Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

Κι έζησαν αυτοί καλά...


Μεγάλη αναστάτωση σήμερα στο δάσος.
Όλοι βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα τις δουλειές τους και να τρέξουν στο μεγάλο ξέφωτο με την πανύψηλη γριά καστανιά.
Είχε έρθει ξαφνικά χτες το βράδυ ο κ. Ψεύτης για να τους μιλήσει. Είχε, λέει, κάτι πολύ σπουδαίο να τους πει.
Τα σπουργίτια, τα χελιδόνια, οι κορυδαλλοί και τα άλλα πουλιά έφτασαν νωρίτερα απ' όλους κι έπιασαν τις καλύτερες θέσεις πάνω στα κλαδιά της καστανιάς.
Σιγά σιγά γέμισε το ξέφωτο με χιλιάδες κατοίκους του δάσους.
Τελευταία έφτασε η κυρά χελώνα, αλλά επειδή ήταν πολύ ηλικιωμένη και σοφή, κανένας δεν την κορόιδεψε' ο λαγός, μόνο, πήγε να πει ένα αστείο, αλλά οι άλλοι τον αγριοκοίταξαν κι έκλεισε το στόμα του χωρίς να πει κουβέντα.
Σε λίγο έφτασε ο κ. Ψεύτης με τη συνοδεία του. Μαζί με τους σωματοφύλακές του, τους λύκους, ήταν και κάτι άλλοι κύριοι καλοντυμένοι και γυαλιστεροί.
Οι πλούσιοι, οι πλούσιοι, σουσούρισε το πλήθος κι όλοι ανακάθισαν στις θέσεις τους.
Πράγματι, κάτι πολύ σοβαρό θα πρέπει να συμβαίνει για να αφήσουν όλοι αυτοί τα πλούσια ωραία σπίτια τους κοντά στον καταρράχτη και να κάνουν τόσο δρόμο ως τις φτωχογειτονιές του δάσους.
Ο κ. Ψεύτης και οι συνοδοί του κάθισαν, σαν άρχοντες που ήταν, στη ρίζα της καστανιάς και χαιρέτισαν τον κόσμο.
Γκουχ, γκουχ, γκουχ, καθάρισε τη φωνή του ο κ. Ψεύτης και το πλήθος σώπασε.
"Αγαπητοί μου συμπολίτες" έβγαλε φωνή μεγάλη για ν' ακούν όλοι στο ξέφωτο και πιο μακρυά ακόμα, "το δάσος μας βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο..."
- Τι; γιατί; τι τρέχει; ξεσηκώθηκαν ανήσυχες φωνές από τριγύρω.
- "Λοιπόν, φίλοι μου" συνέχισε ο κ. Ψεύτης. "Είμαι αρχηγός σας;"     
- Ναιαιαι, φώναξαν όλοι μαζί όσοι τον είχαν ψηφίσει τότε που έγιναν εκλογές.
-"Με εμπιστεύεστε;" ξαναρώτησε ο κ. Ψεύτης
-Ναιαιαι, ξαναφώναξαν οι ψηφοφόροι του, αλλά τώρα ήταν λίγο λιγότερες οι φωνές.
- "Λοιπόν, αγαπητοί μου, μπαίνω αμέσως στο θέμα: Τα αποθέματά μας σε τροφή κινδυνεύουν. Οι φίλοι μας οι κ. πλούσιοι από δω, μου λένε ότι φέτος δεν έχουμε το περίσσευμα που είχαμε πέρσι κι όπως προβλέπουν του χρόνου θα έχουμε λιγότερα. Γι αυτό πρέπει όλοι να βοηθήσουμε για να μην πάει το δάσος κατά διαόλου."
- Μα πώς, πώς να βοηθήσουμε; φώναξαν όλοι μαζί οι ακροατές.
- "Θα σας πω, θα σας πω", σήκωσε τα παχουλά του χέρια ο κ. Ψεύτης και κοίταξε με νόημα τους βλοσυρούς φίλους του, τους κ. Κλέφτες.
"Μυρμήγκια απευθύνομαι σε σας που είστε ακούραστοι και δεν φοβάστε τη δουλειά. Επειδή ξέρουμε πάντα πόση τροφή έχετε μαζέψει (αφού δεν μπορείτε να το κρύψετε, χι χι, γέλασε κάτω από το παχύ μουστάκι του και ξανακοίταξε πονηρά τους φίλους του) και τώρα θεωρούμε ότι έχετε αρκετή, σας ζητώ να δώσετε ένα μέρος από αυτήν για να σωθεί η οικονομία του δάσους που κινδυνεύει, όπως σας είπα προηγουμένως.
- "Και γιατί παρακαλώ να δώσουμε πάλι εμείς; και πέρσι και πρόπερσι κι αντιπρόπερσι, πάλι εμείς δώσαμε" φώναξαν πολλά μυρμήγκια κι ανάμεσά τους ήταν και μερικά από κείνα που ζητωκραύγαζαν  προηγουμένως τον κ. Ψεύτη.
-"Παρακαλώ, παρακαλώ" είπε ο κ. Ψεύτης "δεν σας ρωτάμε. Απλώς σας ενημερώνουμε. Αυτό έχει ήδη ψηφιστεί και αποτελεί πλέον νόμο του δάσους".
Τι να κάνουν και τα μυρμήγκια, είπαν εντάξει και περίμεναν ν' ακούσουν πόση θα ήταν η συνεισφορά τους για να σωθεί η οικονομία του δάσους.
Την άκουσαν κι έφριξαν, αλλά ο κ. Ψεύτης τα διαβεβαίωσε ότι παρ' όλο που τα μέτρα είναι σκληρά, ήταν προσωρινά και μόλις συνέρθει η οικονομία του δάσους, όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν και καλύτερα ακόμα.
- Καλά κρασιά, χλιμίντρισαν τα άλογα. Άλλωστε δεν τα αφορούσε αυτός ο νέος νόμος του δάσους.
- Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, είπε η σοφή γριά κουκουβάγια, αλλά κανείς δεν της έδωσε σημασία. Αφού τα μέτρα αφορούσαν μόνο τα μυρμήγκια κι αφού αυτά δέχτηκαν, σκασίλα τους.
Τα παγώνια φούντωσαν τις ουρές τους να τα καμαρώσουν όλοι και κάτι χαζές νερόκοτες χειροκρότησαν μαζί με πολλούς άλλους ψηφοφόρους του κ. Ψεύτη.
Ανακουφίστηκαν. 'Ολα αυτά αφορούσαν μόνο τα μυρμήγκια.
Σε λίγο αποχώρησε ο κ. Ψεύτης κι οι κ. Κλέφτες, πολύ ικανοποιημένοι όλοι τους από τις εξελίξεις.

Για λίγο καιρό, όλα έδειχναν σαν να μην άλλαξε τίποτα.
Ε, τα μυρμήγκια συνέχισαν να δουλεύουν αδιάκοπα και χωρίς διαμαρτυρίες πια ξεχώριζαν από τη συγκομιδή τους ένα μέρος για να σωθεί το δάσος.

Όμως, δεν πέρασε καλά καλά ένας χρόνος και να σου πάλι ο κ. Ψεύτης με τη συνοδεία του.
Αυτή τη φορά ήταν όλοι πιο κορδωμένοι και πιο βλοσυροί.
Τα ζώα του δάσους ειδοποιήθηκαν από τα περιστέρια ότι πρέπει να συγκεντρωθούν πάλι στο μεγάλο ξέφωτο.
Να δεις που θα θέλει να μας πει ότι σώθηκε το δάσος κι είναι ώρα να σταματήσουμε να δίνουμε τη μισή μας σοδειά, είπαν κάποια αισιόδοξα μυρμήγκια.
Μερικά ζώα πολύ χαρούμενα (αυτά φόρεσαν και τα καλά τους), άλλα θυμωμένα κι άλλα αδιάφορα, συγκεντρώθηκαν πάλι στο ξέφωτο και περίμεναν.

Ο κ. Ψεύτης τα άφησε να περιμένουν αρκετά' τόσο που πρόλαβε ακόμα κι η γρια χελώνα και μάλιστα αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα παρακολουθούσε μια ομιλία, μια εκδήλωση εν πάση περιπτώσει, από την αρχή.
Στάθηκε όρθιος στη ρίζα της καστανιάς και χαιρέτισε τον κόσμο σαν να τον μάλωνε.
Ύστερα έκατσε στη θέση του βαριά χωρίς να πει κουβέντα. Το ίδιο κι η συνοδεία του οι κ. Κλέφτες, που φορούσαν όλοι τα μαύρα τους γυαλιά και κοίταζαν ίσια μπροστά.

"Τι μας κάλεσε αφού δεν μιλάει;" άρχισαν α γκρινιάζουν μερικοί και κάποιοι άλλοι άρχισαν να κοροϊδεύουν: "με τα μούτρα που έχει, μάλλον για καταστροφές θα μιλήσει πάλι και γι αυτό έπαθε γλωσσοδέτη..."
"Εεεεε, προσοχή" φώναξε ένα σκαθάρι που λίγο έλειψε να το πατήσει ένας από τους λύκους - σωματοφύλακες του κ. Ψεύτη, έτσι όπως προσπαθούσε να εντοπίσει τους διαμαρτυρόμενους και τους κοροϊδιάρηδες για να τους δείξει τα δόντια του και να σκάσουν.

- Σςςςς, έρχονται κι άλλοι, φώναξε το σπουργίτι από την κορυφή της καστανιάς και, πράγματι, σε λίγο τα ζώα είδαν μερικούς άγνωστους καλοντυμένους κυρίους να καταφτάνουν κυκλωμένοι από τους δικούς τους σωματοφύλακες' κάτι άγριους λύκους που κοίταζαν τον κόσμο σαν να ήταν όλοι εγκληματίες.

Ο κ. Ψεύτης κι οι κ. Κλέφτες σηκώθηκαν και υποδέχτηκαν με δουλικά χαμόγελα τους νεοφερμένους και τους παραχώρησαν, μάλιστα, τις πιο αναπαυτικές θέσεις στη ρίζα της καστανιάς.

- Ποιοι είναι αυτοί και τι θέλουν στο δάσος μας; σουσούρισαν τα ζώα που στέκονταν μπροστά μπροστά.

- Μυρίζομαι σπουδαία πράγματα, είπε ο ασβός και σούφρωσε τη μύτη του σαν να μύριζε τον εαυτό του.

Ο κ. Ψεύτης, χωρίς να δίνει σημασία στους ψίθυρους και στις φωνές, περίμενε να  βολευτούν όλοι από την παλιά και την καινούρια παρέα του κι ύστερα στάθηκε όρθιος απέναντι από τα ζώα που παρακολουθούσαν κρατώντας την ανάσα τους.

- "Λαέ του δάσους" φώναξε δυνατά "ήρθαμε σήμερα εδώ για να σου υπενθυμίσουμε τα όσα καλά κάναμε για σένα και τα όσα σου υποσχεθήκαμε..."

- "Ακόμα δεν τα είδαμε όμως, ούτε τα μεν ούτε τα δε" είπαν βαρύθυμα το λυκόσκυλο και λίγο πιο τσαντισμένα ο αγριόγατος.

