Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

... μια καινούρια σειρά από αληθινά ή φανταστικά παραμύθια

κυρίως για μεγάλους

μόνο που σήμερα λέω ν' αρχίσω με μια αγαπημένη ιστορία -αληθινή βεβαίως- των παιδικών μου χρόνων

χαρισμένη στη Μαρία και στη Βούλα
τις υπέροχες συντρόφισσες στα παιχνίδια και στους καυγάδες
(και σε πολλά άλλα αργότερα και για πάντα)


Ο θείος Αντώνης



Ήμασταν μικρά τότε κι αγρίμια, ως ένα βαθμό' ίσως λίγο παραπάνω από ό,τι επέτρεπαν το χωριάτικο περιβάλλον μας και το γεγονός ότι ήμασταν κορίτσια.

Παίζαμε, μαλώναμε και πάντα μαζί ήμασταν' μια ξυλόπορτα χώριζε τις αυλές μας και πενήντα μέτρα τα σπίτια μας.
Οι μάνες μας φιλενάδες κι αγαπημένες και με σεβασμό η μια για την άλλη.
Μαλώναμε εμείς; αντί να πιαστούν κι αυτές στα λόγια μεταξύ τους, όπως έκαναν ένα σωρό άλλες μανάδες, μας μάζευαν, η κάθε μια τα δικά της καμάρια, στα σπίτια μας και εκεί, αφού πρώτα μαθαίναμε τι εστί βερύκοκο (μερικές ξυλιές στον ποπό ήταν κάτι σαν γιατρικό για πάσα νόσο), μετά ή και ταυτόχρονα, ότι είναι ντροπή ασυγχώρητη να μαλώνουμε (και ενίοτε να δερνόμαστε) τόσο αγαπημένες φιλενάδες.
"Τι φιλενάδες, πιο πολύ κι από αδερφές είστε εσείς βρε κωθώνια...", έλεγε σε μας η δική μας η μάνα. Φαντάζομαι, ανάλογα θα έλεγε και σ' εκείνες η θεία Κατίνα.

Από παιχνίδια; ό,τι θες. Από σκαρφάλωμα στα δέντρα (άλλοτε έτσι, για το σκαρφάλωμα κι άλλοτε για να κορφολογήσουμε τα οπωροφόρα της γειτονιάς),  καουμπόϋδες (μ' ένα καλάμι για άλογο), ινδικούς χορούς που ξεσηκώναμε από το σινεμά μια κι οι ταινίες με τη Ναργκίς ήταν στις δόξες τους τότε, μέχρι κατασκευή κουκλιών και κουκλόσπιτων (τα κουτιά από τα καινούρια παπούτσια τα χαιρόμασταν παραπάνω κι από τα ίδια τα παπούτσια διότι στέγαζαν πλέον τις πάνινες κούκλες μας και τα προικιά τους -όλα φτιαγμένα με τα χεράκια μας.

Παρότι όμως παίζαμε μέχρις εξάντλησης, έρχονταν και ώρες που βαριόμασταν.
Και τότε αναλάμβανε δράση ο θείος Αντώνης.
Ήταν ένας ψηλός, μελαχρινός και όμορφος άνθρωπος.
Σοβαρός και λιγομίλητος, αλλά μ' ένα χιούμορ καταλυτικό.
Επί μήνες και όσο του επέτρεπαν οι δουλειές κι οι λοιπές ασχολίες του, φιλοτεχνούσε τις φιγούρες για το θέατρο σκιών που έστηνε κατά καιρούς κι ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, πότε μέσα στο σπίτι τους και πότε στην αυλή.

Τις ξεκαρδιστικές ιστορίες που ζωντάνευαν οι φιγούρες, του τις επινοούσε ο ίδιος.
Σε μια τέτοια παράσταση του θείου Αντώνη άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά.
Ήξερε ο θείος Αντώνης ξένες γλώσσες; Όχι βέβαια, αλλά, ακούγοντας αργότερα ανθρώπους να μιλούν αυτές τις γλώσσες, θαύμασα ακόμα παραπάνω τη δυνατότητα αυτού του ανθρώπου να μιμείται και να μας κάνει να λιώνουμε από τα γέλια, χωρίς να σκάει ούτε ένα χαμόγελο ο ίδιος.

Τότε ακόμη δεν είχε έρθει το ηλεκτρικό στο χωριό μας. Φωτιζόμασταν με τις γκαζόλαμπες. Όσοι μεγάλωσαν σε χωριά εκείνα τα χρόνια, θα τις θυμούνται. Μια στρογγυλή γυάλινη κοιλίτσα γεμάτη πετρέλαιο, ο μηχανισμός για το ανεβοκατέβασμα του φιτιλιού και πάνω το λαμπογυάλι, όπως το λέγαμε, που μαύριζε από την καπνιά κι ήθελε συχνά πυκνά καθάρισμα. Τύλιγαν οι μάνες ένα μαλακό άσπρο πανί σε μια λεπτή βέργα και το σκούπιζαν απαλά απαλά, γιατί ήταν από πολύ λεπτό γυαλί, μέχρι να φύγει εντελώς η μουντζούρα και να λάμψει διάφανο.
Ενίοτε όμως και παρ' όλη την προσοχή, έσπαζε και τότε τρέχα Δέσποινα, Μαρία, Βούλα, Τασούλα (η Γεωργία ήταν μωρό ακόμα), να φέρεις άλλο απ' του μπάρμπα Θωμά.
Κι αν τό' σπαζες στο δρόμο για κάποιο λόγο, βρες τρύπα να κρυφτείς απ' την οργή της κυρά Κίτσας. Ίσως όχι και της θείας Κατίνας' αυτή ήταν πιο ήπια από τη δική μας μάνα.

Η γκαζόλαμπα, γι αυτό και η εκτενής αναφορά στην ύπαρξή της, είχε ένα πολύ σημαντικό ρόλο στις παραστάσεις του θείου Αντώνη, μια και το φως της ήταν που δημιουργούσε τις σκιές που βλέπαμε οι έκθαμβοι θεατές.

Κρεμούσε, λοιπόν, μόλις βράδιαζε, ένα μεγάλο άσπρο σεντόνι ο θείος Αντώνης, τακτοποιούσε τις καρέκλες σε ικανοποιητική απόσταση από την οθόνη, μας φώναζε να καθίσουμε  κι εμείς σπεύδαμε και περιμέναμε σιωπηλά κι έκθαμβα τη συνέχεια.
Πίσω από το σεντόνι δεν ξέραμε τι γίνεται, αλλά προφανώς ο θείος Αντώνης θα είχε τοποθετήσει ένα τραπέζι, όπου ακουμπούσε τις φιγούρες του και τη γκαζόλαμπα, που αναγκαίο να φωτίζει από τη δική του πλευρά, ενώ εμείς μέναμε στο σκοτάδι.
Και μετά, να το το θαύμα. Οι μορφές του Καραγκιόζη, του μπάρμπα Γιώργου, του Νιόνιου και του Μορφονιού, του Χατζηαβάτη και του κολλητηριού, άρχιζαν να κινούνται και να μιλούν ο καθένας με την αστεία φωνή του, ξεσηκώνοντας κύματα ακατάσχετου γέλιου σε μικρούς και μεγάλους.

Η παράσταση που πιο πολύ απ' όλες θυμάμαι, ήταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας σκέτη Βαβέλ. Τι εννοώ; Οι παίχτες ανήκαν σε διαφορετικές εθνότητες και ο ηρωικός και πολύγλωσσος/πολυμαθής σπήκερ/θείος Αντώνης, μιλούσε στη γλώσσα του κάθε ποδοσφαιριστή για να περιγράψει τις φάσεις του αγώνα.
Με τι να πρωτογελάσεις; με τον μπάρμπα Γιώργο που κλωτσούσε τη μπάλα με τα τσαρούχια (ενίοτε και με τη γλίτσα) και θύμωνε βρίζοντας βλάχικα τους αντιπάλους του; με τον κομψευόμενο Μορφονιό που κυνηγούσε τη μπάλα σαν να μάζευε πεταλούδες; με τον Νιόνιο που αγανακτούσε στα νησιώτικα ή με τους Αγγλογαλογερμανούς άλλους παίχτες που μάλωνε ο καθείς στη γλώσσα του;

Να 'σαι καλά βρε Αντώνη, μας έκανες και γελάσαμε με την ψυχή μας, έλεγε η μάνα μου σκουπίζοντας τα μάτια της που έτρεχαν από το πολύ γέλιο.
Κι η θεία Κατίνα, γελώντας ευτυχισμένα κερνούσε με καμάρι τους φιλοξενούμενους θεατές, καλούδια που είχε φτιάξει με τα χεράκια της.
Κι εμείς τα παιδιά να στριμωχνόμαστε στην πίσω πλευρά της οθόνης, μπας κι αγγίξουμε τις μαγικές φιγούρες και μπας και μάθουμε τίποτα από τα μυστικά του καλλιτέχνη και παράλληλα να παρακαλάμε για την επόμενη παράσταση που ευελπιστούσαμε να είναι πολύ γρήγορα.

Πριν πολλά χρόνια, είχε έρθει για μερικές παραστάσεις στην πόλη μου ο μεγάλος του θεάτρου σκιών, ο Ευγένιος Σπαθάρης.
Έσπευσα να απολαύσω το θέαμα και μετά το πέρας του να μιλήσω με τον όμορφο γέροντα για να γράψω τα διαμειφθέντα στην εφημερίδα μου.
Όταν τελειώσαμε την "επίσημη"κουβέντα μας, του είπα για τις παραστάσεις του θείου Αντώνη και γέλασε πολύ. Αποχαιρετώντας με, μου είπε ότι ήμουν πολύ τυχερή, ως παιδί, που είχα την ευκαιρία να χαίρομαι τέτοιο θέαμα από έναν τόσο κοντινό μου και ταλαντούχο άνθρωπο.

Θα τον θυμάμαι πάντα τον θείο Αντώνη και τώρα δα θα ομολογήσω ότι, παρ΄όλο που ο δικός μου πατέρας ήταν ο πρίγκιπας της καρδιάς μου, ζήλευα λίγο την Μαρία και τη Βούλα που είχαν έναν τέτοιο πατέρα.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου