Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

ένα δώρο που καθυστέρησα να παραδώσω κάπου τριάντα χρόνια, σε κάποια αγαπημένα παιδάκια, που είχαν την τύχη να παίζουν σε αλάνες, να σκαρφαλώνουν σε δέντρα, να μαλώνουν και να φιλιώνουν γρήγορα, να ακούν τις μανάδες τους να τα φωνάζουν στο σπίτι γιατί "άντε, νύχτωσε πια..."

καλή τύχη παιδάκια που τώρα μεγαλώσατε και χτίσατε τη δική σας ζωή ως ενήλικες


Η αλάνα

Εκείνη η αλάνα, λοιπόν, δεν ήταν και κανένα μεγάλο και σπουδαίο μέρος' μια μεγάλη αυλή ήταν, αλλά επειδή ανήκε στον δήμο και γι αυτό γλύτωσε το χτίσιμο, τα πιτσιρίκια της γειτονιάς την έλεγαν αλάνα και εκεί ήταν το στρατηγείο τους, μια και εκεί παίρνονταν όλες οι αποφάσεις για τα παιχνίδια που θα ακολουθούσαν.

Στην αλάνα, λοιπόν, έτσι θα την λέμε κι εμείς, κατέβαιναν κάθε μέρα μετά το σχολείο και το διάβασμα, όλοι. Δεν υπήρχε περίπτωση να κατέβει ένας και να μην ακολουθήσουν σε λίγο κι όλοι οι υπόλοιποι, που ομολογουμένως ήταν πολλοί.

Όταν πήγε η Ιωάννα να μείνει σ' αυτή τη γειτονιά, δεν ήταν ακόμα ούτε πέντε χρονών και στην αρχή ντρεπόταν να κατέβει να παίξει με τα άλλα παιδιά. Σιγά σιγά ξεθάρρεψε όμως, κι άρχισε να κάνει φιλίες. Στην αρχή με τη Θώμη και την Εύη, που έμεναν κάτω από το δικό της σπίτι, μετά με την Κάτια, το Γιώργο και τον Λάζαρο κι ύστερα με τον Θέμη, που ήρθε ένα χρόνο αργότερα στο διπλανό σπίτι.

Πριν πολλά χρόνια, υπήρχε εκεί στην αλάνα κι ένας μεγάλος πλάτανος που χάριζε την πράσινη ομορφιά του και την μεγαλόπρεπη σκιά του σε μικρούς και μεγάλους, αλλά, ποιος ξέρει γιατί, κάποιοι τον έκοψαν κι έτσι έμεινε η αυλή ξερή και παραμελημένη, χωρίς έναν δεντράκι, ένα λουλούδι. Μόνο αγριόχορτα φύτρωνα στις άκρες κι εκεί μαζεύονταν τα σκουπίδια που πετούσαν κι οι μεγάλοι και οι μικροί. Ξέρετε, τώρα, χαρτάκια από τσίκλες, σακούλια από γαριδάκια, χρυσόχαρτα από παγωτά και σοκολάτες, αποτσίγαρα, κομμάτια από περιοδικά και εφημερίδες, σπασμένα παιχνίδια κι ό,τι άλλο πετάμε όλοι μας, όταν δεν σκεφτόμαστε την ομορφιά και την καθαριότητα.
Βέβαια, η καημένη η μαμά της Θώμης και της Εύης, συχνά έπαιρνε τη σκούπα και καθάριζε ένα γύρο, αλλά πού να τα βάλεις μ' όλο αυτό το σκουπιδαριό και τη σκόνη. Κι έτσι, μετά από λίγο, η αλάνα γινόταν και πάλι σκουπιδότοπος.
Την πρώτη άνοιξη σ' εκείνη τη γειτονιά η Ιωάννα και οι γονείς της, σκέφτηκαν μαζί με τους γείτονές τους από κάτω, να ομορφύνουν λίγο τον τόπο.
Έσκαψαν, λοιπόν, το ξερό χώμα κι έφτιαξαν ένα μικρό κηπάκι όπου έσπειραν λουλούδια, και στη μια γωνιά της αλάνας φύτεψαν μια μικρούλα ιτιά και στην άλλη μια βυσσινιά.
Έτσι, η αλάνα συμμορφώθηκε λίγο, αλλά όχι για πολύ. Τα σκουπίδια εξακολουθούσαν να μαζεύονται στις άκρες, και τα πιο πολλά λουλούδια εξαφανίστηκαν λόγω κυνηγητού και μπάλας.
Βαρέθηκε να φωνάζει η κυρία Δέσποινα από το μπαλκόνι "μην πατάτε τα λουλούδια" και "μην μαδάτε τα λουλούδια". Ήταν που περίμενε και το αδερφάκι της Ιωάννας, πια και δεν είχε και πολύ κουράγιο.
Κι η κυρία Σωτηρία, εφόσον μεγάλωσαν τα κορίτσια της, η Θώμη και η Εύη, αποφάσισε να πάει να δουλέψει.
Όπως καταλαβαίνετε, λοιπόν, για λίγο καιρό η αλάνα έμεινε έρμαιο στην ορμή της μαρίδας της γειτονιάς,
Έλα, όμως, που η Ιωάννα αγαπούσε πολύ την ιτιά της και η Εύη με την Θώμη αγαπούσαν πολύ την μικρούλα βυσσινιά τους. Ήταν και που το σπίτι των τριών κοριτσιών είχε ακριβώς μπροστά του την αλάνα σαν να ήταν η αυλή του και κάπου την θεωρούσαν πιο δική τους από όσο τα άλλα παιδιά της γειτονιάς.
Κι έτσι, ξεκίνησαν οι τρεις τους, μια μέρα, να καθαρίζουν και να σκουπίζουν. Κάρφωσαν κι ένα χαρτονένιο κουτί στο στύλο της ΔΕΗ, όπου έγραψαν "Μην πετάτε τα σκουπίδια σας στην αλάνα' ρίξτε τα εδώ".
Κι όπως συμβαίνει πάντα όταν κάποιος κουράζεται για κάτι, άρχισαν να προσέχουν πολύ και να μαλώνουν τους υπόλοιπους της παρέας αν δεν σέβονταν τους κανόνες της καθαριότητας.
Σιγά - σιγά, λοιπόν, όλη η παρέα, μαζί κι οι φιλοξενούμενοι που τύχαιναν, συνήθισαν να καθαρίζουν και να προσέχουν την αλάνα, που τον πιο πολύ καιρό έλαμπε πια από καθαριότητα.
Μέχρι κι πιο ο μπόμπιρας από τους μπόμπιρες, ο Ηλίας, το αδερφάκι της Ιωάννας, ως κι αυτός ο λιλιπούτειος άρχισε να παίρνει μέρος στην εβδομαδιάτικη εξόρμηση καθαριότητας. Αυτός, που λέτε, φόρτωνε με το φτυαράκι του το φορτηγό του με χώμα, και το άδειαζε μετά σε μια γωνιά της αλάνας.
Ακόμα κι ο Θοδωρής κι ο Δημήτρης, που έμεναν σε άλλες γειτονιές της πόλης, αλλά έρχονταν συχνά στην αλάνα γιατί ήταν ξαδερφάκια της Ιωάννας, κι αυτοί καθάριζαν.
Έτσι, όλα πήγαιναν ρολόι κι ήταν μια χαρά να τους βλέπεις κι αυτούς και την αλάνα τους' αυτούς κατασκονισμένους και μουντζούρηδες, είτε έπαιζαν είτε καθάριζαν και την αλάνα καθαρή και στη μια της άκρη καταπράσινη και ανθισμένη.

Όμως, κάποτε κάποιος, που δεν μπόρεσαν να τον ανακαλύψουν με την πρώτη, άρχισε να κάνει παρασπονδίες. Εκεί, ας πούμε, που έβλεπες την αλάνα καθαρή, μετά από τόση δουλειά και κόπο, την άλλη μέρα το πρωί ή το απόγευμα, όλα ήταν μια απελπισία.
Εδώ πεταμένες φλούδες από φρούτα, εκεί χαρτιά, παραπέρα ένας σωρός από κλαδιά και φύλλα κομματιασμένα από την ιτιά και τις αγριοσυκιές που φύτρωναν τριγύρω, χαλίκια και τούβλα από το διπλανό γιαπί, λακκούβες εδώ κι εκεί' μια αληθινή συμφορά, με λίγα λόγια.

Την πρώτη φορά που έγινε αυτό το κακό, το βράδυ πρέπει να είχε γίνει, το ανακάλυψε η Κάτια, που πήγαινε πρωί πρωί να φωνάξει την Ιωάννα να πάνε μαζί στο σχολείο.
Κατέβηκαν, λοιπόν οι δυο τους και κοίταζαν αναστατωμένες κι η Ιωάννα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα που είδε, εκτός από τα άλλα και την ιτιά της σ' αυτά τα χάλια.
Σε λίγο κατέβηκαν και η Θώμη με την Εύη, έφτασαν κι ο Γιώργος με τον Λάζαρο κι άρχισαν να συζητούν για το ποιος μπορεί να τα έκανε όλα αυτά.
Όμως, έτσι που το πήγαιναν θα αργούσαν στο σχολείο και γι αυτό τα άφησαν όλα όπως ήταν και ξεκίνησαν λυπημένοι.
Σ' όλη τη διαδρομή συζητούσαν γι αυτό και στα διαλείμματα κάθονταν στο πεζούλι του φάρου που βρίσκονταν μέσα στην αυλή του σχολείου τους για να ειδοποιεί τα καράβια να μην πέσουν στα βράχια, και έσπαζαν το κεφάλι τους να βρουν τι μπορεί να είχε συμβεί.
Το μεσημέρι γυρίζοντας στα σπίτια τους, είδαν ότι οι μαμάδες τους είχαν συμμαζέψει λίγο εκείνο το χάλι,  αλλά η αλάνα τους δεν ήταν όπως πριν.
Μετά το διάβασμα, λοιπόν, ανασκουμπώθηκαν και την έκαναν πάλι λαμπίκο.
Την άλλη μέρα, όμως, το πρωί, πάλι τα ίδια. Μόνο που αυτή τη φορά, όποιος το είχε κάνει, είχε μαδήσει, εκτός από τα άλλα, και το αγιόκλημα που σκαρφάλωνε στα κάγκελα του σπιτιού των κοριτσιών κι έκανε τον τόπο να μοσχοβολάει.
Η ιστορία αυτή συνεχίστηκε για δυο τρεις μέρες. Το πρωί έβρισκαν τα παιδιά την αλάνα τους χάλια, το απόγευμα την συμμάζευαν και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Έπεφταν ξανά με τα μούτρα στη δουλειά κι όλα έλαμπαν από καθαριότητα.
Την τελευταία φορά, την ώρα που όλοι, θυμωμένοι πάρα πολύ, άρχισαν πάλι να καθαρίζουν, νά σου κι ο Θέμης, που είχαν μερικές μέρες να τον δουν.
Είχε κατεβασμένα τα μούτρα μέχρι το χώμα κι αντί να βοηθάει κι αυτός, στεκόταν σε μια γωνιά και κλωτσούσε κάτι πέτρες.
"Άντε Θέμη", του φώναξε η Ιωάννα. "Πού ήσουν τόσες μέρες; στην αλάνα παίζουμε όλοι και την προσέχουμε όλοι. Κοίτα εδώ χάλια".
Ναι, είπαν οι υπόλοιποι με μια φωνή, άντε βοήθα κι εσύ.
Μόνο ο Λάζαρος δεν είπε κουβέντα.
Κατέβασε κι αυτός τα μούτρα του και κάτι μουρμούρισε τόσο σιγά, που οι άλλοι δεν το άκουσαν.
Τότε ο Θέμης σήκωσε το κεφάλι του κι όλοι είδαν ότι είχε ένα σημάδι στο σαγόνι του. Σαν να έπεσε και να χτύπησε, αλλά και πάλι δεν έμοιαζε και πολύ για κάτι τέτοιο.
Παράτησαν όλοι, εκτός από τον Λάζαρο, ό,τι έκαναν εκείνη την ώρα και έτρεξαν κοντά του κι άρχισαν να τον ρωτάνε τι έπαθες και τι έπαθες.
Ο Θέμης δεν μιλούσε, παρά συνέχισε να κλωτσάει τις πέτρες που ήταν μπροστά στα πόδια του.
Ο Λάζαρος, παραπέρα, έκανε κι αυτός το ίδιο.
Κάτι συμβαίνει μ' αυτούς τους δυο, είπε η Θώμη και συμφώνησε και ο Γιώργος, που ήξερε καλά τον αδερφό του τον Λάζαρο.
Τότε ο Λάζαρος, κοκκινίζοντας μέχρι τα μαύρα του μαλλιά, τους είπε με λίγα λόγια πώς είχαν γίνει τα πράγματα.
Πριν από μερικές μέρες, λοιπόν, είχαν πάει μαζί με το Θέμη ν' αγοράσουν χαρτάκια για τα άλμπουμ τους κι είχαν συμφωνήσει να ανταλλάξουν όσα είχαν διπλά. Κάπου στη μοιρασιά, όμως τα χάλασαν και πιάστηκαν στα χέρια.