- "...Ακριβώς γι αυτό είμαστε εδώ λαέ του δάσους. Για να σου πούμε πόσο πολύ θέλουμε και πόσο πολύ θα προσπαθήσουμε να πραγματοποιήσουμε τις υποσχέσεις μας.
Όμως, δυστυχώς, (στο σημείο αυτό έκανε μια παύση, πήρε βαθιά αναπνοή, χαμήλωσε τα μάτια, πήρε ύφος περίλυπο και σήκωσε σαν στενοχωρημένος τα χέρια) δυστυχώς, λέω, και παρ' όλες τις προσπάθειές μας και τις καλές μας προθέσεις, εμού και των κ. Κλεφτών από δω, η κατάσταση, προς το παρόν, δεν επιτρέπει να πραγματοποιήσουμε τις υποσχέσεις μας.
(ξανά παύση, ξανά αναστεναγμός κι ακόμα πιο περίλυπο ύφος) Γι αυτό, αγαπητοί, θα πρέπει να κάνετε υπομονή και στο μεταξύ να συμβάλλετε όλοι, όσο πιο πολύ μπορείτε και δεν μπορείτε, για να πληρώσουμε τους κ. Κλέφτες, ο πρόεδρος των οποίων είναι σήμερα εδώ μαζί μας (γύρισε προς τον πιο βλοσυρό κύριο  Κλέφτη μ' ένα χαμόγελο ως τ' αυτιά και χτύπησε δυο τρεις φορές τις παλάμες του ελπίζοντας να παρασύρει σε ενθουσιώδες χειροκρότημα τα ζώα του δάσους, αλλά μόνο ένας δυο χαζοί και μερικοί αφηρημένοι τον μιμήθηκαν).
"Ναι αγαπητοί" συνέχισε ο κ. Ψεύτης χαμογελώντας θιγμένα για λογαριασμό του σπουδαιότερου από τους κ. Κλέφτες που δεν τον χειροκρότησαν τα ζώα, "να πληρώσουμε τους κ. Κλέφτες, οι οποίοι διέθεσαν δικά τους αποθέματα για να μην πάει το δάσος μας κατά διαόλου.
Με λίγα λόγια, σας λέω νέτα σκέτα, ότι από αύριο το πρωί και για αρκετό καιρό, θα δουλεύετε περισσότερο και θα κρατάτε μόνο όσα σας είναι απολύτως απαραίτητα για να μην πεθάνετε της πείνας. Διότι, λαέ μου πολύπαθε κι αγαπημένε, αν πεθάνετε, ποιος θα δουλεύει για να ξεχρεώσει τους σωτήρες μας, τους κ. Κλέφτες;".

- Τιιιιιιιιιι; ακούστηκε από όλα τα ζώα του δάσους.
- Δεν θα ' σαι καλά, είπαν όσοι νόμιζαν ότι μόνο τα μυρμήγκια θα πλήρωναν πάλι τη νύφη.
- Δε δίνουμε τίποτα, είπαν τα λιοντάρια και κούνησαν θυμωμένα τις χαίτες τους.
- Άντε γεια, είπαν τα γεράκια και πέταξαν μακρυά.
- Εμείς, έτσι κι αλλιώς,  όπου νά' ναι φεύγουμε, είπαν τα αποδημητικά πουλιά.
- Έλα να μας πιάσεις, είπαν τα άγρια άλογα και κάλπασαν προς τα βουνά που περιτριγύριζαν το δάσος.
- Χι,χι,χι, σιγά μη μάθεις πόσες κότες κλέψαμε για να σου δώσουμε τις μισές, χασκογέλασαν οι πονηρές αλεπούδες κι αποχώρησαν κουνώντας τις φουντωτές ουρές τους.
- Ε, να δώσουμε, γιατί να μην δώσουμε, είπαν οι σκίουροι κι έτρεξαν ν' αλλάξουν κρυψώνες στις προμήθειές τους για να μην μπορεί να τις βρει κανείς.
- Έχουμε και νύχια και δόντια, είπαν οι αρκούδες, και κοίταξαν άγρια τον κ. Ψεύτη και τους κ. Κλέφτες. Μήπως θέλετε  να τα δοκιμάσετε;

Με τούτα και με κείνα, μετά από λίγη ώρα, έμειναν τα γνωστά μυρμήγκια, οι μέλισσες, οι κότες κι οι πάπιες, τα βόδια και τα γαϊδούρια που είπαν: ε, τι να γίνει, αφού πρέπει να πληρώσουμε για να σωθεί το δάσος, θα πληρώσουμε..." κι έφυγαν να πάνε να δουλέψουν υπερωρίες.

Μόνο η γριά κουκουβάγια έμεινε στο ξέφωτο να μονολογεί: "Αχ βρε κακόμοιρα ζώα, να είστε τόσα πολλά και να φοβάστε αυτούς τους τόσο λίγους...".

Κι έτσι, έζησαν καλά ο κ. Ψεύτης κι οι κ. Κλέφτες και τα ζώα όλο και χειρότερα.
     
              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου