Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Ο Αη Βασίλης τα καταφέρνει πάντα


Καιρό τώρα, ο Νικόλας ήθελε κάτι και το ζητούσε επίμονα από τους γονείς του, αλλά εκείνοι απλά χαμογελούσαν και του έλεγαν ότι πρέπει να έχει υπομονή.

- "Μα", έλεγε ο Νικόλας, "βαρέθηκα να παίζω μόνος μου στο δωμάτιο μου. Γιατί όλα τα παιδιά στη γειτονιά έχουν αδελφάκια κι εγώ δεν έχω; Τι είμαι εγώ δηλαδή;".

- "Πού ξέρεις;" χαμογελούσε πιο γλυκά τις τελευταίες μέρες η μαμά του, "μπορεί ο Αη Βασίλης να σου κάνει τη χάρη και σε λίγες μέρες που θα μοιράσει τα δώρα, να έχει για σένα ένα αδελφάκι".

"Ουουφ", αγανακτούσε ο Νικόλας, "τι κουτοί που είναι αυτοί οι μεγάλοι. Ο Αη Βασίλης φέρνει παιχνίδια και βιβλία και γλυκά, άντε και ρούχα και παπούτσια, καμιά φορά. Αλλά αδερφάκια; Τι είναι τα αδελφάκια; δώρα για να τα φέρει ο Αη Βασίλης;"

Αλλά και πάλι, σκεφτόταν, Αη Βασίλης είναι αυτός. Εδώ καταφέρνει και μοιράζει μέσα σε μια νύχτα παιχνίδια σε τόσα παιδιά στα πέρατα του κόσμου... Λες να του ζητήσω φέτος αδελφάκι αντί για μεγαλύτερο ποδήλατο;

Θα το κάνω, είπε κι έκατσε στο γραφείο του αποφασισμένος να γράψει ένα τέτοιο γράμμα, που θα έπειθε τον Αη Βασίλη να του φέρει αυτό το -λίγο έξω από τα συνηθισμένα- δώρο. 

Πώς όμως, αφού δεν πήγαινε ακόμα σχολείο και δεν ήξερε να γράφει; Να τα ζωγραφίσω; Κι άμα δεν καταλάβει τι θέλω να του πω;

Ο παππούς θα με σώσει, άστραψε ιδέα στο μυαλό του.

Τι το λες και δεν το κάνεις; Όρμησε στο τηλέφωνο:

- Παππού, θέλω να έρθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. Σε χρειάζομαι επειγόντως.

Ο παππούς τού είχε πολύ μεγάλη αδυναμία και δεν του χαλούσε ποτέ χατίρι. Έτσι, σε λιγότερο από μια ώρα ήταν εκεί, περίεργος να μάθει τι ήταν αυτό το τόσο βιαστικό, που θα 'πρεπε γι' αυτό να αφήσει στη μέση το μαστόρεμα στην αποθήκη.

- Θέλω να γράψεις γράμμα στον Αη Βασίλη, αλλά δεν θα πεις σε κανέναν τι θα του ζητήσω, εντάξει;

- Εντάξει, είπε ο παππούς κι ο Νικόλας άρχισε να υπαγορεύει:

"Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη. Νομίζω ότι μερικές φορές φέτος δεν ήμουν και πολύ καλό παιδί. Ξέρεις εσύ, έσπασα δυο πιάτα κι ένα ποτήρι, δυο - τρεις φορές έβαλα όπως - όπως τα βιβλία στη βιβλιοθήκη και κείνα τσαλακώθηκαν, άλλες φορές πέταξα τα ρούχα μου μέσα στην ντουλάπα χωρίς να τα κρεμάσω, και χθες, αντί να μαζέψω τα χαρτιά που έσκισα από το μπλοκ μου γιατί δεν μ' άρεσαν οι ζωγραφιές μου, τα έσπρωξα κάτω από το κρεβάτι μου για να μην φαίνονται και με μαλώσει πάλι η μαμά μου. Ε, είπα και μερικά ψεματάκια ότι τάχα ήπια το γάλα μου, αλλά το πέταξα στο νεροχύτη όταν δεν μ' έβλεπε η μαμά.

Όμως, Άγιε μου Βασίλη, ο μπαμπάς λέει ότι αυτά δεν είναι εγκλήματα και πιστεύω ότι συμφωνείς κι εσύ μαζί του. 
Αν πραγματικά συμφωνείς, θέλω να σου ζητήσω μια τεράστια χάρη: 
Μη μου φέρεις φέτος ούτε ποδήλατο, ούτε τρένο, ούτε πολύχρωμα μολύβια, ούτε βιβλία, ούτε καινούρια ρούχα και παπούτσια ή ό,τι άλλο σκέφτεσαι. Φέρε μου σε παρακαλώ ένα αδελφάκι να παίζω μαζί του γιατί βαρέθηκα να παίζω μόνο με τη μαμά και τον μπαμπά, ε και μερικές φορές με τα παιδιά των φίλων τους που είναι φίλοι μου.
Ξέρεις ότι αυτούς δεν τους βλέπω κάθε μέρα, κι εγώ θέλω να 'χω παρέα στο δωμάτιο μου, να παίζουμε μαζί, να του λέω τα μυστικά μου, να τον προστατεύω όταν μαλώνει με τους άλλους...

- Αγόρι θέλεις να είναι το αδελφάκι σου; ρώτησε ο παππούς σταματώντας να γράφει.

- Μμμ... Γράφε παππού: Αη Βασίλη μου, δεν με νοιάζει αν θα είναι αγόρι ή κορίτσι. Βέβαια, αν μπορείς να μου βρεις αγόρι θα είναι καλύτερα, αλλά δεν ξέρω αν έχεις καιρό για κάτι τέτοιο, οπότε και κορίτσι να είναι, δεν θα με πειράξει πολύ.

Αν μου κάνεις αυτή τη χάρη Αη Βασίλη, σου υπόσχομαι να μην ξανακάνω αταξίες και τσαπατσουλιές για δυο ολόκληρα χρόνια.

Σε φιλώ

Νικόλας"

- Παππού αναλαμβάνεις να το στείλεις στον Αη Βασίλη; Γιατί, αφού είναι μυστικό, δεν θέλω να ζητήσω από τη μαμά και το μπαμπά να το ταχυδρομήσουν, και μόνος μου δεν μπορώ να το κάνω. 

- Μείνε ήσυχος είπε ο παππούς, κλείνοντας το φάκελο. Στο δρόμο μου είναι το ταχυδρομείο.

- Και, παππού, μόνο στη γιαγιά μπορείς να πεις τί έγραψα στον Αη Βασίλη. Σε κανέναν άλλο, εντάξει; του ψιθύρισε όταν τον φιλούσε αποχαιρετώντας τον στην πόρτα.

- Σαν πολλά μυστικά να έχετε εσείς οι δυο, είπε η μαμά, που είχε ξαπλώσει στον καναπέ μέχρι να της περάσει κι αυτή η πρωινή αδιαθεσία.

Ο Νικόλας την κοίταξε ανήσυχα, αλλά ο παππούς του χάιδεψε τα μαλλιά και τον διαβεβαίωσε ότι η μαμά του δεν έχει τίποτα σοβαρό και σε λίγο καιρό θα είναι περδίκι.

- Πήγες; ρώτησε με αγάπη την κόρη του.

- Ναι, αύριο περιμένω τα αποτελέσματα, αν και είμαι σίγουρη πια, είπε εκείνη.

Ο Νικόλας δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά ήταν τόσο χαρούμενος που κατάφερε να γράψει αυτό το γράμμα στον Αη Βασίλη, που του έφτασε η διαβεβαίωση του παππού ότι η μαμά είναι καλά και σε λίγο καιρό θα είναι καλύτερα.

Με τούτα και με κείνα -και με την αγωνία του Νικόλα να φτάνει πια ως τον ουρανό- έφτασε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, και παρά το ότι αυτή η μέρα είναι υπέροχη για τα περισσότερα παιδιά του κόσμου -και για το Νικόλα το ίδιο βέβαια- του φάνηκε πολύ μεγάλη κι όλο ρωτούσε τι ώρα είναι και "ουφ, ακόμα να πάει μεσάνυχτα;". 
Είχε αποφασίσει να μείνει ξάγρυπνος για να περιμένει τον Αη Βασίλη.
Εδώ πρόκειται για νέο τρανταχτό κι ήταν σίγουρος ότι θα καταλάβαινε τι έχει να του πει ο Αη Βασίλης από το αν θα κουνιόταν χαρούμενα το μουστάκι κι η κάτασπρη γενειάδα του.

- Νικόλα, ώρα για ύπνο, φώναξε κάποια στιγμή η μαμά κι εκείνος μισοκοιμισμένος πήγε να πλύνει αδιαμαρτύρητα τα δόντια του, γιατί νόμιζε ότι το κρύο νερό θα τον ξυπνήσει κι έτσι θα καταφέρει να μιλήσει με τον Αη Βασίλη. 
Ήταν σίγουρος ότι θα τον έπειθε,έστω και την τελευταία στιγμή, να του κάνει τη χάρη. Το ήθελε τόσο, μα τόσο πολύ το αδελφάκι.

- Άντε παλικάρι μου, ξύπνα, άκουσε το μπαμπά δίπλα του κι ένιωσε το χέρι του, να του ανακατεύει τα μαλλιά.

Ωχ συμφορά, τι συνέβη που να πάρει η ευχή; Άνοιξε τα μάτια του απαρηγόρητος. Τον είχε πάρει ο ύπνος. Κι όχι μόνο δεν μίλησε με τον Αη Βασίλη, αλλά ούτε καν πήρε είδηση πότε ήρθε και πότε έφυγε.

Η απελπισία του κράτησε για μια στιγμή μονάχα. Κι αν δεν τον είδε τον Άγιο, τι μ' αυτό, μπορεί να έχει αφήσει καλά νέα, εκεί που άλλες χρονιές άφηνε τα δώρα.
Πετάχτηκε από το κρεβάτι του κι έτρεξε ξυπόλητος στο σαλόνι. 
Εκεί, ανάμεσα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και το τζάκι, ήταν ένα σωρό πακέτα κι ένα τεράστιο μάλιστα.

Λες να είναι αυτό; αναρωτήθηκε ο Νικόλας κι άνοιξε πρώτο αυτό το μεγάλο δέμα. 
Καινούριο ποδήλατο... σιγά τα λάχανα, σκέφτηκε, αν και πριν του έρθει η ιδέα να ζητήσει από τον Αη Βασίλη αδελφάκι, το ποδήλατο ήταν το πιο σπουδαίο δώρο που προσδοκούσε.

Τα υπόλοιπα πακέτα, τα άνοιγε κατά σειρά μεγέθους, έχοντας την αμυδρή ελπίδα να είναι το αδελφάκι μέσα σ' ένα από αυτά.
Δυστυχώς, όλα περιείχαν παιχνίδια κι ο Νικόλας μόνο που δεν έκλαιγε, αλλά δεν κατηγόρησε τον Αη Βασίλη. Τι να πρωτοκάνεις  κι εσύ σκέφτηκε, τόσα παιδιά σου ζητούν χάρες. Ε, κι εγώ άργησα πολύ να στη ζητήσω, οπότε...

Έτσι απογοητευμένος που ήταν, δεν πρόσεξε ένα μικρό πακέτο, σαν φάκελος έμοιαζε, δεμένο με μια ωραία θαλασσιά κορδέλα.

Η στενοχώρια του θαρρείς και μεγάλωνε τις επόμενες ώρες, αλλά δεν τολμούσε να πει τίποτα σε κανέναν, και μάλιστα έκανε και κάτι νερόβραστες χαρές για το ποδήλατο και τα υπόλοιπα δώρα που πήρε.

Καλά που κατέφθασαν η γιαγιά και ο παππούς μετά από λίγο, κι έτσι έφτιαξε κάπως το κέφι του.

- Λοιπόν; τον ρώτησαν κι οι δυο μαζί, αλλά σιγανά, να μην ακούσουν ο μπαμπάς και η μαμά.

- Τίποτα, είπε έτοιμος να κλάψει ο Νικόλας.

- Πώς τίποτα, είπε η γιαγιά, άνοιξες όλα τα πακέτα;

- Ναι σου λέω, τίποτα γι' αυτό που θέλω.

- Αυτό, δεν βλέπω να το άνοιξες, είπε η γιαγιά σηκώνοντας το λεπτό πακέτο με τη θαλασσιά κορδέλα που είχε παραπέσει ανάμεσα στα καινούρια παιχνίδια.

- Ε γιαγιά, είναι δυνατόν το αδελφάκι που θέλω να χωράει εκεί μέσα; είπε ανυπόμονα ο μικρός απογοητευμένος.

- Εγώ μια φορά, θα το ανοίξω. Έχω περιέργεια να δω τι έχει μέσα, είπε εκείνη κι έλυσε την κορδέλα.

- Νικόλα, έχει ένα γράμμα. Για το Νικόλα, λέει, από τον Αη Βασίλη. Να το διαβάσω;

- Ναι γιαγιά μου, ναι, είπε με ολοφάνερη ανυπομονησία εκείνος.

- Λοιπόν, έβαλε η γιαγιά τα γυαλιά της:

"Αγαπητέ μικρέ μου φίλε Νικόλα

με βρήκες λίγο απροετοίμαστο και δεν μπόρεσα να βρω μέσα σε τόσο λίγες μέρες ένα αδερφάκι για σένα. Γι αυτό, σου έφερα όλα τα άλλα παιχνίδια που σκεφτόσουν να ζητήσεις. Όσο για το αδερφάκι, θαρρώ ότι η μαμά και ο μπαμπάς σου έχουν να σου πουν ένα νέο γι αυτό, και είμαι σίγουρος ότι του χρόνου θα με περιμένεις μαζί του να φέρω δώρα και για τους δυο σας.
Α, και για το αν θα είναι αγόρι ή κορίτσι, δεν μπορώ να το ξέρω από τώρα.

Με αγάπη
Αη Βασίλης.

- "Μαμά, μπαμπά", έτρεξε σαν σίφουνας στην κουζίνα ο Νικόλας, "ο Αη Βασίλης λέει ότι έχετε ένα νέο για μένα κι ότι θα έχω ένα αδερφάκι του χρόνου", είπε με μια ανάσα.

Ο μπαμπάς του σηκώθηκε χαμογελώντας, τον πήρε αγκαλιά και πήγαν μαζί προς τη μαμά, που, παρ' ό,τι είχε τρέξει πάλι το πρωί κάνα δυο φορές με το χέρι στο στόμα προς την τουαλέτα, χαμογελούσε κι αυτή ολόκληρη.

- Το αδερφάκι σου είναι μέσα στην κοιλίτσα της μαμάς και περιμένει νά 'ρθει η ώρα να μεγαλώσει τόσο, ώστε να μπορεί να έρθει να μείνει μαζί μας, είπε ο μπαμπάς, και συμπλήρωσε ότι πράγματι, του χρόνου την Πρωτοχρονιά, ο Αη Βασίλης θα φέρει δώρα και σε κείνο.

- Γιούπιιι, κραύγασε πανευτυχής ο Νικόλας τρέχοντας από αγκαλιά σε αγκαλιά και μοιράζοντας χωρίς τσιγκουνιές φιλιά σε όλους. Τα πιο γλυκά όμως τα έδωσε στη γλυκιά μαμά του.   

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Τα ευτυχισμένα Χριστούγεννα της κ. Μαρίνας  



Παραμονή Χριστουγέννων. Έξω έκανε κρύο πολύ. Μάλιστα είχε αρχίσει να πέφτει κι ένα ψιλό χιονάκι, αλλά η κυρία  Μαρίνα δεν μπορούσε να μείνει στο σπίτι για να χαρεί τη ζεστασιά.

Ήταν ολομόναχη, και τέτοιες μέρες η μοναξιά της γινόταν ανυπόφορη. Έβαλε, λοιπόν, το ζεστό παλτό της, τυλίχτηκε καλά με το μάλλινο κασκόλ και βγήκε έξω να περπατήσει λίγο, μήπως και μπορέσει να χαρεί με τη χαρά των ανθρώπων που έκαναν τα τελευταία χριστουγεννιάτικα ψώνια τους.

Ήθελε κι αυτή ν’ αγοράσει δώρα, αλλά για ποιον; Τα δυο παιδάκια της ήταν μακριά στην πατρίδα. Εκείνη είχε έρθει στην Ελλάδα για να δουλέψει και να στέλνει χρήματα στη μεγάλη αδερφή της, που δέχτηκε να ζήσουν μαζί της ο Βλαντιμίρ κι η Λιούμπα, μέχρι να μπορέσει η κ. Μαρίνα να τους πάρει κοντά της.

Συνήθως παρηγοριόταν  με την παρέα της συνονόματής της Μαρινούλας και του Στελάκη, που έμεναν στο διπλανό διαμέρισμα, αλλά, μέρα που είναι, δεν ήθελε να χτυπήσει την πόρτα τους και να τους προσκαλέσει όπως άλλα απογεύματα για να πιουν μαζί τσάι με μικρά γλυκίσματα και να τους διδάξει σκάκι.
"Αχ, αν είχαμε ένα πιάνο", έλεγε πολύ συχνά, "θα σας δίδασκα και μουσική".

Τι κι αν τα χέρια της κ. Μαρίνας ήταν κατακόκκινα και σκασμένα από τα καυτά νερά και τα απορρυπαντικά με τα οποία έπλενε τα πιάτα στην ταβέρνα όπου εργαζόταν; Τα μακριά λεπτά της δάχτυλα έτρεχαν ευλύγιστα κι ευτυχισμένα πάνω στα πλήκτρα του πιάνου και τα μάτια της χάθηκαν πέρα μακριά σε άλλους κόσμους, εκείνη τη φορά που η Μαρινούλα και ο Στελάκης είχαν επισκεφθεί μαζί της το Ωδείο όπου δίδασκε πιάνο η συμπατριώτισσα και φίλη της, η κ. Άννια.

Περπατούσε, περπατούσε στους παγωμένους δρόμους και κάποιες φορές σταματούσε μπρος στις ολόφωτες βιτρίνες με τα χίλια πολύχρωμα παιχνίδια.
Αυτό το τρενάκι θα ξετρέλαινε τον Βλαντιμίρ μου κι αυτή η κούκλα θα έκανε ευτυχισμένη τη μικρή μου Λιούμπα, σκεφτόταν και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

Μα γιατί να έρχονται τα Χριστούγεννα για τους μοναχικούς ανθρώπους; για να μεγαλώνουν τη μοναξιά τους  και να κάνουν την πίκρα τους ακόμα πιο πικρή;

- "Ααααα", μάλωσε τον εαυτό της, "αντί να είμαι ευτυχισμένη που τα παιδιά μου είναι γερά, ζουν καλά με την αγαπημένη μου αδερφή κι έχουν να φάνε, να ντυθούν και να πάνε σχολείο, κάθομαι και κλαίω τη μοίρα μου. Τι να πουν κι άλλοι άνθρωποι στον κόσμο που έχουν πολύ λιγότερα από ό,τι εγώ ή και τίποτα ακόμη;".

Περπάτησε τόσο πολύ, που κάποια στιγμή ένοιωσε τα πόδια της βαριά από την κούραση και κάθισε σ’ ένα παγκάκι για να ξεκουραστεί.

-      Τι κρίμα που είμαι τόσο μεγάλη και τόσο κουρασμένη και τόσο απελπισμένη, που δε μπορώ να πιστεύω στο άστρο των Χριστουγέννων, σκέφτηκε κοιτώντας τον ουρανό.

Κοντεύει μεσάνυχτα, είπε μέσα της βλέποντας το ρολογάκι που φορούσε στο χέρι της, όπου νάναι θα προβάλλει, κι έμεινε να κοιτάζει το θαμπό ουρανό.

Πόση ώρα καθόταν εκεί; Ούτε που ήξερε, αλλά ήταν σίγουρη ότι είδε το λαμπερό άστρο και δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να κάνει μια ευχή: «Άστρο μου ευλογημένο κάνε να δω σύντομα τα παιδάκια μου τ’ αγαπημένα».

-    "Αν συνεχίσω να κάθομαι εδώ", μονολόγησε, "θα πάθω καμιά πνευμονία και μπορεί να μην τα ξαναδώ ποτέ τα παιδάκια μου", και σηκώθηκε με βαριά καρδιά να πάει στο άδειο σπίτι της.

Φτάνοντας, είδε τα ολόφωτα παράθυρα των γειτόνων της και θυμήθηκε ότι την είχαν προσκαλέσει κι εκείνη στη χριστουγεννιάτικη γιορτή τους , αλλά ντράπηκε να πάει παρέα με την απελπισία της. «Θα τους χαλάσω το κέφι, άσε που μπορεί να με πιάσουν τα κλάματα».

Δεν πρόλαβε να γυρίσει το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας της και να 'σου ανοίγει η πόρτα της Μαρινούλας και του Στελάκη.

- "κ. Μαρίνα", είπε χαρούμενα η μαμά των παιδιών, "πού είστε; Ανησυχήσαμε. Λείπετε πολλές ώρες και σας αναζητήσαμε πολλές φορές".

- "Πήγα μια βόλτα και ξεχάστηκα", είπε ευγενικά η κ. Μαρίνα. "Ζητώ συγγνώμη αν άθελά μου σας στενοχώρησα, αλλά σας είχα πει ότι δεν θα έρθω στο ρεβεγιόν σας. Δεν ένοιωθα και πολύ καλά".

-  "Ξέρετε κ. Μαρίνα", είπε η κ. Κωνσταντίνα, ακόμα πιο χαρούμενη, "έχετε επισκέπτες, και μέχρι να επιστρέψετε, τους φιλοξενούμε εμείς".

- "Εγώ;, επισκέπτες;" είπε απορημένα εκείνη.

- "Ναι, ναι, επισκέπτες αγαπημένους", επανέλαβε η κ. Κωνσταντίνα. "Περάστε σας παρακαλώ".

Διστακτικά και με ένα τεράστιο ερωτηματικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, μπήκε στο σπίτι των καλών γειτόνων της η κ. Μαρίνα.

- "Χριστέ μου", έπιασε την καρδιά της που άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελή. Ποια είναι εκείνα τα δυο ολόξανθα παιδάκια, δίπλα στο Στελάκη και τη Μαρινούλα;

- "Λιούμπα μου, Βλαντιμίρ μου", τυφλώθηκε στη στιγμή από δάκρυα ευτυχίας, αλλά τα χέρια της αγκάλιαζαν κιόλας τα δυο πιο πολύτιμα πλάσματα στον κόσμο.

- "Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ, καλά Χριστούγεννα σε όλους", έλεγε ανάμεσα σε γέλια κι αναφιλητά κι αγκαλιάζοντας σφιχτά τα παιδιά και την αγαπημένη της αδερφή, που είχε διασχίσει τόσες χώρες για να της φέρει το πιο θαυμάσιο, το πιο υπέροχο, το πιο καταπληκτικό χριστουγεννιάτικο δώρο.

Όταν πια κοιμήθηκαν όλοι, κατάκοποι από κούραση κι ευτυχία, η κ. Μαρίνα στάθηκε στο παράθυρό της, κοιτάζοντας τον ουρανό. "Άστρο των Χριστουγέννων, σ' ευχαριστώ" ψιθύρισε.


                 

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Δύσκολο πράγμα να φτιάξεις μελομακάρονα


- Θέλεις να φτιάξουμε μελομακάρονα; Άνοιξα το βιβλίο με τις συνταγές και βρήκα μία" είπε η Λουκία στον αδερφό της, που καθόταν στον καναπέ και κοίταζε βαριεστημένα τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου να αναβοσβήνουν ρυθμικά.

Ο Πέτρος κοίταξε την αδερφή του, εφτά χρονών κι αυτή αφού ήταν δίδυμοι, και παρ' όλο που ήθελε πάρα πολύ να φτιάξει μαζί της μελομακάρονα "μπα, άσε, θα κάνουμε χάλια και θα μας μαλώσει η μαμά" είπε μουτρωμένα.

- Θα προσέχουμε χαζούλη, την είδα εγώ τη μαμά πώς φτιάχνει τα γλυκά. Έλα, θα της κάνουμε και έκπληξη, αύριο είναι παραμονή Χριστουγέννων και η μαμά θα έρθει το βράδυ από τη δουλειά, πότε θα προλάβει να κάνει μελομακάρονα;

Δεν ήθελε και πολύ για να πειστεί ο Πέτρος κι έτρεξε μαζί με την αδερφή του στην κουζίνα για να βρουν τα υλικά για το πιο απαραίτητο χριστουγεννιάτικο γλυκό.

Η Λουκία, με ύφος περισπούδαστο, φόρεσε την ποδιά της μαμάς της που της ήταν λίγο μακριά, αλλά δεν πείραζε, και καλλίτερα μάλιστα, αφού η ποδιά σκέπαζε το παντελόνι της σχεδόν μέχρι τα παπούτσια κι έτσι το προφύλασσε από πιθανούς λεκέδες.
Μετά τράβηξε μια καρέκλα κοντά στα ντουλάπια και είπε στον Πέτρο να ανεβεί για να φτάσει τη ζάχαρη και το αλεύρι που θα χρειάζονταν. Εκείνη, έψαξε στο άλλο ντουλάπι και βρήκε το μίξερ με τη βαθιά γαβάθα του.

- Θέλω κι εγώ ποδιά, είπε ο Πέτρος κι ανακάτεψε ένα συρτάρι ώσπου βρήκε μία και τη φόρεσε.

Τι ωραίοι που ήταν. Δυο λιλιπούτειοι ζαχαροπλάστες. Μόνο τα ψηλά άσπρα σκουφιά τους έλειπαν.

 -  Λοιπόν, είπε η Λουκία και σήκωσε τα μανίκια της, θα ρίξω πρώτα το αλεύρι.
- Λουκία, της τράβηξε την ποδιά ο Πέτρος, ξέχασες να φέρεις το βιβλίο με τις συνταγές.
 - Α, δεν μου χρειάζεται, τα έμαθα απ' έξω. Άσε με τώρα...

 Παφ, έκανε το σακούλι με το αλεύρι μέσα στη γαβάθα και σκόρπισε ένα σύννεφο άσπρης σκόνης τριγύρω.

 - Δεν πειράζει, είπε η Λουκία, θα σκουπίσουμε μετά. 
Και τώρα, θα το ανακατέψω με το μίξερ...

Ωιμέ, τι ήταν αυτό; Το μίξερ άρχισε να ανακατεύει σαν τρελό το αλεύρι, κι εκείνο πετιόταν παντού, σ' όλη την κουζίνα. Τι ντουλάπια, τι πάτωμα, τι τραπέζι, όλα έγιναν κάτασπρα σαν τεράστιοι κουραμπιέδες.

 - Λουκία σταμάτα το μίξερ, σταμάτα το μίξερ, Λουκία σταμάτα το μίξερ, φώναζε τρελαμένος από το φόβο του ο Πέτρος, ενώ εκείνη κρατούσε το πρόσωπό της μέσα στις χούφτες της κι έλεγε το ίδιο τρομαγμένη : "Αχ τι να κάνω Παναγίτσα μου, αχ Παναγίτσα μου τι να κάνω τώρα;"

Εκείνη τη στιγμή άκουσαν το κουδούνι της πόρτας να χτυπάει επίμονα. Σταμάτησαν τις φωνές κι έμειναν να κοιτάζουν την πόρτα.

- Παιδιά, είστε μέσα; ανοίξτε, ο Βασίλης είμαι.

 Ήταν ο φοιτητής που έμενε δίπλα. Κάτι θα χρειαζόταν κι ήρθε να το ζητήσει.

Έτρεξαν κι οι δυο μαζί, σκοντάφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο και γεμίζοντας πατημασιές το πασπαλισμένο με αλεύρι πάτωμα, κι άρπαξαν το πόμολο:  - Βασίλη σώσε μας, είπαν με μια φωνή οι δυο επίδοξοι ζαχαροπλάστες.

- Έλα Χριστέ και Παναγιά, είπε ο Βασίλης βλέποντάς τους κάτασπρους από πάνω μέχρι κάτω και μετά άρχισε να γελάει, να γελάει, μέχρι που τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.
Ξαφνικά όμως συνειδητοποίησε τον τρόμο των παιδιών, ακουγόταν και το μίξερ που συνέχιζε να δουλεύει σαν παλαβό σκορπίζοντας και τα τελευταία ίχνη από αλεύρι που υπήρχαν στη γαβάθα, και τους παραμέρισε για να μπει στην κουζίνα.

- Τι κάνατε εδώ μέσα μικρά τερατάκια; είπε πατώντας το κουμπάκι του μίξερ για να σταματήσει να χτυπιέται πάνω στα τοιχώματα της γαβάθας και να πάψει ο εκνευριστικός θόρυβος.
 - Θέλαμε να κάνουμε μελομακάρονα, είπε τρέμοντας ο Πέτρος, για να κάνουμε δώρο - έκπληξη στη μαμά...
 - Τι να σας πω, τέτοια έκπληξη, ούτε στο χειρότερο εφιάλτη της η καημένη.
 - Λοιπόν, τι ώρα είναι, αναρωτήθηκε ο Βασίλης και κοίταξε το ρολόι του. Χμ, έχουμε δυο ώρες καιρό μέχρι να έρθουν οι γονείς σας από το μαγαζί. Βιαστείτε, πρέπει να καθαρίσουμε εδώ γύρω. Και πριν από όλα, τρέξτε να πλυθείτε, γιατί έτσι που σας βλέπω αλευρωμένους σαν κουραμπιέδες με πόδια, δεν μπορώ να δουλέψω, μου ‘ρχονται συνέχεια γέλια.

 Μέχρι να πλύνουν χέρια και προσωπάκια οι δυο άτυχοι ζαχαροπλάστες, ο μεγάλος φίλος τους  βρήκε την ηλεκτρική σκούπα και άρχισε να ρουφάει  το αλεύρι που είχε πεταχτεί και φωλιάσει παντού μέσα στην κουζίνα. Αφού σκούπισε καλά - καλά, πήρε ένα υγρό πανί και καθάρισε ντουλάπια, τραπέζι, πάγκους, τα πάντα.
- Και τώρα σφουγγάρισμα, είπε κρατώντας τη σφουγγαρίστρα σαν μαέστρος. Οι δυο μικροί άτακτοι κοίταζαν έκθαμβοι πόσο γρήγορα και μεθοδικά έκανε τις δουλειές ο Βασίλης' "σαν τη μαμά", ψιθύρισε η Λουκία.
- Με κουτσομπολεύετε κιόλας; ρώτησε γελαστά ο Βασίλης. Όταν θα μένετε κι εσείς μόνοι σας όταν πάτε για σπουδές, όλο το νοικοκυριό σας μόνοι θα το κάνετε. Αλλά όχι και μελομακάρονα βρε παιδιά, είπε μη μπορώντας να συγκρατήσει πάλι τα γέλια του.

Όταν ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα, η κουζίνα έλαμπε χωρίς ίχνος σκόνης από αλεύρι κι εκείνοι κάθονταν ήσυχα - ήσυχα και διάβαζαν από το βιβλίο με τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες που τους είχε φέρει ο Βασίλης. Γι αυτό είχε έρθει άλλωστε' για να τους δώσει το δώρο του, αφού θα έφευγε το βράδυ για να πάει να κάνει Χριστούγεννα με την οικογένειά του.

- Αχ, να 'σαι καλά βρε αγόρι μου που τους κάνεις παρέα, του είπε η μαμά των μικρών, βλέπεις, η γιαγιά τους ήθελε να πάει για ψώνια σήμερα και τους άφησε μόνους τους. Μια χαρά είναι τα παιδάκια μου'  κι ούτε μια ζημιά, είπε κοιτώντας ικανοποιημένη τριγύρω.

- Ε, να πηγαίνω κι εγώ τώρα, γιατί θα χάσω το τρένο, είπε ο Βασίλης κι αφού ευχήθηκε σε όλους καλά Χριστούγεννα, κατευθύνθηκε προς την πόρτα όπου τον συνόδεψαν οι δυο μικροί.

- Σ' ευχαριστούμε πολύ, ψιθύρισαν μην ακούσουν η μαμά κι ο μπαμπάς, και για τα δυο δώρα που μας έκανες... και ναι ναι, ξέρουμε, ποτέ πια δεν θα μπερδευτούμε με δουλειές των μεγάλων και ποτέ με πράγματα που δεν ξέρουμε, "μπορεί ν' αποβούν επικίνδυνα" μιμήθηκαν με στόμφο  τη φωνή του Βασίλη, που τους είχε επαναλάβει μέχρι και δέκα φορές τα παραπάνω λόγια, όση ώρα καθάριζε την κουζίνα.

Τον φίλησαν κι έκλεισαν την πόρτα πίσω του.

- Λέω, αύριο που θα πούμε τα κάλαντα, με τα λεφτά που θα κερδίσουμε να αγοράσουμε ένα μεγάλο δώρο για τον Βασίλη, είπε η Λουκία κι ο Πέτρος συμφώνησε αμέσως.