Ένας καυγάς, και μάλιστα όταν δέρνονται κιόλας δυο καλοί φίλοι, είναι άσχημο πράγμα και γι αυτό δεν θα πούμε πώς περιέγραψαν οι δυο τους τον ξυλοδαρμό.
Γεγονός πάντως είναι πως επειδή ο Λάζαρος, σαν πιο μικρός, τις έφαγε από τον Θέμη, του έστησε καρτέρι αργότερα και του πέταξε μια πέτρα. Η πέτρα χτύπησε άσχημα τον Θέμη στο σαγόνι κι ορίστε τ' αποτελέσματα.
Τότε τα παιδιά, που ήξεραν από τέτοια πράγματα, γιατί στην αλάνα κάπου κάπου συνέβαιναν και καυγάδες γεροί, τους ζήτησαν να πάψουν να είναι μαλωμένοι και να γίνουν πάλι φίλοι.
Ο Λάζαρος συμφώνησε αμέσως, γιατί μπορεί να ήταν καβγατζής, αλλά ήταν καλό παιδί, όμως ο Θέμης εξακολουθούσε να έχει κατεβασμένο το κεφάλι του και να μη λέει τίποτα.
Οι υπόλοιποι τότε αγανάκτησαν και του είπαν ότι δεν φέρεται σωστά. Αφού ο Λάζαρος του ζητάει συγγνώμη, πρέπει να την δεχτεί.  Άντε, και να κάνει γρήγορα γιατί έπρεπε να συμμορφώσουν την αλάνα τους και να προλάβουν να παίξουν μετά, γιατί ήταν καιρός που νύχτωνε νωρίς κι οι μάνες τους τους θα άρχιζαν να τους φωνάζουν στα σπίτια.
Τότε ο Θέμης κοκκίνισε πιο πολύ από ό,τι είχε κοκκινίσει προηγουμένως ο Λάζαρος, και τους είπε: "Εντάξει, εγώ να ξαναγίνω φίλος με τον Λάζαρο, αλλά εσείς θα με θέλετε μετά από όλα αυτά,για φίλο;" κι έδειξε τα χάλια τριγύρω.
"Εσύ τα έκανες όλ' αυτά;", τσίριξαν όλοι μαζί.
-"Όχι, βέβαια", είπε ο Θέμης έκπληκτος που σκέφτηκαν κάτι τέτοιο. "Όμως ξέρω ποιοι το έκαναν και ούτε σας το είπα, ούτε τους σταμάτησα".
-"Και γιατί το έκανες αυτό;" ρώτησε η Θώμη.
-"Βλακεία μου" είπε ο Θέμης, "αλλά νόμιζα ότι, επειδή εσείς ήσασταν μια παρέα πριν έρθω εγώ στη γειτονιά, θα παίρνατε το μέρος του Λάζαρου μετά τον καυγά μας. Τώρα όμως το μετάνιωσα, δεν έπρεπε να σκεφτώ έτσι".
Στην αρχή τα παιδιά πήγαν να θυμώσουν, αλλά πού καιρός για τέτοια. Άσε που έπρεπε να μάθουν ποιοι ήταν αυτοί που καταντούσαν έτσι την αλάνα.
Πήγαν όλοι κοντά στο Θέμη και τον ρωτούσαν.
Ήταν κάτι παιδιά, από το άλλο σχολείο της γειτονιάς, που ήταν θυμωμένα γιατί νικήθηκαν στο ποδόσφαιρο κι οι δικοί μας τους κορόιδευαν γι αυτό.
-"Καλά", είπε ο Γιώργος. "Θα τους βρούμε και θα τους ζητήσουμε συγγνώμη που τους κοροϊδεύαμε, αλλά κι αυτοί θα μας ζητήσουν συγγνώμη για την αλάνα".
-"Σωστά", συμφώνησαν οι υπόλοιποι, εκτός από την Εύη.
-"Ναι, καλά. Αυτοί καταστρέφουν την αλάνα μας κι εμείς μόνο τους κοροϊδεύαμε. Δεν φτάνει μόνο η συγγνώμη τους" είπε η Εύη μουτρωμένη.
-"Σκέφτηκα κάτι" είπε η Κάτια και κοίταξε λίγο πειραχτικά τις δύο πέτρες του σκανδάλου, τον Λάζαρο και τον Θέμη. "Αφού εσείς ήσασταν η αιτία για όλ' αυτά, εσείς πρέπει να κάνετε κάτι για να διορθώσετε το κακό".
- "Ναι, ναι", φώναξαν οι άλλοι κι άρχισαν να προτείνουν διάφορα. Μέχρι που κάποιος είπε να βρωμίζουν οι άλλοι την αλάνα για τρεις μέρες και να καθαρίζουν ο Λάζαρος και ο Θέμης.
- "Αυτό είναι πολύ χαζό πράγμα" είπαν η Κάτια και η Εύη. Μέχρι κι ο μπόμπιρας ο Ηλίας αγανάκτησε: "Η βρωμιά" είπε, δεν είναι παιχνίδι (κι ας γινόταν πάντα μαύρος από το χώμα και τις λάσπες, μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά που κατέβαινε  καθαρός καθαρός από το σπίτι του στην αλάνα). "Κι εγώ πού θα παίζω με το φορτηγό μου άμα εσείς βρωμίζετε συνέχεια κι αυτοί καθαρίζουν;".

Η συζήτηση κόντευε να ξεφτίσει χωρίς να βρίσκουν μια λύση και τα σκουπίδια περίμεναν ακόμα να μαζευτούν, όταν έφτασαν ο Δημήτρης κι ο Θοδωρής.
Αφού έμαθαν τα καθέκαστα από τους άλλους, άρχισαν να λένε κι αυτοί τα δικά τους ώσπου βρήκαν μια καλή λύση.
"Πρέπει και να τιμωρηθούν" είπε ο Δημήτρης "και να ξαναγίνουν φίλοι" είπε ο Θοδωρής. "Γι αυτό" είπαν κι οι δυο μαζί "ό,τι κάνουν, πρέπει να το κάνουν μαζί".
Κι έτσι, αποφάσισαν όλοι, ότι ο Λάζαρος κι ο Θέμης θα ξυπνάνε το πρωί, για δύο ολόκληρες εβδομάδες, νωρίτερα από τους άλλους και θα αδειάζουν το κουτί των σκουπιδιών -θυμάστε, αυτό που είχαν κρεμάσει στο στύλο της ΔΕΗ- στον μεγάλο κάδο που έβαζαν κι οι μεγάλοι τα σκουπίδια για να τα πάρει ο υπάλληλος του δήμου. Και επίσης, ότι αυτοί οι δυο θα πότιζαν, για έναν ολόκληρο μήνα, την ιτιά, τη βυσσινιά, το αγιόκλημα και τα λουλούδια της αλάνας.

Καλά όλ' αυτά και καλή η λύση που βρήκαν, καθώς ο Θέμης κι ο Λάζαρος δέχτηκαν να πληρώσουν για τα λάθη τους, αλλά "τι θα γίνει με τα παιδιά από την άλλη γειτονιά;" είπε η Ιωάννα. "Ωχ, αυτούς τους ξεχάσαμε" είπε ο Γιώργος.
"Μήπως πρέπει να ορίσουμε φύλακες για την αλάνα;" είπε ο Θοδωρής.
"Εντάξει" είπε ο Δημήτρης "αλλά δεν μπορούμε να φυλάμε για πάντα την αλάνα μην τυχόν και ξανάρθουν να κάνουν ζημιές αυτά τα ζωηρά παιδιά".
'Και, βέβαια" είπε σκεφτική η Θώμη "πρέπει να βρούμε τι θα τους πούμε, όταν τους συναντήσουμε, για να μας συγχωρήσουν που τους κοροϊδεύαμε και, φυσικά, τι θα πρέπει να μας πουν αυτοί για να τους συγχωρήσουμε που κατάντησαν έτσι την αλάνα μας".

"Άντε πάλι με τα λόγια και τα λόγια" διαμαρτυρήθηκε ο μπόμπιρας ο Ηλίας. "Πότε θα παίξουμε πια;"

Ευτυχώς, όμως για τον Ηλία, και για όλους τους άλλους βέβαια, γιατί ποιος ξέρει πόσες ώρες θα κουβέντιαζαν ακόμα, άκουσαν την Κάτια που την είχε στείλει η μαμά της στο γαλατάδικο της γειτονιάς να πάρει γάλα και φρυγανιές για το αυριανό πρωινό, να φωνάζει χαρούμενη: "Παιδιά, κοιτάτε ποιους φέρνω".
Μαζί της ήταν δυο κορίτσια και τρία αγόρια από την παρέα της άλλη γειτονιάς που έκανε τις ζημιές στην αλάνα.
Τους είχε συναντήσει έξω από το γαλατάδικο και τους  είπε ότι αυτή και οι φίλοι της ξέρουν ποιοι έκαναν τις ζημιές στην αλάνα, αλλά θέλουν να λυθεί πια η παρεξήγηση και να σταματήσουν να προκαλούν στενοχώρια οι μεν στους δε και το ανάποδο.
Κι εκείνοι είπαν, με τη σειρά τους, ότι κατάλαβαν πόσο ανόητο ήταν αυτό που έκαναν κι ότι μετάνιωσαν γι αυτό.
"Άντε, πάμε να τα συζητήσουμε όλοι μαζί" είπε η Κάτια και τους πήγε στην αλάνα.
Η αλήθεια είναι ότι οι δικοί μας αγρίεψαν λίγο μόλις είδαν τους ταραχοποιούς, αλλά μόλις οι αντίπαλοι ζήτησαν συγγνώμη για τα χάλια που προκάλεσαν, ζήτησαν κι αυτοί συγγνώμη που τους κορόιδευαν.
"Και σιγά καλέ, ένας απλός αγώνας ποδοσφαίρου ήταν' άλλωστε, την προηγούμενη φορά μας νικήσατε εσείς" είπε η Ιωάννα και κοιτάχτηκαν όλοι σκεφτικά: Είμαστε λίγο χαζοί να μαλώνουμε για τέτοια πράγματα, ενώ μπορούμε να είμαστε όλοι φίλοι και να παίζουμε, αποφάσισαν εν τέλει και μετά έπεσαν με τα μούτρα στο καθάρισμα όλοι μαζί και τέλειωσαν στ' αλήθεια πολύ γρήγορα.
Κι ύστερα έπαιξαν, πάλι όλοι μαζί, ένα κρυφτό, μα τι κρυφτό' σκέτο κέφι ήταν κι ούτε μάλωσαν αυτή τη φορά. Ξέρετε, τώρα, εγώ έτρεξα πρώτος, όχι εγώ δεν τα φυλάω ξανά, και ζαβολιάρη και τέτοια.