Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Ο Αη Βασίλης τα καταφέρνει πάντα


Καιρό τώρα, ο Νικόλας ήθελε κάτι και το ζητούσε επίμονα από τους γονείς του, αλλά εκείνοι απλά χαμογελούσαν και του έλεγαν ότι πρέπει να έχει υπομονή.

- "Μα", έλεγε ο Νικόλας, "βαρέθηκα να παίζω μόνος μου στο δωμάτιο μου. Γιατί όλα τα παιδιά στη γειτονιά έχουν αδελφάκια κι εγώ δεν έχω; Τι είμαι εγώ δηλαδή;".

- "Πού ξέρεις;" χαμογελούσε πιο γλυκά τις τελευταίες μέρες η μαμά του, "μπορεί ο Αη Βασίλης να σου κάνει τη χάρη και σε λίγες μέρες που θα μοιράσει τα δώρα, να έχει για σένα ένα αδελφάκι".

"Ουουφ", αγανακτούσε ο Νικόλας, "τι κουτοί που είναι αυτοί οι μεγάλοι. Ο Αη Βασίλης φέρνει παιχνίδια και βιβλία και γλυκά, άντε και ρούχα και παπούτσια, καμιά φορά. Αλλά αδερφάκια; Τι είναι τα αδελφάκια; δώρα για να τα φέρει ο Αη Βασίλης;"

Αλλά και πάλι, σκεφτόταν, Αη Βασίλης είναι αυτός. Εδώ καταφέρνει και μοιράζει μέσα σε μια νύχτα παιχνίδια σε τόσα παιδιά στα πέρατα του κόσμου... Λες να του ζητήσω φέτος αδελφάκι αντί για μεγαλύτερο ποδήλατο;

Θα το κάνω, είπε κι έκατσε στο γραφείο του αποφασισμένος να γράψει ένα τέτοιο γράμμα, που θα έπειθε τον Αη Βασίλη να του φέρει αυτό το -λίγο έξω από τα συνηθισμένα- δώρο. 

Πώς όμως, αφού δεν πήγαινε ακόμα σχολείο και δεν ήξερε να γράφει; Να τα ζωγραφίσω; Κι άμα δεν καταλάβει τι θέλω να του πω;

Ο παππούς θα με σώσει, άστραψε ιδέα στο μυαλό του.

Τι το λες και δεν το κάνεις; Όρμησε στο τηλέφωνο:

- Παππού, θέλω να έρθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. Σε χρειάζομαι επειγόντως.

Ο παππούς τού είχε πολύ μεγάλη αδυναμία και δεν του χαλούσε ποτέ χατίρι. Έτσι, σε λιγότερο από μια ώρα ήταν εκεί, περίεργος να μάθει τι ήταν αυτό το τόσο βιαστικό, που θα 'πρεπε γι' αυτό να αφήσει στη μέση το μαστόρεμα στην αποθήκη.

- Θέλω να γράψεις γράμμα στον Αη Βασίλη, αλλά δεν θα πεις σε κανέναν τι θα του ζητήσω, εντάξει;

- Εντάξει, είπε ο παππούς κι ο Νικόλας άρχισε να υπαγορεύει:

"Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη. Νομίζω ότι μερικές φορές φέτος δεν ήμουν και πολύ καλό παιδί. Ξέρεις εσύ, έσπασα δυο πιάτα κι ένα ποτήρι, δυο - τρεις φορές έβαλα όπως - όπως τα βιβλία στη βιβλιοθήκη και κείνα τσαλακώθηκαν, άλλες φορές πέταξα τα ρούχα μου μέσα στην ντουλάπα χωρίς να τα κρεμάσω, και χθες, αντί να μαζέψω τα χαρτιά που έσκισα από το μπλοκ μου γιατί δεν μ' άρεσαν οι ζωγραφιές μου, τα έσπρωξα κάτω από το κρεβάτι μου για να μην φαίνονται και με μαλώσει πάλι η μαμά μου. Ε, είπα και μερικά ψεματάκια ότι τάχα ήπια το γάλα μου, αλλά το πέταξα στο νεροχύτη όταν δεν μ' έβλεπε η μαμά.

Όμως, Άγιε μου Βασίλη, ο μπαμπάς λέει ότι αυτά δεν είναι εγκλήματα και πιστεύω ότι συμφωνείς κι εσύ μαζί του. 
Αν πραγματικά συμφωνείς, θέλω να σου ζητήσω μια τεράστια χάρη: 
Μη μου φέρεις φέτος ούτε ποδήλατο, ούτε τρένο, ούτε πολύχρωμα μολύβια, ούτε βιβλία, ούτε καινούρια ρούχα και παπούτσια ή ό,τι άλλο σκέφτεσαι. Φέρε μου σε παρακαλώ ένα αδελφάκι να παίζω μαζί του γιατί βαρέθηκα να παίζω μόνο με τη μαμά και τον μπαμπά, ε και μερικές φορές με τα παιδιά των φίλων τους που είναι φίλοι μου.
Ξέρεις ότι αυτούς δεν τους βλέπω κάθε μέρα, κι εγώ θέλω να 'χω παρέα στο δωμάτιο μου, να παίζουμε μαζί, να του λέω τα μυστικά μου, να τον προστατεύω όταν μαλώνει με τους άλλους...

- Αγόρι θέλεις να είναι το αδελφάκι σου; ρώτησε ο παππούς σταματώντας να γράφει.

- Μμμ... Γράφε παππού: Αη Βασίλη μου, δεν με νοιάζει αν θα είναι αγόρι ή κορίτσι. Βέβαια, αν μπορείς να μου βρεις αγόρι θα είναι καλύτερα, αλλά δεν ξέρω αν έχεις καιρό για κάτι τέτοιο, οπότε και κορίτσι να είναι, δεν θα με πειράξει πολύ.

Αν μου κάνεις αυτή τη χάρη Αη Βασίλη, σου υπόσχομαι να μην ξανακάνω αταξίες και τσαπατσουλιές για δυο ολόκληρα χρόνια.

Σε φιλώ

Νικόλας"

- Παππού αναλαμβάνεις να το στείλεις στον Αη Βασίλη; Γιατί, αφού είναι μυστικό, δεν θέλω να ζητήσω από τη μαμά και το μπαμπά να το ταχυδρομήσουν, και μόνος μου δεν μπορώ να το κάνω. 

- Μείνε ήσυχος είπε ο παππούς, κλείνοντας το φάκελο. Στο δρόμο μου είναι το ταχυδρομείο.

- Και, παππού, μόνο στη γιαγιά μπορείς να πεις τί έγραψα στον Αη Βασίλη. Σε κανέναν άλλο, εντάξει; του ψιθύρισε όταν τον φιλούσε αποχαιρετώντας τον στην πόρτα.

- Σαν πολλά μυστικά να έχετε εσείς οι δυο, είπε η μαμά, που είχε ξαπλώσει στον καναπέ μέχρι να της περάσει κι αυτή η πρωινή αδιαθεσία.

Ο Νικόλας την κοίταξε ανήσυχα, αλλά ο παππούς του χάιδεψε τα μαλλιά και τον διαβεβαίωσε ότι η μαμά του δεν έχει τίποτα σοβαρό και σε λίγο καιρό θα είναι περδίκι.

- Πήγες; ρώτησε με αγάπη την κόρη του.

- Ναι, αύριο περιμένω τα αποτελέσματα, αν και είμαι σίγουρη πια, είπε εκείνη.

Ο Νικόλας δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά ήταν τόσο χαρούμενος που κατάφερε να γράψει αυτό το γράμμα στον Αη Βασίλη, που του έφτασε η διαβεβαίωση του παππού ότι η μαμά είναι καλά και σε λίγο καιρό θα είναι καλύτερα.

Με τούτα και με κείνα -και με την αγωνία του Νικόλα να φτάνει πια ως τον ουρανό- έφτασε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, και παρά το ότι αυτή η μέρα είναι υπέροχη για τα περισσότερα παιδιά του κόσμου -και για το Νικόλα το ίδιο βέβαια- του φάνηκε πολύ μεγάλη κι όλο ρωτούσε τι ώρα είναι και "ουφ, ακόμα να πάει μεσάνυχτα;". 
Είχε αποφασίσει να μείνει ξάγρυπνος για να περιμένει τον Αη Βασίλη.
Εδώ πρόκειται για νέο τρανταχτό κι ήταν σίγουρος ότι θα καταλάβαινε τι έχει να του πει ο Αη Βασίλης από το αν θα κουνιόταν χαρούμενα το μουστάκι κι η κάτασπρη γενειάδα του.

- Νικόλα, ώρα για ύπνο, φώναξε κάποια στιγμή η μαμά κι εκείνος μισοκοιμισμένος πήγε να πλύνει αδιαμαρτύρητα τα δόντια του, γιατί νόμιζε ότι το κρύο νερό θα τον ξυπνήσει κι έτσι θα καταφέρει να μιλήσει με τον Αη Βασίλη. 
Ήταν σίγουρος ότι θα τον έπειθε,έστω και την τελευταία στιγμή, να του κάνει τη χάρη. Το ήθελε τόσο, μα τόσο πολύ το αδελφάκι.

- Άντε παλικάρι μου, ξύπνα, άκουσε το μπαμπά δίπλα του κι ένιωσε το χέρι του, να του ανακατεύει τα μαλλιά.

Ωχ συμφορά, τι συνέβη που να πάρει η ευχή; Άνοιξε τα μάτια του απαρηγόρητος. Τον είχε πάρει ο ύπνος. Κι όχι μόνο δεν μίλησε με τον Αη Βασίλη, αλλά ούτε καν πήρε είδηση πότε ήρθε και πότε έφυγε.

Η απελπισία του κράτησε για μια στιγμή μονάχα. Κι αν δεν τον είδε τον Άγιο, τι μ' αυτό, μπορεί να έχει αφήσει καλά νέα, εκεί που άλλες χρονιές άφηνε τα δώρα.
Πετάχτηκε από το κρεβάτι του κι έτρεξε ξυπόλητος στο σαλόνι. 
Εκεί, ανάμεσα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και το τζάκι, ήταν ένα σωρό πακέτα κι ένα τεράστιο μάλιστα.

Λες να είναι αυτό; αναρωτήθηκε ο Νικόλας κι άνοιξε πρώτο αυτό το μεγάλο δέμα. 
Καινούριο ποδήλατο... σιγά τα λάχανα, σκέφτηκε, αν και πριν του έρθει η ιδέα να ζητήσει από τον Αη Βασίλη αδελφάκι, το ποδήλατο ήταν το πιο σπουδαίο δώρο που προσδοκούσε.

Τα υπόλοιπα πακέτα, τα άνοιγε κατά σειρά μεγέθους, έχοντας την αμυδρή ελπίδα να είναι το αδελφάκι μέσα σ' ένα από αυτά.
Δυστυχώς, όλα περιείχαν παιχνίδια κι ο Νικόλας μόνο που δεν έκλαιγε, αλλά δεν κατηγόρησε τον Αη Βασίλη. Τι να πρωτοκάνεις  κι εσύ σκέφτηκε, τόσα παιδιά σου ζητούν χάρες. Ε, κι εγώ άργησα πολύ να στη ζητήσω, οπότε...

Έτσι απογοητευμένος που ήταν, δεν πρόσεξε ένα μικρό πακέτο, σαν φάκελος έμοιαζε, δεμένο με μια ωραία θαλασσιά κορδέλα.

Η στενοχώρια του θαρρείς και μεγάλωνε τις επόμενες ώρες, αλλά δεν τολμούσε να πει τίποτα σε κανέναν, και μάλιστα έκανε και κάτι νερόβραστες χαρές για το ποδήλατο και τα υπόλοιπα δώρα που πήρε.

Καλά που κατέφθασαν η γιαγιά και ο παππούς μετά από λίγο, κι έτσι έφτιαξε κάπως το κέφι του.

- Λοιπόν; τον ρώτησαν κι οι δυο μαζί, αλλά σιγανά, να μην ακούσουν ο μπαμπάς και η μαμά.

- Τίποτα, είπε έτοιμος να κλάψει ο Νικόλας.

- Πώς τίποτα, είπε η γιαγιά, άνοιξες όλα τα πακέτα;

- Ναι σου λέω, τίποτα γι' αυτό που θέλω.

- Αυτό, δεν βλέπω να το άνοιξες, είπε η γιαγιά σηκώνοντας το λεπτό πακέτο με τη θαλασσιά κορδέλα που είχε παραπέσει ανάμεσα στα καινούρια παιχνίδια.

- Ε γιαγιά, είναι δυνατόν το αδελφάκι που θέλω να χωράει εκεί μέσα; είπε ανυπόμονα ο μικρός απογοητευμένος.

- Εγώ μια φορά, θα το ανοίξω. Έχω περιέργεια να δω τι έχει μέσα, είπε εκείνη κι έλυσε την κορδέλα.

- Νικόλα, έχει ένα γράμμα. Για το Νικόλα, λέει, από τον Αη Βασίλη. Να το διαβάσω;

- Ναι γιαγιά μου, ναι, είπε με ολοφάνερη ανυπομονησία εκείνος.

- Λοιπόν, έβαλε η γιαγιά τα γυαλιά της:

"Αγαπητέ μικρέ μου φίλε Νικόλα

με βρήκες λίγο απροετοίμαστο και δεν μπόρεσα να βρω μέσα σε τόσο λίγες μέρες ένα αδερφάκι για σένα. Γι αυτό, σου έφερα όλα τα άλλα παιχνίδια που σκεφτόσουν να ζητήσεις. Όσο για το αδερφάκι, θαρρώ ότι η μαμά και ο μπαμπάς σου έχουν να σου πουν ένα νέο γι αυτό, και είμαι σίγουρος ότι του χρόνου θα με περιμένεις μαζί του να φέρω δώρα και για τους δυο σας.
Α, και για το αν θα είναι αγόρι ή κορίτσι, δεν μπορώ να το ξέρω από τώρα.

Με αγάπη
Αη Βασίλης.

- "Μαμά, μπαμπά", έτρεξε σαν σίφουνας στην κουζίνα ο Νικόλας, "ο Αη Βασίλης λέει ότι έχετε ένα νέο για μένα κι ότι θα έχω ένα αδερφάκι του χρόνου", είπε με μια ανάσα.

Ο μπαμπάς του σηκώθηκε χαμογελώντας, τον πήρε αγκαλιά και πήγαν μαζί προς τη μαμά, που, παρ' ό,τι είχε τρέξει πάλι το πρωί κάνα δυο φορές με το χέρι στο στόμα προς την τουαλέτα, χαμογελούσε κι αυτή ολόκληρη.

- Το αδερφάκι σου είναι μέσα στην κοιλίτσα της μαμάς και περιμένει νά 'ρθει η ώρα να μεγαλώσει τόσο, ώστε να μπορεί να έρθει να μείνει μαζί μας, είπε ο μπαμπάς, και συμπλήρωσε ότι πράγματι, του χρόνου την Πρωτοχρονιά, ο Αη Βασίλης θα φέρει δώρα και σε κείνο.

- Γιούπιιι, κραύγασε πανευτυχής ο Νικόλας τρέχοντας από αγκαλιά σε αγκαλιά και μοιράζοντας χωρίς τσιγκουνιές φιλιά σε όλους. Τα πιο γλυκά όμως τα έδωσε στη γλυκιά μαμά του.   

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Τα ευτυχισμένα Χριστούγεννα της κ. Μαρίνας  



Παραμονή Χριστουγέννων. Έξω έκανε κρύο πολύ. Μάλιστα είχε αρχίσει να πέφτει κι ένα ψιλό χιονάκι, αλλά η κυρία  Μαρίνα δεν μπορούσε να μείνει στο σπίτι για να χαρεί τη ζεστασιά.

Ήταν ολομόναχη, και τέτοιες μέρες η μοναξιά της γινόταν ανυπόφορη. Έβαλε, λοιπόν, το ζεστό παλτό της, τυλίχτηκε καλά με το μάλλινο κασκόλ και βγήκε έξω να περπατήσει λίγο, μήπως και μπορέσει να χαρεί με τη χαρά των ανθρώπων που έκαναν τα τελευταία χριστουγεννιάτικα ψώνια τους.

Ήθελε κι αυτή ν’ αγοράσει δώρα, αλλά για ποιον; Τα δυο παιδάκια της ήταν μακριά στην πατρίδα. Εκείνη είχε έρθει στην Ελλάδα για να δουλέψει και να στέλνει χρήματα στη μεγάλη αδερφή της, που δέχτηκε να ζήσουν μαζί της ο Βλαντιμίρ κι η Λιούμπα, μέχρι να μπορέσει η κ. Μαρίνα να τους πάρει κοντά της.

Συνήθως παρηγοριόταν  με την παρέα της συνονόματής της Μαρινούλας και του Στελάκη, που έμεναν στο διπλανό διαμέρισμα, αλλά, μέρα που είναι, δεν ήθελε να χτυπήσει την πόρτα τους και να τους προσκαλέσει όπως άλλα απογεύματα για να πιουν μαζί τσάι με μικρά γλυκίσματα και να τους διδάξει σκάκι.
"Αχ, αν είχαμε ένα πιάνο", έλεγε πολύ συχνά, "θα σας δίδασκα και μουσική".

Τι κι αν τα χέρια της κ. Μαρίνας ήταν κατακόκκινα και σκασμένα από τα καυτά νερά και τα απορρυπαντικά με τα οποία έπλενε τα πιάτα στην ταβέρνα όπου εργαζόταν; Τα μακριά λεπτά της δάχτυλα έτρεχαν ευλύγιστα κι ευτυχισμένα πάνω στα πλήκτρα του πιάνου και τα μάτια της χάθηκαν πέρα μακριά σε άλλους κόσμους, εκείνη τη φορά που η Μαρινούλα και ο Στελάκης είχαν επισκεφθεί μαζί της το Ωδείο όπου δίδασκε πιάνο η συμπατριώτισσα και φίλη της, η κ. Άννια.

Περπατούσε, περπατούσε στους παγωμένους δρόμους και κάποιες φορές σταματούσε μπρος στις ολόφωτες βιτρίνες με τα χίλια πολύχρωμα παιχνίδια.
Αυτό το τρενάκι θα ξετρέλαινε τον Βλαντιμίρ μου κι αυτή η κούκλα θα έκανε ευτυχισμένη τη μικρή μου Λιούμπα, σκεφτόταν και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

Μα γιατί να έρχονται τα Χριστούγεννα για τους μοναχικούς ανθρώπους; για να μεγαλώνουν τη μοναξιά τους  και να κάνουν την πίκρα τους ακόμα πιο πικρή;

- "Ααααα", μάλωσε τον εαυτό της, "αντί να είμαι ευτυχισμένη που τα παιδιά μου είναι γερά, ζουν καλά με την αγαπημένη μου αδερφή κι έχουν να φάνε, να ντυθούν και να πάνε σχολείο, κάθομαι και κλαίω τη μοίρα μου. Τι να πουν κι άλλοι άνθρωποι στον κόσμο που έχουν πολύ λιγότερα από ό,τι εγώ ή και τίποτα ακόμη;".

Περπάτησε τόσο πολύ, που κάποια στιγμή ένοιωσε τα πόδια της βαριά από την κούραση και κάθισε σ’ ένα παγκάκι για να ξεκουραστεί.

-      Τι κρίμα που είμαι τόσο μεγάλη και τόσο κουρασμένη και τόσο απελπισμένη, που δε μπορώ να πιστεύω στο άστρο των Χριστουγέννων, σκέφτηκε κοιτώντας τον ουρανό.

Κοντεύει μεσάνυχτα, είπε μέσα της βλέποντας το ρολογάκι που φορούσε στο χέρι της, όπου νάναι θα προβάλλει, κι έμεινε να κοιτάζει το θαμπό ουρανό.

Πόση ώρα καθόταν εκεί; Ούτε που ήξερε, αλλά ήταν σίγουρη ότι είδε το λαμπερό άστρο και δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να κάνει μια ευχή: «Άστρο μου ευλογημένο κάνε να δω σύντομα τα παιδάκια μου τ’ αγαπημένα».

-    "Αν συνεχίσω να κάθομαι εδώ", μονολόγησε, "θα πάθω καμιά πνευμονία και μπορεί να μην τα ξαναδώ ποτέ τα παιδάκια μου", και σηκώθηκε με βαριά καρδιά να πάει στο άδειο σπίτι της.

Φτάνοντας, είδε τα ολόφωτα παράθυρα των γειτόνων της και θυμήθηκε ότι την είχαν προσκαλέσει κι εκείνη στη χριστουγεννιάτικη γιορτή τους , αλλά ντράπηκε να πάει παρέα με την απελπισία της. «Θα τους χαλάσω το κέφι, άσε που μπορεί να με πιάσουν τα κλάματα».

Δεν πρόλαβε να γυρίσει το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας της και να 'σου ανοίγει η πόρτα της Μαρινούλας και του Στελάκη.

- "κ. Μαρίνα", είπε χαρούμενα η μαμά των παιδιών, "πού είστε; Ανησυχήσαμε. Λείπετε πολλές ώρες και σας αναζητήσαμε πολλές φορές".

- "Πήγα μια βόλτα και ξεχάστηκα", είπε ευγενικά η κ. Μαρίνα. "Ζητώ συγγνώμη αν άθελά μου σας στενοχώρησα, αλλά σας είχα πει ότι δεν θα έρθω στο ρεβεγιόν σας. Δεν ένοιωθα και πολύ καλά".

-  "Ξέρετε κ. Μαρίνα", είπε η κ. Κωνσταντίνα, ακόμα πιο χαρούμενη, "έχετε επισκέπτες, και μέχρι να επιστρέψετε, τους φιλοξενούμε εμείς".

- "Εγώ;, επισκέπτες;" είπε απορημένα εκείνη.

- "Ναι, ναι, επισκέπτες αγαπημένους", επανέλαβε η κ. Κωνσταντίνα. "Περάστε σας παρακαλώ".

Διστακτικά και με ένα τεράστιο ερωτηματικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, μπήκε στο σπίτι των καλών γειτόνων της η κ. Μαρίνα.

- "Χριστέ μου", έπιασε την καρδιά της που άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελή. Ποια είναι εκείνα τα δυο ολόξανθα παιδάκια, δίπλα στο Στελάκη και τη Μαρινούλα;

- "Λιούμπα μου, Βλαντιμίρ μου", τυφλώθηκε στη στιγμή από δάκρυα ευτυχίας, αλλά τα χέρια της αγκάλιαζαν κιόλας τα δυο πιο πολύτιμα πλάσματα στον κόσμο.

- "Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ, καλά Χριστούγεννα σε όλους", έλεγε ανάμεσα σε γέλια κι αναφιλητά κι αγκαλιάζοντας σφιχτά τα παιδιά και την αγαπημένη της αδερφή, που είχε διασχίσει τόσες χώρες για να της φέρει το πιο θαυμάσιο, το πιο υπέροχο, το πιο καταπληκτικό χριστουγεννιάτικο δώρο.

Όταν πια κοιμήθηκαν όλοι, κατάκοποι από κούραση κι ευτυχία, η κ. Μαρίνα στάθηκε στο παράθυρό της, κοιτάζοντας τον ουρανό. "Άστρο των Χριστουγέννων, σ' ευχαριστώ" ψιθύρισε.


                 

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Δύσκολο πράγμα να φτιάξεις μελομακάρονα


- Θέλεις να φτιάξουμε μελομακάρονα; Άνοιξα το βιβλίο με τις συνταγές και βρήκα μία" είπε η Λουκία στον αδερφό της, που καθόταν στον καναπέ και κοίταζε βαριεστημένα τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου να αναβοσβήνουν ρυθμικά.

Ο Πέτρος κοίταξε την αδερφή του, εφτά χρονών κι αυτή αφού ήταν δίδυμοι, και παρ' όλο που ήθελε πάρα πολύ να φτιάξει μαζί της μελομακάρονα "μπα, άσε, θα κάνουμε χάλια και θα μας μαλώσει η μαμά" είπε μουτρωμένα.

- Θα προσέχουμε χαζούλη, την είδα εγώ τη μαμά πώς φτιάχνει τα γλυκά. Έλα, θα της κάνουμε και έκπληξη, αύριο είναι παραμονή Χριστουγέννων και η μαμά θα έρθει το βράδυ από τη δουλειά, πότε θα προλάβει να κάνει μελομακάρονα;

Δεν ήθελε και πολύ για να πειστεί ο Πέτρος κι έτρεξε μαζί με την αδερφή του στην κουζίνα για να βρουν τα υλικά για το πιο απαραίτητο χριστουγεννιάτικο γλυκό.

Η Λουκία, με ύφος περισπούδαστο, φόρεσε την ποδιά της μαμάς της που της ήταν λίγο μακριά, αλλά δεν πείραζε, και καλλίτερα μάλιστα, αφού η ποδιά σκέπαζε το παντελόνι της σχεδόν μέχρι τα παπούτσια κι έτσι το προφύλασσε από πιθανούς λεκέδες.
Μετά τράβηξε μια καρέκλα κοντά στα ντουλάπια και είπε στον Πέτρο να ανεβεί για να φτάσει τη ζάχαρη και το αλεύρι που θα χρειάζονταν. Εκείνη, έψαξε στο άλλο ντουλάπι και βρήκε το μίξερ με τη βαθιά γαβάθα του.

- Θέλω κι εγώ ποδιά, είπε ο Πέτρος κι ανακάτεψε ένα συρτάρι ώσπου βρήκε μία και τη φόρεσε.

Τι ωραίοι που ήταν. Δυο λιλιπούτειοι ζαχαροπλάστες. Μόνο τα ψηλά άσπρα σκουφιά τους έλειπαν.

 -  Λοιπόν, είπε η Λουκία και σήκωσε τα μανίκια της, θα ρίξω πρώτα το αλεύρι.
- Λουκία, της τράβηξε την ποδιά ο Πέτρος, ξέχασες να φέρεις το βιβλίο με τις συνταγές.
 - Α, δεν μου χρειάζεται, τα έμαθα απ' έξω. Άσε με τώρα...

 Παφ, έκανε το σακούλι με το αλεύρι μέσα στη γαβάθα και σκόρπισε ένα σύννεφο άσπρης σκόνης τριγύρω.

 - Δεν πειράζει, είπε η Λουκία, θα σκουπίσουμε μετά. 
Και τώρα, θα το ανακατέψω με το μίξερ...

Ωιμέ, τι ήταν αυτό; Το μίξερ άρχισε να ανακατεύει σαν τρελό το αλεύρι, κι εκείνο πετιόταν παντού, σ' όλη την κουζίνα. Τι ντουλάπια, τι πάτωμα, τι τραπέζι, όλα έγιναν κάτασπρα σαν τεράστιοι κουραμπιέδες.

 - Λουκία σταμάτα το μίξερ, σταμάτα το μίξερ, Λουκία σταμάτα το μίξερ, φώναζε τρελαμένος από το φόβο του ο Πέτρος, ενώ εκείνη κρατούσε το πρόσωπό της μέσα στις χούφτες της κι έλεγε το ίδιο τρομαγμένη : "Αχ τι να κάνω Παναγίτσα μου, αχ Παναγίτσα μου τι να κάνω τώρα;"

Εκείνη τη στιγμή άκουσαν το κουδούνι της πόρτας να χτυπάει επίμονα. Σταμάτησαν τις φωνές κι έμειναν να κοιτάζουν την πόρτα.

- Παιδιά, είστε μέσα; ανοίξτε, ο Βασίλης είμαι.

 Ήταν ο φοιτητής που έμενε δίπλα. Κάτι θα χρειαζόταν κι ήρθε να το ζητήσει.

Έτρεξαν κι οι δυο μαζί, σκοντάφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο και γεμίζοντας πατημασιές το πασπαλισμένο με αλεύρι πάτωμα, κι άρπαξαν το πόμολο:  - Βασίλη σώσε μας, είπαν με μια φωνή οι δυο επίδοξοι ζαχαροπλάστες.

- Έλα Χριστέ και Παναγιά, είπε ο Βασίλης βλέποντάς τους κάτασπρους από πάνω μέχρι κάτω και μετά άρχισε να γελάει, να γελάει, μέχρι που τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.
Ξαφνικά όμως συνειδητοποίησε τον τρόμο των παιδιών, ακουγόταν και το μίξερ που συνέχιζε να δουλεύει σαν παλαβό σκορπίζοντας και τα τελευταία ίχνη από αλεύρι που υπήρχαν στη γαβάθα, και τους παραμέρισε για να μπει στην κουζίνα.

- Τι κάνατε εδώ μέσα μικρά τερατάκια; είπε πατώντας το κουμπάκι του μίξερ για να σταματήσει να χτυπιέται πάνω στα τοιχώματα της γαβάθας και να πάψει ο εκνευριστικός θόρυβος.
 - Θέλαμε να κάνουμε μελομακάρονα, είπε τρέμοντας ο Πέτρος, για να κάνουμε δώρο - έκπληξη στη μαμά...
 - Τι να σας πω, τέτοια έκπληξη, ούτε στο χειρότερο εφιάλτη της η καημένη.
 - Λοιπόν, τι ώρα είναι, αναρωτήθηκε ο Βασίλης και κοίταξε το ρολόι του. Χμ, έχουμε δυο ώρες καιρό μέχρι να έρθουν οι γονείς σας από το μαγαζί. Βιαστείτε, πρέπει να καθαρίσουμε εδώ γύρω. Και πριν από όλα, τρέξτε να πλυθείτε, γιατί έτσι που σας βλέπω αλευρωμένους σαν κουραμπιέδες με πόδια, δεν μπορώ να δουλέψω, μου ‘ρχονται συνέχεια γέλια.

 Μέχρι να πλύνουν χέρια και προσωπάκια οι δυο άτυχοι ζαχαροπλάστες, ο μεγάλος φίλος τους  βρήκε την ηλεκτρική σκούπα και άρχισε να ρουφάει  το αλεύρι που είχε πεταχτεί και φωλιάσει παντού μέσα στην κουζίνα. Αφού σκούπισε καλά - καλά, πήρε ένα υγρό πανί και καθάρισε ντουλάπια, τραπέζι, πάγκους, τα πάντα.
- Και τώρα σφουγγάρισμα, είπε κρατώντας τη σφουγγαρίστρα σαν μαέστρος. Οι δυο μικροί άτακτοι κοίταζαν έκθαμβοι πόσο γρήγορα και μεθοδικά έκανε τις δουλειές ο Βασίλης' "σαν τη μαμά", ψιθύρισε η Λουκία.
- Με κουτσομπολεύετε κιόλας; ρώτησε γελαστά ο Βασίλης. Όταν θα μένετε κι εσείς μόνοι σας όταν πάτε για σπουδές, όλο το νοικοκυριό σας μόνοι θα το κάνετε. Αλλά όχι και μελομακάρονα βρε παιδιά, είπε μη μπορώντας να συγκρατήσει πάλι τα γέλια του.

Όταν ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα, η κουζίνα έλαμπε χωρίς ίχνος σκόνης από αλεύρι κι εκείνοι κάθονταν ήσυχα - ήσυχα και διάβαζαν από το βιβλίο με τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες που τους είχε φέρει ο Βασίλης. Γι αυτό είχε έρθει άλλωστε' για να τους δώσει το δώρο του, αφού θα έφευγε το βράδυ για να πάει να κάνει Χριστούγεννα με την οικογένειά του.

- Αχ, να 'σαι καλά βρε αγόρι μου που τους κάνεις παρέα, του είπε η μαμά των μικρών, βλέπεις, η γιαγιά τους ήθελε να πάει για ψώνια σήμερα και τους άφησε μόνους τους. Μια χαρά είναι τα παιδάκια μου'  κι ούτε μια ζημιά, είπε κοιτώντας ικανοποιημένη τριγύρω.

- Ε, να πηγαίνω κι εγώ τώρα, γιατί θα χάσω το τρένο, είπε ο Βασίλης κι αφού ευχήθηκε σε όλους καλά Χριστούγεννα, κατευθύνθηκε προς την πόρτα όπου τον συνόδεψαν οι δυο μικροί.

- Σ' ευχαριστούμε πολύ, ψιθύρισαν μην ακούσουν η μαμά κι ο μπαμπάς, και για τα δυο δώρα που μας έκανες... και ναι ναι, ξέρουμε, ποτέ πια δεν θα μπερδευτούμε με δουλειές των μεγάλων και ποτέ με πράγματα που δεν ξέρουμε, "μπορεί ν' αποβούν επικίνδυνα" μιμήθηκαν με στόμφο  τη φωνή του Βασίλη, που τους είχε επαναλάβει μέχρι και δέκα φορές τα παραπάνω λόγια, όση ώρα καθάριζε την κουζίνα.

Τον φίλησαν κι έκλεισαν την πόρτα πίσω του.

- Λέω, αύριο που θα πούμε τα κάλαντα, με τα λεφτά που θα κερδίσουμε να αγοράσουμε ένα μεγάλο δώρο για τον Βασίλη, είπε η Λουκία κι ο Πέτρος συμφώνησε αμέσως.                             

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

φάκελος ηρωίνη...


Η γλώσσα των αριθμών είναι αληθινή μεν, ψυχρή και αναίσθητη δε.
Οι στατιστικές μιλούν για ποσοστά τοξικομανών επί του πληθυσμού κάποιας πόλης ή κάποιας χώρας. Μιλούν επίσης και για ποσοστά θανάτων επί του πληθυσμού των τοξικομανών. 
Μόνο που αυτοί οι αριθμοί, οι οποίοι είναι, βεβαίως, σε άμεση συνάρτηση με κάποιους άλλους αριθμούς, που μας λένε ότι το εμπόριο ναρκωτικών είναι το δεύτερο πιο προσοδοφόρο στον κόσμο, μετά το εμπόριο όπλων, δεν μπορούν να μιλήσουν για τη δυστυχία  που σκορπάει η χρήση τοξικών ουσιών, στους εξαρτημένους και στις οικογένειές τους, ακόμα κι αν δεν σημειωθεί θάνατος, επηρεάζοντας καθολικά σε κοινωνικό, οικονομικό, ψυχολογικό και συναισθηματικό επίπεδο το άμεσο περιβάλλον του χρήστη. Κι επίσης, κανένας αριθμός και καμιά στατιστική δεν "θέλουν" να πουν ότι οι ίδιοι οι χρήστες και οι οικογένειές τους βγαίνουν εκτός πολιτικοκοινωνικού πεδίου δράσης κι ότι αυτό είναι κάτι εξαιρετικά βολικό για τους ταγούς του κόσμου...

Είναι γνωστό, βεβαίως, ότι, όπως είναι δομημένη η κοινωνία, δημιουργεί καταπακτές και στρόβιλους που καταπίνουν νεαρά πλάσματα.
Κι είναι επίσης γνωστό, ότι ούτε πρόληψη ούτε θεραπεία υπάρχουν σε ικανοποιητικό, έστω, βαθμό στη χώρα μας. Οι λίστες παραμένουν μεγάλες και οι χρήστες που θα ήθελαν να ενταχθούν, δεν αντέχουν την αναμονή και ξανακυλάνε στην παραίτηση.

Ως εισαγωγή γι αυτόν τον αρκετά ογκώδη "φάκελο" θα σας διηγηθώ μια αληθινή, από άκρου εις άκρον, ιστορία που μου διηγήθηκε πριν από αρκετά χρόνια μια μάνα τοξικομανούς νεαρού, κι η οποία έχει καταχωρηθεί στην ψυχή μου ως "μια μικρή ιστορία για έναν πόνο αφόρητο και μια ντροπή χωρίς αντίδοτο"
 (σ.σ.: οι επόμενες, θα είναι λογοτεχνικές απόπειρες, με φαντασίες και φριχτές αλήθειες)




Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν μια μάνα –και τώρα είναι πολλές τέτοιες- που στην απόγνωσή της να βρει τρόπο να πολεμήσει τον εφιάλτη που κατασπάραζε τη ζωή του παιδιού της και κατά συνέπεια  ολόκληρης της οικογένειάς της, αξιοποιούσε κάθε δυνατή ευκαιρία.

 «Ξέρω κάποιον γονιό από τη Θεσσαλονίκη που έστειλε το παιδί του σε μια θεραπευτική κοινότητα στην ……. . Το παιδί είναι πολύ καλά εδώ κι εννιά μήνες και είναι πολύ ευχαριστημένο», είπε μια φίλη που ήξερε την τραγωδία.

Η επαφή έγινε γρήγορα. Ο πατέρας χαρούμενος, σχεδόν ευτυχισμένος. Μιλούσε με περηφάνια και πολλή αγάπη για το παιδί του.

-          Ο μόνος που μπορεί να μεσολαβήσει είναι ο τάδε βουλευτής (σ.σ. ο εν λόγω διετέλεσε αρκετές φορές και υπουργός). Όμως, από τότε που μεταπήδησε σε άλλο κόμμα, επήλθε ρήξη στις μεταξύ μας σχέσεις. Μπορείς, ωστόσο, να τηλεφωνήσεις στον τάδε, που είναι κουμπάρος μου και είναι πολύ έμπιστο πρόσωπο του βουλευτή και στέλεχος του πολιτικού γραφείου του.

Καθημερινά τα τηλεφωνήματα της μάνας στον κουμπάρο, ώσπου η πολυπόθητη συνομιλία επετεύχθη. Παράλληλα, όμως, η ταλαίπωρη ήρθε κι από μόνη της σ’ επαφή με την κοινότητα από όπου ναι μεν τη βεβαίωναν ότι καταγράφουν τα στοιχεία του παιδιού και το αίτημά του να ενταχθεί στην κοινότητα, «αλλά είναι πολύ δύσκολο να ικανοποιηθεί, γιατί ήδη η χώρα μας έχει πολύ έντονο πρόβλημα και βέβαια έχουν προτεραιότητα τα δικά της παιδιά». Από Ελληνόπαιδα έπαιρναν μόνο μερικά άτομα, 2 ή 4 για κάθε περίοδο.

-          «Θα μιλήσω, στον βουλευτή»,  είπε ο κουμπάρος, ένας σοβαρός και τυπικός άνθρωπος. «Μη μου λέτε το πρόβλημα, το γνωρίζω. Θα του μιλήσω μόλις επιστρέψει από το εξωτερικό όπου βρίσκεται για ένα συνέδριο».

Τα τηλεφωνήματα καθημερινά, πάλι, στον κουμπάρο από την ώρα που επέστρεψε  ο βουλευτής στα πάτρια:
- Του μιλήσατε;
- Δυστυχώς ήταν απασχολημένος. Δεν τον συνάντησα ακόμη, κλπ.

Εν τω μεταξύ, κάθε τόσο κι ένα τηλεφώνημα στην ξένη και φίλη χώρα: - «Το παιδί μου έκανε αίτηση για να ενταχθεί στην κοινότητά σας. Ακόμη δεν λάβαμε τα έντυπα που πρέπει να συμπληρώσει και να σας αποστείλει».

Παράλληλα, ετοιμάζει τα πάντα: διαβατήριο για το παιδί, βρίσκει φίλους που θα τη φιλοξενήσουν μαζί με το παιδί της το διάστημα που θα μεσολαβήσει μέχρι να μπει στην κοινότητα, ανακοινώνει στη δουλειά της ότι μπορεί να λείψει ξαφνικά για διάστημα μεγαλύτερο από όσο η ετήσια άδειά της, βρίσκει τρόπο να τακτοποιήσει το οικονομικό ζήτημα.

Και το παιδί να καταρρέει μέρα με τη μέρα.

- Θα πάμε παιδάκι μου;  -Ναι μάνα δεν αντέχω άλλο                              
- Θα πάμε παιδάκι μου;  -Α παράτα μας ρε μάνα.
- Θα πάμε παιδάκι μου; -Μπιπ, μπιπ, μπιπ το τηλέφωνο…

Κάποτε μιλήθηκε ο βουλευτής. Υποσχέθηκε να μιλήσει στον πατέρα …  που προϊστατο της κοινότητας.
- Σας παρακαλώ γρήγορα. Το παιδί μου πεθαίνει, φοβάμαι, δεν θα προλάβουμε, πίεζε η μάνα.

Κι ο καιρός περνούσε.
Καθημερινά τα τηλεφωνήματα στον ευτυχισμένο πατέρα: «Σε πόσον καιρό πήραν το παιδί σου από τότε που  μίλησε ο βουλευτής;»   - «Σε ενάμιση μήνα. Μην ανησυχείς, θα το δεχτούν και το δικό σου».

Οι μέρες περνούν, 10, 20… Έγινε πλούσιος ο ΟΤΕ. Ευγενικοί οι συνομιλητές της την ανέχονταν κατανοώντας την κατάστασή της. Ο ένας είχε άλλωστε πρόσφατα συμβάντα ανάλογα με αυτά που διέλυαν εκείνη.

Ήταν Σάββατο βράδυ, γύρω στις 9.30, ίσως λίγο παραπάνω. – "Καλησπέρα κόρη μου", η ευγενική φωνή με την έντονα ξενική προφορά, στο τηλέφωνο. "Είμαι ο πατέρας …  Μην ανησυχείς κόρη μου, θα μιλήσω στο διοικητικό συμβούλιο, και μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα επικοινωνήσουν μαζί σου από την κοινότητα. Να έχεις πίστην στον Θεόν κόρη μου. Προσεύχομαι για σένα".

 Χριστέ μου, Χριστέ μου, Χριστέ μου, άρχισε να χορεύει γελώντας ολομόναχη στο σπίτι. Η μάνα της και η φίλη που μεσολάβησε γι αυτή την ευτυχία, έμαθαν αμέσως το υπέροχο νέο.
Την άλλη μέρα, πρωί - πρωί, τηλεφώνησε ο πατέρας της κόρης που επί εννέα και βάλε μήνες ήταν καλά στην πολυπόθητη κοινότητα απεξάρτησης, να μάθει νέα. Ήταν τόσο ευτυχισμένη που δεν την παραξένεψε η σύμπτωση (είχε πάνω από δύο εβδομάδες να επικοινωνήσει μαζί της κι εκείνη τον είχε αφήσει ήσυχο, μια και συνομιλούσε πλέον με τον κουμπάρο και το βουλευτή).
- Να είσαι καλά, θα σου είμαι πάντοτε ευγνώμων, και του εξέθεσε τα του τηλεφωνήματος.

Αμέσως μετά τηλεφώνησε στον κουμπάρο: - Χίλια ευχαριστώ, τίποτα δεν μπορεί να ξεπληρώσει το καλό που κάνατε.
-   Μη με ευχαριστείτε. Μόνο για το βουλευτή να πείτε κάτι, μια καλή κουβέντα…

Ένα καλάθι με λουλούδια, με μια καρτούλα που θα δηλώνει την παντοτινή μου ευγνωμοσύνη θα του στείλω, είπε μέσα της, μη σκεπτόμενη ότι ο κουμπάρος θα επιθυμούσε μια πιο… δημόσια ευγνωμοσύνη.

Η εβδομάδα που ακολούθησε, μια αρρώστια. Πέρασε κάποτε ωστόσο. Κόντευε να περάσει κι επόμενη…
Είχε κρατήσει τον αριθμό της μητρόπολης, απ’ όπου τηλεφώνησε ο δέσποτας.
Άρχισε να τηλεφωνεί καθημερινά. Ο δέσποτας ή έλειπε ή ήταν απασχολημένος.

Από την κοινότητα, η συγκρατημένη δυσφορία με την οποία δέχονταν ως τότε τα τηλεφωνήματά της, μετατράπηκε πια σε  αγένεια, όταν τύχαινε να την παραπέμψουν στον υπεύθυνο ψυχολόγο.
-Πεθαίνει το παιδί μου, σας ικετεύω βοηθήστε το. Δεν σας μίλησε για μας ο πατέρας…
Μικρή σιωπή, δηλωτική μικρής αναστάτωσης: - Συνομιλήσατε με τον δέσποτα;
-          Ναι, μου τηλεφώνησε προ ημερών ο ίδιος.
-          Πάρτε πάλι αύριο την ίδια ώρα παρακαλώ.

Συνεπής και καιόμενη το έκανε φυσικά.
-          Ακούστε κυρία μου, αν υπάρξει ποτέ δυνατότητα να πάρουμε εδώ το παιδί σας, θα σας ειδοποιήσουμε εμείς.
-          Σας παρακαλώ, το χάνω το παιδί μου.
-          Αφήνετε τα παιδιά σας να πεθαίνουν και μετά ζητάτε από μας να τα σώσουμε. Αντίο σας.

Σιγά να μη το βάλει κάτω η μάνα. Ο καημένος ο βουλευτής μαρτύρησε να χτυπάει μια φορά τη μέρα, και δυο καμιά φορά, το τηλέφωνό του. Πρώτα στο γραφείο του και μετά το κινητό, κι ας ήταν Σάββατο κι ας ήταν Κυριακή. Ευγενικός, δεν δυσφόρησε ποτέ. Ζητούσε κάποιες φορές από τη γραμματέα του να καλέσει τον πατέρα… Πότε έλειπε, πότε ήταν σε συνέδριο, πότε μόναζε…
-          Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν με παίρνει πίσω, αφήνω κάθε φορά μήνυμα, στενοχωριόταν ο βουλευτής.

Κάποτε, ήταν απόγευμα  και γι αυτό ίσως το τηλέφωνο στην μητρόπολη το σήκωσε ένας άλλος κι όχι ο «γραμματέας» του δέσποτα: - Δεν μπορούμε να σας δώσουμε τον πατέρα… εδώ που τηλεφωνείτε είναι η κουζίνα…

Δεν ξανατηλεφώνησε πουθενά. Αν όλοι ή έστω ένας άνθρωπος από αυτούς μπόρεσε να κοροϊδέψει μια μάνα που βλέπει το παιδί της να χάνεται και μάλιστα με τόσο φριχτό τρόπο, και με τη ζωή ενός παιδιού απόλυτα δυστυχισμένου και βαριά άρρωστου, τότε ήταν μάταιο να ελπίζει στο φύραμά τους.

Το παιδί συνέχισε να πέφτει για λίγο ακόμα καιρό, αλλά λίγο πριν επέλθει και ο φυσικός θάνατος από μια πολύ σοβαρή σωματική ασθένεια, κατάφερε να κάνει το άλμα στη ζωή, χωρίς τη βοήθεια κανενός βουλευτή, κανενός κουμπάρου, παπά ή τραπεζοκόμου.

Εδώ και λίγα χρόνια, η ζωή επέστρεψε στον κόσμο αυτής της οικογένειας, κι η μάνα δεν κρατάει κακία σε κανέναν από κείνους. Όσους συμμετείχαν στη ντροπή εν πάση περιπτώσει.

Υ. Γ.  προς όλους τους βολεμένους κυβερνώντες και μη, και, κυρίως, προς ανίδεους για τις φρίκες που βιώνουν πολλοί συνάνθρωποί μας που δουλεύουν στο διπλανό γραφείο και στη διπλανή μηχανή και κατοικούν στη διπλανή πόρτα: Το να γίνει καλά μόνο του ένα πλάσμα που βουτήχτηκε στο δηλητήριο των ναρκωτικών, είναι εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο. Φροντίστε λοιπόν να δοθούν τα μέσα να το κάνουν,σε κείνους που θέλουν απεγνωσμένα να  σωθούν.        

Κυριακή 31 Ιουλίου 2016


 Ευτυχώς, βρέθηκε ο Ερμής 
 
 
Ωωωωχ, σε γατογειτονιά ήρθαμε να μείνουμε, γκρίνιαζε η κ. Καρολίνα όλη την ώρα από τότε που μετακόμισαν στο καινούριο σπίτι.
Ήταν λίγο γκρινιάρα και λίγο υπερβολική με την καθαριότητα, το ξέρουμε, αλλά, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, πραγματικά υπήρχαν πολλά αδέσποτα γατιά στη γειτονιά κι έτσι όπως ήταν ισόγειο αυτό το σπίτι, μερικά τολμηρά δεν δίσταζαν να μπουν και μέσα αν έβρισκαν τις πόρτες ανοιχτές.
Μια φορά μάλιστα, η κ. Καρολίνα λίγο έλειψε να πάθει εγκεφαλικό βλέποντας μια όμορφη πορτοκαλιά γατούλα ξαπλωμένη, σαν στο σπίτι της, πάνω στο κρεβάτι του μικρού της γιου και μια μαυρούλα θρονιασμένη σε ένα μαξιλάρι στο πάτωμα.
Όσο για τα δύο κηπάκια, τι να πεις, γατοπαιχνιδότοπους τα είχαν καταντήσει.
Με τον καιρό, βέβαια, τα γατιά έμαθαν ότι δεν επιτρέπεται να μπαίνουν μέσα στο σπίτι και αραίωσαν αρκετά τις επισκέψεις στα κηπάκια, που η κ. Καρολίνα τα είχε περιποιηθεί και στο ένα φύτεψε λαχανικά και στο άλλο ό,τι λουλούδι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Όμως η κ. Καρολίνα αγαπούσε πολύ τα ζώα κι ας μην τα ήθελε μέσα στο σπίτι της και γι αυτό φρόντιζε να ταϊζει τις γατούλες με ό,τι περίσσευε από το τραπέζι της. Ιδίως όταν είχε ψήσει ψάρια, πάντα ετοίμαζε λίγα παραπάνω και τα κερνούσε σε κείνες. Τα έβαζε σε ένα πιάτο, το γατοπιάτο όπως το έλεγε, γέμιζε και τη γατοκούπα με φρέσκο νερό και τα πήγαινε λίγο πιο πάνω από το σπίτι της, στο δημόσιο κηπάκι της γειτονιάς και τις φώναζε να φάνε.
Όλα πήγαιναν καλά λοιπόν, ώσπου μια ωραία μέρα, να ένα τηλεφώνημα από τα δυο μεγάλα παιδιά της που σπούδαζαν σε άλλη πόλη:
 -          Μαμά, σου έχουμε μια έκπληξη τώρα που θα έρθουμε για τις καλοκαιρινές διακοπές.
 -          Εκπλήξεις που τις προαναγγέλλεις, δεν είναι για καλό, αλλά για  να δούμε τι μου ετοιμάζετε, είπε εκείνη γιατί τους ήξερε τι πονηρούληδες ήταν.
 Την άλλη μέρα, κι άλλο τηλεφώνημα: Μαμά, θέλουμε να σε προετοιμάσουμε. Θα φέρουμε μαζί μας ένα γατάκι.
 -          Θαρρείς και δεν το ήξερα, είπε φουρκισμένη. Μην τολμήσετε κακομοίρηδες. Ούτε να το σκέφτεστε, πήρε φόρα η κ. Καρολίνα κι ανατρίχιασε στην ιδέα  ότι μέσα στο ολοκάθαρο σπίτι της θα ζει ένα γατί που θα αφήνει παντού τρίχες και γατομυρουδιά.
Ααααχ. Προβλέπονται μπελάαααδεεεες, έλεγε συνέχεια από μέσα της.  Κι απ’ έξω της δηλαδή, παρατείνοντας λίγο το λα και το δες.
Πέρασαν οι μέρες και να που έφτασε η ώρα η καλή να υποδεχτεί τα παιδάκια της που είχε τόσο καιρό να τα δει.
 -          Τζα, κοίτα μαμά, κοίτα γλύκα. Πώς μπορείς ν’ αντισταθείς σ’ ένα τέτοιο πλασματάκι, μανούλα; άρχισε τις γαλιφιές η κόρη, σηκώνοντας ως το ύψος των ματιών της κ. Καρολίνας μια όμορφη ειδική τσαντούλα για τη μεταφορά των γατιών, απ’ όπου έβγαινε μια μουσούδα τόση δα και πίσω της φαινόταν ένα παχουλό μικρό κορμάκι.
 -          Κοίτα, κοίτα κούκλος, είπε ο μεγάλος γιος παίρνοντάς τον από κάτω με το ένα του χέρι και κρατώντας τον ψηλά, έτσι που η κοιλίτσα του κρυβόταν μέσα στη χούφτα του και ανάμεσα από τα δυο ακριανά του δάχτυλα ξεπρόβαλε η φατσούλα με τα μουστάκια.
 -          Πω, πω, τέλειος είναι, είπε ο μικρός γιος που μόλις είχε καταφτάσει, παίρνοντας το γατούλη κι αυτός απαλά στα χέρια του.
 -          Τι να πω, μια φορά να μην κάνατε το δικό σας, είπε μουτρωμένη η κ. Καρολίνα, προσπαθώντας να μη φανεί ότι ήθελε να χαϊδέψει κι αυτή τη χνουδωτή μπαλίτσα που έτρεχε κιόλας πάνω στον καναπέ.

-          Κανονίστε κακομοίρηδες, μη δω να κατουρήσει μέσα στο σπίτι, καήκατε. Είπατε ότι του έχετε άμμο κι ότι ξέρει να τη χρησιμοποιεί.
 -          Εεεε, ναι… Καμιά φορά ξεχνιέται γιατί είναι πολύ μικρούλι ακόμα, αλλά μην ανησυχείς, δεν θα επιτρέψουμε να συμβεί, είπε ο μεγάλος γιος.
 -          Κι αν συμβεί, συνέχισε η κόρη, θα τη διορθώσουμε εμείς τη ζημιά, μη στενοχωριέσαι μαμά.
 -          Άντε να δούμε, είπε εκείνη, και στραβοκοίταξε τη γκριζόασπρη γουνίτσα που έπαιζε με κρόσσια του χαλιού.
 Ο Θεός βοηθός, είπε από μέσα της κι αγκάλιασε τα παιδάκια της που τα είχε πεθυμήσει τόσο πολύ, αλλά τ’ άρπαξε απ’ τα μούτρα μόλις τα είδε, η άκαρδη.
 Το βράδυ, τα παιδιά είχαν βγει έξω κι εκείνη ξάπλωσε στον καναπέ μ’ ένα βιβλίο για να ξεκουραστεί. Το γκριζόασπρο μπαλάκι, που είχε ξεθαρρέψει εντελώς, αφού έκανε μερικές βόλτες και περιεργάστηκε όλα τα μαλακά πράγματα στο σπίτι, ανέβηκε στον καναπέ και μετά πάνω της. Η καλύτερη θέση που βρήκε, ήταν ακριβώς ανάμεσα στο πρόσωπο της κ. Καρολίνας και το βιβλίο της.
- Βρε, τι κάνεις εδώ; Μπας και νομίζεις ότι τα μουτράκια σου έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από το βιβλίο μου; το μάλωσε τρυφερά.
Το γατάκι εξέτασε με περιέργεια το πρόσωπο της κ. Καρολίνας κι εκείνη κοίταξε τα πανέμορφα πράσινα μάτια του, που στην άκρη τους, από τη μέσα πλευρά, είχαν από μια σταγονίτσα σκούρη καφέ, σαν μικρά δάκρυα.
Άφησε το βιβλίο της και το χάιδεψε απαλά στο λαιμουδάκι του. Εκείνο βολεύτηκε όσο καλλίτερα μπορούσε, έφερε το ένα ποδαράκι του ως το στόμα, κι άρχισε να πιπιλίζει το πατουσάκι του κλείνοντας τα μάτια του, όπως κάνουν τα μωρά με την πιπίλα τους όταν θέλουν να κοιμηθούν.

Τον ονόμασαν Ερμή. "Γιατί είναι όμορφος, μικρόσωμος, γρήγορος, γοητευτικός και  γαλίφης", είπε ο μεγάλος γιος, και αφού συμφώνησαν  κι οι άλλοι δυο έκλεισε το θέμα. 
-          Αχ, είσαι ένας χουρχούρης εσύ, τον χαϊδολογούσε η μαμά όταν ήταν μόνοι οι δυο τους στο σπίτι. Όταν ήταν τα παιδιά μπροστά, έκανε τη δύσκολη ακόμα.
Κι εκείνος πια, όλο γλύκα κι όλο νάζι δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά της κι όλο μπερδεύονταν στα πόδια της.

Με τούτα και με κείνα, πέρασε ο καιρός κι έφτασε η ώρα να φύγουν οι δυο μεγάλοι για την πόλη όπου σπούδαζαν.
Ο Ερμής συμμετείχε στις ετοιμασίες, βέβαια. Τη μια φορά μπήκε μέσα στην ανοιχτή ντουλάπα που την έκλεισαν μετά, χωρίς να τον προσέξουν όπως είχε μπερδευτεί ανάμεσα στα ρούχα, και νιαούριζε δυνατά μέχρι να τον ακούσουν και να του ανοίξουν σκασμένοι από τα γέλια. Την άλλη, πήγε κι ανακάτεψε τα ρούχα που μόλις είχαν διπλώσει κι απόμενε να τα βάλουν μέσα στις τσάντες. Άσε που συνέχεια μπερδευόταν στα πόδια τους και ή του πατούσαν την ουρά κι εκείνος τσίριζε, ή προλάβαιναν κι άλλαζαν το βήμα τους για να μην τον πατήσουν, αλλά κινδυνεύοντας κάθε φορά να πέσουν.
 Όταν πια ήταν όλα έτοιμα, ο μεγάλος γιος πήρε τον Ερμή στην αγκαλιά του και του είπε: άντε αποχαιρέτα τη μάνα μου και τον αδερφό μου, εμείς θα πάμε ταξίδι.
 -          Μη τον πάρετε ρε παιδιά, είπε ο μικρός.
 -   Αφήστε τον εδώ βρε αγόρι μου, γιατί να αλλάξει πάλι σπίτι; Ε, κι εμείς τον αγαπήσαμε και θα μας λείψει, είπε κι η μαμά.
 -  Ήμουνα σίγουρος ότι έτσι ακριβώς θα γίνει, κυρία σκληρή μαμά, είπε εκείνος και απόθεσε το γατούλη στην αγκαλιά της.                       
         
Πέρασε ενάμισης χρόνος από τότε που έφεραν τα παιδιά τον Ερμή.
Ευτυχισμένος τριγυρνούσε παντού κι έπαιζε όπου του άρεσε και το βράδυ κοιμόταν στα πόδια της μαμάς ή ακόμα και πάνω από το κεφάλι της, αγκαλιάζοντάς το με το σωματάκι του, έτσι σαν να ήταν ένα ζωντανό γούνινο καπέλο.
Το ίδιο έκανε βέβαια και με το μικρό γιο, που συχνά αστειευόταν: Επιτέλους, από μικρός αδελφός που ήμουν ως τώρα, έγινα ο μεγάλος.
Βεβαίως, ο Ερμής είχε και φανατικές θαυμάστριες. Την ανηψιά της κ. Καρολίνας την Κικίτσα, τις δυο γειτονονοπούλες, την Τάνια και την Κική, ακόμα και την άλλη ανηψούλα την Κλειώ, που έμενε σε άλλη πόλη, αλλά δεν τον άφηνε από την αγκαλιά της όταν ερχόταν επίσκεψη και πάντα ρωτούσε γι αυτόν όταν τηλεφωνούσε στη θεία της.
-       «Κυρία Καρολίνα», φώναζαν οι γειτονοπούλες  από δίπλα (μέχρι να μάθουν να κρύβουν τα γέλια τους μ’ αυτό το όνομα, είδαν κι έπαθαν -σαν να λέμε καρουλάκια ακούγεται, έλεγαν και γελούσαν με την καρδιά τους όποτε χρειαζόταν να το πουν) «να έρθουμε να παίξουμε με τον Ερμή;» και μάλωναν στο τέλος, ποια θα τον έχει μωρό της.
Περιττό να πούμε ότι όταν ερχόταν η Κικίτσα, από την άλλη γειτονιά, τον είχε εκείνη για μωρό της, και γιατί ήταν το γατάκι της θείας της, και γιατί δεν τον έβλεπε πολύ συχνά.
Η χαρά του γατιού και των παιδιών, έλεγε η κυρία Καρολίνα, και τους έμπαζε όλους μαζί στο δωμάτιο του μεγάλου γιου της, που δεν το χρησιμοποιούσε κανένας όσο έλειπε εκείνος. - Παίξτε όσο θέλετε, αλλά μη μου στενοχωρείτε τον Ερμή, εντάξει;        

 -        Πού είναι τα γατάκια σου κυρ Στέλιο; ρώτησε μια μέρα η κ. Καρολίνα τον γείτονα που δεν τσιγκουνευόταν ν’ αγοράζει τροφή και να ταϊζει όλα τα αδέσποτα της γειτονιάς.
 -       " Δυστυχώς, γειτόνισσα, κάποιος κακός από δω γύρω, έβαλε σκοπό να εξολοθρεύσει όλα τα γατιά της γειτονιάς, Τέσσερα από τα δικά μου τα βρήκα πεθαμένα και τα υπόλοιπα δεν ξέρω πού είναι", είπε λυπημένα ο καλός άνθρωπος.  "Πρόσεχε το γατάκι σου, γιατί άρχισε να ξεθαρρεύει και να βγαίνει βόλτες τριγύρω", συμπλήρωσε.
 -      Καλά λες κυρ Στέλιο, έχω ώρα να τον δω.

Ερμή, Ερμή, πού είσαι; Έτρεξε ανήσυχη μέσα στο σπίτι.
Έψαξε κάτω από τα κρεβάτια, μέσα στις ντουλάπες, στη βιβλιοθήκη, πίσω από τους καναπέδες, ακόμη και μέσα στα χαμηλά ντουλάπια της κουζίνας κοίταξε. Μια φορά τον είχε κλείσει κατά λάθος εκεί μέσα κι εκείνος νιαούριζε επί ώρα μέχρι να τον ακούσει και να τον βγάλει από κει.
Πουθενά δεν είναι, πουθενά. Αχ ας μην έπαθε τίποτα κακό το γατάκι μου, παρακαλούσε από μέσα της η κ. Καρολίνα νοιώθοντας την αγωνία να της κλείνει το λαιμό.
Βγήκε έξω, τριγύρισε, μαζί με τον κυρ Στέλιο που προθυμοποιήθηκε να την βοηθήσει, στα παρκάκια της γειτονιάς, κατέβηκε στην αποθήκη. Τίποτα, πουθενά.
Ξαναβγήκε έξω. "Ερμή, Ερμή, πού είσαι", φώναζε σιγανά.
 -         Τι έπαθες αδερφή μου, έχασες κανένα πορτοφόλι γεμάτο λεφτά και το ψάχνεις σαν παλαβή; αστειεύτηκε  η αδερφή της, η μαμά της Κικίτσας, που ερχόταν επίσκεψη κρατώντας από το χεράκι την κόρη της.       
Όπου να ‘ναι θα έφτανε και η Κλειώ με τη μαμά της, που θα ‘ρχονταν για να μείνουν στης θείας το Σαββατοκύριακο.
 -          Μακάρι να έχανα το πορτοφόλι μου, είπε εκείνη, αγκαλιάζοντας και φιλώντας την ανηψιά της. Εδώ και ώρα ψάχνω τον Ερμή και δεν τον βρίσκω πουθενά. Μου είπε κι ο κυρ Στέλιος ότι κάποιος σκορπίζει φόλες στη γειτονιά και σκοτώνει τα γατάκια...

-          Κορίτσια, έτρεξε η Κικίτσα στο σπίτι της Κικής και της Τάνιας, ελάτε, χάθηκε ο Ερμής, πάμε να βοηθήσουμε τη θεία στο ψάξιμο.
 -          Μην κλαίτε κυρία Καρολίνα, είπε η Κική, κι ήταν πρώτη φορά που δεν γέλασε μ’ αυτό το αστείο όνομα, θα τον βρούμε τον Ερμάκο, θα ψάξουμε όλοι μαζί.
 -          Τι έγινε βρε παιδιά, τέτοια υποδοχή ούτε στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, είπε κατεβαίνοντας από το ταξί η μαμά της Κλειώς και βλέποντάς τες όλες μαζί στην άκρη του δρόμου.
 -          Χάθηκε ο Ερμής, είπαν όλα τα κορίτσια μαζί κι άρπαξαν την Κλειώ από το χέρι λέγοντας με ορμή: «πάμε να ψάξουμε να τον βρούμε».               
Ερμή, Ερμή, αντηχούσε για λίγη ώρα όλη η γειτονιά από τις φωνούλες τους, αλλά ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τον Ερμή κι η κυρία Καρολίνα δεν μπορούσε πια να κρύψει τα δάκρυά της. - Να δείτε που δηλητηρίασαν και το δικό μου το ζωάκι οι άθλιοι, έλεγε και ξανάλεγε.
 -  Πάτε εσείς μέσα, φώναξαν τα κορίτσια, εμείς θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε.
 -  Καλά λένε τα παιδιά, ντροπή μου που σας έχω τόση ώρα στο δρόμο, είπε απαρηγόρητη πια η καημένη η Καρολίνα.
 Κόντευε να νυχτώσει όταν βγήκαν οι μαμάδες να φωνάξουν τα κορίτσια. – Άντε, ελάτε μέσα παιδιά κι ο Ερμής κάπου θα τριγυρνάει και μόλις βρει το δρόμο θα γυρίσει στο σπίτι.
-  Κι αν  χαθεί, είπαν έτοιμες να κλάψουν και οι τέσσερις.
-  Μην ανησυχείτε, τα γατάκια πάντα βρίσκουν το δρόμο τους, είπε η θεία  προσπαθώντας να παρηγορήσει κι αυτές και τον εαυτό της. 
-  Άντε να πλύνετε τα χεράκια σας κι ελάτε να φάτε, Θα φτιάξω αβγόφετες με μέλι, που σας αρέσουν.
 - Εεεε, τι γίνεται εκεί μέσα, έτρεξε η μαμά της Κλειώς στο μπάνιο, από όπου ακούγονταν χοροπηδητά και δυνατές φωνές.
 -    Να τος ο τεμπέλαρος, φώναξε σκασμένη από τα γέλια η Κικίτσα, βγαίνοντας  με τον Ερμή στην αγκαλιά της.  
 -     Κοιμόταν του καλού καιρού μέσα στο πλυντήριο, είπαν οι άλλες τρεις τρισευτυχισμένες κι απλώνοντας τα χέρια για να τον χαϊδέψουν.
 -      Εκεί που πλέναμε τα χέρια μας στο νιπτήρα, ακούσαμε ένα θόρυβο' γυρίσαμε να δούμε τι είναι και να σου ο κύριος να πηδάει έξω από τον κάδο σαν να μη συμβαίνει τίποτα, εξήγησε η Κλειώ.
 -      Βρε παλιομασκαρά, μας κατατρόμαξες, είπε τρυφερά η μαμά της Τάνιας και της Κικής, που είχε  έρθει κι αυτή πριν από λίγο.                     
        
Όσο για την κυρία Καρολίνα, τον άρπαξε στην αγκαλιά της και τον φιλούσε συνέχεια. «Μην τολμήσεις κακομοίρη να μου κάνεις ξανά τέτοια λαχτάρα, θα σε σφάξω».
 - Εεεε, οι αβγόφετες καίγονται, φώναξε η Κλειώ που είχε αρχίσει να πεινάει μετά από τόσες ώρες ταξίδι και αγωνία μέχρι να βρουν τον τεμπελάκο.
 -          Θα σας φτιάξω άλλες, είπε η θεία, πανευτυχής και με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά.  Θα φτιάξω και χαλβά σιμιγδαλένιο με μπόλικα καρύδια για να γιορτάσουμε που ξαναβρήκαμε τον άσωτο γάτο μας. Μια στιγμή όμως, να το πω και στο γείτονα γιατί ανησυχούσε πολύ. "Ε, κυρ Στέλιο, βρέθηκε το γατάκι μας" είπε βγάζοντας το κεφάλι της από τη μπαλκονόπορτα. -"Μπράβο γειτόνισσα. χαίρομαι πολύ" είπε ο καλός άνθρωπος και χαμογέλασε με ανακούφιση,  
 -----------------------------------------------------------------------------------------------