο κουρασμένους φίλους του και βγήκε ξυπόλυτος στην αυλή. Καλύτερα έξω στον καθαρό αέρα κάτω απ’ τον απέραντο και μακρινό ουρανό. Μέσα στην αποθήκη νόμισε για μια στιγμή ότι η ψηλή οροφή κατέβηκε και στάθηκε δυο πόντους μόνο πάνω από το στήθος του απειλώντας να τον συνθλίψει.
Στάθηκε κάτω από το φεγγάρι και ρούφηξε δυνατά τον καθαρό αέρα της νύχτας, ξαναρχίζοντας την ίδια αδιέξοδη κουβέντα που ‘χε μήνες τώρα με τον εαυτό του.
Μα πώς γίνεται να είμαι ερωτευμένος μ’ αυτή τη γυναίκα; Είναι πολύ μεγαλύτερή μου, είναι άσχημη κι είναι αμόρφωτη. Η Ιρίνα μου είναι όμορφη, γλυκιά, καλλιεργημένη και τόσο ερωτευμένη μαζί μου. Μήπως η αγάπη μου γι αυτήν και τα σχέδιά μας να παντρευτούμε επιτέλους, δεν είναι οι λόγοι που ξενιτεύομαι δυο καλοκαίρια τώρα και ιδροκοπάω κάτω από τον καυτό ήλιο μέσα στη σκόνη των χωραφιών;
Τίναξε το κεφάλι του με δύναμη, σαν και μ’ αυτή την κίνηση να μπορούσε να ξαναβάλει σκέψεις και συναισθήματα στις πρότερες θέσεις τους.
Όχι, όχι, όχι, είναι αφύσικο, ψιθύρισε, είναι κάτι που το γεννάει η μοναξιά κι η κούραση. Μόλις επιστρέψω στον τόπο μου όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν, και φέτος θα την παντρευτώ την Ιρίνα. Ναι, θα την παντρευτώ και θα κάνω μαζί της ένα ήσυχο σπιτικό και θα γεννήσουμε όμορφα κι έξυπνα παιδιά. Χαμογέλασε στη νοερή εικόνα δυο μικρών μελαχρινών ανθρωπάκων, που ονειρευόταν η γλυκιά, υπομονετική Ιρίνα. Το ‘να με τα μπλε μάτια τα δικά του και τ’ άλλο με τις πράσινες λίμνες που ‘χε για μάτια η αρραβωνιαστικιά του, σκυμμένα πάνω από τα βιβλία τους στο δωμάτιο – βιβλιοθήκη που σχεδίαζαν, από τότε που πρωτόκαναν κουβέντα για γάμο, να φτιάξουν πριν απ’ οτιδήποτε άλλο στο δικό τους σπίτι. Θα έχει ένα μεγάλο παράθυρο που θα βλέπει στον κήπο κι οι ελεύθεροι τοίχοι του θα είναι ντυμένοι με ράφια γεμάτα βιβλία. Από το πάτωμα ως το ταβάνι, είχαν πει κι οι δυο μαζί, ανακαλύπτοντας κι αποκαλύπτοντας ένα κοινό όνειρο.
Τι στο διάλο μου συμβαίνει λοιπόν; Δάγκωσε με λύσσα τα χείλια ώσπου τα μάτωσε.
Τι είναι αυτό που τον αναστατώνει τόσο όταν βρίσκεται κοντά σ’ αυτή τη γυναίκα; Το παρθένο ξόανο, όπως άκουσε να την αποκαλούν κρυφά και κοροϊδευτικά οι άλλοι εργάτες. Ένα ζωώδες ένστικτο να την κατακτήσει τον καταλάμβανε ολόκληρο ακόμα κι όταν μόνο τη σκεφτόταν, κι ευτυχώς ως τώρα μπορούσε να το κρύβει από κείνη κι απ’ τους άλλους.
Ζούληξε με μανία την κάφτρα του τσιγάρου του ανάμεσα στις ρόγες των δαχτύλων του κι ούτε που ένοιωσε κανέναν πόνο έτσι όπως είχαν σκληρύνει από την τσάπα και τις ξερές φασολιές τα χέρια του. Τα καθαρά του χέρια, τα νευρώδη, με τα μακριά δάχτυλα και τη λεπτή μελαχρινή επιδερμίδα που ξετρέλαιναν την Ιρίνα και τα φιλούσε απαλά με τα γεμάτα χείλη της.
Είμαι τρελός, είπε στον εαυτό του κι έκανε μεταβολή για να ξαναμπεί στην αποθήκη, αλλά όπως γύρισε, την είδε εκεί, κάτω από τη μεγάλη λεύκα που ασήμιζε στο φως του φεγγαριού, να περπατάει ξυπόλητη πάνω στο νοτισμένο χορτάρι. Φορούσε ένα λεπτό, σχεδόν διάφανο νυχτικό ως τα γόνατα κι έτσι όπως την έλουζε το φεγγαρόφωτο, διαγραφόταν καθαρά το αγαλματένιο της κορμί κι οι υπέροχες γάμπες της. Στάθηκε χωρίς ανάσα κι ήταν η αποκάλυψη σαν ξαφνικός οξύς πόνος. Ένα τέτοιο θείο κορμί μ’ ένα τέτοιο και τόσο περίεργα άσχημο κεφάλι, πρόλαβε να σκεφτεί πριν τον αντιληφθεί κι εκείνη.
Τα βήματα που τους χώριζαν τα διένυσαν ταυτόχρονα κι οι δυο και χωρίς να πουν μια λέξη, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σαν δυο αγρίμια που υπακούν στο κάλεσμα της φύσης.
Αγκαλιασμένοι και χωρίς να ξεχωρίσουν τα χείλη τους έψαξαν παραπατώντας μια απόμερη γωνιά κι εκεί αγαπήθηκαν μ’ ένα πάθος που κανείς από τους δυο δεν μπορούσε να φανταστεί την έντασή του.
Ο υμένας της Σταυρούλας έσπασε μαζί με το σπασμό της ηδονής ματώνοντας το άσπρο νυχτικό κι αφήνοντάς την ξεπνοϊσμένη ν’ απορεί και να μακαρίζει τη γυναικεία της φύση. Και να ευγνωμονεί αυτόν τον υπέροχο άντρα που της έκανε αυτό το υπέρτατο δώρο.
Είχε τα μάτια της κλειστά. Φοβόταν μη και όλ’ αυτά είναι ένα όνειρο που θα διαλυθεί μόλις τ’ ανοίξει. Αλλά, να, ο υπέροχος άντρας είναι πάλι πάνω της, τη χαϊδεύει, το όμορφο στόμα του φιλάει το παρθενικό της στήθος, το χέρι του εισχωρεί απαλά και δυνατά μαζί ανάμεσα στα πόδια της, εκεί που είναι βρεγμένη από το αίμα της, τους χυμούς του και τους χυμούς της, και μετά, πνίγοντας με τα χείλια του το βογκητό που βγήκε από το φλογισμένο στόμα της, μπήκε ξανά μέσα της, πιο αργά τώρα, πιο απαλά, σαν να φοβόταν μη σπάσει μια λεπτεπίλεπτη πορσελάνη.
Την ώρα που ενώθηκε η κατάληξη του πάθους τους, το κορμί της Σταυρούλας τεντώθηκε σαν τόξο κι από κει εκτινάχτηκαν σαν βέλη οι σπασμοί που παρέλυσαν τόσο γλυκά τα μέλη της..
Ο Ιβάν έμεινε να κοιτάζει έκθαμβος αυτό το μαυριδερό και τόσο λιγοστό προσωπάκι που ξαφνικά έλαμπε χαλαρωμένο και μακάριο κι ήταν σαν ξαφνικά να χάθηκαν τα σημάδια του χρόνου, του ήλιου και του αέρα.
Είσαι όμορφη Σταυρούλα, ψιθύρισε κοντά στο αυτί της κι εγώ είμαι άρρωστος για σένα.
Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε με δύναμη. Μετά, σήκωσε τη μικρή αδρή παλάμη της και του χάιδεψε τα χείλη, σαν να μπορούσε έτσι να διερευνήσει την αλήθεια του. Κι εγώ σ’ αγαπώ Ιβάν, είπε με τη βαθιά φωνή της. Απόμεινε για μια ακόμα στιγμή να κοιτάζει μέσα στο μαύρο βάθος των μπλε ματιών του και μετά σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε αθόρυβα σαν γαζέλα.
Ήθελε να μείνει μόνη για να μετρήσει αυτό που συνέβη πριν από λίγη ώρα.
Στάθηκε μπρος στο μεγάλο καθρέφτη και κοίταξε τη φιγούρα της όπως διαγραφόταν απ’ το φως του φεγγαριού που πρόβαλε ολοστρόγγυλο στο παράθυρό της. Είμαι σαράντα οχτώ χρονώ και μόλις έγινα μια ευτυχισμένη γυναίκα, ψιθύρισε εκστατικά. Αγκάλιασε το λεπτό της κορμί και το χάιδεψε με αγάπη. Να λοιπόν που μπορείς κι εσύ να χαίρεσαι ό,τι και τ’ άλλα γυναικεία κορμιά, είπε μ’ ένα μικρό χαμόγελο.
Δεν ήξερε ότι υπάρχουν γυναίκες που δεν ένοιωσαν ποτέ ό,τι κι αυτή, κι ας είχαν κάνει χίλιες φορές ό,τι έκανε αυτή πριν από λίγο, και λυπήθηκε την Αναστασία που δεν το ‘ζησε ποτέ και τη μάνα τους που το ‘χασε τόσο γρήγορα.
Έβγαλε το ματωμένο νυχτικό και για μια στιγμή δεν ήξερε τι να το κάνει. Σίγουρα δεν είχε θέση στο καλάθι με τα άπλυτα. Κι η μάνα κι η αδερφή ήξεραν ότι τα έμμηνά της είχαν τελειώσει πριν από κάνα δυο βδομάδες. Το δίπλωσε προσεκτικά και το καταχώνιασε στο ντουλάπι με τα ρούχα που της είχε ράψει η Κατερίνα τότε που την ετοίμαζε για τις σπουδές της στην Καβάλα. Θα είσαι το πιο καλοντυμένο κορίτσι της πόλης, της είχε πει τότε, καμαρώνοντας για την πρωτοκόρη της που το κορμάκι της άρχιζε ν’ ανθίζει και να ομορφαίνει το κάθε ρούχο που της έφτιαχνε με τόση αγάπη.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι άφησε τον ύπνο να την παρασύρει σ’ ένα γλυκό βάθος που πρώτη φορά ανακάλυπτε.
..............................................
Λίγες ώρες μετά, τη χάιδεψε απαλά το αεράκι που προηγούνταν άλλης μιας καυτής καλοκαιρινής μέρας.
Σήμερα είναι μια άλλη μέρα, αλλιώτικη από κάθε άλλη που έχω ζήσει, σκέφτηκε χωρίς όμως κανένα σχέδιο. Ο,τι έρθει, ας έρθει είπε στον εαυτό της και σηκώθηκε μ’ ένα τίναγμα από το κρεβάτι. Όλα τα άλλα που έκανε ως να ανεβεί στο τρακτέρ και να κινήσει για τα χωράφια, ήταν τα ίδια όπως τόσα ίδια ολόιδια χρόνια. Η γριά την κοίταξε με το συνηθισμένο της τρόπο ψάχνοντας για σημάδια πρωτόγνωρα. Μέρες τώρα περίμενε ότι κάποιο βράδυ θα συμβεί το «ανεπανόρθωτο» και το στοιχειό θα χάσει την παρθενιά του. Τίποτα δεν είδε στο ανέκφραστο πρόσωπο της κόρης της και καμιά αλλιώτικη κουβέντα δεν άκουσε από το στόμα της.
Τίποτα δεν έγινε πάλι, είπε μέσα της. Τι σκατά, χαντούμης είναι ο Βούλγαρος ή δεν μπορεί με την τόση ασκήμια της; Όπως και να ‘χει, αποφάσισε, δεν ξαναπαίρνω τα βρωμόχαπα που μου δίνει η ξεκωλιάρα η γιατρίνα και με ναρκώνουν σαν τούβλο.
……………..
Στο χωράφι όπου έφτασε πρώτη απ’ όλους, όλα ήταν όπως τ’ άφησε χτες, ανυποψίαστη για ό,τι θα ακολουθούσε το βράδυ. Αχ αυτό το βράδυ, γέλασε απαλά κι ανέμελα αφήνοντας το βλέμμα της να χαθεί στη μεγάλη έκταση με τις ξεραμένες φασολιές που φάνταζε σκοτεινή ακόμα, πριν τη φωτίσει ο ήλιος που είχε αρχίσει να ροδίζει ένα κομμάτι τ’ ουρανού.
Αυτή η δουλειά, το ξερίζωμα των φυτών με τα γινωμένα φασόλια, γίνεται πολύ πρωί, νύχτα σχεδόν, όσο κρατάει η δροσιά που καταφέρνει να μαλακώσει τα κατάξερα φυτά που γδέρνουν και σκίζουν τη γυμνή σάρκα. Αν τύχει και δει κανείς, γυναίκες κι άντρες, τις γυναίκες κυρίως, που έχουν αυξημένο το αίσθημα της φιλαρέσκειας, να δουλεύουν στα χωράφια τέτοιο καιρό, θα εκπλαγεί που μέσα στο κατακαλόκαιρο φορούν μακριά παντελόνια και κλειστά παπούτσια, πουκάμισα με μακριά μανίκια σφιχτά κουμπωμένα στους καρπούς, γάντια κηπουρικής, μαντίλες σφιχτά δεμένες κάτω από το πηγούνι και μ’ ένα ψάθινο πλατύγυρο καπέλο από πάνω τους. Ο ήλιος και τα ξεραμένα φυτά δεν αστειεύονται, γεμίζουν μαυριδερές χαρακιές, το κάθε είδος τις δικές του, όπου βρουν αφύλαχτο το σώμα.
Ανέπνευσε βαθειά και μόνο τώρα επέτρεψε στον εαυτό της ν’ αναλογιστεί τη χθεσινή νύχτα. Ανατρίχιασε γλυκά στην ανάμνηση εκείνου, που για λίγα λεπτά της μακριάς, δύσκολης και μοναχικής ζωής της, την ένωσε απόλυτα μ’ ένα άλλο πλάσμα. Τόσο όμορφος και τόσο αγαπημένος. Ήθελε ν’ αρχίσει να χορεύει και να λέει στα πουλιά που ξύπνησαν κιόλας και τραγουδούσαν όλα μαζί την έλευση της ωραίας μέρας, πόσο ευτυχισμένη και πόσο πλήρης ήταν σήμερα. Θα ‘ρθουν κι άλλες τέτοιες μέρες, γεμάτες μυστικά κι αθόρυβη ευτυχία, είπε στον εαυτό της. Τον αγαπάω, τον θέλω, κι από τώρα και μετά θα είμαι μισή χωρίς αυτόν.
Κάθισε ανακούρκουδα στην άκρη του χωραφιού κι έτριψε με τα δάχτυλά της ένα σβώλο ξερό χώμα. Εδώ, αυτή είναι η ζωή μου. Γεμάτη μυρωδιές της γης και κόπο που γεννάει χαρά. Αυτή ήταν η ζωή μου, χαμογέλασε πάλι, τώρα θα έχει και μέλι, και το μέλι είναι ο Ιβάν, τα χέρια του, η ανάσα του, το λεπτό μελαχρινό κορμί του. Η δύναμη της σάρκας του που θα εκπορθεί τη δική της φωτιά και μετά θα ξεκουράζεται στο βελούδο της δικής της σάρκας.
Ευτυχία, ευτυχία, να την η λέξη που είχε ακούσει τόσες φορές ως τώρα, αλλά ήταν μόνο μια λέξη που ποιος ξέρει τι σήμαινε, και ποιος νοιαζόταν στο κάτω κάτω. Τώρα το ‘νοιωθε ως τα μύχια της ψυχής της, το ‘νοιωθε να πεταρίζει εκεί κάπου στο ύψος της καρδιάς και να λιγώνει σαν ζεστό ρευστό μέλι, εκείνο το μέρος χαμηλά κι ανάμεσα στα πόδια.
Αν δεν ντρεπόταν μη και την ακούσουν οι εργάτες που θα ‘ρχονταν όπου να ‘ναι, θ’ άρχιζε τώρα δα να τραγουδάει. Αλλά σάμπως ήξερε και κανένα τραγούδι απ’ τα τωρινά; Πού καιρός και πού ζωή για τραγούδια.
Τίποτα δεν είναι πικρό σήμερα, ούτε αδιάφορο, ψιθύρισε και θυμήθηκε εκείνο το τραγούδι που της άρεσε πολύ όταν ήταν παιδί. Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ, έν δυο …. Μια και είμαι γω παιδί θέλω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ.
Πολλές φορές, ο αγαπημένος της δάσκαλος την έβαζε να τραγουδάει μόνη της, ιδίως κάτι τραγούδια νησιώτικα που τους μάθαινε, γιατί, όπως έλεγε, η φωνή της είχε σπάνιο μέταλλο. Την πρώτη φορά που την άκουσε, έμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά της ζήτησε να του πει άλλο ένα τραγούδι. Κι όση ώρα εκείνη τραγουδούσε, εκείνος χαμογελούσε όλο και πιο πλατιά. Κι όταν τελείωσε και τον κοίταξε με κείνα τα αστραφτερά κάρβουνα που είχε για μάτια, εκείνος την αγκάλιασε και της είπε ότι είχε την πιο όμορφη φωνή που είχε ακούσει ποτέ του. Τι κρίμα που δεν μπορείς να πας σε ωδείο παιδί μου, αλλά μην ανησυχείς, εκτός από δάσκαλος, είμαι και μουσικός. Θα σου μάθω ό,τι μπορώ. Έχεις ένα θείο χάρισμα αγαπητό μου παιδί κι είμαι ευτυχής που αξιώθηκα να σ’ ακούσω.
Πάει κι αυτή η υπέρτατη χαρά’ το να τραγουδάει κάποτε ήταν καταφυγή, στη χαρά και στη λύπη.
Τη μέρα που πήγε και παρέδωσε τα βιβλία στο δάσκαλο, του δήλωσε κι ότι δεν θα ξανατραγουδήσει’ να μη την υπολογίζει πια στη χορωδία.
Καταλαβαίνω Σταυρούλα μου, την αγκάλιασε εκείνος, αλλά μη λες ποτέ. Κάποτε θα ξαναχαρίσεις αυτό το δώρο που έχεις’ στον εαυτό σου και μακάρι και στους άλλους.
Δάσκαλέ μου, καλέ και σοφέ δάσκαλέ μου, καλή σου ώρα όπου και να ‘σαι. Μακάρι να μπορούσα να σου πω ότι αυτή την ώρα τραγουδάει η ψυχή μου.
Σηκώθηκε ανάλαφρα από το έδαφος και κοίταξε τον ουρανό που είχε αρχίσει να χάνει σιγά σιγά τη λάμψη της νύχτας. Το θάμπωμα που προηγείται από το ξημέρωμα, είχε ένα αραιό γκρίζο χρώμα, που τ’ ομόρφαινε το πρωινό αεράκι. Φορτωμένο μ’ όλες τις μυρωδιές και τους ψιθύρους του απέραντου κάμπου που είχε αρχίσει να ξυπνάει.
Πήρε μια βαθιά ανάσα που τη δρόσισε ως μέσα στην ψυχή της και γύρισε να καλωσορίσει τους εργάτες που μόλις είχαν φτάσει.
Όχι, ο Ιβάν δεν ήταν ανάμεσά τους. Τους καλημέρισε και κοίταξε ερωτηματικά τον Βασίλι.
Σταυρούλα, μπορώ να σου πω μια στιγμή; είπε εκείνος και τράβηξε λίγο παραπέρα. Προχώρησαν ως τη μουριά κι εκεί της έδωσε ένα διπλωμένο χαρτί που έβγαλε από την τσέπη του πουκαμίσου του. Ο Ιβάν έφυγε, εδώ σου εξηγεί τους λόγους, είπε και ξεμάκρυνε για να την αφήσει μόνη της να διαβάσει το γράμμα.
Κάθισε μονοκόμματη, σαν να κέρωσε ξαφνικά, στην άκρη του πάγκου και με χέρια άκαμπτα ξεδίπλωσε αργά το χαρτί που ήξερε κιόλας ότι ήταν καταραμένο.
Δεν μπορώ να μείνω άλλο Σταυρούλα, της έγραφε με τα ωραία στρογγυλά γράμματά του. Αν μείνω θα συμβούν καταστροφές. Αυτό που αισθάνομαι για σένα αγγίζει τα όρια της τρέλας, της αρρώστιας. Αλλά εκεί, στη Σόφια, με περιμένει μια κοπέλα που με αγαπάει και την αγαπάω και μαζί της έχω σχεδιάσει τη ζωή μου από δω και πέρα. Αυτό το καλοκαίρι ήρθα για να δουλέψω στον τόπο σου για να εξοικονομήσω τα έξοδα του γάμου μας. Το σπίτι μας είναι σχεδόν έτοιμο κιόλας. Αν μείνω κοντά σου έστω και μια μέρα ακόμη και ξανασυμβεί αυτό που συνέβη χτες το βράδυ ανάμεσά μας, δεν θα φύγω ποτέ πια. Όμως αλλού και άλλη είναι η ζωή μου και δεν πρέπει κι ούτε θέλω να την εγκαταλείψω.
Πονάω τόσο πολύ τώρα που ξέρω ότι αύριο θα ξυπνήσω αλλού κι ότι δεν θα σε ξαναδώ ποτέ μου, αλλά ξέρω ότι κάποια στιγμή θα γίνω καλά από το πάθος μου για σένα και τότε θα σε σκέφτομαι πάντα και μόνο με αγάπη. Είσαι ένα υπέροχο πλάσμα.
Σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε τον ουρανό που είχε αρχίσει να φωτίζεται από τον ήλιο που ξεμύτιζε σιγά σιγά. Σηκώθηκε χωρίς να αισθάνεται τίποτα απολύτως και κατευθύνθηκε προς την πλατφόρμα του τρακτέρ απ’ όπου πήρε μια μικρή αξίνα. Ξαναγύρισε στο σημείο όπου καθόταν πριν κι έσκαψε μια βαθιά λακκούβα στη ρίζα της μουριάς κι εκεί μέσα απίθωσε το γράμμα του Ιβάν. Το κοίταξε για μια στιγμή σαν να ήταν όλος ο κόσμος και το τίποτα μαζί κι ύστερα το σκέπασε καλά και χτύπησε το χώμα από πάνω για να σφίξει, όπως έκαναν κάποτε με την Αναστασία, όταν έθαβαν νεκρές λιμπελούλες για να παίξουν τις βαρυπενθούσες.
Δούλεψε όπως κάθε μέρα, αλλά σήμερα δεν άλλαξε ούτε μια κουβέντα με τους εργάτες και στο διάλειμμα έφυγε για να πάει σ’ άλλο χωράφι.
Ήταν μακριά και δεν είχε καμιά δουλειά εκεί. Όλες οι δουλειές είχαν τελειώσει εκεί. Κατέβηκε από το βαρύ όχημα, κάθισε κάτω από μια λεύκα, στήριξε την πλάτη και το κεφάλι της στον κορμό της και τραγούδησε τη λαφίνα που τόσο πολύ άρεσε κάποτε στο δάσκαλό της. Αυτή τη φορά όμως όχι για κείνον, αλλά για τον εαυτό της. Κι έκλαψε όπως κάθε φορά που το τραγουδούσε όταν ήταν παιδί' πονώντας για τον πόνο και την ερημιά της λαφίνας που της στέρησαν το λαφάκι της.
Μόνο που τώρα έκλαψε πολύ, με παράπονο, σαν ορφανό παιδί που θρηνεί τη μάνα του.
Γύρισε βράδυ στο σπίτι, πολύ αργά, και μόλις έφτασε, πήγε και χώθηκε στο κρεβάτι της χωρίς καν να πλυθεί. Βυθίστηκε σ’ έναν ύπνο ίδιο με θάνατο. Βαθύ, βαρύ, ασάλευτο.
Το πρωί η Αναστασία δεν κατάφερε να την ξυπνήσει. Το μεσημέρι πήγε κι έφερε τη γιατρίνα. Κείνη την ακροάστηκε, της πήρε την πίεση, μέτρησε τη θερμοκρασία της, χωρίς η άρρωστη να κουνήσει καν έστω τα βλέφαρά της. Τίποτα ανησυχητικό. Το πιο πιθανό είναι να χρειάζεται ξεκούραση και γι αυτό βυθίστηκε σ’ έναν τέτοιο πέτρινο ύπνο, αποφάνθηκε. Μην την ενοχλείτε, αφήστε την, αλλά αν δεν έχει ξυπνήσει κι ως αύριο το πρωί, θα δούμε τι θα κάνουμε.
Τι έπαθε η κουκουβάγια μας; ρώτησε η Κατερίνα την Αναστασία μόλις έφυγε η γιατρίνα.
Κουρασμένη είναι, είπε εκείνη αφηρημένα.
Μωρέ ξέρω γω τι έχει, κάγχασε απ’ τη γωνιά της από μέσα της η γριά. Έφυγε ο μορφονιός κι έπεσε του θανατά. Άι να δει κι αυτή τη γλύκα, αλλά τι γλύκα να δει το ξόανο που δεν πρόλαβε να δει χαρά στα σκέλια της.
Την επόμενη το πρωί η Σταυρούλα ξύπνησε σαν να μην είχαν μεσολαβήσει οι δυο προηγούμενες μέρες. Έκανε ό,τι έκανε πάντα κι όπως πάντα σκαρφάλωσε στο μεγάλο τραχτέρ και κίνησε για το χωράφι.
Καμιά σκέψη, κανένας πόνος, τίποτα. Άδεια, όπως κι όλες τις παλιές άδειες μέρες.
……………………………………………………
Ούτε που κατάλαβε τον άλλο μήνα ότι τα έμμηνά της καθυστέρησαν καμιά δεκαριά μέρες. Η γριά της το είπε. Της είχε μείνει συνήθεια από τότε που πρωτοήρθε η περίοδος στις θυγατέρες της. Ήξερε πάντα πότε είχαν "τα ρούχα" τους, όπως έλεγαν τα έμμηνα στο χωριό. Φύλαγε τα ρούχα σου για να τα ‘χεις όλα, συνήθιζε να λέει, αν και ποτέ δεν πίστευε τότε, τα ευτυχισμένα χρόνια, ότι τα κορίτσια της θα ήταν τόσο χαζά που να τα ξεγελάσει κάνας μορφονιός και να τα γκαστρώσει κιόλας.
Άρχισαν τα γηρατειά, της είπε, αυτό το μήνα δεν σού ‘ρθαν τα ρούχα σου.
Ο κεραυνός χτύπησε τη Σταυρούλα τον άλλο μήνα, που πάλι δεν ήρθαν τα έμμηνα, ενώ κάτι ζαλάδες και κάτι πρωινές αναγούλες συνεχίζονταν.
Προφασίστηκε δουλειές με εμπόρους στην Καβάλα και πήγε σ’ ένα γυναικολόγο.
Συγχαρητήρια κυρία μου, είπε κείνος με ένα πλατύ χαμόγελο, αλλά θα πρέπει να προσέχετε αρκετά. Δεν είστε στην πρώτη σας νεότητα και μια εγκυμοσύνη σ’ αυτή την ηλικία μπορεί να έχει κινδύνους και για σας και για το μωρό. Κι είναι το πρώτο σας απ’ ότι βλέπω.
Βγήκε από το ιατρείο σαν παραζαλισμένη. Τι ήταν αυτό τώρα; Πώς πήγε και φύτρωσε αυτό το παιδί στα σπλάχνα της; Ποιος το κάλεσε;
Πήγε και κάθισε σ’ ένα παγκάκι στο μεγάλο κήπο της πόλης και προσπάθησε να σκεφτεί.
Τι να σκεφτεί; Πώς να συμμαζέψει όλ’ αυτά που γεννιούνταν μέσα στο μυαλό της;
Στήριξε τους αγκώνες της στα γόνατα και ζούληξε μεσ’ στις παλάμες το κεφάλι της σαν να προσπαθούσε να εμποδίσει τις σκέψεις που ξέφευγαν θαρρείς μέσα από αόρατες τρύπες στα μηλίγγια της.
Ένα παιδί; Πού χωρούσε ένα παιδί μέσα στη δική της ζωή και μέσα στο καταραμένο σπίτι με τις τρεις αγλύκαντες γυναίκες;
Δεν σε θέλω, του είπε θέλοντας να το ουρλιάξει. Δεν σε θέλω, δεν σε κάλεσα, δεν σε χρειάζομαι και δε με χρειάζεσαι.
Την ίδια στιγμή όμως, θαρρείς και με το που του απευθύνθηκε, το σκέφτηκε κιόλας με μορφή, με χαμόγελο και λαλιά.
Θα είναι όμορφο σαν την Αναστασία και θα ‘χει τα μπλε μάτια του Ιβάν. Θα με λέει μαμά και θα χαϊδεύεται στην αγκαλιά μου. Θα του μάθω ν’ αγαπάει τη γη αλλά θα του μάθω και γράμματα να γίνει σπουδαίο.
Και πώς θα σε παρουσιάσω στο χωριό; Τι θα πουν τα κνώδαλα που θα βρουν πάλι τροφή ν’ αναμασούν για να ξεχνούν την πικρίλα της δικής τους μίζερης ζωής; Τι θα σου κάνουν στο σχολείο; Τα μπάσταρδα δεν τα αγαπούν οι μεγάλοι και κάνουν και τους μικρούς να τα μισούν.
Αλλά και πού θα είμαι εγώ; Μη φοβάσαι, κανείς δεν θα τολμήσει να σ’ αγγίξει.
Και ποιος θα κάνει τις δουλειές στα χωράφια όταν εγώ θα σ’ έχω να μεγαλώνεις στην κοιλιά μου; ξαναγύρισε στις αγωνίες της.
Δώρο ήταν αυτό το παιδί, δώρο πανάκριβο. Απλά, προς το παρόν δεν είχε μέρος να το στολίσει κι έτσι τ’ άφησε να μεγαλώνει σ’ εκείνη τη γωνιά της κοιλιάς της που πήγε και φύτρωσε.
Θα δω τι θα κάνω, ακόμα είσαι μικρό, του είπε, δεν ενοχλείς κανέναν.
…………………………………………
Οδηγώντας το μικρό αυτοκινητάκι της για να γυρίσει στο χωριό, άλλες χιλιάδες σκέψεις κατέκλυζαν το κεφάλι της.
Είσαι το δώρο του Ιβάν. Είσαι το μεγαλύτερο δώρο που μου έκαναν ποτέ, και το σκέφτηκε να τιτιβίζει στην αυλή’ ένα κοριτσάκι με χρυσές μπούκλες και μπλε μάτια ή ένα αγοράκι στρουμπουλό, γεροδεμένο και πανέμορφο σαν τη θειά του και σαν τον μπαμπά του.
Χαμογέλασε πλατιά’ θα γίνω μάνα, θα γίνω μάνα, ΕΓΩ θα γίνω μάνα. Και ξανατραγούδησε δυνατά εκείνο το ευτυχισμένο τραγουδάκι για το παιδί που θέλει πάντα να γελά.
Έφτασε στο χωριό με το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου σ’ ένα σταθμό που έπαιζε μόνο μουσική, χαρούμενη κι ανάλαφρη και μ’ ένα φως στο γαλήνιο πλέον πρόσωπό της, που το είδαν αμέσως κι η Αναστασία κι η γριά.
Σαν να έκανες πολύ καλή συμφωνία, είπε η αδερφή της χαρούμενη, όχι για την εμπορική συναλλαγή, αλλά για τη γλύκα που τύλιγε τη Σταυρούλα. Ποτέ δεν την είδε έτσι ανάλαφρη και χαρούμενη, και τους δυο τελευταίους μήνες αγωνιούσε ακόμα πιο πολύ γι αυτήν έτσι όπως την έβλεπε πιο βλοσυρή και πιο σιωπηλή από ποτέ.
Δε φαντάζεσαι πόσο καλή συμφωνία, είπε η Σταυρούλα και την αγκάλιασε γελώντας, πάμε μέσα να στα πω. Τι φαϊ έκανες, πεινάω σαν λύκος.
Κι αυτό καινούριο, τα ‘χασε η Αναστασία. Η αδερφή της ήταν πάντα ανόρεχτη και λιγόφαγη κι έτρωγε οτιδήποτε της έβαζε στο πιάτο, σαν από καθήκον.
Έτρεξε μέσα πετώντας κι έστρωσε το τραπέζι για τις τρεις τους.
Γεια στα χέρια σου αδερφούλα, είπε μαζεύοντας με μια βούκα ψωμί τα υπολείμματα από τα λαδερά φασολάκια στο πιάτο της.
Σάστισε η Αναστασία’ πρώτη φορά τ’ άκουγε κι αυτό.
Θα μας πεις επιτέλους τι έγινε και σου φαίνονται κοψίδια ακόμα και τ’ άνοστα φασολάκια; έκρωξε η γριά.
Θα σας πω μάνα, θα σας πω.
Λοιπόν, καθάρισε τη φωνή και δεν μπορούσε να συμμαζέψει το χαμόγελό της, στην Καβάλα δεν πήγα για να δω εμπόρους. Στο γιατρό πήγα, σε γυναικολόγο συγκεκριμένα. Είμαι έγκυος, Αναστασία, γύρισε στην αδερφή της που άνοιξε το στόμα της μια πιθαμή.
Μη ρωτάτε πώς και τι. Δεν έχει σημασία. Εκείνο που μετράει είναι ότι κατά τα τέλη Απριλίου θα έχουμε ένα μωρό εδώ μέσα γι αυτό αρχίστε να ετοιμάζετε μωρουδιακά.
Θέλω να τραγουδήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να το φωνάξω δυνατά, είπε κι αφέθηκε στην τεράστια αγκαλιά που άνοιξε η Αναστασία.
Λες αλήθεια; πες, λες αλήθεια; Θα έχω ανήψι; Τι ανήψι, παιδάκι μου θα το έχω. Αχ Χριστέ μου, τι χαρά είν’ αυτή.
Μέσα στα δευτερόλεπτα που χρειάστηκαν για να ειπωθούν όλ’ αυτά, το μούτρο της γριάς άλλαξε χίλια χρώματα.
Μωρ’ πότε το ‘κανε η βρωμιάρα κι εγώ δεν πήρα χαμπάρι;
Σηκώθηκε πάνω με κόπο και πήγε προς το μέρος των δυο αγκαλιασμένων γυναικών. Η Αναστασία παραμέρισε νομίζοντας ότι η μάνα τους θέλει ν’ αγκαλιάσει κι αυτή την κόρη της. Το ίδιο φαντάστηκε κι η Σταυρούλα και σήκωσε το πρόσωπό της προς τη μάνα της έτοιμη να τη συγχωρήσει για όλα τώρα που ήταν τόσο, τόσο, τόσο πολύ ευτυχισμένη, και να την αγαπήσει πάλι.
Η σφαλιάρα της γριάς έσκασε σαν αστραπή στο μάγουλο της μεγάλης κόρης κι η φωνή της χώθηκε στ’ αυτιά της σαν οχιά που συρίζει. Τι είπες μαρή πουτάνα; Ποιος σου ‘πε ότι μπορείς να φέρεις ένα μπάσταρδο εδώ μέσα; Να πας να το ξεφορτωθείς αύριο κιόλας’ άκουσες; Άι στο διάλο, τα καμώματα του βρωμιάρη του πατέρα σου μου κουβάλησες εδώ μέσα.
Η Σταυρούλα έμεινε για μιαν ατέλειωτη στιγμή ακίνητη και χωρίς ανάσα, μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που έγινε μόλις, κι ύστερα ανασηκώθηκε από το κάθισμά της αργά κι έσκυψε κοντά, σχεδόν κολλητά, στα μούτρα της Κατερίνας, έτσι όπως ήταν αυτή καμπουριαστή, στηριγμένη με τις παλάμες ακουμπισμένες στη γωνία του τραπεζιού. Το τι θα κάνω είναι δική μου δουλειά, είπε με χάρτινη φωνή. Δε σου πέφτει λόγος και δε σε ρωτάω. Κατάλαβες κακό πλάσμα;
Γύρισε να φύγει για το δωμάτιό της αγνοώντας την Αναστασία που κρατούσε το πρόσωπό της ανάμεσα στις παλάμες της πανικόβλητη και ξανά δυστυχισμένη.
Θρύψαλα η ευτυχία που φάνταζε στέρεη κι άθραυστη πριν από δυο λεπτά.
Χώθηκε στο κρεβάτι της κι έκλαψε γοερά κι απελπισμένα.
Μια που έφυγε ο Δημητρός, μια που έφυγε ο Ιβάν και μια που της δηλητηρίασε τη χαρά της η μάνα της.
Εγώ θα σε γεννήσω μωρό μου, χάιδεψε απαλά την κοιλιά της, και θα είμαι γλυκειά μάνα, στο υπόσχομαι. Θα σου κάνω όλα τα χατήρια, θα σε χαϊδεύω συνέχεια και θα σε στηρίζω σ’ αυτά που θέλεις για σένα.
Κοιμήθηκε έναν ύπνο βαρύ σαν μολύβι, άρρωστο, όπως άρρωστη ήταν πάλι η ψυχή της.
………….
Κόντευε να νυχτώσει, όταν ξύπνησε με την ανάμνηση του Δημητρού. Τον είχε δει στον ύπνο της, ευτυχισμένο μέλλοντα παππού να κερνάει τον κόσμο στο καφενείο για το ωραίο νέο.
Πού να είσαι πατέρα μου, νοστάλγησε την αγάπη και τη ζεστασιά του. Ζεις άραγε κάπου στον κόσμο; Τ’ όνομά σου θα δώσω στο παιδί και θα του μιλάω για σένα. Ας έφυγες. Εγώ ξέρω ότι μας αγαπούσες. Κι αν ήσουν ακόμα εδώ, όλα θα ήταν αλλιώτικα. Όμορφα, ζεστά κι ευτυχισμένα.
Να ξέρεις άραγε πόσο πικρή και στυφή μας έκανε τη ζωή μας εκείνο σου το παραπάτημα; έστειλε στο Δημητρό μια τελευταία σκέψη, αλλά χωρίς μομφή πια.
Ανασήκωσε το πάνω μέρος του κορμιού της με κόπο, αλλά ξανάπεσε στο μαξιλάρι.
Δεν ήθελε να δει κανέναν. Ήθελε να μπορούσε να διαγράψει εκείνες τις στιγμές που μαύρισαν τη χαρά της. Σκύλα μάνα, για πρώτη φορά στη ζωή μου ήμουν τόσο απόλυτα ευτυχισμένη και μου το κατάστρεψες κι αυτό. Σου αξίζει να πεθάνεις με το χειρότερο τρόπο.
Τέρας, τέρας, τέρας, είπε με λύσσα, θαρρείς και τα λόγια της θα μπορούσαν να σκοτώσουν την Κατερίνα και να απαλλάξουν τον κόσμο από την παρουσία της.
Θα ήμασταν ευτυχισμένες εγώ κι η Αναστασία με το μωρό και θα το μεγαλώναμε με σεβασμό και αγάπη. Θα το κάναμε ευτυχισμένο, γερό και δυνατό με την αγάπη μας.
Τώρα, με σένα μεσ’ στα πόδια μας πώς θα το μπορέσουμε;
Θα μαυρίσεις και τη ζωή του παιδιού μου καταραμένη. Έκλαψε πάλι σιωπηλά και δυστυχισμένα μ’ ένα γιατί στην άκρη των λυγμών της.
Η πόρτα έτριξε απαλά και στο άνοιγμά της φάνηκε η Αναστασία. Πλησίασε σιγανά και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
Τι θα κάνεις; ψιθύρισε, τι θα κάνουμε;
Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε την αδελφή της με δύναμη. Ο,τι είχα αποφασίσει. Θα κρατήσω το παιδί μου. Θα πάω να μείνω αλλού κι εκεί θα γεννήσω το μωρό μου. Δεν εμπιστεύομαι τη γριά. Είναι τόσο το μίσος της, που θα φοβάμαι κάθε στιγμή μην κάνει κακό στο παιδάκι μου.
Ναι, είναι καλύτερα έτσι, συμφώνησε η Αναστασία. Κι εγώ θα είμαι πλάι σου, εγώ θα το μεγαλώνω όσο εσύ θα είσαι στις δουλειές σου. Πόσο πιο καλά θα ήταν όμως, αν το μεγαλώναμε κι οι τρεις μαζί. Γιατί δεν καταλαβαίνει η μάνα μας ότι αυτό το παιδί είναι η ευκαιρία μας να γίνουμε επιτέλους ευτυχισμένες και να θάψουμε οριστικά το καταραμένο παρελθόν μας;
Γιατί είναι ένα κακόψυχο λυσσασμένο τέρας, γι αυτό, είπε η Σταυρούλα, ακόμα να το καταλάβεις; Και τη μισώ όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο. Κατέστρεψε τη ζωή μας, αλλά και πάλι ήμουν έτοιμη να τη συγχωρήσω και να την ξαναέχω μάνα μου αν δεχόταν την ευτυχία που θα φέρει το μωρό μου. Αλλά όχι, είναι ένα δηλητηριασμένο φίδι κι εγώ φοβάμαι πια ότι θα σκοτώσει και την ψυχή του παιδιού μου, όπως σκότωσε και τις δικές μας ψυχές.
Αύριο κιόλας θα ψάξω σπίτι στη Χρυσούπολη.
Όχι, μη φεύγεις μακριά σε παρακαλώ, μείνε στο χωριό , είπε η Αναστασία τρομαγμένη. Σε χρειάζομαι και με χρειάζεσαι.
Έλα μαζί μου, είπε η Σταυρούλα, παράτα την οχιά κι έλα μαζί μου.
Δεν γίνεται και το ξέρεις, είπε εκείνη. Μάνα μας είναι, δεν μπορώ να την εγκαταλείψω έτσι γριά κι άρρωστη που είναι.
Κάτσε, τότε, να σε διαλύσει εντελώς, είπε η Σταυρούλα και σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι. Πήρε τις αποφάσεις της κι ένοιωθε και πάλι γαλήνια κι ανάλαφρη.
Εγώ και το μωρό μου, εγώ και το μωρό μου, τραγούδησε αγκαλιάζοντας την επίπεδη, ακόμα, κοιλιά της.
Όπου να 'ναι θ’ αρχίσει να φουσκώνει, είπε με χαρά και προσμονή η αδερφή της.
Αχ Παναγίτσα μου, είμαι πόσο ευτυχισμένη’ κι όταν θα με πει για πρώτη φορά θεία, πού θα τη βολέψω τόση χαρά; χαμογέλασε σαν να τ’ άκουγε κιόλας.
Μπήκαν στην κουζίνα λάμποντας κι οι δυο, χωρίς να δώσουν καμιά σημασία στο κούτσουρο της γριάς που τις ατένιζε σαν μια συμπαγής κακία.
Πάλι πεινάω, είπε η Σταυρούλα κι έσκασαν κι οι δυο από τα γέλια.
Καλά, καλά κάργιες, θα σας δείξω εγώ, μουρμούρισε η Κατερίνα από τη γωνιά της, αλλά οι θυγατέρες της ούτε που της έδωσαν σημασία’ σαν να μην την άκουσαν καν.
Αρχίζω από αύριο να κεντάω σεντονάκια και μαξιλαράκια. Θα πάω στη Χρυσούπολη και θα αγοράσω ζιπούνια, φόρμες, κουβερτούλες, είπε με έξαψη η Αναστασία κι η Σταυρούλα γέλασε ευτυχισμένα.
Πολύ βιάζεσαι, σφύριξε η γριά. Η κάργια είναι μεγάλη, πού ξέρεις αν η στεγνή κοιλιά της μπορεί να κρατήσει παιδί; που να μη σώσει Παναγία μου.
Σκάσε, έσκυψε κοντά της η Σταυρούλα, σκάσε πια. Δεν έχεις καμιά δύναμη πάνω μου’ ποτέ δεν είχες. Και τώρα θα γίνω εγώ μάνα και θα είμαι καλή μάνα. Κι εμένα με παράτησε ο πατέρας του μωρού, αλλά δεν θα καταστρέψω γι αυτό τη ζωή του παιδιού μου. Κατάλαβες; Κι ούτε θα σ’ αφήσω να μολύνεις τη χαρά μου. Σε λίγες μέρες φεύγω από δω μέσα για να μη σε βλέπω κι αρρωσταίνω. Τόσα χρόνια σε ανέχτηκα γιατί δεν χρωστούσα τίποτα σε κανέναν, αλλά τώρα χρωστάω κι είμαι αποφασισμένη να δώσω με τόκο και πανωτόκια, αγάπη, ασφάλεια, σιγουριά και λατρεία. Αλλά τι ξέρεις εσύ απ’ αυτά; Ψόφησες μόλις σε παράτησε ο Δημητρός και πέθανες κι εμάς. Εμάς, που μας όφειλες τα πάντα, αλλά όχι μόνο δεν έδωσες, παρά πήρες τη χαρά μας, τη γαλήνη μας, τη ζωή μας εν τέλει.
Λούφαξε στη γωνιά της η Κατερίνα. Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι η κόρη της θα ορμήσει πάλι πάνω της, όπως τον περασμένο χειμώνα, τότε με την κάρτα του Ιβάν, και θ’ αρχίσει να τη χτυπάει με κείνη την τυφλή λύσσα, που πρώτη φορά είχε δει να κυριεύει αυτή την ήσυχη και σιωπηλή γυναίκα.
Όχι, δεν θα σου κάνω τη χάρη να σ’ ακουμπήσω ξανά για να νομίζεις ότι κατάφερες να με κάνεις σαν εσένα, είπε εκείνη, καταλαβαίνοντας τον τρόμο της μάνας της. Τώρα είμαι ευτυχισμένη, κατάλαβες; Και την ευτυχία μου την κουβαλάω εδώ μέσα, κι έδειξε την κοιλιά της. Δεν μπορείς να την αγγίξεις και δεν μπορείς να μου την πάρεις γιατί είναι δικιά μου, μόνο δικιά μου.
Και της αδερφής μου, συμπλήρωσε κοιτώντας την Αναστασία με αγάπη.
Δεν πεινάω πια, είπε στην αδελφή της, βλέποντάς την να κατεβάζει πιάτα από το ντουλάπι. Πάμε να καθίσουμε έξω; Κοίτα τι γλυκιά βραδιά που έχει απόψε.
Βγήκαν και κάθισαν στη μεγάλη κούνια με τα ζωηρά χρώματα που είχε αγοράσει πρόσφατα η Αναστασία. Βολεύτηκαν αναπαυτικά κι η Σταυρούλα μίλησε για πρώτη φορά για τον Ιβάν και για την αγάπη τους. Τα ιστόρησε όλα στην αδερφή της με μια σιγανή φωνή, αλλά χωρίς πίκρα, ούτε παράπονο. Της είπε και για κείνη τη μια και μοναδική νύχτα που ενώθηκαν και κάηκαν από τη λάβρα τους. Μίλησε και για την άλλη μέρα, που αντί για κείνον, πήρε εκείνο το γραμματάκι με τις εξηγήσεις και τη συγνώμη του για το φευγιό του.
Μην κλαις, είπε χαϊδεύοντας το πρόσωπο της αδερφής της. Εκείνος έφυγε, αλλά μου άφησε, κι ας μην το ξέρει, ό,τι πιο όμορφο μπορούσε.
Ένα Ιβανάκι, είπε η Αναστασία και γέλασαν κι οι δυο ευτυχισμένες.
Άμα είναι αγόρι θα το πω Δημήτρη κι άμα είναι κορίτσι θα το πω Αναστασία. Εσύ είσαι ο μοναδικός αγαπημένος μου άνθρωπος στον κόσμο κι εκείνος η ανάμνηση της ευτυχισμένης παιδικής μας ζωής’ το δικαιούστε.
Έμειναν εκεί στην κούνια κάτω από την κληματαριά ως τα μεσάνυχτα σχεδόν, σιγανομιλώντας και γελώντας, να σχεδιάζουν τη ζωή τους, που πια θα ήταν αναπόσπαστα δεμένη με τη ζωή του μωρού που θα ερχόταν σε λίγους μήνες, και μετά θα μεγάλωνε, θα πήγαινε σχολείο και μετά θα γινόταν σπουδαίος επιστήμονας και και και κι αργότερα πολύ, θα τις έκανε γιαγιάδες.
Ας είσαι καλά Ιβάν, όπου κι αν βρίσκεσαι κι ό,τι κι αν κάνεις, ψιθύρισε η Αναστασία κάνοντας το σταυρό της πριν πέσει για ύπνο. Έφερες την ελπίδα και τη χαρά μέσα στο σπίτι μας.
…………………………………………………………………………………….
Την επόμενη εβδομάδα η Σταυρούλα είχε πολλές δουλειές στα χωράφια. Έπρεπε να γίνουν ένα σωρό πράγματα πριν αρχίσει να χειμωνιάζει.
Θα τα τακτοποιήσω όλα και μετά θα ψάξω για σπίτι, είπε στην Αναστασία.
Την Κατερίνα ούτε που γύριζε να την κοιτάξει κι ούτε της απηύθυνε ποτέ το λόγο. Σαν να μην υπήρχε ή να μην υπήρξε ποτέ.
Με την αδερφή της όμως, μέσα σ’ αυτές τις λίγες μέρες μίλησε όσο δεν μίλησε ποτέ άλλοτε στη ζωή της. Κάθε βράδυ, κι ας είχαν αρχίσει οι φθινοπωρινές ψυχρούλες, έβγαιναν έξω και κάθονταν κάτω από την κληματαριά ή έκαναν βόλτες απ’ τη μια άκρη της αυλής στην άλλη και πάλι πίσω, κουβεντιάζοντας και κουβεντιάζοντας. Τίποτα δεν έλεγαν για την Κατερίνα, ούτε για τον Δημητρό, ούτε για τον Ιβάν, ούτε και γι αυτές τις ίδιες ακόμα. Μόνο για το μωρό μιλούσαν και λιγώνονταν απ’ τη γλύκα της προσμονής και το φαντάζονταν: μικρό ροδαλό κι αφράτο να γελάει, να μιλάει και να τρέχει και να παίζει και με ό,τι κι αν κάνει να τους παίρνει τα μυαλά.
Γελούσαν ευτυχισμένες και, για πρώτη φορά στη ζωή τους από τότε που έφυγε ο Δημητρός, ξένοιαστες και με την βεβαιότητα ότι είναι κι αυτές ανθρώπινα πλάσματα κι έχουν τα ίδια δικαιώματα που έχουν οι άλλοι άνθρωποι στο γέλιο και στη χαρά.
Κι αυτή τη χαρά, σκεφτόταν, χωρίς πια κανέναν πόνο, η Αναστασία, δεν μπορούσε καμιά Κατερίνα και κανένας Δημητρός να τους την πάρει, ούτε να τους την απαγορεύσει, ούτε να την ακυρώσει.
………………….
Επιτέλους, οι δουλειές και τα συμμαζέματα στα χωράφια τέλειωσαν και κείνη την τελευταία μέρα, αφού πλήρωσε τους εργάτες και τους αποχαιρέτησε, η Σταυρούλα έμεινε μόνη στο άδειο χωράφι. Κοίταξε ένα γύρο και μετά πήγε κι έκατσε κάτω στη ρίζα της μεγάλης μουριάς που είχε χάσει κιόλας τα πιο πολλά της φύλλα.
Του χρόνου θα σου φέρω και το μωρό μου της είπε χαμογελώντας γλυκά. Να, εδώ στην πιο χοντρή διχάλα σου θα του φτιάξω μια κούνια σαν και κείνη που μου ‘φτιαχνε ο πατέρας μου με τη μεγάλη τριχιά. Κι αργότερα θα του φτιάξω πάνω σου ένα ξύλινο σπιτάκι με χορταρένια σκεπή για να κοιμάται στη δροσιά σου όταν θα κουράζεται. Μεγάλωσες εμένα, τώρα θα μεγαλώσεις και το παιδάκι μου.
Φούσκωνε και ξεχείλιζε η ψυχή της από τρυφερότητα και προσμονή.
Καλύτερα έτσι Ιβάν, χίλιες φορές καλύτερα. Σ’ αγάπησα πολύ και συ με σκότωσες, αλλά αυτό που μου δώρισες έστω και χωρίς να το θέλεις και να το ξέρεις, είναι η ίδια η αγάπη και τίποτα δεν υπάρχει πάνω απ’ αυτό.
Σηκώθηκε ανάλαφρη κι ευτυχισμένη κι ανέβηκε στο τρακτέρ με τη γνωστή της σβελτάδα. Ώρα για το σπίτι, μπάνιο, ξεκούραση κι ευτυχία, είπε στο μωρό της. Ακούει και νοιώθει τα πάντα, από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του, έγραφε ένα από τα δεκάδες περιοδικά που κουβαλούσε τις τελευταίες μέρες στο σπίτι η Αναστασία και διάβαζε μετά μανίας συμβουλές για το μεγάλωμα των μωρών από τη σύλληψη ως τη γέννα κι ως να πάνε σχολείο και πιο μετά ακόμα.
Εσύ θα ακούς πουλιά να κελαηδάνε, δέντρα να θροϊζουν, βροχούλα να χτυπάει ρυθμικά τη στέγη κι εμένα να σου τραγουδάω και να σου λέω παραμύθια, ψιθύρισε χαμογελώντας. Αχ και να ξέρεις τι ωραία παραμύθια θα σου λέω.
.....................................................................................................................................
Παραδομένη στην αγάπη που ξεχείλιζε από την καρδιά της, δεν πρόσεξε ότι ο στενός χωματόδρομος είχε υποχωρήσει σε μια άκρη του πάνω στη στροφή αφήνοντας ένα βαθύ χαντάκι εκεί που πριν ήταν στέρεο έδαφος. Το βαρύ όχημα έχασε ξαφνικά την ισορροπία του κι έγειρε απότομα αριστερά, τραντάζοντας τη Σταυρούλα σαν τη χτύπησε κεραυνός.
Για μερικά λεπτά έμεινε ζαλισμένη νοιώθοντας έναν σουβλερό πόνο χαμηλά στην κοιλιά. Το τράνταγμα την έστειλε με δύναμη πίσω και μετά πάλι μπροστά πάνω στο μεγάλο τιμόνι. Άρχισε να τρέμει τρομαγμένη. Γιατί πονάω, τι συμβαίνει; Έπιασε την κοιλιά της σαν να μπορούσε να σταματήσει τον οξύ πόνο που απλωνόταν και της σμπαράλιαζε τα σωθικά κι ένιωσε κάτι ζεστό και πηχτό να ρέει ανάμεσα στα πόδια της. Αίμα, αίμα, πάει το μωρό μου ούρλιαξε μέσα στην ερημιά του φθινοπωρινού απογεύματος.
Πού είναι, πού το’ χω, έψαξε με άγρια δάχτυλα το κινητό τηλέφωνο που της είχε χαρίσει πριν από κανένα χρόνο η Αναστασία. Έχε το. Πού ξέρεις; μπορεί να σου χρειαστεί καμιά φορά εκεί στις ερημιές που τριγυρνάς μοναχή σου, της είχε πει.
Τρέμοντας από τον πόνο ψαχούλεψε τα μικροσκοπικά πλήκτρα και κάλεσε την αδερφή της. Πάρε το αυτοκίνητο κι έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς από το δρόμο που πάει για το μεγάλο χωράφι με τη μουριά.
Τρελαμένη από το φόβο της η Αναστασία πέταξε την ποδιά της στο τραπέζι της κουζίνας κι άρπαξε τα κλειδιά. Έβαλε μπρος τρέμοντας κι έφυγε σαν τρελή. Από μακριά είδε το τρακτέρ γερμένο στο δρόμο. Έφτασε με την ψυχή στα δόντια και κατέβηκε αφήνοντας τη μηχανή αναμμένη. Άνοιξε τη δεξιά πόρτα του τρακτέρ και σκαρφάλωσε στη θέση του συνοδηγού. Τράβηξε, προσπαθώντας να μη κάνει βίαιες κινήσεις, την αδερφή της και τη βοήθησε να κατεβεί κι ύστερα να καθίσει στο αυτοκίνητο.
Έχω αίμα, της είπε εκείνη κι η Αναστασία ξεκίνησε σαν να την κυνηγούσαν, να φτάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν στο νοσοκομείο στην Καβάλα.
…………………
Η αδελφή σας θα γίνει γρήγορα καλά, είπε με αδιάφορη φωνή ο γιατρός, αλλά το παιδί το έχασε, δυστυχώς.
Έμεινε στο νοσοκομείο λίγες δυστυχισμένες μέρες. Με μια μαυρίλα στην ψυχή, που πύκνωνε ολοένα.
Δεν έτρωγε, δε μιλούσε κι ούτε καν έβλεπε τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που νοιάζονταν γι αυτήν.
Κάθε μέρα ερχόταν η Αναστασία να τη φροντίσει και να τη χαϊδέψει.
Έχει υποστεί ισχυρό σοκ, θα πρέπει να τη βοηθήσετε με πολλή αγάπη και υπομονή. Και κυρίως ηρεμία, της είπε την τελευταία μέρα ο γιατρός.
Οι δυο αδερφές, η μια σαν μονοκόμματο κι ανέκφραστο ξόανο, κι η άλλη με τεντωμένα τα όμορφα χαρακτηριστικά της, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο και κίνησαν για το χωριό.
Όλες τις προηγούμενες μέρες, η γριά ρωτούσε με λάμψεις κακίας στα μάτια της, πού είναι, μαρή, η κουκουβάγια; έφυγε κιόλας; Βρήκε σπίτι γι αυτή και το μπάσταρδό της; Πάνε, πάνε κι εσύ να τη βοηθάς την παλιοπουτάνα. Σαν να μην μας έφτανε η ρετσινιά του ρουφιάνου που σας έσπειρε.
Τώρα τις είδε να φτάνουν και την Αναστασία να υποβαστάζει, κρατώντας την από τη μέση, την αδερφή της, για να την οδηγήσει μέσα στο σπίτι.
Τι έπαθες μαρή γκαστρωμένη; ειρωνεύτηκε η γριά, ζόρισαν τα πράγματα και γύρισες;
Για πρώτη φορά στη ζωή της η Αναστασία, ήθελε να χιμήξει πάνω της και να την κάνει να το βουλώσει μια για πάντα. Την κοίταξε με τέτοιο μίσος, που η γριά, ζάρωσε στη γωνιά της χωρίς άλλη κουβέντα, όχι τόσο από φόβο, αλλά από έκπληξη. Τι, ξύπνησε και το χαϊβάνι; Άιντε, άιντε, ψιθύρισε όταν οι δυο γυναίκες χάθηκαν μέσα στο δωμάτιο της μεγάλης.
………………………………..
Σχεδόν όλο το χειμώνα, η Σταυρούλα δεν ξεμύτισε από το σπίτι κι ελάχιστες φορές εγκατέλειπε το δωμάτιό της. Η Αναστασία την φρόντιζε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Στην αρχή την τάιζε κιόλας, σαν να ήταν ένα μικρό ανόρεχτο παιδί, κι εκείνη, μετά τις πρώτες αντιρρήσεις που εκφράζονταν με το ερμητικά κλεισμένο στόμα και τα απλανή μάτια, μισάνοιγε τα χείλη της μηχανικά και κατάπινε μετά από λίγο τη μπουκιά της, σχεδόν χωρίς καν να τη μασήσει καθόλου.
Μεγαλώνει το μπασταρδάκι; Μεγαλώνει και την τυραννάει την κουκουβάγια γι αυτό δεν ξεμυτάει απ’ το καβούκι της; ρωτούσε τον πρώτο καιρό η γριά, στάζοντας δηλητήριο.
Η Αναστασία ποτέ δεν απαντούσε σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Συνέχιζε να υπηρετεί και την Κατερίνα, που θαρρείς κι ήταν ένα ζηλιάρικο παιδί που έβλεπε να περιποιούνται το μικρό του αδερφάκι κι άρχισε να τα κάνει πάλι πάνω της και μετά να φωνάζει, τρέχα μαρή, χέστηκα πάλι. Κι η Αναστασία έτρεχε, όχι γιατί τη χρειαζόταν η γριά, αλλά για να πάψει η φασαρία που φοβόταν ότι θα τάραζε την αδερφή της.
………………………
Εκείνη τη μέρα, λίγο πριν τελειώσει ο χειμώνας, πρόβαλε ένας ολόλαμπρος ήλιος, που μπορούσε να ζεστάνει και την πιο κρύα ψυχή.
Κοίτα Σταυρούλα, κοίτα έναν ήλιο όμορφο και ζεστό, είπε η Αναστασία το πρωί και τράβηξε τις κουρτίνες να μπει μέσα το ζωογόνο φως.
Σαν να ξυπνούσε από λήθαργο η Σταυρούλα, ανασηκώθηκε, κοίταξε από το παράθυρο και χαμογέλασε. Παραμέρισε τα σκεπάσματα και κατέβασε τα ξυπόλυτα πόδια της πάνω στο παχύ χαλάκι μπροστά στο κρεβάτι της.
Για μένα ήρθε, είπε στην έκπληκτη αδελφή της, για να μ’ αναστήσει. Τέρμα το πένθος, η ζωή συνεχίζεται.
Θα φτιάξω δυο ωραία καφεδάκια με παχύ καϊμάκι και θα τα πιούμε παρέα. Έχεις κανένα τσιγάρο;
Έχω, πώς δεν έχω, φώναξε τρελή από χαρά η Αναστασία, που λίγο αργά ξεκίνησε να καπνίζει κάνα τσιγάρο και τώρα τελευταία πού την έχανες πού την έβρισκες, στην αυλή μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, για να μη βρωμίζει την ατμόσφαιρα του σπιτιού με τις άρρωστες.
Δόξα τω Θεώ, έγινε καλά η αδερφούλα μου, ψιθύρισε βλέποντάς την να περνάει ευθυτενής από την πόρτα του δωματίου και να κατευθύνεται προς την κουζίνα.
Καλημέρα μάνα, την άκουσε να λέει με τη βαθιά φωνή της και σταυροκοπήθηκε. Σ’ ευχαριστώ Παναγία μου. Βοήθα να γίνουν όλα καλά πια στο σπίτι μας.
Μέσα στην πεντακάθαρη κουζίνα έκαιγε το τζάκι και μύριζε όμορφα το κέδρινο κούτσουρο.
Κλείσε την πόρτα της μάνας, μη την πνίξουμε με τον τσιγαροκαπνό κι έλα να πιούμε τον καφέ μας, τη φώναξε μετά από λίγο η Σταυρούλα.
Είμαι καλά, της είπε, ρουφώντας με απόλαυση την πρώτη γουλιά από τον καφέ της. Έγινα καλά, μη νοιάζεσαι πια για μένα. Όλα τα κακά τα είδαμε αδερφούλα μου, τώρα ήσυχες και ήρεμες πια θα γεράσουμε παρέα οι δυο μας, αγαπώντας ακόμα πιο πολύ η μια την άλλη.
Οι δυο αδερφές αγκαλιάστηκαν και σκούπισαν από ‘να δάκρυ απ’ τις άκρες των ματιών τους.
………………..
Θα πεταχτώ μέχρι το μπακάλικο, θα πάω και στο χασάπη να ψωνίσω κάτι καλό, είπε μετά από λίγο η Αναστασία. Σήμερα έχουμε γιορτή. Θα σου μαγειρέψω το πιο νόστιμο φαγητό μου και μετά θα κάνω ένα ωραίο μοσχομυριστό κέικ που σ’ αρέσει.
Άντε βιάσου, νομίζω ότι άρχισα να πεινάω κιόλας, χαμογέλασε πλατιά η Σταυρούλα.
Σαν πουλάκι θα πάω και θα ‘ρθω, είπε ανάλαφρα εκείνη κι έφυγε τρέχοντας.
Μόλις έκλεισε την αυλόπορτα πίσω της, η Κατερίνα άρχισε να φωνάζει: τρέχα μαρή, χέστηκα πάλι.
Σηκώθηκε η Σταυρούλα, δεν της πήγαινε η καρδιά να περιμένει την αδερφή της για το άχαρο έργο, κι ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου της μάνας της την πήρε η μπόχα από τα μούτρα.
- Τι θες εσύ εδώ; Πού ‘ν το δουλικό; της πέταξε η γριά μόλις την είδε.
- Άσε μάνα, έκανε ότι δεν κατάλαβε η Σταυρούλα, θα σε καθαρίσω εγώ, η Αναστασία πετάχτηκε μέχρι το μπακάλη.
- Μη μ’ ακουμπάς βρώμα παλιοπουτάνα, τσίριξε εκείνη. Πού ‘ν το μπασταρδάκι σου μαρή; Η κοιλιά σου έπρεπε να φτάνει ως το στόμα σου τώρα. Τι το ‘κανες, το χώνεψες;
- Το ‘χασα μάνα το παιδί, είπε εκείνη μ’ ένα ράγισμα στη φωνή, δεν ήταν γραφτό να γίνω κι εγώ μάνα.
- Α χαχαχα χααααα, ούρλιαξε η γριά με το ξεδοντιασμένο στόμα της κι άρχισε να χτυπάει παλαμάκια. Έπιασαν οι κατάρες μου. Στέρφα ήσουν και στέρφα θα μείνεις καταραμένη σπορά του Δημητρού.
Η Σταυρούλα, που όση ώρα μιλούσε με τη μάνα της προσπαθούσε να την τραβήξει, κρατώντας την από τις μασχάλες, προς το κεφαλάρι του κρεβατιού, την άφησε απότομα από τα χέρια της σαν να την έκαιγαν κολασμένα κάρβουνα κι η γριά έπεσε με δύναμη πίσω χτυπώντας το κεφάλι της στη σιδερένια γωνία του πολυκαιρισμένου έπιπλου.
Ένα μικρό αχ πρόλαβε κι είπε και μετά απόμεινε εκεί με τα μάτια ορθάνοιχτα και το στόμα σαν έτοιμο να ξεράσει κι άλλες κατάρες.
Η πρωτοκόρη της την κοίταξε με σιχασιά και γύρισε στην κουζίνα κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Ως να γυρίσει η Αναστασία, καθόταν εκεί στην καρέκλα μπρος στα φλιτζανάκια με τον ξεραμένο καφέ, καπνίζοντας τσιγάρα το ένα μετά το άλλο, θαρρείς κι ήταν γιατρικό που θα την έκανε πάλι καλά ή δηλητήριο που θα τη σκότωνε αμέσως.
Πάνε να δεις τι κάνει η γριά, της είπε με επίπεδη φωνή, μόλις μπήκε η Αναστασία. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να ασχοληθώ μ’ αυτό το τέρας που μας έλαχε για μάνα.
Σηκώθηκε σαν ξύλινη και κλείστηκε πάλι στο δωμάτιό της. Χώθηκε όπως ήταν ντυμένη κάτω από το πάπλωμα και σκεπάστηκε ως πάνω. Να μη βλέπω, να μην ακούω, να μη νοιώθω, ως να γίνω πάλι καλά, είπε μέσα της και ζήτησε να βυθιστεί σε λήθαργο.
Τι έγινε πάλι; αναρωτήθηκε έντρομη η Αναστασία.
Μάνα, ε, μάνα, φώναξε μετά από λίγο, αφήνοντας τις σακούλες με τα ψώνια πάνω στον πάγκο της κουζίνας.
Ξανακοιμήθηκε τάχα; μονολόγησε κι άνοιξε την πόρτα της Κατερίνας.
Άιντε πάλι με τις ανοησίες της, είπε μέσα της βλέποντας τη γριά με ορθάνοιχτα μάτια και στόμα, λίγο στραβά καθισμένη στο κρεβάτι της. Η μπόχα που αναδύονταν μέσα από τα σκεπάσματα δεν της έκανε εντύπωση’ της ήταν τόσο γνώριμη πια.
Ρε μάνα, τι είναι αυτά που κάνεις πάλι; είπε πλησιάζοντας κι όπως ακούμπησε το κρεβάτι, η Κατερίνα κύλησε μονοκόμματη στην άκρη του κρεβατιού.
Μάνααααα, ούρλιαξε η Αναστασία κι η Σταυρούλα βούλωσε τ’ αυτιά της με τους δείκτες της.
Σταυρούλα, τσίριξε η Αναστασία, πάει η μάνα μας, τρέχα.
Χέστηκα, είπε κείνη σιγανά και σφράγισε καλύτερα τ’ αυτιά της.
Οι επόμενες ώρες ήταν μια παραζάλη για την Αναστασία. Ήρθε η γιατρίνα που πιστοποίησε τον θάνατο της Κατερίνας. Από ανακοπή, είπε, δεν άντεξε άλλο η καρδιά της. Ήρθαν κι οι υπάλληλοι του γραφείου κηδειών κι έπλυναν κι έντυσαν το κουφάρι για το τελευταίο του ταξίδι.
Ξαπλωμένη μέσα στο φριχτό βασίλειο της κάσας της, η Κατερίνα ήταν σχεδόν όμορφη, έτσι όπως την είχε εγκαταλείψει η κακία της τρέλας της.
Κόσμος μπήκε και βγήκε, συγγενείς μακρινοί και πιο κοντινοί που είχαν πάνω από τριάντα χρόνια να τη δουν, έτσι όπως δεν ξαναβγήκε από το σπίτι της από τότε που ‘φυγε ο Δημητρός.
Βούιξε το χωριό: πέθανε η Κατερίνα, η παρατημένη του Δημητρού. Και ξαναθυμήθηκαν όλοι εκείνη την παλιά τραγική ιστορία. Ως και το βράδυ, στο ξενύχτισμα της νεκρής, κάποιες κάργιες ξανακουβέντιασαν, γαργαλιστικές κατά κύριο λόγο κι ως επί το πλείστον φανταστικές, λεπτομέρειες, που τότε είχαν κυκλοφορήσει ευρέως στο χωριό και στη γύρω περιοχή.
………………
Ντυμένη μέσα στα κατάμαυρα και με πρησμένα μάτια από το κλάμα, η Αναστασία πήγε να παρακαλέσει την αδερφή της να ‘ρθει να σταθεί δίπλα στο φέρετρο της μάνας τους τις λίγες ώρες που θα την είχαν ακόμα στο σπίτι.
Είναι πολύ άρρωστη, άρπαξε ένα γερό κρύωμα και καίγεται στον πυρετό, τη δικαιολόγησε μετά από λίγο στις κουτσομπόλες που ρωτούσαν φανερά πού είναι η Σταυρούλα κι έκαναν κρυφά τσ, τσ, τσ, που δεν έβλεπαν τη μεγάλη κόρη να θρηνεί τη μάνα της.
Καημένη Αναστασία, βρήκες να πεις κι εσύ' θαρρείς και, όσο μεγάλος κι αν ήταν, ένας πυρετός μπορούσε να κρατήσει μια κόρη μακριά από την κηδεία της μάνα της.
Όσο για το ότι σε τούτο τον τόπο όλοι είχαν τα μάτια στραμμένα στους πενθούντες και σημείωναν το πλήθος των δακρύων και την ένταση των οιμωγών για να μπορούν μετά ν' αξιολογήσουν την αγάπη για τον εκλιπόντα, ήταν παντελώς αδιάφορο, έτσι κι αλλιώς, για τη Σταυρούλα.
............................
- Σταυρούλα, φεύγουμε για την εκκλησία, πάμε να θάψουμε τη μάνα, άντε σήκω πια, είπε η Αναστασία κατά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, σε μια τελευταία προσπάθεια να φιλιώσει τη ζωντανή με τη νεκρή.
- Εγώ τη σκότωσα, είπε η μεγάλη αδερφή, τραβώντας το πάπλωμα και ξεσκεπάζοντας το πρόσωπό της. Και δε λυπάμαι καθόλου γι αυτό. Πες της από μένα, να πάει στο διάβολο. Και ξανασκέπασε το κεφάλι της.
Τι λέει; τι είν’ αυτά που λέει; αναρωτήθηκε η Αναστασία ψάχνοντας εξηγήσεις μέσα στα δικά της συναισθήματα. Μήπως την αγαπούσε τελικά τη μάνα μας και τρελάθηκε απ’ τον πόνο που τη χάσαμε;
Ο,τι και να ‘ναι, θα το αντιμετωπίσω μετά την κηδεία, τώρα έχω άλλα να τελειώσω, είπε μέσα της και βγήκε πατώντας στα νύχια.
Χωρίς τη Σταυρούλα λοιπόν, συνόδεψαν την Κατερίνα στην τελευταία της κατοικία, συγγενείς, παλιοί φίλοι, γείτονες και απλώς περίεργοι, και την αποχαιρέτισαν με κλάματα, εκ των οποίων τα μόνα ειλικρινή ήταν αυτά της συντετριμμένης θυγατέρας της.
.................................
Μόλις έφυγαν όλοι κι άκουσε την εξώπορτα να κλείνει, η Σταυρούλα σηκώθηκε με φούρια από το κρεβάτι της και μπήκε στο δωμάτιο της Αναστασίας. Έψαξε στο μπαουλάκι όπου φύλαγε η αδερφή της ό,τι είχε προλάβει να αγοράσει για το μωρό και πήρε ένα ζευγάρι από τα δεκάδες μικροσκοπικά καλτσάκια που κείτονταν, αχρείαστα για πάντα, εκεί. Τα κράτησε απαλά μέσα στη φούχτα της κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια της σαν για να εμποδίσει να αναβλύσουν τα δάκρυα της ψυχής της. Τα χάιδεψε και τα φίλησε κι ύστερα τα τύλιξε μέσα σ’ ένα μεταξωτό μαντήλι.
Μετά, καβάλησε το ποδήλατο και πήγε ως το χωράφι με τη μεγάλη μουριά.
Βρήκε το σημάδι που είχε βάλει στη ρίζα του πολύχρονου δέντρου, για να μην ξεχάσει ποτέ πού είχε θάψει το γράμμα του Ιβάν, σκάλισε με δύναμη και το τράβηξε έξω. Το φύσηξε να φύγουν τα χώματα και το φίλησε απαλά κι ύστερα, σκάβοντας το παγωμένο χώμα με τα δάχτυλά της και με μια μυτερή πέτρα, άνοιξε κι άλλο τη μεγάλη τρύπα κι εκεί μέσα απίθωσε το γράμμα και τα μωρουδιακά καλτσάκια τυλιγμένα μαζί μέσα στο μεταξωτό μαντήλι. Τα κοίταξε για μια στιγμή και τ’ άγγιξε για μια τελευταία φορά σαν να τα χάιδευε αποχαιρετώντας τα και μετά τα σκέπασε με χώμα που το πάτησε καλά καλά κι έβαλε πάνω του μια μεγάλη βαριά πέτρα’ σαν σημάδι και σαν ταφόπλακα.
Εδώ είναι οι δικοί μου νεκροί είπε με σιγανή και αδάκρυτη φωνή, κι αυτούς θα μνημονεύω κάθε χρόνο τέτοια μέρα ώσπου να πεθάνω.
.....
Θα μπορούσε, αυτή η θλιβερή ιστορία να τελειώνει εδώ.
Ευτυχώς όχι, καθώς συνεχίστηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τις δυο άκληρες αδερφές.
Είχαν περάσει μερικοί μήνες από τότε που αποδήμησε εις Κύριον η Κατερίνα, κι οι θυγατέρες της, η μια να τ' ομολογεί κι η άλλη όχι, άρχισαν να χαίρονται την ηρεμία της νέας τους ζωής.
Κι η κακομοίρα η Αναστασία, που έπαψε πια να τινάζεται τις νύχτες γιατί νόμιζε ότι τη φώναζε η πεθαμένη να τρέξει να την υπηρετήσει, άρχισε να ψάχνει πώς θα γεμίζει όλον αυτό τον ατελείωτο χρόνο που της περίσσευε πια.
Λέω ν' αρχίσω να ράβω, είπε ένα βραδάκι στη Σταυρούλα, μόλις απόφαγαν κάτω απ' τη δροσιά της κληματαριάς. Βέβαια, ποιος ράβεται τώρα στις μοδίστρες που όλοι τρέχουν στα ετοιματζήδικα, αλλά όλο και κάποιες θα βρεθούν να θέλουν κάτι που θα το φοράνε μόνο αυτές.
Καλά το σκέφτεσαι, απάντησε αδιάφορα εκείνη, έπεσε πολύ χρήμα πια στο χωριό κι η ξιπασιά περίσσεψε.
Το τρίξιμο της αυλόπορτας έκοψε την κουβέντα τους.
Μήνες είχε να φανεί η τρελοΠαναγιωτίτσα να ζητήσει λίγο “τσιμί”, όπως έλεγε το ψωμί.
Έλα, έλα Παναγιώτα, χάρηκε που την είδε η Αναστασία γιατί την είχε έννοια από τότε που πέθανε η γριά Μαρία κι απόμεινε το ορφανό στους δρόμους.
Πού χάθηκες εσύ, καιρό είχαμε να σε δούμε, είπε κι η Σταυρούλα και της έκανε χώρο να καθήσει στη μεγάλη κούνια.
Πήγα κει, στο άλλο χωριό, αλλά τώρα μ' έδιωξαν, απάντησε εκείνη κι έδειξε αόριστα κάπου με το χέρι της, ενώ το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στο γεμάτο δίσκο που έφερε κι έβαλε μπροστά της η Αναστασία.
Κάτσε να φας τώρα, και μας τα λες σιγά – σιγά είπε εκείνη και της χάιδεψε απαλά τα άπλυτα μαλλιά.
.......................................
Κανείς δεν ήξερε από πού κρατούσε η σκούφια της Παναγιωτίτσας, ούτε και της κυρά Μαρίας εδώ που τα λέμε.
Πάνε δεκαπέντε χρόνια πάνω κάτω, από κείνη την καλοκαιριάτικη μέρα που εμφανίστηκε στο χωριό μια μαυροντυμένη ηλικιωμένη γυναίκα μ' ένα μπόγο στα χέρια και μ΄ ένα κοριτσάκι, που δε θα 'ταν πάνω από δυο - τριώ χρονώ, κρεμασμένο από τη φούστα της.
Γύρεψε δουλειά στο πρώτο σπίτι που βρέθηκε μπροστά της κι οι καλοί άνθρωποι της παραχώρησαν ένα ακατοίκητο καλυβάκι που είχαν στην κατοχή τους και τ' απολύτως αναγκαία για να μπορέσει να εγκατασταθεί η ίδια και το μωρό.
Από τότε, και μέχρι τη μέρα που πέθανε, η γριούλα ξενοδούλευε όπου έβρισκε και δέχονταν με σιωπηλή ευγνωμοσύνη ό,τι της έδιναν οι χωριανοί, είτε ήταν τροφή είτε ρούχα και παπούτσια για την ίδια και το παιδί.
Στην αρχή όλοι, κι αυτοί που βοηθούσαν κι αυτοί που όχι, καίγονταν να μάθουν από πού ξεφύτρωσαν τα έρημα πλάσματα κι όλο ψιλορωτούσαν, άλλοτε πλαγίως κι άλλοτε στα ίσια, αλλά η κυρά Μαρία, με μια ευγένεια και μια αξιοπρέπεια που δεν ταίριαζαν καθόλου με τη φτώχεια της, ζήτησε να μη ρωτάνε και δεν είπε ποτέ σε κανέναν από πού ήρθε, αν είχε κάπου στον κόσμο συγγενείς, τι της ήταν η Παναγιωτίτσα κι εν πάση περιπτώσει οτιδήποτε αφορούσε τη ζωή τους πριν έρθουν σε τούτο τον τόπο.
Κι οι χωριανοί κάποτε πείστηκαν να σεβαστούν την επιθυμία της κι έπαψαν να ψάχνουν και να συμπεραίνουν.
Ουου, τι ακούγονταν τον πρώτο καιρό. Ότι η γριά έκλεψε το παιδάκι και το 'φερε εδώ για να ζητιανεύει. Μετά, ότι ήταν πολύ πλούσια κάποτε, αλλά ξέπεσε όταν σκοτώθηκαν η μάνα κι ο πατέρας της Παναγιωτίτσας κι η γριά πήρε το εγγόνι της κι έφυγε όσο πιο μακριά μπορούσε για να μη θυμάται και να μη πονάει. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι το βρήκε στο δρόμο τ' ορφανό και το περιμάζεψε για να μην πεθάνει της πείνας.
Ποιος ξέρει τι ίσχυε απ' όλα αυτά ή αν ίσχυε τίποτα. Άλλωστε, μετά από λίγο καιρό δεν ένοιαζε πια κανέναν. Έτσι γίνεται στα χωριά' στην αρχή πέφτουν όλοι απάνω σου κι ενίοτε σε ξεσκίζουν για να μάθουν ό,τι σε αφορά, να σε κρίνουν και να σε κατακρίνουν και μετά σ' αφήνουν ήσυχο, είτε γιατί σε εξάντλησαν ως θέμα, είτε γιατί βρήκαν φρέσκο κρέας να κατασπαράξουν. Αποδέχτηκαν λοιπόν την κυρά Μαρία σαν ισότιμο μέλος της μικρής τους κοινωνίας και στο τέλος ξέχασαν ότι εμφανίστηκε μια μέρα από το πουθενά.
Άσε που σύντομα προστέθηκε άλλος ένας λόγος για να λυπούνται την ταλαίπωρη γυναίκα. Μεγαλώνοντας η Παναγιωτίτσα, έδειχνε ολοκάθαρα ότι το μυαλουδάκι της δε μεγάλωνε ταυτόχρονα με το σώμα της.
Σχολείο πήγε μόνο για κάνα δυο μήνες. Η κυρά Μαρία αρνήθηκε να τη στείλει μετά την πρώτη φορά που το πουλάκι της γύρισε δαρμένο και ξεμαλλιασμένο.
Βλέπεις, τα παιδιά είναι μικρογραφίες εκείνων που τα μεγαλώνουν όταν πρόκειται για την περιέργεια και τη μικροψυχία, αλλά μεγεθύνσεις τους όταν πρόκειται για τη σκληρότητα.
Στην αρχή μόνο την κορόιδευαν και χαχάνιζαν που δε μιλούσε καθαρά και δε μπορούσε να μάθει καν πώς κρατάνε το μολύβι. Μέχρι που άρχισαν να την ξυλοφορτώνουν κιόλας στο διάλειμμα, γιατί εκείνη ό,τι και να της έλεγαν χαμογελούσε κι είχε το βλέμμα απλανές.
Κι ο δάσκαλος δήλωσε αδυναμία να την προστατέψει. Τόσα παιδιά, είπε στην κυρά Μαρία, όταν πήγε να παραπονεθεί, ποιο να πρωτοδούμε και ποιο να προσέξουμε. Είναι καλύτερα να την πάρετε από το σχολείο. Άλλωστε, η διανοητική της κατάσταση δεν της επιτρέπει να μάθει τίποτα.
Μεγαλώνοντας, φάνηκε ότι ούτε να δουλέψει μπορούσε. Τριγυρνούσε λοιπόν στα σπίτια του χωριού και ζητιάνευε λίγο “τσιμί”. Κι οι χωριανές της έδιναν ψωμί και την άφηναν να κάθεται στις αυλές και στα σκαλοπάτια τους, όχι τόσο γιατί γιατί την λυπούνταν, αλλά κυρίως γιατί σέβονταν την κυρά Μαρία.
Η Κατερίνα, όσο ζούσε, δεν επέτρεψε ποτέ στην Αναστασία να μπάσει μέσα την Παναγιωτίτσα, αλλά πάντα της έλεγε να δίνει μπόλικα τρόφιμα και ρούχα “στο χαζό”.
Μέχρι που πέθανε, πριν από ένα χρόνο δηλαδή, η κυρά Μαρία, κανένας δεν τολμούσε να πειράξει την Παναγιωτίτσα που μεγάλωνε και γινόταν μια όμορφη κοπέλα. Αν δεν ήταν χαζούλα, κι ας ήταν τόσο φτωχή, σίγουρα κάποιος θα την ερωτευόταν και θα τη ζητούσε από τη μάνα της' να την παραδώσει στα χέρια του και να πεθάνει ήσυχη η καημένη.
Τι θα γίνει το παιδί, έλεγε στις γειτόνισσες που πήγαιναν να την επισκεφτούν όσο ήταν άρρωστη, ποιος θα το νοιαστεί τώρα που θα φύγω εγώ.
Κανένας κυρά Μαρία, κανένας δεν μπορούσε να νοιαστεί όπως εσύ την Παναγιωτίτσα, που ούτε καν κατάλαβε ότι σ' έχασε.
Μαμά κοιμάται, έλεγε όταν τη ρωτούσαν αν ξέρει πού είναι τώρα η μάνα της, και χαχάνιζαν κάτι ηλίθια πλάσματα που έψαχναν να βρουν χαζούς για να δείξουν στους εαυτούς τους και στους άλλους ομοίους τους ότι οι ίδιοι είναι έξυπνοι.
Μάζεψαν οι χωριανοί τα αναγκαία, έβαλε κι η εκκλησία το κατιτίς της, κι η κοινότητα ό,τι μπορούσε, και την έθαψαν αξιοπρεπώς την κυρά Μαρία κι ας μη βρήκαν στα πράγματά της ούτε ένα χαρτί που να λέει ποια ήταν κι από πού.
Ένα σκέτο κυρά Μαρία έγραψαν στον τάφο της κι ευχήθηκαν από καρδιάς να ξεκουραστεί πια.
Την Παναγιωτίτσα την άφησαν να συνεχίσει να μένει στο καλυβάκι που μεγάλωσε και τον πρώτο καιρό της πήγαιναν κάνα πιάτο φαϊ οι πονετικές γειτόνισσες κι έπαιρναν τα ρούχα της να τα πλύνουν.
Από την ώρα που αντιλήφτηκαν όμως ότι τα βράδια μπαινόβγαιναν στο καλυβάκι κάτι μαντράχαλοι' χωριανοί ήταν, απ' τα γύρω χωριά; δεν έπαιρναν κι όρκο οι γειτόνισσες, έπαψαν να πολυπηγαίνουν. Θαρρείς και μπορούσε να έχει επίγνωση ή ευθύνη γι αυτό το έρημο το ορφανό, που ποιος ξέρει πώς το έπεισαν ή το ανάγκασαν να υποκύψει στις ορέξεις τους.
Από κει και μετά, η Παναγιωτίτσα πότε χάνονταν για μερικές μέρες και για εβδομάδες αργότερα, και πότε εμφανίζονταν στο χωριό κι έτσι έπαψαν να νοιάζονται γι αυτήν και κείνοι που την είχαν στ' αλήθεια στο νου τους.
.......................................
Πόσο καιρό είχε να φάει το κακόμοιρο, ψιθύρισε λυπημένη η Αναστασία βλέποντάς την να καταβροχθίζει το φαγητό που της έβαλε και της ξανάβαλε στο πιάτο.
- Θα φύγω τώρα, είπε εκείνη και σηκώθηκε.
- Πού θα πας τέτοια ώρα. Μείνε απόψε σε μας, να κάνεις κι ένα μπάνιο και να σου δώσω μερικά ρούχα' πού τα βρήκες αυτά που φοράς.
- Με τα' δωκε η μάνα του Αργύρη και μ' είπε άι στην ευχή της Παναγίας τώρα. Τα δικά μου δε με χωρούσαν.
- Καλά λες, είπε η Σταυρούλα κοιτώντας καλύτερα, πώς τα κατάφερες κι έγινες τετράπαχη βρε Παναγιωτίτσα;
- Έχω μωρό, είπε εκείνη σαν να έλεγε έχω βήχα. Γι αυτό μ' έδιωξαν από κει.
Οι δυο αδερφές κοιτάχτηκαν σαν να τις χτύπησε αστροπελέκι. Πώς δεν το είχαν προσέξει νωρίτερα, η κοιλιά της Παναγιώτας ήταν σαν παραφουσκωμένο μπαλόνι.
Ποιος είναι ο Αργύρης και ποια είναι η μάνα του, δεν ήξερε να τους πει το έρημο, ούτε ποιο ήταν το χωριό τους.
- Εδώ θα μείνεις Παναγιώτα, δεν έχεις να πας πουθενά έτσι όπως είσαι, είπε η Σταυρούλα, αλλά εκείνη είχε φτάσει κιόλας στην αυλόπορτα. Θα έρθω αύριο πάλι θείες, καλά;
- Έλα Χριστέ, είπε πανιασμένη η Αναστασία. Τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί που την πέταξαν στο δρόμο σε τέτοια κατάσταση;
- Αύριο θα δούμε τι κάνουμε, την καθησύχασε η Σταυρούλα, δεν θα την αφήσουμε έτσι. Άντε να πάμε για ύπνο τώρα κι αύριο βλέπουμε.
.......................................
Νύχτα βαθειά ήταν όταν οι δυο αδερφές ξύπνησαν έντρομες από κάτι γοερές κραυγές. Πετάχτηκαν απ' τα κρεβάτια τους κι έτρεξαν στην αποθήκη στην πέρα άκρη της αυλής, απ' όπου ακούγονταν τα κλάματα και τα βογκητά.
Το θέαμα που αντίκρυσαν τους έκοψε το αίμα. Η Παναγιωτίτσα ήταν πεσμένη στο πάτωμα και ούρλιαζε. Πονάω θείες, πονάωωωωω, αρπάχτηκε από τα χέρια της Αναστασίας μόλις τις αντιλήφτηκε.
Τρέχω να φέρω το γιατρό, είπε η Σταυρούλα κι έφυγε σαν τρελή.
Μέχρι να ρίξει ένα ρούχο πάνω της και μέχρι να βάλει μπρος το αυτοκίνητο, από την αποθήκη ακούγονταν κιόλας τα κλάματα του μωρού.
Όταν γύρισε με το γιατρό, η Παναγιωτίτσα ήταν ξαπλωμένη και ήσυχη σ' ένα από τα κρεβάτια των συντρόφων του Ιβάν κι η Αναστασία δίπλα της κρατούσε σαστισμένη και κατατρομαγμένη το μωρό τυλιγμένο σ' ένα σεντόνι.
Ο γιατρός έδωσε οδηγίες στις δυο γυναίκες κι έκανε τα αναγκαία για τη μάνα και το παιδί.
Ευτυχώς πήγαν όλα καλά, είπε πλένοντας τα χέρια του, αλλά θα είναι καλύτερα να δει σύντομα τη μάνα ένας γυναικολόγος και την κόρη ένας παιδίατρος.
Να σου ζήσει Παναγιωτίτσα, ευχήθηκε το παλικάρι κι αποχώρησε.
- Τώρα τι κάνουμε; ψιθύρισε η Αναστασία τρέμοντας ακόμα από όλο αυτό που έζησε.
- Θα γείρουμε εδώ μέχρι να ξημερώσει και το πρωί που θα ξυπνήσουν θα τις πάρουμε στο σπίτι, απάντησε η Σταυρούλα, που ένοιωθε μια τεράστια κούραση να τη νικάει, αλλά δεν μπορεί να γίνει ύπνος.
Κι έμειναν εκεί κοιτώντας τη μάνα που κοιμόταν με το παιδί στην αγκαλιά.
Την άλλη μέρα ετοίμασαν το δωμάτιο της Κατερίνας κι εγκατέστησαν εκεί τις δυο μουσαφίρισσες. Έφεραν τους αναγκαίους γιατρούς από τη Χρυσούπολη, αγόρασαν κούνια κι ό,τι άλλο χρειάζονταν η μάνα και το μωρό και τις κανάκευαν και τις δυο.
Μόνο που το μωρό, μετακόμισε από το δεύτερο κιόλας βράδυ στο δωμάτιο της Αναστασίας, γιατί η Παναγιώτα δεν ήταν σε θέση να το φροντίσει.
Η μόνη στιγμή που ασχολήθηκε μαζί του, εκτός από το να το κοιτάει με περιέργεια κάποιες στιγμές, ήταν όταν οι δύο αδερφές τη ρώτησαν πώς να το ονομάσουν. Μαρία, απάντησε αβίαστα εκείνη, σαν τη μάνα μου.
Και μια μέρα, ούτε ένα μήνα μετά, ζήτησε λίγο τσιμί κι ανακοίνωσε με κείνο το δικό της τρόπο επικοινωνίας ότι θα φύγει.
Θέλεις να πας στο σπίτι σου; γιατί βρε κορίτσι μου δεν είσαι καλά εδώ; προσπάθησε να την μεταπείσει η Αναστασία.
Αυτό πάρτε το σείς, είπε δείχνοντας το μωρό κι άνοιξε την πόρτα. Θα έρθω πάλι άλλη μέρα, φώναξε όταν έφτασε στην αυλόπορτα.
Να χαρούν που τους απόμεινε το παιδί ή να λυπηθούν το έρημο το κορίτσι που ποιος ξέρει πού θα κατέληγε πάλι. Αλλά και τι να κάνουν, να τη δέσουν;
Ας την, είπε η Σταυρούλα, θα φύγει για λίγο και μετά θα της λείψει το μωρό και θα γυρίσει. Και τόσο που έμεινε εδώ μέσα, έτσι όπως έμαθε αυτή όλη μέρα στους δρόμους, πολύ ήταν.
............................
Έτσι κι έγινε. Η τρελοΠαναγιωτίτσα ξαναήρθε μετά από κάνα δυο μέρες, αλλά καμιά λαχτάρα δε φώτισε τα μάτια της όταν την πήγαν στο δωμάτιο του μωρού. Στάθηκε λίγο μακριά από την κούνια του και το κοίταξε που κοιμόταν μακάρια, καθαρό και χορτάτο. Καλά είναι αυτό, είπε μονάχα και μετά αφέθηκε στα χέρια της Αναστασίας, να τη λούσει και να τη ντύσει με καθαρά ρούχα. Έφαγε με όρεξη το φαϊ που της πρόσφεραν κι αρνήθηκε να κοιμηθεί εκεί. Πάω πάλι, είπε και πήρε δρόμο.
Από κει και μετά, εμφανίζονταν πότε κάθε μέρα και πότε μια δυο φορές τη βδομάδα, με όλο και πιο εμφανή τα σημάδια της περιπλάνησης κι όλο και πιο χαμένη κι όσο κι αν τη ρωτούσαν οι δυο αδερφές, ποτέ δεν ήξερε να πει πού ήταν όσο έλειπε κι από πού ερχόταν.
........................
Τελευταία φορά που την είδαν ήταν στα πρώτα γενέθλια της κόρης της.
Μεγάλωσε αυτό, είπε χαμογελώντας αφηρημένα κι έδειξε να εντυπωσιάζεται από τα δοντάκια που πρόβαλαν στο στοματάκι του μωρού, έτσι όπως τιτίβιζε όλη την ώρα.
Πού χάθηκε αυτό το κορίτσι' πέρασε μήνας που έχει να φανεί, ανησυχούσε η Αναστασία. Μήπως έπαθε τίποτα Σταυρούλα;
Αρκετό καιρό μετά, κι αφού κίνησαν γη και ουρανό για να βρουν τα ίχνη της Παναγιωτίτσας, ο πρόεδρος του χωριού κάλεσε τη Σταυρούλα στην κοινότητα και της ανακοίνωσε ότι το κακόμοιρο το ορφανό τους δυο τελευταίους μήνες νοσηλευόταν στο δημόσιο ψυχιατρείο των Αθηνών.
- Πού βρέθηκε εκεί κάτω, ψέλλισε η γυναίκα.
- Κανείς δεν ξέρει. Δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία ούτε στους ανθρώπους που νοιάστηκαν και την πήγαν στο νοσοκομείο, ούτε στο ίδρυμα. Το μόνο που είπε ήταν το όνομά της και το όνομα του χωριού μας. Όπως με ενημέρωσαν από την αστυνομία, όσο καιρό έμεινε εκεί, ήταν σε πλήρη σύγχυση.
- Όσο έμεινε εκεί; και τώρα πού είναι δηλαδή.
- Πέθανε, Σταυρούλα, κόμπιασε ο άνθρωπος. Ξέρω ότι την είχατε πάρει υπό την προστασία σας εσύ και η αδερφή σου' τα συλλυπητήριά μου.
-Και τώρα, μένει να δούμε τι θα γίνει με το παιδί της, συνέχισε ο πρόεδρος με υπηρεσιακή φωνή. Όσο υπήρχε η μάνα του, ας πούμε ότι είχατε την έγκρισή της να το φροντίζετε εσείς. Τώρα που δεν υπάρχει όμως, πρέπει να ειδοποιηθεί η αρμόδια υπηρεσία για να το τακτοποιήσει σε κάποιο ίδρυμα για ορφανά.
-Ούτε που να σου περνάει από το μυαλό κάτι τέτοιο, αντάριασε η γυναίκα που πάντα ξόδευε με τσιγκουνιά τις λέξεις της και την οργή της, αλλά όχι και τώρα. Το μωρό θα μείνει μαζί μας ο κόσμος να χαλάσει. Σήμερα κιόλας βάζω δικηγόρο ν' αναλάβει τις διαδικασίες για την υιοθεσία.
- Ήμουν σίγουρος, χαμογέλασε ανακουφισμένος ο πρόεδρος, και συμφωνώ. Θα σας βοηθήσω με όποιο τρόπο μπορώ. Κι εγώ κι ο παπάς, που το κουβέντιασα μαζί του πριν σε καλέσω, πιστεύουμε ότι το μωρό πρέπει να μείνει με σας που το μεγαλώνετε σα δικό σας. Είμαστε μαζί σας, μην ανησυχείτε. Όλα θα πάνε καλά.
.....................................................................................................................................
Κι έτσι, οι δυο ξερές γυναίκες, εκεί που είχαν εντελώς συμβιβαστεί με τη βεβαιότητα της άκαρπης συνέχειας και του άδοξου τέλους του βίου τους, βρέθηκαν μ΄ ένα μωρό στην αγκαλιά. Δικό τους πια και κανείς να μη μπορεί να τους το πάρει.
Θείο δώρο και χαρά απρόσμενη κι απροσμέτρητη.
Καμιά Κατερίνα να μη μπορεί να τη μαυρίσει και κανένα ίδρυμα να μη μπορεί να την απειλήσει.
Όνομα μητρός: Σταυρούλα. Και μακάρι να επέτρεπαν οι νόμοι στη θέση του ονόματος πατρός να γράψουν ξανά όνομα μητρός και στη θέση της παύλας που ακολουθούσε, να γράψουν Αναστασία.
Αλλά τι σημασία είχαν τα άψυχα χαρτιά; Μπορούν μήπως να ορίσουν ή να πιστοποιήσουν την ευτυχία;
Όχι, δεν είχαν καμιά ανάγκη από χαρτιά οι δυο μανάδες για ν' αγαπούν ολοκληρωτικά κι απόλυτα αυτό το πλάσμα που τους έλαχε, και να το μεγαλώνουν με πιο πολλή αγάπη και μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης από πολλούς άλλους γονείς. Ήξεραν αυτές, καμένες κι από μάνα κι από πατέρα.
Ούτε και το παιδί είχε ανάγκη από χαρτιά για να χαίρεται τα χάδια τους, για να νοιώθει ασφαλής όταν ξενυχτούσαν πλάι του κάθε που αρρώσταινε, να ονειρεύεται με τα παραμύθια και τα νανουρίσματά τους, να γλυκαίνεται με τις παρηγοριές τους, να εμπιστεύεται τις συμβουλές τους και να καμαρώνει που το καμαρώνουν.
...................................
Απόψε θα τηλεφωνήσει πάλι από τη μακρινή χώρα όπου βρίσκεται τα δυο τελευταία χρόνια για σπουδές. Το κάνει συχνά, όμως σήμερα θα το κάνει οπωσδήποτε γιατί έχει ιδιαίτερο λόγο κι όχι μόνο για να τους πει τα νέα της και να μάθει τα δικά τους. Σήμερα θα τηλεφωνήσει για να δηλώσει και τη δική της συμμετοχή στην “ημέρα θρήνου”.
Έτσι την έλεγε αυτή τη μέρα απ' όταν σταμάτησε να κάνει πανηγύρια που θα μπερδεύεται στα πόδια της Αναστασίας για να ετοιμάσουν μαζί τα κόλλυβα. Στην αρχή, τότε στην εφηβεία, για να λοιδορήσει αυτά τα τελετουργικά, και μετά, όταν της μίλησαν οι δυο γυναίκες για την ιστορία τους, αφού έκριναν ότι πια μεγάλωσε και μπορεί να την ακούσει, από σεβασμό για τα συναισθήματα και των δυο τους.