Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Ο Αη Βασίλης τα καταφέρνει πάντα


Καιρό τώρα, ο Νικόλας ήθελε κάτι και το ζητούσε επίμονα από τους γονείς του, αλλά εκείνοι απλά χαμογελούσαν και του έλεγαν ότι πρέπει να έχει υπομονή.

- "Μα", έλεγε ο Νικόλας, "βαρέθηκα να παίζω μόνος μου στο δωμάτιο μου. Γιατί όλα τα παιδιά στη γειτονιά έχουν αδελφάκια κι εγώ δεν έχω; Τι είμαι εγώ δηλαδή;".

- "Πού ξέρεις;" χαμογελούσε πιο γλυκά τις τελευταίες μέρες η μαμά του, "μπορεί ο Αη Βασίλης να σου κάνει τη χάρη και σε λίγες μέρες που θα μοιράσει τα δώρα, να έχει για σένα ένα αδελφάκι".

"Ουουφ", αγανακτούσε ο Νικόλας, "τι κουτοί που είναι αυτοί οι μεγάλοι. Ο Αη Βασίλης φέρνει παιχνίδια και βιβλία και γλυκά, άντε και ρούχα και παπούτσια, καμιά φορά. Αλλά αδερφάκια; Τι είναι τα αδελφάκια; δώρα για να τα φέρει ο Αη Βασίλης;"

Αλλά και πάλι, σκεφτόταν, Αη Βασίλης είναι αυτός. Εδώ καταφέρνει και μοιράζει μέσα σε μια νύχτα παιχνίδια σε τόσα παιδιά στα πέρατα του κόσμου... Λες να του ζητήσω φέτος αδελφάκι αντί για μεγαλύτερο ποδήλατο;

Θα το κάνω, είπε κι έκατσε στο γραφείο του αποφασισμένος να γράψει ένα τέτοιο γράμμα, που θα έπειθε τον Αη Βασίλη να του φέρει αυτό το -λίγο έξω από τα συνηθισμένα- δώρο. 

Πώς όμως, αφού δεν πήγαινε ακόμα σχολείο και δεν ήξερε να γράφει; Να τα ζωγραφίσω; Κι άμα δεν καταλάβει τι θέλω να του πω;

Ο παππούς θα με σώσει, άστραψε ιδέα στο μυαλό του.

Τι το λες και δεν το κάνεις; Όρμησε στο τηλέφωνο:

- Παππού, θέλω να έρθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. Σε χρειάζομαι επειγόντως.

Ο παππούς τού είχε πολύ μεγάλη αδυναμία και δεν του χαλούσε ποτέ χατίρι. Έτσι, σε λιγότερο από μια ώρα ήταν εκεί, περίεργος να μάθει τι ήταν αυτό το τόσο βιαστικό, που θα 'πρεπε γι' αυτό να αφήσει στη μέση το μαστόρεμα στην αποθήκη.

- Θέλω να γράψεις γράμμα στον Αη Βασίλη, αλλά δεν θα πεις σε κανέναν τι θα του ζητήσω, εντάξει;

- Εντάξει, είπε ο παππούς κι ο Νικόλας άρχισε να υπαγορεύει:

"Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη. Νομίζω ότι μερικές φορές φέτος δεν ήμουν και πολύ καλό παιδί. Ξέρεις εσύ, έσπασα δυο πιάτα κι ένα ποτήρι, δυο - τρεις φορές έβαλα όπως - όπως τα βιβλία στη βιβλιοθήκη και κείνα τσαλακώθηκαν, άλλες φορές πέταξα τα ρούχα μου μέσα στην ντουλάπα χωρίς να τα κρεμάσω, και χθες, αντί να μαζέψω τα χαρτιά που έσκισα από το μπλοκ μου γιατί δεν μ' άρεσαν οι ζωγραφιές μου, τα έσπρωξα κάτω από το κρεβάτι μου για να μην φαίνονται και με μαλώσει πάλι η μαμά μου. Ε, είπα και μερικά ψεματάκια ότι τάχα ήπια το γάλα μου, αλλά το πέταξα στο νεροχύτη όταν δεν μ' έβλεπε η μαμά.

Όμως, Άγιε μου Βασίλη, ο μπαμπάς λέει ότι αυτά δεν είναι εγκλήματα και πιστεύω ότι συμφωνείς κι εσύ μαζί του. 
Αν πραγματικά συμφωνείς, θέλω να σου ζητήσω μια τεράστια χάρη: 
Μη μου φέρεις φέτος ούτε ποδήλατο, ούτε τρένο, ούτε πολύχρωμα μολύβια, ούτε βιβλία, ούτε καινούρια ρούχα και παπούτσια ή ό,τι άλλο σκέφτεσαι. Φέρε μου σε παρακαλώ ένα αδελφάκι να παίζω μαζί του γιατί βαρέθηκα να παίζω μόνο με τη μαμά και τον μπαμπά, ε και μερικές φορές με τα παιδιά των φίλων τους που είναι φίλοι μου.
Ξέρεις ότι αυτούς δεν τους βλέπω κάθε μέρα, κι εγώ θέλω να 'χω παρέα στο δωμάτιο μου, να παίζουμε μαζί, να του λέω τα μυστικά μου, να τον προστατεύω όταν μαλώνει με τους άλλους...

- Αγόρι θέλεις να είναι το αδελφάκι σου; ρώτησε ο παππούς σταματώντας να γράφει.

- Μμμ... Γράφε παππού: Αη Βασίλη μου, δεν με νοιάζει αν θα είναι αγόρι ή κορίτσι. Βέβαια, αν μπορείς να μου βρεις αγόρι θα είναι καλύτερα, αλλά δεν ξέρω αν έχεις καιρό για κάτι τέτοιο, οπότε και κορίτσι να είναι, δεν θα με πειράξει πολύ.

Αν μου κάνεις αυτή τη χάρη Αη Βασίλη, σου υπόσχομαι να μην ξανακάνω αταξίες και τσαπατσουλιές για δυο ολόκληρα χρόνια.

Σε φιλώ

Νικόλας"

- Παππού αναλαμβάνεις να το στείλεις στον Αη Βασίλη; Γιατί, αφού είναι μυστικό, δεν θέλω να ζητήσω από τη μαμά και το μπαμπά να το ταχυδρομήσουν, και μόνος μου δεν μπορώ να το κάνω. 

- Μείνε ήσυχος είπε ο παππούς, κλείνοντας το φάκελο. Στο δρόμο μου είναι το ταχυδρομείο.

- Και, παππού, μόνο στη γιαγιά μπορείς να πεις τί έγραψα στον Αη Βασίλη. Σε κανέναν άλλο, εντάξει; του ψιθύρισε όταν τον φιλούσε αποχαιρετώντας τον στην πόρτα.

- Σαν πολλά μυστικά να έχετε εσείς οι δυο, είπε η μαμά, που είχε ξαπλώσει στον καναπέ μέχρι να της περάσει κι αυτή η πρωινή αδιαθεσία.

Ο Νικόλας την κοίταξε ανήσυχα, αλλά ο παππούς του χάιδεψε τα μαλλιά και τον διαβεβαίωσε ότι η μαμά του δεν έχει τίποτα σοβαρό και σε λίγο καιρό θα είναι περδίκι.

- Πήγες; ρώτησε με αγάπη την κόρη του.

- Ναι, αύριο περιμένω τα αποτελέσματα, αν και είμαι σίγουρη πια, είπε εκείνη.

Ο Νικόλας δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά ήταν τόσο χαρούμενος που κατάφερε να γράψει αυτό το γράμμα στον Αη Βασίλη, που του έφτασε η διαβεβαίωση του παππού ότι η μαμά είναι καλά και σε λίγο καιρό θα είναι καλύτερα.

Με τούτα και με κείνα -και με την αγωνία του Νικόλα να φτάνει πια ως τον ουρανό- έφτασε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, και παρά το ότι αυτή η μέρα είναι υπέροχη για τα περισσότερα παιδιά του κόσμου -και για το Νικόλα το ίδιο βέβαια- του φάνηκε πολύ μεγάλη κι όλο ρωτούσε τι ώρα είναι και "ουφ, ακόμα να πάει μεσάνυχτα;". 
Είχε αποφασίσει να μείνει ξάγρυπνος για να περιμένει τον Αη Βασίλη.
Εδώ πρόκειται για νέο τρανταχτό κι ήταν σίγουρος ότι θα καταλάβαινε τι έχει να του πει ο Αη Βασίλης από το αν θα κουνιόταν χαρούμενα το μουστάκι κι η κάτασπρη γενειάδα του.

- Νικόλα, ώρα για ύπνο, φώναξε κάποια στιγμή η μαμά κι εκείνος μισοκοιμισμένος πήγε να πλύνει αδιαμαρτύρητα τα δόντια του, γιατί νόμιζε ότι το κρύο νερό θα τον ξυπνήσει κι έτσι θα καταφέρει να μιλήσει με τον Αη Βασίλη. 
Ήταν σίγουρος ότι θα τον έπειθε,έστω και την τελευταία στιγμή, να του κάνει τη χάρη. Το ήθελε τόσο, μα τόσο πολύ το αδελφάκι.

- Άντε παλικάρι μου, ξύπνα, άκουσε το μπαμπά δίπλα του κι ένιωσε το χέρι του, να του ανακατεύει τα μαλλιά.

Ωχ συμφορά, τι συνέβη που να πάρει η ευχή; Άνοιξε τα μάτια του απαρηγόρητος. Τον είχε πάρει ο ύπνος. Κι όχι μόνο δεν μίλησε με τον Αη Βασίλη, αλλά ούτε καν πήρε είδηση πότε ήρθε και πότε έφυγε.

Η απελπισία του κράτησε για μια στιγμή μονάχα. Κι αν δεν τον είδε τον Άγιο, τι μ' αυτό, μπορεί να έχει αφήσει καλά νέα, εκεί που άλλες χρονιές άφηνε τα δώρα.
Πετάχτηκε από το κρεβάτι του κι έτρεξε ξυπόλητος στο σαλόνι. 
Εκεί, ανάμεσα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και το τζάκι, ήταν ένα σωρό πακέτα κι ένα τεράστιο μάλιστα.

Λες να είναι αυτό; αναρωτήθηκε ο Νικόλας κι άνοιξε πρώτο αυτό το μεγάλο δέμα. 
Καινούριο ποδήλατο... σιγά τα λάχανα, σκέφτηκε, αν και πριν του έρθει η ιδέα να ζητήσει από τον Αη Βασίλη αδελφάκι, το ποδήλατο ήταν το πιο σπουδαίο δώρο που προσδοκούσε.

Τα υπόλοιπα πακέτα, τα άνοιγε κατά σειρά μεγέθους, έχοντας την αμυδρή ελπίδα να είναι το αδελφάκι μέσα σ' ένα από αυτά.
Δυστυχώς, όλα περιείχαν παιχνίδια κι ο Νικόλας μόνο που δεν έκλαιγε, αλλά δεν κατηγόρησε τον Αη Βασίλη. Τι να πρωτοκάνεις  κι εσύ σκέφτηκε, τόσα παιδιά σου ζητούν χάρες. Ε, κι εγώ άργησα πολύ να στη ζητήσω, οπότε...

Έτσι απογοητευμένος που ήταν, δεν πρόσεξε ένα μικρό πακέτο, σαν φάκελος έμοιαζε, δεμένο με μια ωραία θαλασσιά κορδέλα.

