Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Τα ευτυχισμένα Χριστούγεννα της κ. Μαρίνας  



Παραμονή Χριστουγέννων. Έξω έκανε κρύο πολύ. Μάλιστα είχε αρχίσει να πέφτει κι ένα ψιλό χιονάκι, αλλά η κυρία  Μαρίνα δεν μπορούσε να μείνει στο σπίτι για να χαρεί τη ζεστασιά.

Ήταν ολομόναχη, και τέτοιες μέρες η μοναξιά της γινόταν ανυπόφορη. Έβαλε, λοιπόν, το ζεστό παλτό της, τυλίχτηκε καλά με το μάλλινο κασκόλ και βγήκε έξω να περπατήσει λίγο, μήπως και μπορέσει να χαρεί με τη χαρά των ανθρώπων που έκαναν τα τελευταία χριστουγεννιάτικα ψώνια τους.

Ήθελε κι αυτή ν’ αγοράσει δώρα, αλλά για ποιον; Τα δυο παιδάκια της ήταν μακριά στην πατρίδα. Εκείνη είχε έρθει στην Ελλάδα για να δουλέψει και να στέλνει χρήματα στη μεγάλη αδερφή της, που δέχτηκε να ζήσουν μαζί της ο Βλαντιμίρ κι η Λιούμπα, μέχρι να μπορέσει η κ. Μαρίνα να τους πάρει κοντά της.

Συνήθως παρηγοριόταν  με την παρέα της συνονόματής της Μαρινούλας και του Στελάκη, που έμεναν στο διπλανό διαμέρισμα, αλλά, μέρα που είναι, δεν ήθελε να χτυπήσει την πόρτα τους και να τους προσκαλέσει όπως άλλα απογεύματα για να πιουν μαζί τσάι με μικρά γλυκίσματα και να τους διδάξει σκάκι.
"Αχ, αν είχαμε ένα πιάνο", έλεγε πολύ συχνά, "θα σας δίδασκα και μουσική".

Τι κι αν τα χέρια της κ. Μαρίνας ήταν κατακόκκινα και σκασμένα από τα καυτά νερά και τα απορρυπαντικά με τα οποία έπλενε τα πιάτα στην ταβέρνα όπου εργαζόταν; Τα μακριά λεπτά της δάχτυλα έτρεχαν ευλύγιστα κι ευτυχισμένα πάνω στα πλήκτρα του πιάνου και τα μάτια της χάθηκαν πέρα μακριά σε άλλους κόσμους, εκείνη τη φορά που η Μαρινούλα και ο Στελάκης είχαν επισκεφθεί μαζί της το Ωδείο όπου δίδασκε πιάνο η συμπατριώτισσα και φίλη της, η κ. Άννια.

Περπατούσε, περπατούσε στους παγωμένους δρόμους και κάποιες φορές σταματούσε μπρος στις ολόφωτες βιτρίνες με τα χίλια πολύχρωμα παιχνίδια.
Αυτό το τρενάκι θα ξετρέλαινε τον Βλαντιμίρ μου κι αυτή η κούκλα θα έκανε ευτυχισμένη τη μικρή μου Λιούμπα, σκεφτόταν και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

Μα γιατί να έρχονται τα Χριστούγεννα για τους μοναχικούς ανθρώπους; για να μεγαλώνουν τη μοναξιά τους  και να κάνουν την πίκρα τους ακόμα πιο πικρή;

- "Ααααα", μάλωσε τον εαυτό της, "αντί να είμαι ευτυχισμένη που τα παιδιά μου είναι γερά, ζουν καλά με την αγαπημένη μου αδερφή κι έχουν να φάνε, να ντυθούν και να πάνε σχολείο, κάθομαι και κλαίω τη μοίρα μου. Τι να πουν κι άλλοι άνθρωποι στον κόσμο που έχουν πολύ λιγότερα από ό,τι εγώ ή και τίποτα ακόμη;".

Περπάτησε τόσο πολύ, που κάποια στιγμή ένοιωσε τα πόδια της βαριά από την κούραση και κάθισε σ’ ένα παγκάκι για να ξεκουραστεί.

-      Τι κρίμα που είμαι τόσο μεγάλη και τόσο κουρασμένη και τόσο απελπισμένη, που δε μπορώ να πιστεύω στο άστρο των Χριστουγέννων, σκέφτηκε κοιτώντας τον ουρανό.

Κοντεύει μεσάνυχτα, είπε μέσα της βλέποντας το ρολογάκι που φορούσε στο χέρι της, όπου νάναι θα προβάλλει, κι έμεινε να κοιτάζει το θαμπό ουρανό.

Πόση ώρα καθόταν εκεί; Ούτε που ήξερε, αλλά ήταν σίγουρη ότι είδε το λαμπερό άστρο και δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να κάνει μια ευχή: «Άστρο μου ευλογημένο κάνε να δω σύντομα τα παιδάκια μου τ’ αγαπημένα».

-    "Αν συνεχίσω να κάθομαι εδώ", μονολόγησε, "θα πάθω καμιά πνευμονία και μπορεί να μην τα ξαναδώ ποτέ τα παιδάκια μου", και σηκώθηκε με βαριά καρδιά να πάει στο άδειο σπίτι της.

Φτάνοντας, είδε τα ολόφωτα παράθυρα των γειτόνων της και θυμήθηκε ότι την είχαν προσκαλέσει κι εκείνη στη χριστουγεννιάτικη γιορτή τους , αλλά ντράπηκε να πάει παρέα με την απελπισία της. «Θα τους χαλάσω το κέφι, άσε που μπορεί να με πιάσουν τα κλάματα».

Δεν πρόλαβε να γυρίσει το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας της και να 'σου ανοίγει η πόρτα της Μαρινούλας και του Στελάκη.

- "κ. Μαρίνα", είπε χαρούμενα η μαμά των παιδιών, "πού είστε; Ανησυχήσαμε. Λείπετε πολλές ώρες και σας αναζητήσαμε πολλές φορές".

- "Πήγα μια βόλτα και ξεχάστηκα", είπε ευγενικά η κ. Μαρίνα. "Ζητώ συγγνώμη αν άθελά μου σας στενοχώρησα, αλλά σας είχα πει ότι δεν θα έρθω στο ρεβεγιόν σας. Δεν ένοιωθα και πολύ καλά".

-  "Ξέρετε κ. Μαρίνα", είπε η κ. Κωνσταντίνα, ακόμα πιο χαρούμενη, "έχετε επισκέπτες, και μέχρι να επιστρέψετε, τους φιλοξενούμε εμείς".

- "Εγώ;, επισκέπτες;" είπε απορημένα εκείνη.

- "Ναι, ναι, επισκέπτες αγαπημένους", επανέλαβε η κ. Κωνσταντίνα. "Περάστε σας παρακαλώ".

Διστακτικά και με ένα τεράστιο ερωτηματικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, μπήκε στο σπίτι των καλών γειτόνων της η κ. Μαρίνα.

- "Χριστέ μου", έπιασε την καρδιά της που άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελή. Ποια είναι εκείνα τα δυο ολόξανθα παιδάκια, δίπλα στο Στελάκη και τη Μαρινούλα;

- "Λιούμπα μου, Βλαντιμίρ μου", τυφλώθηκε στη στιγμή από δάκρυα ευτυχίας, αλλά τα χέρια της αγκάλιαζαν κιόλας τα δυο πιο πολύτιμα πλάσματα στον κόσμο.

- "Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ, καλά Χριστούγεννα σε όλους", έλεγε ανάμεσα σε γέλια κι αναφιλητά κι αγκαλιάζοντας σφιχτά τα παιδιά και την αγαπημένη της αδερφή, που είχε διασχίσει τόσες χώρες για να της φέρει το πιο θαυμάσιο, το πιο υπέροχο, το πιο καταπληκτικό χριστουγεννιάτικο δώρο.

Όταν πια κοιμήθηκαν όλοι, κατάκοποι από κούραση κι ευτυχία, η κ. Μαρίνα στάθηκε στο παράθυρό της, κοιτάζοντας τον ουρανό. "Άστρο των Χριστουγέννων, σ' ευχαριστώ" ψιθύρισε.


                 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου