Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

...από δω και πέρα οι ιστορίες θα είναι κυρίως επινοήματα
ψεματένιες, δηλαδή

αλλά,
γεμάτες ψήγματα από πικρές αλήθειες, που μπορεί να έχουν φανερωθεί σε μένα, σε σένα, στον καθένα, από πράξεις ατελών πλασμάτων
ή να έχουν προκύψει από πράξεις δικές μου, δικές σου, του καθενός (ομοίως  ατελών πλασμάτων)

άλλωστε -καθώς διάβασα ή είδα κάπου τώρα τελευταία και μου (ξανα)αποκαλύφτηκε μια αλήθεια που, παρότι πάγια πεποίθησή μου, κατά καιρούς θάβεται κάτω από στρώματα υπέρμετρης αισιοδοξίας- λασπένιο πλάσμα ο άνθρωπος και μόνος του προορισμός να εξελίσσεται

όμως, κάτι που συνεχίζει να εξελίσσεται, δεν μπορεί να είναι τέλειο

α, και κάποιες ιστορίες, μπορεί και πολλές, θα έχουν ευτυχισμένο τέλος' τι παραμύθια και τι ψεματένιες θα ήταν άλλωστε

αλλά, εκεί ακριβώς σας εφιστώ την προσοχή: στο όποιο τέλος

αφ' ενός γιατί κάθε τέλος, ευτυχισμένο ή δυστυχισμένο, σηματοδοτεί μια νέα αρχή (άρα ουδέν τέλος αναγνωρίζεται πλην εκείνου που κλείνει τον κύκλο της ζωής κάποιου)
κι αφετέρου γιατί, όπως οι άνθρωποι έτσι και οι ιστορίες, στην αληθινή ζωή, εξελίσσονται στοχεύοντας στο τέλειο (ό,τι φτάνει στην πλήρη ωρίμανσή του) τέλος (το συμπληρωθέν, η ολοκλήρωση παντός πράγματος)




Ο χοντρός γείτονας στο κάμπινγκ


ή
το φαίνεσθαι και το είναι


Ήταν θεόρατος. Ψηλός πολύ και χοντροφτιαγμένος κι είχε μια φωνάρα βραχνή σαν μουγκρητό που βγαίνει απ' τα βάθη του βουνού που είχε για σώμα.
Όλη μέρα ήταν κλεισμένος στο κατάκλειστο τροχόσπιτό του. Μόνο το αυτοκίνητό του, παρκαρισμένο στον ελεύθερο χώρο του οικοπέδου του, μαρτυρούσε ότι είναι εκεί.
Τι έκανε; Κοιμόταν μάλλον "αφού όλη τη νύχτα βλέπει τηλεόραση" όπως υποστήριζε η φαρμακομύτα από δίπλα, που είχε αϋπνίες και τριγυρνούσε τα βράδια στα έρημα δρομάκια του κάμπινγκ.
Όπως περνούσε και ξαναπερνούσε απ' έξω, έβλεπε φως να πάλλεται και να εναλλάσσεται από τις χαραμάδες που άφηναν οι σκούρες κουρτίνες των ερμητικά κλεισμένων παράθυρων του τροχόσπιτου.
"Τσόντες βλέπει όλη νύχτα' φως φανάρι" ανακοίνωνε η φαρμακομύτα με το "δεν χωρεί συζήτηση" ύφος της στις άλλες που πέθαιναν από περιέργεια και ζήλευαν τη γειτόνισσα του "χοντράνθρωπου", που μπορούσε να κόβει κίνηση χωρίς να χρειάζεται να κουνήσει το δαχτυλάκι της. Τον ποπό της από τη σεζ λονγκ, δηλαδή, για να μιλάμε με πραγματικούς όρους.
- Να προσέχετε τα παιδιά σας. Τον είδα εγώ πώς τα κοιτάει και πώς μαλακώνει η φωνάρα του όταν τους μιλάει, ενώ σε μας με το ζόρι μουγκρίζει μια καλημέρα, είπε η ψηλή ξερακιανή της απέναντι γωνίας.
- Λες να είναι κανένας παιδεραστής και να βλέπει τσόντες με παιδιά; είπε η χαζούλα με τα τρία παιδιά από παραδίπλα.
- Σίγουρα αυτό είναι, απεφάνθη η φαρμακομύτα. Προχτές το βράδυ που καθόμουν έξω και είχε ησυχία, άκουγα από την τηλεόρασή του παιδικές φωνές.
- Να πάμε στην αστυνομία... φώναξαν κάνα δυο τρομοκρατημένες.
- Σιγά να μην πάμε, πήρε τα ηνία η φαρμακομύτα. Θα τηλεφωνήσουμε και θα καταγγείλουμε ανώνυμα ότι έχει πορνογραφικό υλικό με παιδιά.
Αμ έπος, αμ έργον.
Σοβαρή η καταγγελία κι ας ήταν ανώνυμη. Το βράδυ ήρθαν μερικοί αστυνομικοί. Χτύπησαν την πόρτα του ανθρώπου δυνατά κι αφού γνωστοποίησαν την ιδιότητά τους, ζήτησαν ν' ανοίξει αμέσως.
Το dvd είχε μέσα ένα δισκάκι με περιπέτειες του Τομ και του Τζέρυ.
Κι οι υπόλοιπες ταινίες που ελέγχθηκαν επισταμένα περιείχαν επίσης ιστορίες κινουμένων σχεδίων' αστυνόμο Σαϊνη, στρουμφάκια και άλλα τέτοια ανάλογα.

Οι κάργιες δεν ξεμύτισαν την άλλη μέρα, μέχρι που ο "χοντράνθρωπος" πήρε το τροχόσπιτό του κι έφυγε.

Το συμβάν δεν αναφέρθηκε καν στο αστυνομικό δελτίο' τι να πουν κι οι αστυνομικοί. Το κουβέντιαζαν όμως μεταξύ τους την άλλη μέρα κι έτυχε να τ' ακούσει ο αστυνομικός συντάκτης μιας εφημερίδας που τό 'γραψε όχι ως είδηση, αλλά ως... κοινωνιολογικό σχόλιο.
Προσθέτοντας (κι αυτό από τους αστυνομικούς το άκουσε), ότι ο κατηγορηθείς, αδίκως, κύριος, είχε πρόσφατα χάσει γυναίκα και μικρό παιδί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και για να παρηγοριέται έβλεπε κινούμενα σχέδια, όπως έκανε με το γιο του τότε που ήταν ακόμα ευτυχισμένος. 

 αλλά, οι έρημες οι φαρμακομύτες πού να το ξέρουν
        

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

... μια καινούρια σειρά από αληθινά ή φανταστικά παραμύθια

κυρίως για μεγάλους

μόνο που σήμερα λέω ν' αρχίσω με μια αγαπημένη ιστορία -αληθινή βεβαίως- των παιδικών μου χρόνων

χαρισμένη στη Μαρία και στη Βούλα
τις υπέροχες συντρόφισσες στα παιχνίδια και στους καυγάδες
(και σε πολλά άλλα αργότερα και για πάντα)


Ο θείος Αντώνης



Ήμασταν μικρά τότε κι αγρίμια, ως ένα βαθμό' ίσως λίγο παραπάνω από ό,τι επέτρεπαν το χωριάτικο περιβάλλον μας και το γεγονός ότι ήμασταν κορίτσια.

Παίζαμε, μαλώναμε και πάντα μαζί ήμασταν' μια ξυλόπορτα χώριζε τις αυλές μας και πενήντα μέτρα τα σπίτια μας.
Οι μάνες μας φιλενάδες κι αγαπημένες και με σεβασμό η μια για την άλλη.
Μαλώναμε εμείς; αντί να πιαστούν κι αυτές στα λόγια μεταξύ τους, όπως έκαναν ένα σωρό άλλες μανάδες, μας μάζευαν, η κάθε μια τα δικά της καμάρια, στα σπίτια μας και εκεί, αφού πρώτα μαθαίναμε τι εστί βερύκοκο (μερικές ξυλιές στον ποπό ήταν κάτι σαν γιατρικό για πάσα νόσο), μετά ή και ταυτόχρονα, ότι είναι ντροπή ασυγχώρητη να μαλώνουμε (και ενίοτε να δερνόμαστε) τόσο αγαπημένες φιλενάδες.
"Τι φιλενάδες, πιο πολύ κι από αδερφές είστε εσείς βρε κωθώνια...", έλεγε σε μας η δική μας η μάνα. Φαντάζομαι, ανάλογα θα έλεγε και σ' εκείνες η θεία Κατίνα.

Από παιχνίδια; ό,τι θες. Από σκαρφάλωμα στα δέντρα (άλλοτε έτσι, για το σκαρφάλωμα κι άλλοτε για να κορφολογήσουμε τα οπωροφόρα της γειτονιάς),  καουμπόϋδες (μ' ένα καλάμι για άλογο), ινδικούς χορούς που ξεσηκώναμε από το σινεμά μια κι οι ταινίες με τη Ναργκίς ήταν στις δόξες τους τότε, μέχρι κατασκευή κουκλιών και κουκλόσπιτων (τα κουτιά από τα καινούρια παπούτσια τα χαιρόμασταν παραπάνω κι από τα ίδια τα παπούτσια διότι στέγαζαν πλέον τις πάνινες κούκλες μας και τα προικιά τους -όλα φτιαγμένα με τα χεράκια μας.

Παρότι όμως παίζαμε μέχρις εξάντλησης, έρχονταν και ώρες που βαριόμασταν.
Και τότε αναλάμβανε δράση ο θείος Αντώνης.
Ήταν ένας ψηλός, μελαχρινός και όμορφος άνθρωπος.
Σοβαρός και λιγομίλητος, αλλά μ' ένα χιούμορ καταλυτικό.
Επί μήνες και όσο του επέτρεπαν οι δουλειές κι οι λοιπές ασχολίες του, φιλοτεχνούσε τις φιγούρες για το θέατρο σκιών που έστηνε κατά καιρούς κι ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, πότε μέσα στο σπίτι τους και πότε στην αυλή.

Τις ξεκαρδιστικές ιστορίες που ζωντάνευαν οι φιγούρες, του τις επινοούσε ο ίδιος.
Σε μια τέτοια παράσταση του θείου Αντώνη άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά.
Ήξερε ο θείος Αντώνης ξένες γλώσσες; Όχι βέβαια, αλλά, ακούγοντας αργότερα ανθρώπους να μιλούν αυτές τις γλώσσες, θαύμασα ακόμα παραπάνω τη δυνατότητα αυτού του ανθρώπου να μιμείται και να μας κάνει να λιώνουμε από τα γέλια, χωρίς να σκάει ούτε ένα χαμόγελο ο ίδιος.

Τότε ακόμη δεν είχε έρθει το ηλεκτρικό στο χωριό μας. Φωτιζόμασταν με τις γκαζόλαμπες. Όσοι μεγάλωσαν σε χωριά εκείνα τα χρόνια, θα τις θυμούνται. Μια στρογγυλή γυάλινη κοιλίτσα γεμάτη πετρέλαιο, ο μηχανισμός για το ανεβοκατέβασμα του φιτιλιού και πάνω το λαμπογυάλι, όπως το λέγαμε, που μαύριζε από την καπνιά κι ήθελε συχνά πυκνά καθάρισμα. Τύλιγαν οι μάνες ένα μαλακό άσπρο πανί σε μια λεπτή βέργα και το σκούπιζαν απαλά απαλά, γιατί ήταν από πολύ λεπτό γυαλί, μέχρι να φύγει εντελώς η μουντζούρα και να λάμψει διάφανο.
Ενίοτε όμως και παρ' όλη την προσοχή, έσπαζε και τότε τρέχα Δέσποινα, Μαρία, Βούλα, Τασούλα (η Γεωργία ήταν μωρό ακόμα), να φέρεις άλλο απ' του μπάρμπα Θωμά.
Κι αν τό' σπαζες στο δρόμο για κάποιο λόγο, βρες τρύπα να κρυφτείς απ' την οργή της κυρά Κίτσας. Ίσως όχι και της θείας Κατίνας' αυτή ήταν πιο ήπια από τη δική μας μάνα.

Η γκαζόλαμπα, γι αυτό και η εκτενής αναφορά στην ύπαρξή της, είχε ένα πολύ σημαντικό ρόλο στις παραστάσεις του θείου Αντώνη, μια και το φως της ήταν που δημιουργούσε τις σκιές που βλέπαμε οι έκθαμβοι θεατές.

Κρεμούσε, λοιπόν, μόλις βράδιαζε, ένα μεγάλο άσπρο σεντόνι ο θείος Αντώνης, τακτοποιούσε τις καρέκλες σε ικανοποιητική απόσταση από την οθόνη, μας φώναζε να καθίσουμε  κι εμείς σπεύδαμε και περιμέναμε σιωπηλά κι έκθαμβα τη συνέχεια.
Πίσω από το σεντόνι δεν ξέραμε τι γίνεται, αλλά προφανώς ο θείος Αντώνης θα είχε τοποθετήσει ένα τραπέζι, όπου ακουμπούσε τις φιγούρες του και τη γκαζόλαμπα, που αναγκαίο να φωτίζει από τη δική του πλευρά, ενώ εμείς μέναμε στο σκοτάδι.
Και μετά, να το το θαύμα. Οι μορφές του Καραγκιόζη, του μπάρμπα Γιώργου, του Νιόνιου και του Μορφονιού, του Χατζηαβάτη και του κολλητηριού, άρχιζαν να κινούνται και να μιλούν ο καθένας με την αστεία φωνή του, ξεσηκώνοντας κύματα ακατάσχετου γέλιου σε μικρούς και μεγάλους.

Η παράσταση που πιο πολύ απ' όλες θυμάμαι, ήταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας σκέτη Βαβέλ. Τι εννοώ; Οι παίχτες ανήκαν σε διαφορετικές εθνότητες και ο ηρωικός και πολύγλωσσος/πολυμαθής σπήκερ/θείος Αντώνης, μιλούσε στη γλώσσα του κάθε ποδοσφαιριστή για να περιγράψει τις φάσεις του αγώνα.
Με τι να πρωτογελάσεις; με τον μπάρμπα Γιώργο που κλωτσούσε τη μπάλα με τα τσαρούχια (ενίοτε και με τη γλίτσα) και θύμωνε βρίζοντας βλάχικα τους αντιπάλους του; με τον κομψευόμενο Μορφονιό που κυνηγούσε τη μπάλα σαν να μάζευε πεταλούδες; με τον Νιόνιο που αγανακτούσε στα νησιώτικα ή με τους Αγγλογαλογερμανούς άλλους παίχτες που μάλωνε ο καθείς στη γλώσσα του;

Να 'σαι καλά βρε Αντώνη, μας έκανες και γελάσαμε με την ψυχή μας, έλεγε η μάνα μου σκουπίζοντας τα μάτια της που έτρεχαν από το πολύ γέλιο.
Κι η θεία Κατίνα, γελώντας ευτυχισμένα κερνούσε με καμάρι τους φιλοξενούμενους θεατές, καλούδια που είχε φτιάξει με τα χεράκια της.
Κι εμείς τα παιδιά να στριμωχνόμαστε στην πίσω πλευρά της οθόνης, μπας κι αγγίξουμε τις μαγικές φιγούρες και μπας και μάθουμε τίποτα από τα μυστικά του καλλιτέχνη και παράλληλα να παρακαλάμε για την επόμενη παράσταση που ευελπιστούσαμε να είναι πολύ γρήγορα.

Πριν πολλά χρόνια, είχε έρθει για μερικές παραστάσεις στην πόλη μου ο μεγάλος του θεάτρου σκιών, ο Ευγένιος Σπαθάρης.
Έσπευσα να απολαύσω το θέαμα και μετά το πέρας του να μιλήσω με τον όμορφο γέροντα για να γράψω τα διαμειφθέντα στην εφημερίδα μου.
Όταν τελειώσαμε την "επίσημη"κουβέντα μας, του είπα για τις παραστάσεις του θείου Αντώνη και γέλασε πολύ. Αποχαιρετώντας με, μου είπε ότι ήμουν πολύ τυχερή, ως παιδί, που είχα την ευκαιρία να χαίρομαι τέτοιο θέαμα από έναν τόσο κοντινό μου και ταλαντούχο άνθρωπο.

Θα τον θυμάμαι πάντα τον θείο Αντώνη και τώρα δα θα ομολογήσω ότι, παρ΄όλο που ο δικός μου πατέρας ήταν ο πρίγκιπας της καρδιάς μου, ζήλευα λίγο την Μαρία και τη Βούλα που είχαν έναν τέτοιο πατέρα.