Η στενοχώρια του θαρρείς και μεγάλωνε τις επόμενες ώρες, αλλά δεν τολμούσε να πει τίποτα σε κανέναν, και μάλιστα έκανε και κάτι νερόβραστες χαρές για το ποδήλατο και τα υπόλοιπα δώρα που πήρε.

Καλά που κατέφθασαν η γιαγιά και ο παππούς μετά από λίγο, κι έτσι έφτιαξε κάπως το κέφι του.

- Λοιπόν; τον ρώτησαν κι οι δυο μαζί, αλλά σιγανά, να μην ακούσουν ο μπαμπάς και η μαμά.

- Τίποτα, είπε έτοιμος να κλάψει ο Νικόλας.

- Πώς τίποτα, είπε η γιαγιά, άνοιξες όλα τα πακέτα;

- Ναι σου λέω, τίποτα γι' αυτό που θέλω.

- Αυτό, δεν βλέπω να το άνοιξες, είπε η γιαγιά σηκώνοντας το λεπτό πακέτο με τη θαλασσιά κορδέλα που είχε παραπέσει ανάμεσα στα καινούρια παιχνίδια.

- Ε γιαγιά, είναι δυνατόν το αδελφάκι που θέλω να χωράει εκεί μέσα; είπε ανυπόμονα ο μικρός απογοητευμένος.

- Εγώ μια φορά, θα το ανοίξω. Έχω περιέργεια να δω τι έχει μέσα, είπε εκείνη κι έλυσε την κορδέλα.

- Νικόλα, έχει ένα γράμμα. Για το Νικόλα, λέει, από τον Αη Βασίλη. Να το διαβάσω;

- Ναι γιαγιά μου, ναι, είπε με ολοφάνερη ανυπομονησία εκείνος.

- Λοιπόν, έβαλε η γιαγιά τα γυαλιά της:

"Αγαπητέ μικρέ μου φίλε Νικόλα

με βρήκες λίγο απροετοίμαστο και δεν μπόρεσα να βρω μέσα σε τόσο λίγες μέρες ένα αδερφάκι για σένα. Γι αυτό, σου έφερα όλα τα άλλα παιχνίδια που σκεφτόσουν να ζητήσεις. Όσο για το αδερφάκι, θαρρώ ότι η μαμά και ο μπαμπάς σου έχουν να σου πουν ένα νέο γι αυτό, και είμαι σίγουρος ότι του χρόνου θα με περιμένεις μαζί του να φέρω δώρα και για τους δυο σας.
Α, και για το αν θα είναι αγόρι ή κορίτσι, δεν μπορώ να το ξέρω από τώρα.

Με αγάπη
Αη Βασίλης.

- "Μαμά, μπαμπά", έτρεξε σαν σίφουνας στην κουζίνα ο Νικόλας, "ο Αη Βασίλης λέει ότι έχετε ένα νέο για μένα κι ότι θα έχω ένα αδερφάκι του χρόνου", είπε με μια ανάσα.

Ο μπαμπάς του σηκώθηκε χαμογελώντας, τον πήρε αγκαλιά και πήγαν μαζί προς τη μαμά, που, παρ' ό,τι είχε τρέξει πάλι το πρωί κάνα δυο φορές με το χέρι στο στόμα προς την τουαλέτα, χαμογελούσε κι αυτή ολόκληρη.

- Το αδερφάκι σου είναι μέσα στην κοιλίτσα της μαμάς και περιμένει νά 'ρθει η ώρα να μεγαλώσει τόσο, ώστε να μπορεί να έρθει να μείνει μαζί μας, είπε ο μπαμπάς, και συμπλήρωσε ότι πράγματι, του χρόνου την Πρωτοχρονιά, ο Αη Βασίλης θα φέρει δώρα και σε κείνο.

- Γιούπιιι, κραύγασε πανευτυχής ο Νικόλας τρέχοντας από αγκαλιά σε αγκαλιά και μοιράζοντας χωρίς τσιγκουνιές φιλιά σε όλους. Τα πιο γλυκά όμως τα έδωσε στη γλυκιά μαμά του.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου