Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Μπελάς κι αυτό το φαϊ πια


Λοιπόν, η Στεφανία δεν είχε και πολλούς λόγους για να στενοχωριέται.
Τι, μήπως είναι για στενοχώρια το ότι, καμιά φορά, όταν βιάζεται, διαβάζει γαίδαρος αντί για γάιδαρος και αϊνιγμα αντί για αίνιγμα, ή μήπως που γράφει το παίζω πέζο και το τρώω τρόο; Στο κάτω κάτω της γραφής δεν πάει και γυμνάσιο, πρώτη δημοτικού πάει.

Ούτε είναι για στενοχώρια μεγάλη που καμιά φορά μαλώνει με τη Δήμητρα. Σιγά το πράγμα, όλες οι μεγάλες αδερφές αγριεύουν αν τους χαλάσεις τη συλλογή από καπάκια ή από χαρτάκια, παίρνοντας μερικά.

Ας το λοιπόν κι αυτό.

Άλλο είναι το βάσανο της Στεφανίας. Δεν της αρέσει το φαϊ. Μπορεί και γι αυτό να γράφει το τρώω τρόο. Κι όταν λέμε ότι δεν της αρέσει το φαϊ, δεν της αρέσει πάει και τελείωσε. Ο μόνος λόγος που μαλώνει με τη μαμά της είναι αυτός, γιατί κατά τα άλλα είναι ένα σπουδαίο κορίτσι κι η μαμά της τη λατρεύει.
Όμως, αχ καημένη Στεφανία, τι τραβάς κάθε πρωί, κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ.
«Τρώγε», η μαμά της, «δε πεινάω» η Στεφανία, «άνοιξε το στόμα σου» η μαμά της, «φτάνει τόσο» η Στεφανία, «λίγο ακόμα» η μαμά της, «θα κάνω εμετό» η Στεφανία, και πάει λέγοντας.

Τώρα, εδώ που τα λέμε, η μαμά έμαθε τόσα χρόνια πόσο περίπου φαγητό χρειάζεται η Στεφανία, και από κει και πέρα δεν την πιέζει πάρα πολύ. Λίγο μόνο, γιατί η καημένη, κάθε φορά, λέει: «Έστω μια μπουκίτσα παραπάνω, κέρδος είναι».

Μέχρι πριν από λίγο καιρό λοιπόν, καλά τα βόλευε η Στεφανία με τη μαμά της, έλα όμως που συνέβη κάτι που την έριξε σε μαύρη απελπισία.

Η μαμά βρήκε επιτέλους μια δουλειά –όχι όλη την εβδομάδα, μόνο τρεις μέρες Παρασκευή, Σάββατο και  Κυριακή, πού να βρει ολόκληρη δουλειά, κι έχει και πτυχίο η κακομοίρα. Τέλος πάντων όμως, αυτή τη δουλειά βρήκε αυτή θα κάνει.
Και τα παιδιά; τι θα γίνουν τα παιδιά; Τις ώρες, λοιπόν, που η μαμά θα είναι στη δουλειά, τα δυο κορίτσια ανέλαβε να τα προσέχει η θεία τους η Ελευθερία, η δασκάλα.

Η Ελευθερία δεν έχει δικά της παιδιά και ίσως γι αυτό αγαπάει τόσο πολύ τις ανηψούλες της. Είναι λίγο αυστηρή βέβαια, αλλά τι, εκεί θα κολλήσουμε τώρα;

Η Στεφανία λυπήθηκε που δεν θα έβλεπε επί τόσες πολλές ώρες τη μαμά της, «αλλά και με τη θεία» σκέφτηκε,  «δεν θα είναι άσχημα. Όλο βόλτες και παιχνίδια θα είμαστε».

Και δεν είχε άδικο. Έτσι ήταν.
Όμως, το πρώτο μικρό συννεφάκι στις σχέσεις θείας και ανηψιάς φάνηκε από την πρώτη κιόλας μέρα:
Η θεία Ελευθερία επέμενε να φάει η Στεφανία όλο το φαγητό της – μια πιατάρα γεμάτη μέχρι επάνω- και μόνη της μάλιστα.
Η κακομοίρα η Στεφανία έκανε ηρωικές προσπάθειες και κατάφερε να φάει σχεδόν το μισό. Η θεία γκρίνιαξε, αλλά, «μπορεί να μην έχει πολλή όρεξη» σκέφτηκε «ή να μην της άρεσε το φαγητό μου».
Την άλλη μέρα, λοιπόν, έβαλε τα δυνατά της κι έκανε ένα πραγματικά πεντανόστιμο φαγητό.
Η Στεφανία όμως, ούτε τώρα την έκανε να χαρεί. Έφαγε πέντε μπουκίτσες όλες κι όλες και μετά άρχισε να πονάει η κοιλίτσα της.

«Καλά μωρό μου» είπε η θεία Ελευθερία, «έλα να ξαπλώσεις λίγο και μετά θα κάνω μια σουπίτσα για σένα».

Κάθε φορά λοιπόν, η Στεφανία κάτι σκαρφιζόταν για να μη φάει. Τη μια είχε πονοκέφαλο, την άλλη είχε πιει πολύ νερό και δεν χωρούσε τίποτα άλλο το στομαχάκι της, την άλλη δεν της άρεσαν τα γιουβαρλάκια, και άλλα διάφορα.
Έτσι, όταν η θεία πήγε τα δυο κορίτσια στη μαμά τους: «Το και το Μαίρη μου, η μικρή σου δεν τρώει παραπάνω από ένα σπουργίτι».

-          Μα, Ελευθερία μου, αφού ξέρεις ότι το μόνο μου πρόβλημα με τη Στεφανία είναι ακριβώς αυτό: Τρώει πολύ λίγο.

-          Μα είναι πολύ λίγο για ένα παιδί της ηλικίας της, Μαίρη μου.

-          Τι να σου πω Ελευθερία μου, εγώ δεν μπορώ να την ταϊσω παραπάνω, Αν εσύ τα καταφέρεις, μπράβο σου.

-          Να είσαι σίγουρη…
είπε η θεία και μ’ αυτή της την κουβέντα ξεκίνησε μια μεγάλη και όχι πολύ ευχάριστη ιστορία για τη Στεφανία.

Τις δύο επόμενες εβδομάδες, η θεία Ελευθερία έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να κάνει τη Στεφανία να τρώει περισσότερο. Έβαζε όλη της την τέχνη στη μαγειρική κι αγόραζε ό,τι νόμιζε ότι θα αρέσει στην ανηψούλα της, όμως όλες της οι προσπάθειες σκόνταφταν πάνω στο «δε θέλω άλλο θεία» της Στεφανίας.
Αλλά, το καλό το παληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, που λέει κι η παροιμία, και η θεία βρήκε άλλον τρόπο: «Αφού δεν θέλει το παιδί να τρώει μεγάλη ποσότητα, εντάξει, θα της επιτρέπω να τρώει λίγο, αλλά θα τρώει πέντε κι έξι φορές τη μέρα»!
Και να  σαντουιτσάκια το πρωί, και να πάλι το απόγευμα, και φρουτάκια, και μπισκοτάκια, κι άλλα κι άλλα, κι άλλα.

Βέβαια, δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς την ταλαίπωρη θεία, που είχε αποφασίσει να κάνει το ανόρεχτο και λεπτό σαν μίσχο από λουλουδάκι ανηψάκι της παχουλούτσικο, γιατί μόνο από αγάπη το έκανε, αλλά κι η Στεφανία είχε τα δίκια της όταν έλεγε «τόσο φαγητό μου χρειάζεται, τόσο τρώω, δεν μπορώ άλλο…»

Η θεία Ελευθερία όμως, δεν το ‘βαζε κάτω. Τι τώρα, εδώ κατάφερνε να τιθασεύει κάθε χρόνο ένα σωρό θηριάκια και να τους μαθαίνει γράμματα, μια μικρούλα Στεφανία, που δεν ήθελε να φάει, θα τη σταματούσε;

Όμως, ξέρεις τι είναι, την ώρα που το ‘χεις ρίξει για τα καλά στο παιχνίδι με τα φιλαράκια σου στην αλάνα, να σε φωνάζουν, για να κάνεις τι; Να φας! Και μάλιστα να φας μέσα στο σπίτι, γιατί έξω όλο και κάποιο πεινασμένο σκυλάκι θα έτρωγε το νόστιμο ψωμάκι της θείας.
Ε, όχι. Κάτι έπρεπε να γίνει κι η Στεφανία το βρήκε: Άρχισε να κρύβει τα ψωμάκια της κι ό,τι περιείχαν, όπου μπορεί να φανταστεί κανείς.
Μέσα στις γλάστρες, πίσω από την τηλεόραση, κάτω από τους καναπέδες, πίσω από το μπουφέ, κι όπου αλλού νόμιζε ότι είναι μια καλή κρυψώνα.

Για λίγο καιρό, οι σχέσεις θείας και ανηψιάς είχαν αποκατασταθεί τελείως, μια που και οι δυο έκαναν αυτό που ήθελαν. Όμως, κάποτε ήρθε η καταστροφή.
Και να πώς έγινε:
Ήταν από τις μέρες που τα δυο κορίτσια έμεναν στο σπίτι τους και η θεία Ελευθερία, μετά τη μεσημεριανή της ξεκούραση, είχε καθίσει στο γραφείο της και διόρθωνε κάτι γραφτά των μαθητών της, όταν κάτι σκαρφάλωσε στο χέρι της. «Μπα σε καλό σου μυρμηγκάκι, πώς βρέθηκες εδώ;».
Βάλθηκε να το κοιτάζει που περπατούσε μετά από λίγο στο γραφείο και σε λίγο ανακάλυψε και τα υπόλοιπα. Μια μακριά γραμμή από αυτά τα συμπαθητικά πλασματάκια, ακολουθούσε ένα δρόμο: Έμπαιναν με τη σειρά μέσα σε ένα συρτάρι του γραφείου κι έβγαιναν κουβαλώντας ψιχουλάκια.

Αναστατωμένη η θεία, που πραγματικά ήταν πολύ ταχτική και νοικοκυρά, άνοιξε με τρόμο το συρτάρι, και, ώ Χριστέ μου, πίσω – πίσω, στο βάθος του συρταριού της… χαμογελούσε το προχτεσινό σαντουιτσάκι με τυρί, που είχε ετοιμάσει για την ανηψούλα της.

«Πω, πω, πω την πονηρήηηη, τσίριξε η θεία, και βάλθηκε να καθαρίζει το συρτάρι της.
Μετά από αυτό, της έφυγε η όρεξη για δουλειά με τα γραφτά των μαθητών της κι αποφάσισε να καθαρίσει το ήδη πεντακάθαρο, όπως είπαμε, σπίτι της.

Αχ καημένη θεία. Μα παντού πια μυρμήγκια; Και στο τέλος του ταξιδιού των μυρμηγκιών σαντουιτσάκια;

Μέχρι αργά το βράδυ η θεία Ελευθερία καθάριζε, με τα μαλλιά όρθια από αγανάκτηση για την πονηριά της ανηψιάς της.

«Α το παλιόπαιδο, α την πονήρω, θα της το βγάλω το μαλλί» έλεγε και ξανάλεγε.

Όταν κατάφερε να ξετρυπώσει και το τελευταίο ψωμάκι από την τελευταία κρυψώνα, ήταν ώρα για ύπνο πια. Έκανε ένα μπανάκι και ξάπλωσε, πολύ θυμωμένη ακόμα με τη Στεφανία.

Η θεία Ελευθερία, όμως, ήταν δασκάλα κι αγαπούσε απέραντα τα παιδιά, όπως κι πιο πολλές δασκάλες κι οι πιο πολλοί δάσκαλοι, και πάντα έβλεπε και τη δική τους πλευρά και τις πιο πολλές φορές, στο τέλος, τα καταλάβαινε.

Αυτή τη φορά, όμως, ήταν λίγο δύσκολο. Την κορόιδεψε, αυτήν, την πιο καλή θεία του κόσμου, η Στεφανία, το γλυκύτερο παιδί του κόσμου.

Η λύση, ωστόσο, δόθηκε εκείνο το ίδιο βράδυ από την ίδια: Η θεία ονειρεύτηκε ένα κοριτσάκι ψηλό κι αδύνατο, μα πολύ αδύνατο, να το κυνηγάει η μαμά του με μεγάλη φέτα ζυμωτό ψωμί αλειμμένη με λάδι και πασπαλισμένη με ρίγανη και λίγο αλατάκι (τέτοιες λιχουδιές έτρωγαν κάποτε τα παιδιά, όχι… χάμπουργκερ και τέτοια, αλλά τέλος πάντων). Το κοριτσάκι έκλαιγε στον ύπνο της θείας και παρακαλούσε τη μαμά του: «δεν μπορώ να το φάω…».
Μετά από λίγο, η θεία είδε ένα κουτάλι φορτωμένο φασολάδα ευωδιαστή να προσπαθεί να μπει μέσα στο στοματάκι της αδύνατης μικρούλας κι ύστερα ένα ποτήρι ολόφρεσκο γάλα να περιμένει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και το μικρό χεράκι του κοριτσιού να αρνείται να το σηκώσει μέχρι τα χειλάκια της, ενώ μια φωνή έλεγε: «Πιες το, αλλιώς δεν θα πας να παίξεις κουτσό».

Η θεία ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα.
Γιατί άραγε ταράχτηκε τόσο;
Μα βέβαια, το αδύνατο κοριτσάκι που δεν ήθελε να φάει, ήταν αυτή  η ίδια, και το χέρι και η φωνή ήταν της μανούλας της, τότε που η καημένη αναγκαζόταν να της δίνει και καμιά στον ποπό, όταν τίποτα άλλο δεν μπορούσε να την κάνει να φάει.
Πώς μπόρεσε λοιπόν να ξεχάσει την ταλαιπωρία που είχε περάσει αυτή με το φαϊ, και τώρα παίδευε την καημενούλα τη Στεφανία;

«Α στο καλό, και τι έγινε δηλαδή που το παιδί είναι λεπτοκαμωμένο; Μήπως είναι άρρωστο; Μια χαρά παιδάκι, υγιέστατο και πανέξυπνο δεν είναι;
Ε, λοιπόν, Στεφανία, αν σε ξαναπιέσω να φας παραπάνω από όσο χρειάζεσαι, να μη με ξαναπείς θεία» σκέφτηκε και ξάπλωσε πάλι να κοιμηθεί ανακουφισμένη και ήρεμη πια.                      
         

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

παραμυθοϊστορίες



Τώρα θα δείτε παλιοκαψαέρια


Σήμερα ο Ηλίας ήταν  θυμωμένος κι ας η μέρα του ξεκίνησε πολύ ωραία.

Και να τι έγινε:
Μόλις ξύπνησε, η μαμά του τού είπε να μην αδειάσει την καλάθα με τα παιχνίδια του στο πάτωμα, όπως έκανε κάθε μέρα, γιατί θα έβγαιναν για ψώνια.
Θα του έπαιρνε, λέει, και κείνες τις κατακόκκινες γυαλιστερές γαλότσες που του είχαν αρέσει τόσο τις προάλλες (τις είχε δει να του γνέφουν κιόλας μέσα από τη βιτρίνα, αλήθεια σας λέω) για να μπορεί να παίζει κάτω στην αλάνα χωρίς να λασπώνεται.

Αφού λοιπόν αγόρασαν τις γαλότσες, η μαμά τού είπε πως τώρα πρέπει να είναι φρόνιμος γιατί είχε να κάνει και μερικά ακόμα ψώνια.
Και ήταν στ’ αλήθεια φρόνιμος.
Όμως, η μέρα δεν έμελλε να συνεχιστεί καλά.
Βγαίνοντας από το τελευταίο κατάστημα είδαν κι αυτός κι η μαμά του κι όσοι άλλοι άνθρωποι ήταν έξω εκείνη την ώρα, ότι είχε αρχίσει να βρέχει δυνατά.

«Γρήγορα», είπε η μαμά, «να προλάβουμε πριν γίνει μαύρη η μπουγάδα που άπλωσα το πρωί για να στεγνώσει.

Ο Ηλίας ήθελε πολύ να μάθει, πώς μια κάτασπρη μπουγάδα, απλωμένη να στεγνώσει  στο αεράκι και στον ήλιο, μπορεί να γίνει μαύρη ξαφνικά, αλλά η μαμά του βιαζόταν πολύ και δε μπόρεσε να ρωτήσει.

Όταν έφτασαν στο σπίτι, η μαμά έτρεξε γρήγορα στο μπαλκόνι κι ο Ηλίας, που είχε φορέσει τις κόκκινες γαλότσες – ανάποδα πάλι- και καμάρωνε, την άκουσε να φωνάζει: «Ορίστε, όπως το είπα. Τώρα χρειάζονται όλα πάλι πλύσιμο, που να πάρει η ευχή» κι ήταν στ’ αλήθεια θυμωμένη.
Τώρα, βρήκε κι ο Ηλίας ευκαιρία να ρωτήσει αυτό που τον έκαιγε από ώρα:
«Πώς γίνεται μαμά μου, να μαυρίσουν τα ρούχα μόνα τους, αφού εγώ δεν τα φόρεσα στην αλάνα;»
Σαν να έφτιαξε λίγο το κέφι της μαμάς, γιατί έβαλε τα γέλια και είπε: «Καμιά φορά, τα μαυρίζουν κι οι άλλοι. Άκου λοιπόν πώς γίνεται: Τα καψαέρια, όπως τα λέει η Ιωάννα μας, από τα αυτοκίνητα, από τα καλοριφέρ κι από τα εργοστάσια, η σκόνη  από τους δρόμους, όλα αυτά γίνονται μια παλιοπαρεούλα κι ανεβαίνουν ψηλά στον ουρανό. Εκεί, βρίσκουν τα άσπρα καθαρά συννεφάκια και ξαπλώνουν αναπαυτικά μέσα στην αγκαλίτσα τους. E, κι όπως είναι όλα αυτά τα καυσαέρια μαύρα – μαύρα λερώνουν και τα άσπρα συννεφάκια, όπως ακριβώς παθαίνω κι εγώ όταν σε παίρνω αγκαλιά, αφού έχεις παίξει στην αλάνα.
Τα συννεφάκια όμως, δεν τη θέλουν τη βρωμιά κι ανεβαίνουν πιο ψηλά για να σωθούν. Κι εκεί κοίτα τι παθαίνουν: Κρυώνουν και γίνονται βροχή. Όταν όμως είναι έτσι μαύρα από τα καυσαέρια, μας ρίχνουν μαύρη βροχή, και τα ρούχα μας, αν τα έχουμε έξω απλωμένα, λερώνουν κι οι μαμάδες θυμώνουν γιατί πρέπει να τα ξαναπλύνουν».

Ο Ηλίας, μετά από αυτή την εξήγηση, θύμωσε πολύ, αλλά δεν είπε τίποτα. Η αλήθεια είναι ότι σε λίγο τα ξέχασε όλα και συνέχισε να παίζει, φορώντας πάντα ανάποδα τις γαλότσες του.
Το μεσημέρι, όμως, που τον έβαλε η μαμά στο κρεβατάκι του, το ξανασκέφτηκε λίγο το πράγμα και ξαναθύμωσε. Δηλαδή, την ώρα που τον έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά του, αυτός ήταν ακόμα θυμωμένος.
Και τότε έγινε το θαύμα.
Το αεροπλανάκι, λέει, που του είχαν χαρίσει το καλοκαίρι στα γενέθλιά του, μεγάλωσε ξαφνικά και πια χωρούσε ολόκληρος μέσα. Κατέβηκε λοιπόν από το κρεβάτι του, γέμισε το ποτιστήρι του με νερό, σκέφτηκε για μια στιγμή να πάρει και τις γαλότσες του μαζί, αλλά λυπήθηκε να τις ξυπνήσει –κοιμόταν τόσο όμορφα οι καημένες εκεί δίπλα στο μαξιλάρι του. Έβαλε λοιπόν το ποτιστηράκι του μέσα στο αεροπλάνο, μπήκε κι αυτός, και «τώρα θα δείτε παλιοκαψαέρια τι θα πάθετε» είπε και ξεκίνησε.
Το αεροπλάνο έκανε κάνα δυο γύρους μέσα στο δωμάτιο και μετά βγήκε αθόρυβα από τη μπαλκονόπορτα.
Ανέβαινε κι ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, ώσπου συνάντησε το πρώτο συννεφάκι. Ήταν το καημένο μαύρο – μαύρο και κακομούτσουνο. «Περίμενε να σε πλύνω» του είπε ο Ηλίας και άρπαξε το ποτιστήρι του. Έριξε μπόλικο νερό στο συννεφάκι, μέχρι που έγινε πάλι κάτασπρο.
«Γεια σου» του είπε, «και να προσέχεις να μην ξαναλερωθείς» και συνέχισε να ανεβαίνει και να πλένει κάθε συννεφάκι που έβλεπε μπροστά του.
Έπλυνε και τον ουρανό που ξανάγινε γαλάζιος, έτσι όπως τον έβλεπε το καλοκαίρι στο χωριό της μαμάς του, έπλυνε και λίγο μπροστά στον ήλιο για να φαίνεται πιο λαμπερός και μετά έκανε μια βόλτα τριγύρω για να δει μήπως ξέχασε τίποτα.
Όχι, δεν ξέχασε τίποτα. Όλα ήταν λαμπερά και καθαρά σαν καινούρια και τα συννεφάκια ήταν άλλα ροζ κι άλλα άσπρα «σαν μαλλί της γριάς» σκέφτηκε κι έγλειψε τα χειλάκια του.
«Άντε, εγώ τώρα φεύγω» είπε τριγύρω «κι αν ξαναλερωθείτε θα έρθω πάλι, γιατί εγώ δεν θέλω να γίνεστε μαύρη βροχή και να λερώνετε τα ρούχα μας».

Μετά από αυτά, ικανοποιημένος και πολύ περήφανος, κατέβηκε με το αεροπλάνο του μέσα στο δωμάτιό του και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι του. Οι κόκκινες γαλότσες ήταν εκεί, τις αγκάλιασε και ξανακοιμήθηκε ευτυχισμένος.

Όταν ξύπνησε, η μαμά του ήταν σκυμμένη από πάνω του και του έλεγε: «Άντε μάτια μου, σήκω να βγεις να παίξεις με τα παιδάκια έξω. Σταμάτησε η βροχή.
Εκείνος, την κοίταξε πολύ χαρούμενος και τη ρώτησε: «Θα βάλω και τις μπότες μου;» «Βέβαια» είπε η μαμά, «έξω έχει λάσπες».
«Μπράβο μαμά» είπε ο Ηλίας, «και να ξέρεις, εγώ έπλυνα όλα τα συννεφάκια και τον ουρανό και δεν θα ξαναβρωμίσουν τα ρούχα μας από τη βροχή».

Η μαμά δεν κατάλαβε τίποτα και τον κοίταξε απορημένα. Αλλά τι να της λέει τώρα. Αυτοί οι μεγάλοι δεν είναι και τόσο πολύ έξυπνοι και δεν τα καταλαβαίνουν όλα.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

τα ίδια και τα ίδια....


Θαρρώ ότι όσες εφημεριδοϊστορίες και να πω από δω και πέρα, θα είναι επανάληψη των προηγούμενων σε ό,τι αφορά το κλίμα: Περίεργοι άνθρωποι που μας επισκέπτονταν, γέλια και πειράγματα μεταξύ μας, παραξενιές δικές μας και άλλων. Υπάρχουν κι άλλες πολλές ιστορίες, με διαφορετική υφή και περιεχόμενο, αλλά δεν είναι προς δημοσίευση. Κι όχι βέβαια γιατί είναι αμαρτωλές. Το αντίθετο, είναι πολύ ανθρώπινες και πολύ συναισθηματικές κι έχουν να κάνουν με τις βαθειές φιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ εμού και μερικών άλλων ανθρώπων στη διάρκεια των χρόνων που εργάστηκα στην "Ε".
Είναι αλήθεια ότι ήμασταν μια μεγάλη οικογένεια και μέσα στις οικογένειες αναπτύσσονται και αντιπαλότητες και μικροσυμφέροντα και θυμοί και ανταγωνισμοί, αλλά, όταν προέκυπτε ανάγκη, στηρίζαμε, ο καθείς με τον τρόπο του, αυτόν που υπέφερε. 
Κάποια περιστατικά, σοβαρά μεν, αλλά περαστικά, τα διακωμωδούσαμε κιόλας (ως συνήθως...)
Να, σαν τότε που χρειάστηκα αίμα στη διάρκεια κάποιας μικροπεριπέτειας με την υγεία μου και έσπευσαν να δώσουν από το δικό τους ο Σπιτσέρης κι ο Νελόπουλος. 
Αξίζει να πω, ότι με τον Νελόπουλκο "σκοτωνόμασταν" πολύ συχνά γιατί τον "κερνούσα καρκίνο με τα βρωμοτσίγαρά μου" (κι όχι μόνο) και με τον Σπιτσέρη είχαμε και κάποιες πικρίες και κάποιες συγκρούσεις (άμα μοιράζεσαι την ίδια ακριβώς δουλειά με κάποιον άνθρωπο, εύκολο να δημιουργηθούν και τα δύο).
Παρένθεση: εφημεριδοϊστορία χωρίς αστεία δεν έχει, οπότε έρχεται και το τωρινό: Έχω επιστρέψει στη δουλειά μου μετά την μικροπεριπέτεια που λέγαμε και πάνω στην ένταση της δουλειάς (μπορεί και στα καλά καθούμενα) έκανα κάτι ενοχλητικό για τους λοιπούς. Πετάγεται κάποιος από τους βραδυνούς κολλητούς μου (που δεν συμπαθούσε και ιδιαίτερα τους προαναφερόμενους συναδέλφους) και λέει: ωχ, αυτή άρχισε να Νελοπουλίζει και να Σπιτσεροφέρνει... εμ, τι περίμενες, κυλάει και δικό τους αίμα στις φλέβες της πλέον...
Τα ακράτητα γέλια των άλλων μαζί με τα δικά μου, δεν είχαν σκοπό κι ούτε θα μπορούσαν άλλωστε, να μειώσουν στο ελάχιστο το μέγεθος της προσφοράς των δύο αυτών συναδέλφων μου και την ευγνωμοσύνη που εξακολουθώ να αισθάνομαι. 

(κι άλλη παρένθεση:) Αλήθεια, όλες αυτές τις μέρες που γράφω αυτές τις ιστοριούλες, εσείς που κάνατε τον κόπο να τις διαβάσετε και δεν ήσασταν από κείνους που τα μοιράστηκα στην πραγματική ζωή όλ' αυτά, ίσως και να αναρωτηθήκατε αν δουλεύαμε και καμιά φορά, έτσι όπως αναφέρομαι συνέχεια στα απερίγραπτα γέλια μας.
Μα γι αυτό γελούσαμε τόσο πολύ. Γιατί κουραζόμασταν πάρα πολύ.
Το γέλιο ήταν η βαλβίδα ασφαλείας στην πίεση που είχαμε από τη φύση της δουλειάς.  
Ξέρετε πόσες φορές τινάχτηκα εν μέσω νυχτός και ύπνου, γιατί με ξύπνησε εκείνη η λέξη που ήρθε επιτέλους, αλλά φευ τόσο αργά, και που θα έδινε ακριβώς εκείνο που ήθελα να πω σ' εκείνον τον πρωτοσέλιδο τίτλο, ή "έτσι έπρεπε να γράψω εκείνο το κομμάτι για να αποδοθεί σωστά αυτό που είχα μέσα στο κεφάλι και στην ψυχή μου" ή, ακόμα χειρότερα, "έτσι όπως το έγραψα, λέει άρες μάρες κουκουνάρες...".

Επανέρχομαι όμως. Μέσα στα 14 χρόνια που έζησα σε αυτή τη μεγάλη οικογένεια, είχα την ευτυχία να γνωρίσω αληθινούς κι αγαπημένους φίλους. Αυτοί ξέρουν ποιοί είναι και δεν θα πω τίποτα γι αυτούς. Μερικά πράγματα, όταν βγαίνουν από το κέλυφος της ψυχής και δημοσιοποιούνται προς κάθε κατεύθυνση, χάνουν από την αξία τους.  
Γελάσαμε πολύ μαζί, ναι, αλλά αυτό δεν οικοδομεί από μόνο του φιλία, καθώς άλλα είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της πανάκριβης αξίας που στολίζει κάποιες ανθρώπινες σχέσεις. Και με κάποιους το μοιράστηκα και το μοιράζομαι αυτό το απόσταγμα της αγάπης, της ελευθερίας, της στήριξης, της ενθάρρυνσης, της παρηγοριάς και του βαθέος και αληθινού ενδιαφέροντος, που είναι η φιλία.

Το παρόν, όμως, δεν γράφεται ως... πραγματεία περί την φιλία. Είναι απλώς η εξήγηση ότι από δω και πέρα, θα δημοσιεύονται εδώ κι άλλες ιστορίες. Της φαντασίας αυτή τη φορά. Ιστορίες για μικρούς και μεγάλους, δεν λέγαμε στην αρχή; Όχι, ότι, άμα προκύπτει, από  το σεντούκι της θύμησης και καμιά άλλη εφημεριδοϊστορία, δεν θα τη λέμε κι αυτήν.

προς το παρόν, θέλω να ευχαριστήσω όλους τους φίλους που διάβασαν τις μέχρι τώρα αφηγήσεις μου.

και... τα ξαναλέμε, οσονούπω...      

και... μάλλον χωρίς αναγγελία από το f/b

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

...μεγάλες στιγμές...



Ψηλός (μπορεί και πάνω από 1.90) σωματώδης, με λευκά μαλλιά, ευχάριστο πρόσωπο και... γεννημένος για να σπάει νεύρα.
Σπάνια ως ποτέ στην ώρα του και απαντήσεις στις ερωτήσεις που του απηύθυνες, από ποτέ ως ποτέ στην ώρα τους.
Κάποιοι τον αντιπαθούσαν σφόδρα, κάποιοι τον ανέχονταν και μερικοί (μήπως η εξής μία εγώ; -όχι, να μη λέμε και ψέμματα, ήμασταν λίγοι περισσότεροι) τον συμπαθούσαν (εγώ εξακολουθώ, για άλλους δεν ξέρω).
Μια χαρά τα πηγαίναμε οι δυο μας λοιπόν και μια χαρά γελούσαμε, κάναμε κοινωνική και πολιτική... κριτική, τσακίζαμε κάτι κανταϊφάκια με παγωτό (κι άλλα τινά ανάλογα) και γενικώς συνεργαζόμασταν άριστα.
Αρκεί να πω, ότι κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, που δεν κουνιέται φύλλο διότι η σύμπασα η Ελλάς (και οι ταγοί της) έχει ξαμοληθεί στα νησιά και στις παραλίες (ομοίως και οι περισσότεροι συνάδελφοι), μου αρκούσε να έχω αυτόν και κάνα δυο ακόμα καλούς και μια χαρά βγάζαμε, οι λίγοι μας, την 32 σελίδων εφημερίδα.
Ειδικά αυτόν τον ήθελα οπωσδήποτε.
Γιατί αυτό; Μα γιατί ήταν δραστήριος, πολυμήχανος, πολυπράγμων και ήξερα ότι θα φέρνει, τουλάχιστον αξιοπρεπή, θέματα για πρωτοσέλιδο.
Καλή και τρίκαλη η σχέση μας εν ολίγοις, αλλά dirty (από τον τίτλο γνωστής ταινίας το παρανόμι) ήταν αυτός και ουδείς βέβαιος ότι δεν θα φύγει με κουρελιασμένο το νευρικό του σύστημα, από μια αναμέτρηση μαζί του. 

Είναι χειμώνας μάλλον,  έχουμε μεταφερθεί ήδη στη νέα στέγη της "Ε" στο δεύτερο όροφο του καπνομάγαζου της οδού Δαμιανού (ωραίος, μεγάλος, προσεγμένος και κατά το δυνατόν -για εφημερίδα μιλάμε- πολυτελής χώρος). Απόγευμα προς βράδυ κι έχω νεύρα για διάφορους λόγους και κυρίως γιατί η δουλειά σέρνεται, τα θέματα από τους συναδέλφους αργούν και προβλέπεται μεγάαααλο ξενύχτι. 
Τέλειωσε και το διάλειμμα στην κουζίνα, όπου κάναμε κανέναν καφέ άμα έλειπε ο καφετζής της γειτονιάς ή θέλαμε να κάνουμε οικονομία(...), αλλά κυρίως χρησίμευε ως καπνιστήριο (πληγή κι αυτή, δημοσιογράφοι άνθρωποι κι εργαζόμενοι σ' εφημερίδα εν γένει, να μη καπνίζουν και να τσιρίζουν μόλις ακούσουν αναπτήρα ή σπίρτο ν' ανάβει'  πάνε οι ωραίες εποχές που παραμέριζες το σύννεφο του καπνού με το χέρι για να δεις μερικά μέτρα πιο πέρα' εξορία στην κουζίνα λοιπόν βδελυροί κι αμετανόητοι καπνιστές).        

Επιστρέφω στο γραφείο μου, το οποίο φάτσα στην είσοδο και γειτονιά (στο ένα μέτρο) με το γραφείο του τσακιστή νεύρων.

Παρένθεση: κάθε μεσημέρι συγκεντρωνόμασταν στο γραφείο του εκδότη και συζητούσαμε τα θέματα του αυριανού φύλλου. Meeting θέλετε, σύσκεψη; κάτι τέτοιο πάντως. Στις οποίες συσκέψεις, σπάνια συμμετείχε το σπασικλάκι και μόνο αν ήταν ήδη στην εφημερίδα. Τουτέστιν, σπάνια ξέραμε τι θα φέρει το απόγευμα.
Τέτοια μέρα και σήμερα και δεν ξέρω τι έχει στα δίχτυα του.

- Τι θα μου δώσεις σήμερα; ρωτάω. 
- .............................. Ουδεμία απάντηση από απέναντι.
 - Λέγε παιδί μου και θέλω να ξέρω τι στον κόρακα θα βάλουμε στην πρώτη σελίδα γιατί τα άλλα θέματα δεν είναι και τόσο σημαντικά. 
- ............................. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. 
- Ρε, θα μου πεις καμιά φορά; αρχίζω να φουντώνω.
- Ένα κοροϊδευτικοπαιχνιδιάρικο μειδίαμα εις απάντηση και τσιμουδιά περαιτέρω.
- Πες,  γιατί όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες, επιμένω.
Κουβέντα στην κουβέντα (από μένα), σιωπή στο μισοχαμόγελο από κείνον, αρχίζουν οι φλέβες στους κροτάφους να χορεύουν κλακέτες. Να τον πνίξω; Να τον βρίσω (όπως μόνο οι λιμενεργάτες κι οι δημοσιογράφοι ξέρουν;). Άσε καλύτερα' τι φταίνε κι οι άλλοι που δουλεύουν.  Αρπάζω ένα τσιγάρο και σφεντόνα στην κουζίνα - καπνιστήριο, μπας και ηρεμήσω και γλυτώσω το εγκεφαλικό.
Δεν προλαβαίνω να το ανάψω και να 'σου τον. Μου λέει κάνα δυο χαζά, αλλά τι να μου κάνουν τα χαζά. - Παράτα με, του λέω, γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει.. - Σαν τι δηλαδή; κοροϊδεύει πάλι.  - ...το μόνο που θέλω τώρα είναι να σου δώσω μια κουτουλιά στο δόξα πατρί, να ξεραθείς να ησυχάσω.
Ψηλός αυτός, τα είπαμε ήδη, κοντή εγώ, κοιτάει από το ύψος του τη χαμηλότητά μου και σκάει στα γέλια.: - Αυτό θέλω να το δω... και πώς θα τα καταφέρεις να φτάσεις εδώ πάνω; 
Συνειδητοποιώ κι εγώ το αστείο του πράγματος, θέλω να γελάσω, αλλά κρατάω χαρακτήρα και δεν σκάω μηδέ χαμόγελο.
Σε λίγο, σβήνω το σιγάρο και ξαναπάω στη θέση μου, να κάνω και κάνα φράγκο δουλειά.
Στο τρίλεπτο πάνω, τον ακούω: - "Δαλέλουουου", με γλυκιά φωνούλα. - Τι θες; απαντώ κοφτά. - Σε ζητάνε στο τηλέφωνο, να στο στείλω; - Ποιος είναι; ρωτάω. - Ο Αλ,... απαντάει
- Ποιος Αλ βρε άθλιε; ξέρω γω κανέναν Αλ; - Ο τσχάιμερ (εεεε; ο Αλτσχάιμερ), ανταπαντάει...

Πόσο ν' αντέξει ο άνθρωπος... Ήρθε μαζί και το προηγούμενο γέλιο που κατεπνίγη... κι όλα μέλι γάλα πάλι. 
μέχρι που "μολόγησε" και τα θέματά του χωρίς να ερωτηθεί ξανά...
       





Τρίτη 14 Ιουνίου 2016




όλα πουλιούνται κι όλα αγοράζονται;



Επρόκειτο για μια μεγάλη επένδυση. Για τους επενδυτές. Όχι για τον τόπο και τους κατοίκους του. Ενείχε ιδιαίτερα μεγάλους κινδύνους για το περιβάλλον και για τους ανθρώπους. Και το κυριότερο: το τυράκι στη φάκα μικροσκοπικό. Όπερ εστί, ελάχιστες θέσεις εργασίας και πώς να πείσεις τόσους ανθρώπους ότι για να εργαστούν δέκα - είκοσι αξίζει να μπει σε κίνδυνο εξολόθρευσης ο πληθυσμός σχεδόν όλου του νομού. Τώρα, αν το τυράκι ήταν πιο πολύ, τι να σας πω.... πολλά έχουν δει τα μάτια μου...

Εννοείται ότι η "Ε" πήρε θέση, εξ αρχής, κατά της επένδυσης (όχι χωρίς κόστος βέβαια, διότι... δεν μας υποστηρίζεις; δεν διαφημιζόμεθα σε σένα).

Εκείνο τον καιρό, πέντε εκδότες από τη Δράμα, την Καβάλα, την Ξάνθη, την Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη, είχαν φτιάξει ένα πολύ καλό και σοβαρό περιοδικό, στο οποίο έγραφαν οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων τους (και όχι μόνο), οι οποίοι πληρώνονταν ξεχωριστά γι αυτή τη δουλειά τους, όποτε τους ζητούνταν να την προσφέρουν.

Η ιστορία με την μεγάλη επένδυση είναι σε φούντωση. Πάνε κι έρχονται τα μεγαλοστελέχη επιχειρώντας να κάμψουν τις αντιδράσεις του κόσμου και των αρχών. 
Και σήμερα είναι στην πόλη μας ένα μεγαλομεγάλο στέλεχος.
Με φωνάζει ο Χλ. και μου λέει ότι κάποιος κύριος τάδε, μπορεί να με φέρει σε επαφή με αυτό το μεγαλομεγάλο στέλεχος για μια αποκλειστική συνέντευξη για το προαναφερόμενο περιοδικό.
Γιατί όχι; Οκ. Μιλάμε με τον άνθρωπο και κλείνεται το ραντεβού. Με συνοδεύει στο ξενοδοχείο του σπουδαίου και στο δρόμο μου λέει ότι ο κ.... επιθυμεί να με συναντήσει στο δωμάτιό του, παρουσία βέβαια του ιδίου.
Ε, και; μπορεί ο άνθρωπος να μη θέλει να φανεί ότι όντας στην πόλη δίνει αποκλειστικές συνεντεύξεις ή... έχει άλλα στο μυαλό του (πονηρά μυαλά'  ουδεμία σχέση με γενετήσιες ορμές) και δεν θέλει μάρτυρες.

Για να δούμε τι θα δούμε λοιπόν. 

Φτάνουμε στον όροφο, χτυπάμε την πόρτα, μας υποδέχεται ο μεγαλομεγάλος με φλεγματικό χαμόγελο, γίνονται οι συστάσεις και ο μεσάζων αποχωρεί.
Κανένα πρόβλημα. Βάζω σε λειτουργία το κασετοφωνάκι, σημειωματάριο, στυλό και πάμε.

Λαλίστατος ο συνομιλητής μου, εξηγεί κι εξηγεί όλα τα, κατά τις απόψεις του, θετικά της επένδυσης για τον τόπο και τους ανθρώπους.
- Ναι, αλλά, τι θα γίνει άμα γίνει τούτο και κείνο; Που θα μολυνθεί η θάλασσα; που θα χαθούν τόσες θέσεις εργασίας από τον τουρισμό και την αλιεία; Κι αν γίνει το μεγάλο μπαμ και καεί ο κόσμος σαν να έπεσε ναπάλμ μεγατόνων (σ.σ.: υπάρχει τέτοιο πράγμα;) απάνω του;
Δυσφορεί ο άνθρωπος, αλλά προσπαθεί πάλι. Συναντά επιμονή κι αγανακτεί. Διακόπτει τη συζήτηση και λέει με μεγάλο εκνευρισμό στη φωνή: "Σας βρίσκω πολύ ενημερωμένη σε ό,τι αφορά τα αρνητικά της επένδυσης... και δεν το περίμενα αυτό". 
Τι περίμενε δηλαδή; Μάλλον ο κύριος που μας έφερε σε επαφή, αλλιώς του τα είχε πει (όλα πουλιούνται κι όλα αγοράζονται;), ευελπιστώντας ότι θα πάει καλά το πράγμα, θα μαλακώσει ο κόσμος τη επιρροή του Τύπου, κι αυτός θα πουλήσει τα αγροτεμάχιά του στην επιχείρηση, έναντι παχυλού τιμήματος, φαντάζομαι.
- Εντάξει, όπως θέλετε κύριε. Άλλωστε, δεν έχω άλλες ερωτήσεις. Τα μαζεύω και σηκώνομαι από τη θέση μου. Αυτός, έχει απομακρυνθεί στο βάθος του δωματίου και κάτι κάνει με γυρισμένη την πλάτη προς εμένα.
- Χαίρεται κύριε 
- τσιμουδιά ο κύριος
Πάω προς την πόρτα κι ούτε καν κάνει τον κόπο να με συνοδέψει.
Σιγά, δεν ξέρω να ανοίγω πόρτες; 
Πιάνω το πόμολο, βγαίνω έξω κι εκεί που ετοιμάζομαι να την κλείσω σιγανά και να αποχωρήσω σαν κυρία, μου φεύγει η πόρτα από τα χέρια (ήταν ορθάνοιχτες οι μπαλκονόπορτες του δωματίου κι όπως φυσούσε από τη θάλασσα, έκανε ορμητικό ρεύμα) και σκάει πίσω με ένα θόρυβο σχεδόν εκκωφαντικό
Φεύγω γελώντας, Μπράβο ρε αέρα, έδωσες την απάντηση που του έπρεπε στον κύριο "όλα πουλιούνται κι όλα αγοράζονται.

Τελικά η επένδυση δεν έγινε

κάποτε, θυμάστε; άμα δεν ήθελε κάτι ο κόσμος (άμα λέμε), το πολεμούσε και δεν το άφηνε να συμβεί              









Κυριακή 12 Ιουνίου 2016






ό,τι λάμπει δεν είναι... θηλυκό 



Μας ήρθε κι ένας καινούριος. Συντοπίτης μεν, αλλά με δημοσιογραφική θητεία στη Θεσσαλονίκη (άλλος αέρας, όσο να πεις...).
Νεαρούλης, νοστιμούλης, και μ' ένα μάτσο έντυπα υπό μάλης, να δείξει τι πουλιά πιάνει.

Διαβάζω στα γρήγορα μερικά από τα δικά του κείμενα, αστέρια σκέτα. Λέμε και μερικά τυπικά κι ακόμα λίγα πιο ουσιαστικά, του χαμογελώ, το εισιτήριο από μένα το ' χει' μένει να πουν το οκ. κι ο α' κι ο εκδότης.
Πείθονται εύκολα, και να 'μαστε με ένα καινούριο μέλος.

Γίναμε γρήγορα (και παραμένουμε) πολύ καλοί φίλοι.  
Όμως, πολύ μπλαζέ ο νέος βρε παιδί μου. Κάτι σαν να κατάπιε μπαστούνι, ένα πράγμα.
Αλλά, είπαμε. Οι έξυπνοι και καλλιεργημένοι έχουν μερικές αβάντες παραπάνω σε ό,τι αφορά τη συμπάθεια των άλλων' τουλάχιστον στην αρχή. Κι ας έχουν και κανένα κουσούρι' χαλάλι τους βρε αδερφέ. Το δε κουτσομπολιό μαζί του; σκέτη απόλαυση. Εκλεπτυσμένο μεν, καυστικό και διανθισμένο με πλήθος πιπεράτα συμπεράσματα (δικά του βεβαίως), δε.

Είμαστε όμως σε περίοδο ανάπτυξης. Πληθαίνουν οι συνάδελφοι' εξ ου και η έλευση του προαναφερόμενου νέου. Έρχονται καινούρια πρόσωπα και κάποια από αυτά επιλέγονται και μένουν.

Ο σημερινός, αφού συζήτησε με τον α' (αρχηγού παρόντος πάσα Αρχή παυσάτω -εκτός κι αν ήθελε να σου πασάρει τίποτα βαρετό) και μάλλον είχε τα εχέγγυα (όπως περίτρανα αποδείχθηκε στη διάρκεια)  για να εργαστεί στην "Ε", πήρε το οκέυ.
Αύριο εδώ.

Μέχρι τότε όμως, ας τα πούμε και λίγο με τον κολλητό μας του αθλητικού (άλλο αστέρι αυτός' σπουδαίος στη δουλειά του, με γνώση, συνέπεια και εντιμότητα. πολύ καλά ελληνικά και (αυτό κι αν είναι ατού) ο τέλειος γείτονας για γέλια μέχρι δακρύων.

Μπαίνει, λοιπόν, ο, ήδη, δικός μας, με το κεφάλι ψηλά και ύφος δέκα καρδιναλίων, πάει προς το γραφείο του και παρ' ό,τι περνάει δίπλα από τον (από αύριο) νέο συνάδελφο, δεν δείχνει να τον προσέχει. Τι ενδιαφέρον να έχουν, άλλωστε, τα γραφεία των αθλητικογράφων, όπως και των λοιπών βεβαίως, για να κατεβάσουμε το βλέμμα στο επίπεδο των κοινών θνητών;       

Αναγκαία παρένθεση: Ο φρέσκος νεαρός ήταν ένα χαριτωμένο αγόρι με κοκκινωπά γένια και μακρυά, ως τη μέση σχεδόν, ίσια δυνατά μαλλιά που έλαμπαν με το χάλκινο χρώμα τους.

Κι επανερχόμαστε στον μπλαζέ φίλο μου. 
Αφήνει τα πράγματά του στο γραφείο και πριν καθήσει στην καρέκλα του, φέρνει μια γύρα με τα μάτια και μετά στρέφεται προς εμένα, για μια καλημέρα προφανώς. 
Αλλά... στην οφθαλμική αυτή διαδρομή, μπαίνει στο οπτικό του πεδίο μια πλάτη καθισμένη δίπλα στον συνάδελφο των αθλητικών, σκεπασμένη με μια υπέροχη χάλκινη κόμη.  
Μένει ενεός για μερικά δέκατα του δευτερολέπτου και μετά στρέφεται, λίγο πιο απότομα από ό,τι αρχικά υπολόγιζε, προς εμένα. 
Εύγλωττα νοήματα με τα μάτια και (διακριτικά)  με τα χέρια: Ποια είναι; Πω, πω πω τι πλάσμα: και τέτοια.
Αδύνατο ν' αντέξω. Τέτοιο γέλιο, σιωπηλό δεν γίνεται. 
Γύρισαν οι δυο φίλοι να δουν τι έπαθε η γελαστή και γελάει μόνη της. κι είδε κι ο φίλος μου το καθ' όλα αρρενωπό πρόσωπο και το κόκκινο γένι του μικρού.
Το μπλαζέ ύφος και το μπαστούνι χάθηκαν μεν (για ελάχιστο χρόνο ομολογουμένως), αλλά ανακατέλαβαν σχεδόν άμεσα τις θέσεις τους με γαλαζοαίματη αξιοπρέπεια.

όχι, εκείνη τη στιγμή δεν εξήγησα τίποτα και τους άφησα να σκέφτονται ότι "γελά ο μωρός  καν τι μη γελοίον η"

αλλά... 
όταν έφυγε ο νέος (μη ρεζιλευτούμε και με το καλημέρα σας) ενημερώθηκαν άπαντες γα το πάθημα του μπλαζέ και βεβαίως ακολούθησε ο γνωστός χαμός...
  


Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016






στα σοβαρά και στ' αστεία
(και τούμπαλιν)



Μέρες, κάπου στα τέλη του Μάρτη του 1998. Η Καβάλα σε ένταση. Στα δικαστήρια της πόλης, διεξάγεται η δίκη του Άκη Πάνου, που κατηγορείται για τη δολοφονία του συντρόφου της κόρης του Ελευθερίας. 
Σπουδαίοι δικηγόροι, καλλιτέχνες, καθημερινοί άνθρωποι, λάτρεις και πολέμιοι του σημαντικού μουσικού δημιουργού, συρρέουν καθημερινά στο δικαστικό μέγαρο (ε, δεν το 'λεγες και τέτοιο τότε) της Καβάλας. 
Η συνάδελφος που έχει στην ευθύνη της το θέμα, ξημεροβραδιάζεται στα δικαστήρια να ακούει καταθέσεις, να ζητάει απόψεις, να μπερδεύεται σε πηγαδάκια για να μάθει όσα παραπάνω γίνεται ώστε να παραδίδει ολοκληρωμένο ρεπορτάζ, κάθε μέρα της πολύκροτης δίκης.

Τίποτα το περίεργο μέχρι εδώ' οι περισσότεροι δημοσιογράφοι, το ίδιο έκαναν. Η δικιά μας όμως, είχε μια ιδιαιτερότητα: περίμενε το πρώτο της παιδί. Δεν ξέραμε βέβαια ποιο μήνα της εγκυμοσύνης της διήνυε (επειδή ήταν πάντα ένα ψιλόλιγνο κορίτσι, απλώς φαινόταν ότι πήρε μερικά κιλά), αλλά το ότι δεν είχε κάνει ακόμα χρήση της άδειας που δικαιούνταν για να οδεύσει προς το μαιευτήριο ξεκούραστη, απέκλειε την πολύ πολύ προχωρημένη εγκυμοσύνη.

Και φτάνουμε στην τελευταία μέρα της δίκης και στην ετυμηγορία δικαστών και ενόρκων.

Ισόβια. Χωρίς ιδιαίτερα ελαφρυντικά και χωρίς να του αναγνωριστεί ο έντιμος πρότερος βίος και η πολιτιστική του προσφορά.

Η κοπελιά μας έρχεται, παραδίδει το ρεπορτάζ της και φεύγει. Αύριο έχει να γράψει κι ένα σωρό άλλα: λεπτομέρειες, παραλειπόμενα, αντιδράσεις κλπ.

Αντί γι αυτήν όμως, την άλλη μέρα μας ήρθε μια χαρμόσυνη είδηση: η κοπελιά μας γέννησε φυσιολογικά ένα υγιέστατο κοριτσάκι.

Ε; σιγά να μη γεννούσε πριν ολοκληρώσει την αποστολή της.
Αστειεύομαι βέβαια, αλλά να, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που εκπλήσσουν με το πείσμα, τη δύναμη και το μεράκι τους. Το οποίο μεράκι, αποδεικνύεται κι αναδεικνύεται, ακόμα κι όταν...παίζουν. 

Κι όλος αυτός ο πρόλογος κι η αναδρομή σε ιστορικά κι ανθρώπινα γεγονότα, για να αιτιολογήσω την αντιγραφή ενός εκπληκτικού και... πριβέ ρεπορτάζ που έγραψε αυτή η κοπέλα και που το διαβάζω συχνά όταν θέλω να... ισιώσω τη διάθεσή μου. 

Για την ιστορία, πρέπει να πω ότι, όταν αποχώρησα από την εργασία μου, οι συνάδελφοί μου όλοι, μου έκαναν (ανάμεσα στα άλλα θαυμάσια) κι ένα ξεχωριστό δώρο, που είναι ό,τι πιο πολύτιμο έλαβα ως τώρα. Έφτιαξαν ένα οκτασέλιδο φύλλο στο σχήμα και στο στήσιμο της "Ε", με ρεπορτάζ, ειδήσεις, σχόλια, αγγελίες, απόψεις κι ό,τι τέλος πάντων περιέχει μια κανονική εφημερίδα, με την εξής λεπτομέρεια: Όλα τα θέματα αναφέρονταν σε μένα και φυσικά κατέχω το μοναδικό αντίτυπο, γιατί ήταν μόνο για μένα.

Ολόκληρο το φύλλο είναι ένα διαμάντι από κάθε άποψη. Δυστυχώς, δεν μπορώ να μεταφέρω τα φωτορεπορτάζ και τα φωτομοντάζ (μιλάμε για τρελό γέλιο) ούτε βέβαια και ολόκληρη την εφημερίδα (ούτε  και το έχω σκοπό βεβαίως, μια και τα κείμενα είναι μόνο δικά μας -συναισθηματικά κι αγαπησιάρικα).

Ξεχώρισα δυο ρεπορτάζ όμως, κυρίως για το χιούμορ, αλλά και τη... δημοσιογραφική αρτιότητά τους. Το ένα είναι της Βασιλικής (ναι, της πεισματάρας και δυναμικής που δούλευε μέχρι να γεννήσει) και το άλλο του Άγγελου (ίσως κάποια στιγμή να αντιγράψω και αυτό του Άγγελου)  .

και πάμε στο ρεπορτάζ της Βασιλικής (για να ξέρετε ότι δεν υπερβάλλω όταν λέω ότι τα περισσότερα παιδιά εκεί μέσα ήταν διαμάντια):



(υπέρτιτλος) Αναζητώντας τη Δέσποινα

(τίτλος) Το μυστηριώδες άτομο 
που ξεπέρασε το σκόπελο 
του Ασφαλιστικού

(υπότιτλος) Αναταραχή επικρατεί στους κόλπους 
του υπουργείου Κοινωνικής Απασχόλησης, 
ενώ ειδικοί "ράμπο" έχουν εξαπολυθεί
για να διαλευκάνουν την υπόθεση   


Αγνοείται από τις 15 Ιανουαρίου η δημοσιογράφος κι αρχισυντάκτρια της εφημερίδας "Εβδόμη" Δέσποινα Δαλέλου.
Η εξαφάνιση - μυστήριο έχει δημιουργήσει πολλές απορίες στους συναδέλφους της, που, αν και ερεύνησαν εξονυχιστικά το γραφείο και το σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή της δεν κατάφεραν να βρουν το παραμικρό στοιχείο.
Έγκυρες πληροφορίες αναφέρουν ότι η γνωστή δημοσιογράφος κατάφερε με μια "καταδρομική ενέργεια" να παρακάμψει τον γνωστό αντιλαϊκό νόμο περί συνταξιοδοτήσεων, που μετά κόπων και βασάνων κατάφερε το κράτος να εφαρμόσει, παρά τον ξεσηκωμό πάντων των εργατών, υπό τους ήχους του γνωστού αγωνιστικού ύμνου "πάγωσε η τσιμινιέρα..."  
Για το λόγο αυτό, αναταραχή επικρατεί στους κόλπους του υπουργείου Κοινωνικής Απασχόλησης, ενώ ειδικοί "ράμπο" έχουν εξαπολυθεί για να διαλευκάνουν την υπόθεση, μια και το υπουργείο σε καμία περίπτωση δεν θέλει να αποτελέσει η Δέσποινα το "κακό"  παράδειγμα και να ηγηθεί μιας φουρνιάς νέων που τόλμησαν να βγουν στη σύνταξη πριν συμπληρώσουν το το 123ο έτος της ηλικίας τους κι ενώ μέχρι τότε απολάμβαναν τη  χαρά της εργασίας.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ερωτηθείς σχετικά απάντησε: "Η κυβέρνηση δεν είχε καμία ανάμιξη. Άλλη ερώτηση..." 
Σε τηλεγράφημά του το Reuters αναφέρει πως αυτόπτες μάρτυρες είδαν φορτηγό μεταφορικής εταιρείας να ξεφορτώνει έξω από το σπίτι της  υλικό υλικό καταδύσεων, σκι θαλάσσης αλλά και χιονιού, κάτι που μπερδεύει ακόμη περισσότερο το κουβάρι των εξελίξεων.
Σχετικό βίντεο από την εκφόρτωση του "ύποπτου" υλικού διακοπών, ελήφθη με κρυφή κάμερα και αναμένεται να μεταδοθεί από την εκπομπή "Αποδείξεις και για την συνταξιοδότηση Δαλέλου".

(μεσότιτλος) Μπαχάμες ή Ελβετία;

Ανώνυμος ταχυδρόμος, άφησε να διαρρεύσει η πληροφορία ότι στο κέντρο διαλογής των ΕΛΤΑ Καβάλας έφτασε καρτ ποστάλ με τα  στοιχεία της Δέσποινας στο χώρο του αποστολέα. Ο εν λόγω μάρτυρας - ο οποίος δεν θέλησε να αποκαλύψει την ταυτότητά του- υπογράμμισε πως το γραμματόσημο που έχει επικολληθεί, προέρχεται από την Κούβα. 
Μάλιστα, στην εκπομπή "Φως στο τούνελ" η Αγγελική Νικολούλη έδωσε σχετικές πληροφορίες αναφέροντας πως η Δ. εθεάθη να κρατάει Mojito και να καπνίζει Cohiba, έχοντας μόλις εξέλθει από πισίνα, παρέα με μελαμψό Λατίνο παίδαρο (σ.σ.: γι αυτό δεν πήγαινε ποτέ στο... Μέγαρο;;;) .
Άλλες πληροφορίες -που ωστόσο δεν έχουν ακόμη διασταυρωθεί- αναφέρουν ότι άτομο που της ομοιάζει, εθεάθη σε γνωστό σαλέ της Ελβετίας, αλλά οι μπουρμπουλήθρες από το spa και ο ατμός από τη σάουνα που το περικύκλωναν, δεν κατέστησαν δυνατή την πλήρη αναγνώρισή του. 
Τέλος, να σημειώσουμε ότι το ΠΑΜΕ διοργανώνει πικετοφορία διαμαρτυρίας στις 7 το απόγευμα στην κεντρική πλατεία, με σύνθημα "Αφήστε τη Δαλέλου να χαρεί τη σύνταξή της" ενώ με εκτενές άρθρο της στο Ριζοσπάστη, η Γενική Γραμματέας του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα αναλύει τη χαρά της σύνταξης, αλλά και τη νοσταλγία των συναδέλφων της Δ.Δ. για τις στιγμές που πέρασαν μαζί όλα τα προηγούμενα χρόνια.

(υπογραφή) Βασιλική Λιοτάκη

δεν ξέρω πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή η Βασιλική και πώς βιοπορίζεται (μεγαλώνοντας δυο παιδιά μόνη της). Ξέρω όμως ότι δεν εργάζεται ως δημοσιογράφος, μια και όταν της δόθηκε η ευκαιρία να επιστρέψει στη σπαραγμένη "Ε", δεν δέχτηκε να προδώσει τον αγώνα της ίδιας και των συναδέλφων της. 

και ξέρω ακόμα, ότι είναι πολύ κρίμα να στερείται η δημοσιογραφία τη γνώση και το ταλέντο ενός χαρισματικού ανθρώπου 

   



Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016





το κοριτσάκι ξέρει να διαβάζει;



Γραφείο γωνία που βλέπει τα πάντα, αλλά δεν το βλέπουν όλοι. Χαζεύω τριγύρω, γιατί οι ρημάδες οι λέξεις δε λένε να κάνουν κολεγιά μεταξύ τους σήμερα, και ιδού μια εναλλαγή στο τοπίο. Δυο μαυροφορεμένες κυρίες, η μια αρκετά νέα, η άλλη αρκετά ηλικιωμένη, μπαίνουν στην αίθουσα. Με αέρα η νέα, κουρασμένα και διστακτικά η γηραιότερη. 

Ρωτάνε κάτι και πλησιάζουν προς τον αρχισυντάκτη α΄ ή διευθυντή σύνταξης.
Γύρω τριγύρω ένα ψιλοσούσουρο, αλλά συνήθη πράγματα και δεν δίνω σημασία.
Ο αρχισυντάκτης α' ή διευθυντής σύνταξης, ακούει ευγενικά, αλλά όχι και τόσο προσεχτικά, το χειμαρρώδη λόγο της νεότερης γυναίκας, εντυπωσιακά διανθισμένο με νομικούς όρους, αριθμούς αποφάσεων και... αφορισμούς προς διάφορους.
Άκουγα με προσοχή. Μα αυτές οι καημένες υφίστανται μια κατάφωρη αδικία. Πρέπει να τις βοηθήσουμε να βρουν το δίκιο τους.
Και θύμωσα λίγο με το αποστασιοποιημένο ύφος του α'.
Και με την περίεργη ησυχία και τα πονηροπαιχνιδιάρικα χαμόγελα μερικών δημοσιογράφων, βεβαίως.

Αφού λοιπόν είπε και είπε και είπε η νεότερη κυρία, με την ηλικιωμένη (ήταν η μαμά της τελικά) να παρακολουθεί σιωπηλά κι από κάποια απόσταση, ο α΄ έφερε μια γύρα με τα μάτια του στην αίθουσα και αποφάσισε: Δώστε το φάκελο με τα ντοκουμέντα που λέτε ότι έχετε, στην κοπέλα εκεί. Και δείχνει τη μικρή μας. 

Την κοιτάει τη μικρή μας η νεότερη γυναίκα, με απορία και μια υποψία υποτίμησης στο βλέμμα (εμ, κι αυτό μια σταλίτσα ήταν) και πριν παραδώσει τον πολύτιμο φάκελο, πετάει την κεραμίδα: "Το κοριτσάκι ξέρει να διαβάζει, όμως;' (σ.σ.: προφανώς αγωνιούσε μήπως το κοριτσάκι δεν καταλαβαίνει νομικούς και υπηρεσιακούς όρους). 

Βλέμμα και στάση σώματος από το κοριτσάκι, που μικροκαμωμένο μεν, δυναμικό κι εξαιρετικά ικανό πλάσμα δε, δηλωτικά της σκέψης: άντε μη σου τίποτα τώρα..., αλλά ευγενικό παιδί και συνεπής επαγγελματίας, παίρνει τον φάκελο να τον μελετήσει και να βγάλει άκρη.

Οι δύο κυρίες αποχωρούν κι η μικρή κοιτάει τον α΄, με ένα (άγριο να το πω; παραπονιάρικο μήπως;) "γιατί σε μένα, την τύχη μου μέσα;" στο μάτι.

Κάποιοι κάνουν χαβά (ενώ άλλοι γράφουν και γενικώς δουλεύουν, μη ξεχνιόμαστε) κι αρχίζουν να διηγούνται αστεία περιστατικά από την (μακροχρόνια) δράση των δύο γυναικών, προκειμένου να δικαιωθούν. Όπερ εστί, να κατεδαφιστεί το "μπουρί του θανάτου".

Αρχίζω να εκνευρίζομαι. Εδώ δυο γυναίκες ξεσπιτώθηκαν γιατί δεν αντέχουν άλλο τη φασαρία και τους κραδασμούς που προκαλεί στην κατοικία τους η καμινάδα εξαερισμού του διπλανού εστιατορίου κι εμείς κοροϊδεύουμε; 
"Καλά", μου λέει ένας από τους συναδέλφους, "μπορείς να τις υιοθετήσεις αν θέλεις, αλλά μην πεις μετά ότι δεν σε προειδοποιήσαμε" και ξεσηκώνει νέο κύμα γέλιου.

Τελικά τις... υιοθέτησα τις κυρίες κι εν πολλοίς το πλήρωσα (τα νεύρα τσατάλια, λέμε). 
Αλλά, και παρά το ότι η κόρη το έχει χάσει από καιρό το δίκιο της με κάποιες υπερβολές στις οποίες ενεπλάκη σέρνοντας μαζί και την ταλαίπωρη μανούλα, δεν έχω πειστεί ακόμα για το άδικο της υπόθεσης. Κι επίσης, πρέπει να πω ότι δεν μπορώ να μη θαυμάζω την επιμονή της για την ικανοποίηση αυτού που θεωρεί δίκιο της.

Μήπως να παραδειγματιζόμασταν;

μπας και στρώσει τίποτα σ' αυτόν τον τόπο;   


Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Αραιοκατοικημένη η αίθουσα. Είναι ώρα που οι περισσότεροι είναι έξω για να "μαζέψουν" θέματα.
Επικρατεί σχετική ησυχία κι εγώ παλεύω να γράψω την "Εβδομη άποψη", πριν αρχίσουν να με πολιορκούν τα λοιπά καθήκοντα.
Δεν θυμάμαι πόσοι και ποιοί ήταν παρόντες, αλλά ήταν οπωσδήποτε παρών το πειραχτήρι ο Χρήστος, ο οποίος και μου θύμισε πριν από κανένα χρόνο αυτή την ιστορία, που, ομολογώ, την είχα τελείως απωθήσει από τη μνήμη μου.

Ξαφνικά, τη (σχετική πάντα) ησυχία, σπάει μια δυνατή κι επιβλητική γυναικεία φωνή: "Η Δαλέλου, ποια είναι η Δαλέλου;" και βλέπουμε όλοι μια ψηλή και καλοβαλμένη κυρία να εισβάλλει  φουριόζα, συνοδευόμενη από δύο βλοσυρούς σωματώδεις τύπους.
Τα κορίτσια από τη γραμματεία κι όσοι είναι μέσα στην αίθουσα, με κοιτάνε ανήσυχα.
Εγώ σκέφτομαι... στρόβιλο σκέψεων μέσα σε δέκατα δευτερολέπτου: (πώς λένε ότι μπροστά στον κίνδυνο περνάει όλη σου η ζωή  μπρος από τα μάτια σου;): Τι έκανα;  Τι μπορεί να έγραψα και να εξόργισα αυτήν την κατά 20 τουλάχιστον πόντους ψηλότερη και άλλα τόσα κιλά βαρύτερή μου κυρία; Άσε τους δυο βλοσυρούς ένθεν κακείθεν της. Κι αφού δεν την ξέρω, πώς μπορεί να έκανα κάτι εναντίον της;
Ταυτόχρονα (κι αυτόματα) γλιστράω σιγά σιγά στην καρέκλα μου και μάλλον το υποσυνείδητό μου ήταν που μου έλεγε επιτακτικά: κρύψου, κρύψου κάτω από το γραφείο τώρα...
Κάπου στα μισά της διαδρομής όμως, θυμάμαι ότι είμαι ένα θαρραλέο πλάσμα κι ότι ουδέν το μεμπτόν έπραξα ή άδικο έγραψα.
Οπότε, υποχρεούμαι και δικαιούμαι να αντιμετωπίσω την επιβλητική κι ορμητική κυρία.
Σηκώθηκα, λοιπόν, ορθή (με κόπο και φόβο ομολογώ, αλλά οι άλλοι δεν κατάλαβαν τίποτα) και είπα με σταθερή και καθαρή φωνή "εγώ είμαι η Δαλέλου' τι μπορώ να κάνω για σας;"

"Θέλω να σ' αγκαλιάσω και να σε συγχαρώ χρυσή μου" λέει εκείνη και μ' αρπάει στην αγκαλιά της.
Έλα Χριστέ, άλλο και τούτο. Από τον τρόμο στην ασφυξία...

Τι είχε γίνει;
Η κυρία ήταν απόστρατη ταξίαρχος και είχε κατέβει ως υποψήφια με κάποιο κόμμα στην Καβάλα, κατά τις πολύ πρόσφατες (τότε) εκλογές.
Εγώ, χωρίς να ζητάω από κανέναν να αλλάξει τις κομματικές του προτιμήσεις, τόνιζα στα κείμενά μου ότι θα πρέπει, τουλάχιστον οι γυναίκες ψηφοφόροι, να στηρίξουν τις γυναίκες υποψήφιες.
Η κ. ταξίαρχος λοιπόν (δεν θυμάμαι αν εξελέγη τελικά), εκτίμησε αυτή μου τη στάση και ήρθε να με συγχαρεί.

Τα είπαμε εν τάχει κι αφού αποχαιρετιστήκαμε με χαμόγελα, έκατσα η έρημη, επιτέλους, στη θέση μου με ένα σιωπηλό και εκ βάθους ουφ, που με άδειασε σαν ξεφούσκωτο μπαλόνι.

Περιττό να πω ότι έγινε χαμός μόλις αποχώρησαν η κ. ταξίαρχος κι οι ατσάκιστοι κι αμίλητοι συνοδοί της.
Τα γέλια, τα σχόλια και τα πειράγματα, πήραν κι έδωσαν... με το πιο τσουχτερό βεβαίως, του... πειραχτηριού: "Μπράβο γριούλα, μια χαρά τα πήγες με τη στρατιωτίνα, αν και... κάποια στιγμή σε έχασα από το οπτικό μου πεδίο... ήθελες να μπεις κάτω απ' το γραφείο ε;. νααα σου πήγε..."

τελικά, δεν το ήξερα μόνο εγώ