Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Κοίτα να δεις τι έπαθαν τα ψάρια



Ανακατωμένος τον τελευταίο καιρό ο βυθός' κάτι δεν πάει καλά στη θάλασσα.
Όλο κάτι σούσουρα ακούγονται' λένε ότι τα διέδωσαν οι σολομοί  που ήρθαν από την πέρα θάλασσα. Ξέρετε, αυτοί ταξιδεύουν πολύ και  μαθαίνουν πολλά νέα.
Τούτη τη φορά όμως μοιάζουν τρομαγμένοι. Κάτω στην πέρα θάλασσα, λένε, τα ψάρια αρρωσταίνουν από μια περίεργη αρρώστια, και κάποια από αυτά πεθαίνουν κιόλας.
Και μάλιστα, λένε, ότι τα ψάρια της πέρα θάλασσας δέχτηκαν  να κάτσουν στα θαλάμια τους και να μην κόβουν βόλτες  πέρα δώθε για να μην κολλήσουν το ένα με τ' άλλο την αρρώστια.
Δηλαδή, σαν τις αδερφές μου που ζουν στο ιχθυοτροφείο; ρώτησε τρομαγμένη μια τσιπούρα που δεν έλεγε να το χωνέψει ότι υπάρχουν κάτι μέρη κλεισμένα από τριγύρω όπου γεννιούνται και μεγαλώνουν τσιπούρες για να τις αγοράσουν και να τις φάνε κάτι περίεργα πλάσματα που δεν ζουν στο νερό αλλά στη στεριά κι έχουν, αντί για πτερύγια και ουρά, κάτι κόκαλα που τα λένε χέρια και πόδια. (λες να είναι αυτά τα ίδια τα πλάσματα που βρωμίζουν το νεράκι της θάλασσας μας;  σκέφτηκε και σκυθρώπιασε λίγο παραπάνω).
Μπα, οι αδερφές σου στο ιχθυοτροφείο είναι μια χαρά, έχουν τόπο να κάνουν μερικές βόλτες. τα ψάρια της πέρα θάλασσας, όμως, δεν βγαίνουν από το θαλάμι τους, παρά μόνο για να τσιμπήσουν κάτι και μ' αυτή την ευκαιρία να ξεπιάσουν λίγο την ουρά τους, είπε ένας νεαρός σολομός και κοκκίνισε που μιλούσε σε τόσο πολύ ψαρόκοσμο.

Ωωω, τα καημένα, είπαν κάποια ψάρια, αλλά οι κοκοβιοί, πήραν ύφος και είπαν ότι τι μας νοιάζει τι παθαίνουν τα ψάρια στην πέρα θάλασσα αφού εμείς είμαστε καλά;
Σωστά είπαν τα περισσότερα από τα άλλα, τι μας νοιάζει; εμείς να είμαστε καλά.
Έλα, όμως, που δεν ήταν όλα καλά και το κατάλαβαν πολύ γρήγορα.
Τα χελιδονόψαρα που πέταξαν και κολύμπησαν από άκρη σε άκρη στη δώθε θάλασσα, μήνυσαν σε όλους ότι έρχεται ο καρχαρίας να μιλήσει και πρέπει να είναι όλα εκεί.
Τι να θέλει να μας πει και τι να θέλει να μας πει ήταν όλη μέρα τα ψάρια, που κολυμπούσαν πέρα δώθε και μοιράζονταν τις απορίες τους και γι αυτό ήταν ανακατωμένος ο βυθός.

Επιτέλους κατέφτασε μεγαλοπρεπής και σοβαρός ο καρχαρίας και τα ψάρια μαζεύτηκαν γύρω του για ν΄ακούσουν επιτέλους τι το σπουδαίο είχε να τους πει.

Αγαπητά μου θαλασσινά πλάσματα, είπε ο καρχαρίας κι έδειξε λίγο τα κοφτερά του δόντια,  μαζευτήκαμε σήμερα όλοι εδώ, γιατί η θάλασσα, όλη η θάλασσα κι όχι μόνο η πέρα θάλασσα, βρίσκεται μπροστά σ' έναν μεγάλο κίνδυνο. Τα ψάρια αρρωσταίνουν πολύ σοβαρά και αρκετά από αυτά πεθαίνουν. Το κακό είναι ότι αυτή η αρρώστια κολλάει εύκολα από το ένα ψάρι στο άλλο.
Γι αυτό, θέλω να σας παρακαλέσω να προσέχετε πολύ. Μην κόβετε βόλτες όλη μέρα και μην κάνετε ψαροεπισκέψεις και ψαροπάρτι. Μας βρήκε απροετοίμαστους το κακό κι αν αρρωστήσετε όλοι μαζί, δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση' τα νοσοκομεία μας δεν επαρκούν. Ακούτε τι γίνεται στην πέρα θάλασσα; Ε, το κακό ήρθε και στη δώθε θάλασσα. ένας σολομός μας ήρθε άρρωστος. γι αυτό, προσέχετε.

"Εμ, βέβαια", είπε λίγο στριμμένα η μουρμούρα αγριοκοιτάζοντας έναν αστακό, που, αντί να προσέχει το αφεντικό του τον καρχαρία (μη και τον φάνε τα ψαράκια τάχα), κρυφοκοιτούσε την ζαργάνα που σειόταν και λυγιόταν για να τον γοητέψει, "'άμα ξοδεύετε τόσα φύκια για να καλοπερνάτε εσείς και κάνετε ό,τι βλακεία σας έρθει στο κεφάλι ξοδεύοντας τα δικά μας τα φύκια και παίρνετε όλο και πιο πολλά όπλα γι αυτούς εδώ και για τις σμέρνες, πώς να περισσέψουν για ψαρονοσοκομεία;"

Πέρασαν λίγες μέρες κι οι ψαροεφημερίδες έγραφαν κάθε μέρα πόσοι αρρωσταίνουν και πόσοι πεθαίνουν στην πέρα θάλασσα. 
Κατατρόμαξε ο ψαρόκοσμος. Πολλά ψαρογερόντια έφτασαν να μη θέλουν να βλέπουν ούτε τα παιδιά τους, μη τυχόν και κολλήσουν την αρρώστια. Τόσο πια τρόμαξαν τα ψάρια απ' αυτά που διάβαζαν κι απ' αυτά που άκουγαν από δω κι από κει.

'Ωσπου,  νά σου πάλι τα χελιδονόψαρα. Συγκεντρωθείτε ψάρια. Θα έρθει πάλι ο καρχαρίας μαζί με τη φάλαινα, αυτή τη φορά, για να μας μιλήσουν.
Άντε πάλι, τα σούσουρα. Αφού μας τα είπε, τι θέλει πάλι; Μήπως να μας πει ότι πάει πέρασε το κακό;
Μπααα, είπε η καβουρίνα που στραβοπερπατούσε, όπως πάντα κι έτσι μάθαινε τα πάντα, σιγά να μη θέλει να μας πει ευχάριστα...

Και δεν είχε καθόλου άδικο, εν τέλει, αφού σε λίγο κατέφτασαν ο καρχαρίας κι η φάλαινα κι έδειχναν πολύ λυπημένα τα ρύγχη τους.

Ωχ, ωχ, ωχ, τι μας περιμένει πάλι; αναρωτήθηκαν τα ψάρια κουνώντας ανήσυχα τις ουρές και τα πτερύγιά τους, ανακατώνοντας έτσι πάλι τον βυθό.

Αγαπητοί φίλοι, είπε ο καρχαρίας με δυνατή φωνή, σκούρα τα πράγματα με την καινούρια αρρώστια που εξαπλώνεται τόσο γρήγορα που δεν την προλαβαίνουμε. Θα πρέπει να ξέρετε ότι κινδυνεύουμε όλοι. Μόνο οι αθερίνες δεν φαίνεται να αρρωσταίνουν σοβαρά. αλλά, δυστυχώς, δεν είμαστε όλοι αθερίνες και γι αυτό θα πρέπει να πάρουμε πιο σοβαρά μέτρα. Μέχρι τώρα λέγαμε ότι πρέπει να σεβόμαστε τον εαυτό μας και τους άλλους και να μην έχουμε πολλά πάρε δώσε μεταξύ μας, αλλά τώρα είμαστε στην δυσάρεστη θέση να απαγορέψουμε να βγαίνετε από τα θαλάμια σας μέχρι να περάσει η φουρτούνα.
 Τιιιιιιι; φώναξαν όλα μαζί τα ψάρια, τρελάθηκες καρχαρία; και πώς θα τρώμε εμείς και τα παιδιά μας;

Ησυχία, φώναξε εκνευρισμένος ο καρχαρίας, η κ. φάλαινα από δω θα σας εξηγήσει γιατί πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο.

Η κ. φάλαινα, πήρε το γλυκό της ύφος και εξήγησε στα ψάρια πώς αυτή η ύπουλη καινούρια αρρώστια μπορεί να σκοτώσει χιλιάδες και χιλιάδες ψάρια, αν δεν κάνουμε αυτό που λέει ο καρχαρίας. Άλλωστε, είπε, κι άλλοι καρχαρίες και στην πέρα και στη κείθε και στην πάνω και στην κάτω θάλασσα, τα ίδια κάνουν για να σωθεί ο ψαρόκοσμος.

Όσο για το τι θα τρώτε, κάτι θα κάνουμε, είπε ο καρχαρίας πιο ήρεμα τώρα. Σε όσους έχετε τις προϋποθέσεις, θα φέρνουν τα χταπόδια φαγητό για εσάς και τα παιδιά σας. Μη ζητάτε, βέβαια να τρώτε όπως τρώγατε όταν κυνηγούσατε τα ίδια, αλλά κάτι θα κάνουμε για να μην πεθάνετε από την πείνα.

Μάλιστα, είπε η σουπιά. Κι κείνοι που δεν έχουν τις προϋποθέσεις που λέτε, τι θα κάνουν;
Ε, τι να σας πω. είπε αγριεμένος ο καρχαρίας που τον στρίμωχνε έτσι η σουπιά, άς φρόντιζαν να τις έχουν...
Α, και να ξέρετε, όποιος παραβεί τις εντολές και βολτάρει από δω κι από κει, θα τον συλλαμβάνουν  οι αστακοί και θα τιμωρείται με στέρηση του φαγητού του. Αυτά είχα να πω και φεύγω. Άντε μη με κολλήσετε και τίποτα  παλιοφτωχόψαρα, είπε μέσα από τα πριονωτά του δόντια και παίρνοντας αγκαζέ την φάλαινα ξεκίνησαν για να πάνε στο υπέροχο κοραλένιο τους νησί.

Μωρέ τι μας λες, είπε η μουρμούρα, αλλά δεν συνέχισε γιατί -το ήξερε κι αυτή- άμα άρχιζε τη μουρμούρα δεν σταματούσε εύκολα.

Κι έτσι, μαντρώθηκαν, ήθελαν δεν ήθελαν, τα ψάρια κι ο καιρός περνούσε αργά και βασανιστικά μέσα στους μικρούς χώρους των θαλαμιών με τα μικρά ψαράκια, που δεν πήγαιναν στο ψαροσχολείο, να βαριούνται και να μαλώνουν συνέχεια μεταξύ τους και να τρώνε και καμιά στο ποπό από τη μαμά, που με τη σειρά της μάλωνε με τον μπαμπά έτσι όπως τον έβλεπε να ξαπλώνει στον ψαροκαναπέ και να γκρινιάζει συνέχεια και να κάνει παρατηρήσεις σε όλους γιατί του χαλούσαν την ησυχία του.
Μετά από λίγο καιρό άρχισαν πολλά από τα ψαροζευγάρια να μαλώνουν πολύ και να παρακαλάνε πότε θα ανοίξουν πια τα ψαροδικαστήρια για να πάρουν διαζύγιο και να ησυχάσουν ο ένας από τον άλλον.

Κι η περίεργη αρρώστια να μη λέει να πάει από κει που 'ρθε κι όλο να γράφουν οι ψαροεφημερίδες πόσοι πεθαίνουν κάθε μέρα' τόσο πια που μερικά χαζά ψάρια άρχισαν να πιστεύουν ότι δεν πεθαίνουν πια από τίποτα άλλο τα ψάρια και περίμεναν πώς και πώς να τελειώσει η καινούρια αρρώστια για να ζήσουν αιώνια.

Οι μουρμούρες βέβαια, στην αρχή μουρμούριζαν, αλλά στη συνέχεια άρχισαν να το λένε και δυνατά, ότι όλα αυτά είναι τερτίπια του καρχαρία και των ομοίων του, για να κάνουν τα ψάρια ό,τι θέλουν και τώρα που υπάρχει η καινούρια αρρώστια και μετά που θα λείψει, αλλά λίγοι τις άκουγαν και πολλοί τις κορόιδευαν κιόλας.

Εν τω μεταξύ, αρκετά ψάρια που δεν ήθελαν να κάθονται κλεισμένα στα θαλάμια τους  (είχε περάσει κι ο χειμώνας κι η θάλασσα ήταν χάρμα οφθαλμών και ζωής πια) κι άρχισαν να ξεμυτίζουν, αναγκάστηκαν από τους αστακούς κι από τους βοηθούς τους τούς αχινούς, να μαζευτούν κακήν κακώς στα θαλάμια τους γιατί ωραία η ελευθερία και η ανυπακοή, αλλά και η πείνα δεν αντέχεται.

Και μια ωραία μέρα κατέφτασε πάλι ο καρχαρίας περιτριγυρισμένος από κάτι μεγάλες τσούχτρες, μη και τον πλησιάσει κανένα ψάρι και κολλήσει την αρρώστια, και ούτε λίγο ούτε πολύ, τους είπε ότι το λιγοστό φαγάκι που έτρωγαν ως τώρα, θα έπρεπε να μειωθεί στο μισό, γιατί τα ψάρια της θάλασσας ήταν πολλά και το φαγάκι λίγο, οπότε...

Οι πεταλίδες δεν είπαν τίποτα, οι κοκοβιοί χαζογέλασαν και είπαν ότι δεν πειράζει μωρέ, θα κάνουμε και δίαιτα, κι οι σμέρνες έδειξαν τα απαίσια δόντια τους προς εκείνα τα ψάρια που πήγαν να διαμαρτυρηθούν και, ούτε λίγο ούτε πολύ, τους είπαν να μη λένε και πολλά γιατί τους ξέρουν ποιοι είναι κι αν συνεχίσουν έτσι, δεν θα περάσουν καλά.

Με τούτα και με κείνα, ο καιρός περνούσε κι αφού η αρρώστια δεν έλεγε να φύγει, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να βγουν τα ψάρια να βρίσκουν τροφή μόνα τους γιατί το ψαροτροφοφυλάκιο δεν άντεχε άλλο.

Θα πρέπει να βγείτε από τα θαλάμια σας για να δουλέψετε, αλλά όχι όλοι μαζί κι όχι χωρίς προστασία, έγραψαν οι ψαροεφημερίδες μεταφέροντας τις διαταγές του καρχαρία. Θα πρέπει να φοράτε όλοι μια ψαροφόρμα που θα καλύπτει το στόμα σας, την ουρά και τα πτερύγια. για να μην κολλήσετε ο ένας τον άλλον την αρρώστια και ψοφήσετε, διότι τότε ποιος θα δουλεύει για να γεμίζει το ψαροτροφυλάκιο; 
Και πού θα τη βρούμε αυτή τη φόρμα; φώναξαν τα ψάρια.
Μην ανησυχείτε, απάντησαν οι ψαροδημοσιογράφοι.  Η σκορπίνα που είναι πολύ καλή φιλενάδα του αφεντικού, θα τις φτιάξει στο ψαροεργοστάσιο και θα σας τις πουλάει σε καλή τιμή. 

Κι έτσι, τα ψάρια, θες από το φόβο της αρρώστιας, θες από το φόβο των αστακών και των αχινών, άρχισαν να κυκλοφορούν αγνώριστα έτσι όπως ήταν κουκουλωμένα με τις περίεργες φόρμες που έφτιαχνε η σκορπίνα στο μαγαζί της.
Μερικά βέβαια  ήταν ακόμα πιο αστεία, αφού δεν ήθελαν να πληρώσουν για τις φόρμες τους και τις έφτιαχναν μοναχά τους, αλλά δεν τα πείραζε καθόλου.
 Άσε που μερικά άρχισαν να σκέφτονται πονηρά και να λένε ότι τώρα είναι η ευκαιρία να ληστέψουν το ψαροτροφοφυλάκιο χωρίς να τα αναγνωρίσει κανείς.

Δεν ξέρουμε πώς συνεχίζεται  η ζωή στο βυθό. Μπορεί να βρέθηκε το φάρμακο για τη νέα αρρώστια, μπορεί και όχι. Το βέβαιο πάντως είναι ότι  τα ψάρια έχασαν την ελευθερία τους' όση τους είχε απομείνει δηλαδή, κι οι καρχαρίες πια, όποτε ήθελαν να τα κάνουν να σκάσουν ή να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, έλεγαν ότι η καινούρια αρρώστια αναζωπυρώθηκε και γι αυτό πρέπει να κάνουν ό,τι λένε οι καρχαρίες για να συνεχίσουν να ζουν. 

Μόνο που τώρα τελευταία το παρατράβηξαν το σκοινί κοροϊδεύοντας τον ψαρόκοσμο έτσι όπως του έλεγαν, ξανά μανά,  ότι δεν επιτρέπεται να βρίσκονται πολλά ψάρια μαζί γιατί έτσι θα κολλήσουν το ένα  στ' άλλο την αρρώστια, αλλά υποχρέωναν τα ψαράκια να στριμώχνονται πολλά πολλά μαζί στα σχολεία και καθόλου δεν τους ένοιαζε που τα ψάρια ήταν σαν παστές σαρδέλες μέσα στα ψαρολεωφορεία. Κι άσε τα νοσοκομεία που είναι ακόμα σε κακό χάλι, ενώ είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα, καθώς λένε, κι άσε και τα ψάρια που δεν μπορούν να ψάξουν για τροφή γιατί έκλεισαν πάρα πολλοί ψαρότοποι,  κι άσε εκείνα που ήταν ήδη πολύ φτωχά και τώρα έγιναν φτωχότερα.

Και θαρρώ ότι τον τελευταίο καιρό είχαν πληθύνει οι φωνές που το έλεγαν αυτό και πίεζαν τους καρχαρίες να κάνουν ό,τι έπρεπε να έχουν κάνει από καιρό. Καλύτερα και μεγαλύτερα νοσοκομεία δηλαδή, περισσότερους ψαρογιατρούς, μεγαλύτερα σχολεία και πιο πολλούς δάσκαλους,  κι  εν πάση περιπτώσει καλύτερη ζωή για όλα τα ψάρια, διότι τη δικαιούνται. Κι ότι οι καρχαρίες είναι υποχρεωμένοι να τα κάνουν όλ' αυτά αφού αυτοί ήθελαν να κυβερνήσουν τις θάλασσες ακριβώς για να υπηρετούν τα ψάρια. Έτσι έλεγαν τουλάχιστον, μέχρι να πείσουν τα ψάρια να τους ψηφίσουν.

Έχω αγωνία να δω τι θ' απογίνει. Θα καταφέρουν εν τέλει οι καρχαρίες να τα κάνουν να σκάσουν τα ψάρια ή τα ψάρια θα τους πάρουν στο κυνήγι και θα τους στείλουν στα θαλάμια τους μπας και δουν το βυθό να ξεθολώνει κάποια μέρα;