Τρίτη 31 Μαΐου 2016






ο αξιότιμος κ. πολιτικός παράγων

Τριγύρω φασαρία. Άλλος γράφει, άλλος εκτυπώνει (με τον αρχαίο εκτυπωτή που γρατσουνούσε αυτιά και και τσίτωνε νεύρα), άλλος μιλάει στο τηλέφωνο, άλλος λέει ανέκδοτα, άλλος σχολιάζει τα... παραλειπόμενα από τη συνέντευξη Τύπου απ΄ όπου μόλις επέστρεψε και γενικώς το μελίσσι είναι σε πλήρες... βούισμα.
Εγώ κι ο κολλητός μου (δεν θα πω ποιος είναι γιατί είναι δική του η ιστορία που θα διηγηθώ κι ίσως να μη θέλει να εκτεθεί) στη γωνιά μας, γράφουμε τα κείμενά μας και παράλληλα συζητάμε. 

-Εκεί είναι ο κ.  .... ακούμε τις κοπέλες από τη γραμματεία και βλέπουμε μια ροδαλή κυρία να πλησιάζει. Συστήνεται στο φίλο μου και με τη βαριά προφορά των ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά με σωστά ελληνικά, εκθέτει το λόγο της επίσκεψής της.

Απαραίτητη υπενθύμιση: Οι παλιννοστήσαντες ομογενείς, είχαν (υποχρεωτικά) εγκατασταθεί σε κάτι τολ που στήθηκαν σε μια περιοχή στα όρια του χωριού Ζυγός και που ονομάστηκε "οικισμός Νέου Ζυγού". 
Εκείνη την περίοδο, ασκούνταν έντονες πιέσεις από το ίδρυμα που είχε δημιουργηθεί ειδικά γι αυτούς, να φύγουν οι ομογενείς και να μετεγκατασταθούν στην πόλη ή αλλού, προκειμένου  να αδειάσει η έκταση (η νομαρχία θα μετέφερε τα τολ σε μια περιοχή στην Κεραμωτή για να δημιουργηθεί εκεί ένας άλλος οικισμός, αθίγγανων αυτή τη φορά). Κι αυτό, γιατί θα άρχιζε, έλεγαν, στο Νέο Ζυγό, η διαδικασία για τη χάραξη οικοπέδων και τη δημιουργία υποδομής, προκειμένου στη συνέχεια να χτιστούν τριακόσιες και βάλε πλήρεις κατοικίες, οι οποίες θα αποδίδονταν στους παλιννοστήσαντες. .

Κι άλλη απαραίτητη (πλην όμως εξόχως αμαρτωλή) υπενθύμιση: το πρόγραμμα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ με τους όρους που ξεκίνησε, τα σπίτια περιορίστηκαν σε λιγότερο από το ένα τρίτο του αρχικού σχεδιασμού κι εκτός από πολύ ελάχιστα που ολοκληρώθηκαν, τα λοιπά παρέμεναν για χρόνια να χάσκουν, άλλα στα μπετά κι άλλα μόνο με την τοιχοποιία. Κι εδώ είναι το πιο αμαρτωλό στοιχείο: ουδέποτε μάθαμε τι απέγιναν τα τεράστια ποσά που είχαν διατεθεί για την ανέγερση κατοικιών για τους ομογενείς -στην Καβάλα και αλλού- διότι, λέει, τα κονδύλια αυτά, τα διαχειριζόταν το υπουργείο Εξωτερικών (άρα επτασφράγιστα μυστικά κονδύλια).

Και πάμε στη συνέχεια της ιστορίας: 

Η κυρία, εξηγούσε στο φίλο μου (άκουγα θέλω δε θέλω, λόγω άμεσης γειτνίασης) ότι όλοι οι "συντοπίτες" της είναι σε μεγάλη αναστάτωση, γιατί δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει αν φύγουν από την (καυτή το καλοκαίρι και παγωμένη το χειμώνα) σιγουριά των τολ του Νέου Ζυγού κι ότι πρέπει εμείς ως εφημερίδα να πιέσουμε για να υπάρξουν δεσμεύσεις από πλευράς πολιτείας, που θα διασφαλίζουν η συνέχιση της σιγουριάς περί την στέγη, έστω και αλλού.
Λίγο πριν φύγει, είπε ότι ήρθε μόνη της στη χώρα των προγόνων της, ότι φυσικά και δεν έχει πόρους άλλους από ό,τι της παρείχε το ίδρυμα και ότι ψάχνει για δουλειά ("αν δείτε κάποια αγγελία εδώ στην εφημερίδα ή μάθετε οτιδήποτε άλλο, σας παρακαλώ να με ειδοποιήσετε").
"Ρε", με κοιτάει ο φίλος μου, "να τη στείλουμε στον... τάδε; κάτι μπορεί να κάνει αυτός". Ο οποίος τάδε, ήταν ένας δημοκρατικών και σοσιαλιστικών πεποιθήσεων πολιτικός παράγων, που τον εκτιμούσαμε αρκετά. 

"Ελάτε μια στιγμή", γυρίζει πίσω τη νέα φίλη μας, "να κάνω ένα τηλεφώνημα και μπορεί να είστε τυχερή...".
Επιστρέφει η ροδαλή, και οδεύουσα προς τη μέση και πάνω ηλικία, κυρία, με χαμόγελο και βλέμμα ελπίδας. 

Άμ'  έπος, άμ' έργον, τηλεφωνεί στο γραφείο του πολιτικού ο φίλος μου, του εξηγεί στα γρήγορα περί τίνος πρόκειται και ο παράγων λέει "στείλ' την στο γραφείο μου, θα είμαι εδώ για καμιά ώρα ακόμα".
Φεύγει περιχαρής η κυρία κι εμείς συνεχίζουμε τη δουλειά μας.
Δεν περνάει μισάωρο κι η ομογενής επιστρέφει για να ενημερώσει περί των εξελίξεων, αλλά δεν έχει και κάτι συγκεκριμένο να πει. Ανεξιχνίαστος ο πολιτικός παράγων και μισά και μισοκούτελα τα λόγια του.
Ο φίλος μου αδημονεί... τι διάλο, μορφωμένη γυναίκα, με πτυχία και περγαμηνές, μια, έστω  ό,τι να 'ναι, δουλειά δεν μπορεί να βρεθεί γι αυτήν;
Τηλεφωνεί ξανά, απαντά ο περί ου ο λόγος κύριος και... το χαμόγελο του φίλου μου σταδιακά μεταλλάσσεται σε μορφασμό, συνοδευόμενο από ένα ωραίο πρασινοκίτρινο χρώμα που κάλυψε άμεσα όλο το πρόσωπό του.
"Ναι, καλά, οκ.", ψελλίζει και κλείνει το τηλέφωνο. Στρέφεται προς την κυρία, πελιδνός ακόμα, και της λέει ότι όποτε βρεθεί κάτι γι αυτήν ο παράγων θα τον ενημερώσει κι εκείνος θα ειδοποιήσει την ίδια.
Μας χαιρετάει η γυναίκα και φεύγει, με κάτι σαν ελπίδα στο βλέμμα και στο βάδισμα.

- Για πες, προς τι το κατακίτρινο χρωματάκι; ρωτάω τώρα εγώ, βέβαιη ότι κάτι στράβωσε...

-Δεν φαντάζεσαι τι μου είπε, απαντά εκείνος ο ευαίσθητος, καλλιεργημένος και τρυφερός άνθρωπος κι αρχίζει τώρα να κοκκινίζει, προφανώς από νεύρα. 

-;;;;;;;;;;;;;;;

- Τι είν' αυτό το μπάζο που μου έστειλες ρε φίλε... εσύ θα την γ... αυτήν;

Σειρά μου να κιτρινίσω...

οεο, ο εν λόγω διαχειρίζεται (τότε βέβαια και στο μέτρο των δυνατοτήτων και των αρμοδιοτήτων του) τις τύχες του λαού, μεγάλο μέρος του οποίου λαού εμπιστευόταν τις προοδευτικές (τρομάρα του) πεποιθήσεις του...

και εννοείται ότι ο τύπος έχασε δια παντός την εκτίμηση και εμού και του φίλου μου




Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Ελπίζω να κατέβηκαν από το τρένο, όσοι προσδοκούσαν αφορισμούς ή διαγραφή αναμνήσεων.

Παιδιά, εδώ θα διαβάσετε (μόνο) εμπειρίες, σκέψεις, χαμόγελα, γκάφες από την καθημερινότητα ενός ανθρώπου που εργάστηκε σε μια εφημερίδα μαζί με κάποιους άλλους ανθρώπους. 
Είχα σκοπό να βάλω και κανέναν καυγά, έτσι για λίγο αλατοπίπερο, αλλά λέω να μην κάνω τη χάρη σε κείνους που περιμένουν την αποκάλυψη των μυστικών του κράτους.

νερόβραστο ε;
καταλαβαίνω...




υπόθεση μαστροπείας

"Δαλέλου, έφυγες για τα δικαστήρια. Εκδικάζεται μια υπόθεση μαστροπείας κι η Νίκη λείπει σήμερα" . Διαταγή αρχισυντάκτη (τύφλα να 'χει ο στρατηγός δηλαδή) και δεν χωρούν δικαιολογίες του τύπου "μα δεν είναι ο δικός μου τομέας" κι "έχω άλλα θέματα που τρέχουν".

Να πω όμως, πρώτα για τη Νίκη, το βαρύ πυροβολικό του εργατικού - συνδικαλιστικού και δικαστικού ρεπορτάζ. Μικροκαμωμένη, λεπτούλα, όμορφη και εξαιρετικά δυναμική. Δεν υπήρχε περίπτωση να γράψει κάτι λάθος. Άντε τώρα, να μπεις στα χωράφια της και να γράψεις το ίδιο καλά μ' αυτήν.. δύσκολο, αλλά, είπαμε, ανάγκα και θεοί πείθονται...

Μάζεψα τα μπογαλάκια μου κι έφυγα για τα δικαστήρια. Κατηγορούμενοι, ένα μούτρο, που βρήκε τρόπο να τα κονομάει "εισάγοντας" γυναίκες από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και δυο κυρίες εκ Βουλγαρίας. Φρέσκος και σίγουρος για τον εαυτό του ο έμπορος, ταλαιπωρημένες και κακοπαθημένες οι κυρίες, που τις άρπαξαν οι αρχές πρωί πρωί με την αυγούλα την ώρα που επιβιβάζονταν (τη συνοδεία του εμπόρου) στο φέρυ για να πάνε στο νησί να συνεχίσουν τη δουλειά τους, διότι η... θητεία τους στο ξενυχτάδικο της διπλανής πόλης ("άλλα κόλπα" το έλεγαν) τελείωσε ακριβώς εκείνο το ξημέρωμα. Συνήγορος του μούτρου, ένας ηλικιωμένος και άριστος δικηγόρος, αιωνία του η μνήμη, καθώς αποδήμησε εις κύριον εδώ και πολλά χρόνια. 

Τι έχετε να πείτε για την υπόθεση; ρώτησε ο πρόεδρος τις κυρίες. Τι να καταλάβουν οι έρημες και τι να απαντήσουν. "Εμάς, αγόρασε Γιώργος (και δείχνουν το μούτρο) και μετά νοίκιασε εμάς στον άλλο Γιώργο (τον ιδιοκτήτη του "άλλα κόλπα"), για. δυο μήνες (σ.σ. προφανώς και είναι απαραίτητο να εναλλάσσονται οι κυρίες σε τέτοια καταστήματα).        

Είπε και το μούτρο, που πήρε ύφος αθώου βλακέντιου, τα δικά του "μα κύριε πρόεδρε, εγώ είμαι ένας σοβαρός άνθρωπος, ευυπόληπτος πολίτης, οικογενειάρχης και επιχειρηματίας. Πώς θα μπορούσα να εμπλέκομαι σε μια τέτοια υπόθεση;".

Στο ίδιο μοτίβο και η υπεράσπιση του έμπειρου δικηγόρου.

Ωραία, ολοκληρώθηκαν οι καταθέσεις κι οι δικαστές αποσύρθηκαν για να αποφασίσουν.

Βγήκαν όλοι από την αίθουσα για ένα διάλειμμα, πλην εμού και του δικηγόρου, ο οποίος είχε πλησιάσει το παράθυρο κι αγνάντευε έξω. Είχα νευριάσει πολύ που υπερασπιζόταν αυτόν τον άνθρωπο και προσπαθούσε να διαψεύσει τις μαρτυρίες των δύο γυναικών. 

"Δε ντρέπεστε να υπερασπίζεστε ένα τέτοιο κάθαρμα και μάλιστα ολοφάνερα ένοχο;" τον ρώτησα.

Γύρισε το λευκό πυκνόμαλλο κεφάλι του, με κοίταξε για λίγο έκπληκτος και μετά έσκασε ένα χαμόγελο κάτω από το παχύ άσπρο μουστάκι του.: "Ακου καλή μου κοπέλα. Ως συνήγορος, υποχρεούμαι να δώσω βάρος στα καλά στοιχεία του πελάτη μου και να επιχειρήσω αποδυνάμωση των επιβαρυντικών. Όμως, οι δικαστές δεν είναι χάπατα... Πέντε χρόνια το λιγότερο θα φάει ο μπαγάσας..."
"Αλλά, πες μου βρε κορίτσι μου" και το χαμόγελο κάτω από το μουστάκι έγινε πονηρό "αν ήσουν άντρας θα πήγαινες μ' αυτές τις κοπέλες;"  

(ααχ, ο λύκος κι αν εγέρασε...)

Τι να πω κι εγώ, όντως τα κορίτσια δεν ήταν και τίποτα καλλονές, αλλά για τους χωρικούς που βαρέθηκαν να βλέπουν τις γυναίκες τους, φαίνεται ότι μια χαρά ήταν. 

Η έλευση των δικαστών στην αίθουσα, με γλύτωσε από την όποια απάντηση και με ικανοποίησε η ετυμηγορία τους: Καταδικάζεται (το μούτρο) σε πέντε χρόνια και έξι μήνες...

Μαζεύοντας τα πράγματά μου για να φύγω, έπιασα το (ακόμη πιο πονηρό από πριν) βλέμμα του γηραιού συνήγορου που μου έκανε νεύμα με το δάχτυλο στο κεφάλι του "είδες που στα 'λεγα;". 

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016


Ας γράψουμε λοιπόν....


Επειδή ανήκω στην κατηγορία του... "οι μισοί Έλληνες γράφουν..." κι επειδή το γράψιμο είναι σαράκι, είναι διέξοδος, είναι έρωτας, είναι δημιουργία (κατά τη δύναμη και την αντίληψη του καθενός) λέω να γράφω εδώ ιστορίες για μεγάλους και παιδιά, τις οποίες μπορεί να τις διαβάζει όποιος θέλει κι έχει την υπομονή βεβαίως βεβαίως

ε, ναι, θα πρέπει να συστηθώ κιόλας (για όσους δεν με ξέρουν): 
είμαι λοιπόν η Δέσποινα Δαλέλου εκ Καβάλας και κάτοικος πλέον Θεσσαλονίκης (για πόσο ακόμα δεν ξέρω...), 
συνταξιούχος δημοσιογράφος (το σαράκι που σας έλεγα), 
μητέρα μιας κόρης και δυο γιων 
και
παιδιόθεν, λάτρης των βιβλίων και του μόχθου εκείνων που έβαλαν στο χαρτί τη σκέψη, τη γνώση, την ευαισθησία, τους φόβους, τις αγάπες τους

...εύλογη η ερώτηση και απαντώ αμέσως: γράφω μεν για να ικανοποιήσω τη δική μου ανάγκη, αλλά μπορεί αυτά που γράφω να αρέσουν ή να μην αρέσουν σε κάποιους... να μην το ξέρω;

αστειάκι τέλος... 

σοβαρά τώρα: όσοι γράφουν, το κάνουν πρώτα για τον εαυτό τους, αλλά, αν (αν λέμε) μπορούν μ' αυτά που γράφουν να χαρίσουν στους αναγνώστες τους μια ανάσα ξεκούρασης, ένα χαμόγελο ή να δώσουν έστω μια αφορμή για σκέψη, γιατί να μην τα κοινωνήσουν κιόλας; 

αυτά, όσον αφορά επεξηγήσεις και... δικαιολογίες...

Και λέω να ξεκινήσω με... εφημεριδοϊστορίες, ξαναζώντας και καταγράφοντας ένδοξες μέρες (που θα έλεγε κι ο γκελακοΑ μου -αυτό μόνο για... μυημένους), από τη ζωή εμού και των συναδέλφων μου στην εφημερίδα "Εβδόμη" της Καβάλας  




Φίλοι μου, λοιπόν (γνωστοί και άγνωστοι), και φίλοι μου αγαπημένοι και πάλαι ποτέ συνάδελφοι «Εβδομίτες», κάποτε, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, σας είχα υποσχεθεί ότι μια ωραία μέρα θα τα καταγράψω τα χάλια μας, τα γέλια μας, τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς και το ιδροκόπημα για να βγάλουμε ένα αξιοπρεπές φύλλο, με σεβασμό στον εαυτό μας πριν απ’ όλα και μετά στους αναγνώστες μας.

Καιρό (κάνα χρόνο και βάλε) το παιδεύω, το αναβάλλω ή πολύ απλά, μόλις πιάσω μολύβι και χαρτί χάνομαι στις αναμνήσεις, χασκογελώ σαν χαζή και τ' αφήνω γι αργότερα.

Αλλά, τα χρόνια περνούν (επτά συναπτά από τότε που σας άφησα και ένας ολόκληρος από τότε που μας άφησε και η ίδια η «Εβδόμη»), οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν και φοβάμαι ότι αν δεν το κάνω τώρα, δεν θα το κάνω ποτέ.

Επειδή όμως, πραγματικά οι αναμνήσεις αρχίζουν να ξεθωριάζουν, ζητώ τη βοήθειά σας: να με διορθώνετε και να με συμπληρώνετε (ε, καλά, όσοι έχετε το κέφι να το κάνετε, δεν είπαμε δα και με το ζόρι)

Πάμε λοιπόν (κι η πίστη του καθενός, βοηθός)    

 

Εφημεριδοϊστορίες  

ή καλύτερα "εβδομίτικες" ιστορίες


«Πάει και το μεγάλο σχολείο της «Εβδόμης....»  
Μεγάλο σχολείο, ναι. Καλά το είπε ο πάλαι ποτέ συνάδελφος, που εγκατέλειψε νωρίς τη μεγάλη του αγάπη, τη δημοσιογραφία, για την ασφάλεια του «δημοσίου», αλλά ποτέ δεν έπαψε να καρδιοχτυπάει γι αυτήν. Όπως κι όλοι μας δηλαδή. Ή έστω, όσοι το είχαμε το σαράκι και δεν καταλήξαμε εκεί  από σύμπτωση ή γιατί γράφαμε καλές εκθέσεις στο σχολείο.
Ξέρεις, αναγνώστη μου, πόσες φορές το άκουσα αυτό -ως επιχείρημα και… συστατικό στοιχείο- από νεαρούς και νεαρές επίδοξους δημοσιογράφους;
Δεν ήρθε, όμως, ακόμα η ώρα αυτού και των άλλων ευτράπελων.

Αγαπητέ αναγνώστη, λοιπόν, του παρόντος και, ιδίως, εφημερίδων (υπάρχεις ακόμα, έτσι δεν είναι;), όταν παίρνεις στα χέρια σου μια εφημερίδα και διαβάζεις -σε ωραία και συνήθως σωστά ελληνικά- τα άρθρα, τις ειδήσεις, τα ρεπορτάζ, τα σχόλια, έτυχε ποτέ να σκεφτείς πώς γράφτηκαν όλα αυτά;
Εννοώ, προσπάθησες ποτέ να φανταστείς ΠΟΙΟΣ τα έγραψε, ΠΩΣ τα έγραψε, ΠΟΥ τα έγραψε,  ΠΟΣΟ κουράστηκε για να το κάνει και ΠΟΤΕ είπε εντάξει είναι έτοιμο το κείμενο για να περάσει στον αρχισυντάκτη και μετά να πάρει την άγουσα για το τυπογραφείο;
Με λίγα λόγια, προσπάθησες ποτέ να βρεθείς νοερά μέσα σ’ αυτή την κυψέλη (πες κομφούζιο καλύτερα) που λέγεται έντυπη εφημερίδα; Όταν ήταν, τέλος πάντων, κυψέλη και κομφούζιο, γιατί τώρα με το διαδίκτυο, πολλά άλλαξαν.
Φαντάζομαι όχι, αλλά κι αν ναι, οφείλω να σε διαβεβαιώσω ότι η φαντασία ωχριά –και μη με παρεξηγήσεις σε παρακαλώ- μπροστά στην καταπληκτική, στη μαγική πραγματικότητα.
Κι επειδή ακριβώς εκείνη η πραγματικότητα ήταν αληθινά μαγική, έλα να σε ξεναγήσω σε μια ωραία καθημερινή εφημερίδα μιας μεγαλούτσικης πόλης της βόρειας Ελλάδας.

Ας συστηθούμε, όμως πρώτα: Η εφημερίδα είναι η «Εβδόμη», που για διάφορους λόγους, που δεν είναι της παρούσης, έκλεισε τα ματάκια της, κατέβασε ρολά που λέμε, πριν από ένα χρόνο πάνω κάτω κι αφού προηγήθηκε ένας επιθανάτιος ρόγχος που την ταλάνισε επί δύο περίπου χρόνια. Ας όψεται η καταραμένη οικονομική κρίση και άλλα πολλά βεβαίως βεβαίως.

Η πόλη είναι η γαλανή Καβάλα. Ναι, αυτή η όμορφη, προνομιούχα και λίγο ψωροπερήφανη, που την ερωτεύεσαι μια για πάντα

Κι η ξεναγός σας, εγώ, η Δέσποινα Δαλέλου, που διετέλεσα επί διετία συντάκτις της «Ε» και επί μια ακόμα 12ετία αρχισυντάκτις της. Άρα, ξέρω καλά κι από μέσα τα πράγματα. Εμπιστευτείτε με λοιπόν και πάμε.

Α, απαραίτητη διευκρίνιση: όποιος περιμένει να διαβάσει για ίντριγκες, χρηματισμούς, πολιτικά παιχνίδια και λοιπές τέτοιες αμαρτίες, μάλλον θα πρέπει να κατεβεί από το τρένο, γιατί τζάμπα ταξίδι θα κάνει…
Διότι η βόλτα που εγώ σας προτείνω, έχει γέλια, πολλά γέλια, έχει ένταση, έχει εκνευρισμό, έχει απίστευτη κούραση, έχει φιλίες, θυμούς, αγωνίες. Έχει όλα αυτά, τέλος πάντων, που περιλάμβανε και γεννούσε ο πολύυυυυωρος συγχρωτισμός ημών των εργαζομένων και η κοινή μας προσπάθεια για ένα αξιοπρεπές και συχνά ένα πολύ καλό αποτέλεσμα.

Κάποιοι κατέβηκαν κιόλας… Οκ. Πάμε οι υπόλοιποι;

Η Καβάλα, λοιπόν, στα τέλη του σωτήριου έτους 1980, αριθμούσε έξι εφημερίδες, που η κάθε μια έκανε φιλότιμες προσπάθειες να διατηρεί το σεβασμό προς το εαυτό της και προς τους αναγνώστες της.
Παλιές, όμως, και με παγιωμένες θέσεις σε ό,τι αφορά πολιτικές πεποιθήσεις και… στρατόπεδα.
Και μια ωραία μέρα του Δεκέμβρη, νάσου και σκάει μια ωραία «βόμβα». Ε, ναι, μεταφορικά το λέμε, διότι ωραίες βόμβες αληθινές δεν υπάρχουν’ το ξέρεις και το ξέρω αναγνώστη μου.
Και το όνομα αυτής «Εβδόμη», καθώς θα ήταν η έβδομη εφημερίδα της πόλης μας.
Δημιουργοί της, τρεις ανήσυχοι και φερέλπιδες νέοι: Αντώνης Κούφαλης (μετέπειτα δικηγόρος και θεατρικός συγγραφέας), Κωστής Σιμιτσής (ομοίως δικηγόρος και δήμαρχος Καβάλας αργότερα) και Λευτέρης Τσαλκιτζόγλου (δεν έτυχε να τον γνωρίσω ποτέ και δεν έχω καθόλου πληροφορίες).
Μαζί τους οι έμπειροι και έντιμοι  Αριστείδης Δημητριάδης (δημοσιογράφος)  και Παναγιώτης Αναστασιάδης (τυπογράφος). Κι όπως δηλώνει στο τελευταίο φύλλο της «Ε» ο Κωστής Σιμιτσής, «χωρίς αυτούς, δεν θα γινόταν τίποτα».
Κοντά στους έμπειρους και παλιούς, μια πλειάδα από νιάτα, που είτε είχαν μια σχετική εμπειρία, είτε έμπαιναν για πρώτη φορά στο στίβο.
Παρακολουθούσα την πορεία της από το πρώτο φύλλο και συνέχισα να χαίρομαι τη φρέσκια ματιά και τη στρωτή και σωστή γλώσσα, όποτε επέστρεφα στην πόλη μας. Μάλιστα, κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι του ’81, συνάντησα στο μπαράκι του Σαλαβάτη (vanitas vanitatum – ματαιότης ματαιοτήτων για όποιον ξέχασε τα λατινικά του) τον Αντώνη κι αφού του συστήθηκα, ρώτησα ντροπαλά αν χωρούσε ένας ακόμα νέος (ναι, με Ν όπως οι νέοι οδηγοί) δημοσιογράφος, στην «Ε».
Χαμογελαστός κι ευγενικός, μου απάντησε ότι ναι μετά χαράς, αλλά αμισθί (προς το παρόν τουλάχιστον, διότι δύσκολοι οι καιροί κι ακόμα πιο δύσκολοι για τα νέα εγχειρήματα). Δεν Μου έκανα την τιμή να πάω κι έτσι, έχασα την ευκαιρία να ξεκινήσει ο έρωτάς μου για την «Ε» από το παταράκι της Πατριάρχου Ιωακείμ, όπου είχε βρει φιλόξενη μεν, στριμόκωλη δε, στέγη η εφημερίδα της καρδιάς μας.

Δυο χρόνια μετά, ίσως και λιγότερο, η "Ε" πέρασε στα χέρια του Γιάννη Χλώρου, νεαρού, φιλόδοξου και έξυπνου ανθρώπου, που πολύ σύντομα τη μετέτρεψε από εβδομαδιαίο σε ημερήσιο φύλλο και κατά γενική ομολογία -πάντα βέβαια τη βοηθεία των εργαζομένων- την απογείωσε.
Και ποιος ξέρει τι κορυφές θα κατακτούσε ακόμα η "Ε", αν η οικονομική κρίση, οδεύοντας προς την κορύφωσή της κάπου εκεί στο 2013, δεν έριχνε μια βόμβα μεγατόνων πάνω της, που την διαμέλισε, την άφησε βαριά ανάπηρη και εν τέλει την εξαφάνισε.
Έχουμε καιρό, όμως, ως τότε, μια και είμαστε στην αρχή ακόμα. 
Κι εν πάση περιπτώσει, το παρόν δεν γράφεται ως ιστορική αναδρομή, αλλά ως μια προσπάθεια να καταγραφεί το κλίμα κατά τις ατέλειωτες εκείνες ώρες δουλειάς' τουτέστιν, τα γέλια, τα πειράγματα, η αγωνία, οι καυγάδες, οι διαφωνίες, τα ανέκδοτα, τα ξενύχτια, η γκρίνια, το κουτσομπολιό (περί των του οίκου και του... δήμου), το τρεχαλητό κι η πίεση να προλάβουμε πρώτοι την είδηση και το πλήρες ρεπορτάζ. Όπως επίσης και η φιλία και η αγάπη που αναπτύχθηκε μεταξύ όλων των συναδέλφων, που με τα χρόνια γίναμε μια μεγάλη οικογένεια.

Λοιπόν, κι ας ξεκινήσω από το γεγονός (και πιο εντυπωσιακό απ' όλα και σαφώς το κύριο συστατικό της επιτυχίας της "Ε") ότι ο Χλ. (έτσι τον λέγαμε οι περισσότεροι χάριν συντομίας και... συνωμοτικότητας, τάχα) έβαζε στις τάξεις των συντακτών, κυρίως νέους και φερέλπιδες δημοσιογράφους. Το ίδιο ίσχυε βέβαια και για όλα τα άλλα πόστα' έξυπνοι, ικανοί κι ακούραστοι όλοι οι συνάδελφοι.

Για τα πριν από μένα, δεν ξέρω πολλά, αλλά κι αν ξέρω, τι να πω' δεν ήμουν αυτόπτης μάρτυρας. Γι αυτό θα πω για κείνα που έζησα εγώ στη διάρκεια των 14 χρόνων, που είχα την ευτυχία - όχι δεν είναι υπερβολή- να χαίρομαι το μεγάλωμα και την άνθιση της "Ε".

Ήταν Νοέμβρης του 1995, όταν αποφάσισα να εγκαταλείψω τη μαγεία του ραδιοφώνου και να επιστρέψω στην έκσταση του γραπτού λόγου. Αλλά, μόνο γιατί επρόκειτο για την "Ε".
Διότι η αλήθεια πρέπει να λέγεται κι ας είναι ολίγον τι πικρή, όλοι οι δημοσιογράφοι που εργαζόμασταν σε άλλα ΜΜΕ της πόλης και του νομού, στην "Ε" ανατρέχαμε για να διασταυρώσουμε ή για να πάρουμε επιπλέον στοιχεία που έλειπαν από το δικό μας ρεπορτάζ. Κάποιοι, μάλιστα, άλλη πικρή αλήθεια αυτή, χρησιμοποιούσαν ατόφια τα κείμενα που με περισσό κόπο έγραφαν οι δημοσιογράφοι της.
Έτσι, αισθανόμουν ότι μου έγινε ιδιαίτερη τιμή κι ότι η πρόταση να εργαστώ στις τάξεις αυτής της εφημερίδας ήταν μια αναγνώριση της επαγγελματικής μου παρουσίας. 

Και το ωραίο ταξίδι ξεκινάει.......   


Μπαίνουμε μαζί, λοιπόν, αγαπητέ αναγνώστη, για πρώτη φορά στα γραφεία της "Ε", που τότε (και μέχρι τις αρχές του 2004) στεγαζόταν στην οδό Φιλώτα. 
Ανεβαίνουμε από τις σκάλες (διότι βαριόμαστε να περιμένουμε το ασανσέρ) στο δεύτερο όροφο της οικοδομής, μπαίνουμε από την είσοδο και στο αριστερό μας χέρι είναι το Studio7, απέναντι το λογιστήριο, δίπλα του ο... θορυβώδης χώρος της γραμματείας και των διαφημιστριών κι ακριβώς απέναντι το γραφείο του εκδότη. Λίγο παραμέσα μια μεγάλη (και πολύβουη) αίθουσα, όπου τα γραφεία των δημοσιογράφων και των παιδιών της σελιδοποίησης.

Μπαίνω (μόνη μου τώρα) και χαιρετάω τους παριστάμενους με ένα τρακ αδικαιολόγητο. Η αλήθεια είναι ότι τους περισσότερους τους γνωρίζω' μια δράκα δημοσιογράφοι στην Καβάλα κι οι λοιποί γνωστοί επίσης, καθότι μικρή η πόλη μας.
Υποδοχή με πλατιά χαμόγελα από κάποιους, συγκρατημένα από άλλους κι εξεταστικά βλέμματα -τύπου "ωχ, ποιο είναι το καινούριο ψώνιο;"- από τους λοιπούς, κυρίως του τεχνικού τμήματος.

Any way, που λεν κι οι φίλοι μας οι Αγγλοαμερικάνοι, έγιναν οι απαραίτητες (και για όσους ενδιαφέρονταν) συστάσεις, έγινε η συζήτηση με τον εκδότη και... κλείσαμε. Από αύριο εδώ. λοιπόν, να δούμε και να δείξουμε τι εστί βερίκοκο.  

Και πήγα το επόμενο πρωί (πρωί για τους δημοσιογράφους είναι κάπου μεταξύ 10 και 11, και συγχωρείστε μας οι λοιποί εργαζόμενοι, διότι εμείς δεν... έχουμε ωράριο' μπορεί να πάμε και τα ξημερώματα σπίτι μας).
Από την προηγούμενη μέρα, μου είχαν ανατεθεί οι τομείς της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας, που χήρεψαν μετά την μετακίνηση του αρμόδιου συντάκτη στην αρχισυνταξία.

"Τι θέματα θα έχετε σήμερα κυρία μου;" ρώτησε άμα τη αφίξει μου ο κατά μια δεκαετία περίπου νεώτερός μου αρχισυντάκτης με την στεντορεία φωνή. Σημειωτέον ότι έπρεπε να παραδίδουμε καθ' εκάστην τρία ρεπορτάζ και μερικά σχόλια.
Ανέφερα ευπειθώς και ξαμολύθηκα να μαζέψω τα στοιχεία, να συζητήσω με τους γνώστες και τους σχετικούς με τα θέματά μου και μετά να επιστρέψω για να τα γράψω.

Σύγκρουση πρώτη με τον (μετέπειτα καλό μου φίλο) δακτυλογράφο, τον Πάρη: "Στον υπολογιστή θα γράφετε τα κείμενά σας κυρία μου, όχι στο χαρτί. Δεν είμαστε πια στην αρχαία εποχή της λινοτυπίας. Κι εν πάση περιπτώσει, ακόμα και να είχα το χρόνο και την όρεξη να τα δακτυλογραφήσω, αδυνατώ να καταλάβω τα ιερογλυφικά σας..."  

Μερικά ψιλογελάκια από τριγύρω τα αγνόησα και περήφανα κάθισα στη θέση μου και τα αντέγραψα όλα στον υπολογιστή, σαν μια καλή και συνετή χελώνα.

- "Μα γιατί να κάνεις διπλό κόπο γράφοντας πρώτα στο χαρτί και μετά στον υπολογιστή;", με πλησίασε ο αρχισυντάκτης, που βιαζόταν να πάρει τα κείμενά μου να κάνει τη δουλειά του κι αυτός (έλεγχος, διόρθωση, τιτλοφόρηση), "γράφε κατ' ευθείαν στον υπολογιστή..."  .   
- "Α πα πα, δεν μπορώ να σκεφτώ μπρος στο πληκτρολόγιο", απάντησα εγώ και συνέχισα να γράφω ασθμαίνοντας, αφήνοντας το Νίκο με μια οριζόντια χαραγή στο μέτωπο που σαφώς υποδήλωνε τη σκέψη του: μπελά που βρήκαμε με δαύτην... θα μας ξημερώσει...

Καλό απόγευμα προς βράδυ ξεμπέρδεψα επιτέλους, τα μάζεψα και γύρισα στο σπίτι. Ο γιος μου, μαθητής της πρώτης δημοτικού, κάτω στην αλάνα της γειτονιάς, μαύρος καταμαύρος από τη σκόνη και τον ιδρώτα του τρεχαλητού, αρνήθηκε σθεναρά να με ακολουθήσει, διότι στο σπίτι είχε γράψιμο και διάβασμα. 
Τι να κάνω η έρημη μάνα "έλα να κάνουμε διαγωνισμό  βρωμιάς" του λέω. "Θα πλύνουμε τα χέρια μας κι όποιος βγάλει την πιο μαύρη σαπουνάδα, θα είναι νικητής" .
Βέβαιος για τη νίκη του ήρθε, αλλά φευ νικήθηκε. Τα δικά μου χέρια, που έπιασαν ένα σωρό εφημερίδες και κράτησαν το χρώμα των γραμμάτων τους, άφησαν πιο μαύρη σαπουνάδα.

Τον πρώτο καιρό, θες το άγχος του νέου περιβάλλοντος, θες η ευθύνη του "τα γραπτά μένουν" ήμουν σχεδόν συγκρατημένη και οι άλλοι, οι παλιοί, δεν με "έπαιζαν". Τι εννοώ: Ήμουν σοβαρή κι αφοσιωμένη στη δουλειά μου και δεν πολυσυμμετείχα στα αστεία και στα πειράγματα. Τα οποία, αχ τι να σας λέω, ήταν σε καθημερινή και άκρως θορυβώδη διάταξη. Ανάμεσα σε γέλια, φωνές, τηλεφωνικές συνεντεύξεις, επισκέψεις διαφόρων εχόντων εργασία ή αργόσχολων, προσπαθούσα να κάνω τη δουλειά μου χωρίς πολλά πολλά. 

Όμως, θέλω ν' αγιάσω και ο διάολος δεν μ' αφήνει...

......ετών 100


Πληροφοριακά και για να γίνει κατανοητή η παρακάτω ιστορία, πρέπει να πω το εξής: Επειδή ήμουν μάλλον η μεγαλύτερη (σε ηλικία) εκεί μέσα, άντε να με ξεπερνούσαν ένας δυο, τους προσφωνούσα όλους μικρό μου, μικρή μου, μικρέ μου. Κι έτσι μου βγήκε μια αρμαθιά παρατσούκλια: γραία, γριούλα, γριά, γιαγιά, γιαγιούλα. Οοοοχι στα κρυφά, στα ίσια και παληκαρίσια. Και γελούσαμε όλοι μαζί. 

και πάμε στην ιστορία



Πλησίαζαν οι εκλογές για την ανάδειξη νέου διοικητικού συμβουλίου για το σωματείο των συνταξιούχων του ΙΚΑ. Μη με ρωτάτε,δεν ξέρω πώς παρεισέφρησαν οι συνταξιούχοι του ΙΚΑ στους τομείς της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας. Τους είχα όμως, και μετά χαράς μάλιστα, γιατί μάθαινα πολλά από αυτούς και από τη δύναμή τους. Μετά, λοιπόν, από ένα πολύωρο περπάτα, περίμενε έξω από γραφεία (μη μπερδεύεστε, είμαστε εν έτει... πριν από το 2000' κινητά και λοιπά βοηθητικά και φαντασμαγορικά αξεσουάρ, δεν κυκλοφορούσαν ακόμα και ιδίως για τους κοινούς θνητούς), ρώτα, κράτα σημειώσεις (πάντα κι ανεξάρτητα αν κολλάει ή όχι το κασετοφωνάκι) επέστρεψα μπαϊλντισμένη στην εφημερίδα για να καταγράψω την ψαριά μου.
Και... ιδού ένα ακόμα "ψάρι" πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή μου. Το ψηφοδέλτιο των συνταξιούχων. Ωραία, κι έψαχνα το τρίτο θέμα... Για να δούμε ποιοι κατεβαίνουν;  κι αρχίζω να διαβάζω ονόματα... Επ, τι 'ν τούτο; Στο τέλος τέλος της μακριάς στήλης (γραμμένο με στυλό αυτό) το δικό μου όνομα: Δαλέλου Δέσποινα - ετών 100. 

Ήμουν σχεδόν βέβαιη ότι ήξερα τον δράστη και δεν έκανα λάθος. Ο Μπίλυ ο μικρός (μάλλον ο πιο μικρός τότε), με κοίταζε με τα αθώα μεγάλα μάτια του. "Τι έπαθες γιαγιούλα μου; Δε γελάνε έτσι στην ηλικία σου, πρόσεχε λίγο μη μας πάθεις και τίποτα..."
"Ε, τώρα θα σου βγάλω τ' αυτιά μικρέ άθλιε", είπα εγώ κι όρμησα με γέλια και φωνές προς τα γραφεία των αθλητικογράφων (Γιώργος και Βασίλης, που αντάλλασσαν πανέξυπνες ατάκες, αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο "καλή μου" όταν η ομάδα που υποστήριζε ο ένας είχε νικήσει τη συμπάθεια του άλλου, και στους οποίους, λόγω μεγαλόφωνων και συνεχών συζητήσεων, χρωστάω τις πρώτες μου (διότι είχα κι άλλους τέτοιους δάσκαλους στη συνέχεια) γνώσεις επί του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ και γενικώς αθλητισμού. Φύρδην μίγδην και ατάκτως ερριμμένες, βεβαίως (με δική μου ευθύνη), αλλά πάντως γνώσεις. 

Για κακή του τύχη, ο Γιώργος, εκείνη την ώρα έπαιρνε μια τηλεφωνική συνέντευξη (θα μπορούσε να μιλάει με έναν τοπικό παράγοντα του ποδοσφαίρου ή με τον υπουργό αθλητισμού, αλλά... τέτοιες ώρες τέτοια λόγια). Πού να ακούσει ο κακομοίρης τι έλεγε ο συνομιλητής του. Πιο πολλά "επαναλάβετε παρακαλώ, τι είπατε; συγγνώμη δεν άκουσα καλά" έλεγε παρά έκανε ερωτήσεις, ενώ παράλληλα μας κοίταζε άγρια κι έκανε αγωνιώδη, νευριασμένα και άκρως απειλητικά νοήματα για να σκάσουμε επιτέλους, αλλά εις μάτην... 
Και μετά που έκλεισε το τηλέφωνο, αφού μας "στόλισε" με μερικά κοσμητικά επίθετα, που, λυπάμαι αλλά δεν γράφονται, μας είπε ότι μιλούσε με κάποιον σοβαρό άνθρωπο' ("όχι σαν κι εσάς",) και ο οποίος άνθρωπος, ακούγοντας όλο αυτό το μπάχαλο, τον ρώτησε πού είναι κι από πού του τηλεφωνεί... "σε παιδική χαρά είσαι;"  

 Δημοσιογράφος ων όμως (περίεργο ον από τη φύση του δηλαδή) ζήτησε να μάθει στη συνέχεια προς τι όλο αυτό το πανηγύρι κι εγώ του έδειξα το επίμαχο ψηφοδέλτιο. "Για γιαγιάκα, μια χαρά έτρεξες σαν σφεντόνα να την πνίξεις την καλή μου..." είπε και γέλασε κι αυτός όσο κι εμείς προηγουμένως.

από αύριο κι άλλες ιστορίες
(όρεξη να ΄χετε)