Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018


Τσιγάαααρο; ντροπή...




Άργησα πάλι. Πώς τα καταφέρνω και πάντα, μα πάντα, αργώ μερικά λεπτά (ως και περισσότερα) στα ραντεβού μου, ουδέποτε το κατάλαβα και ουδέποτε το καταπολέμησα. Σήμερα άργησα λίγο παραπάνω κι η γερμανοθρεμμένη φίλη μου θα μου τα ψάλλει πάλι.
Έφτασα επιτέλους, κάθιδρη έστω, αλλά, ώ του θαύματος, η γερμανοθρεμμένη δεν είναι εδώ. Τέλεια' δεν έχει γκρίνια κι επικριτικό υφάκι σήμερα. Κάθομαι στο μοναδικό άδειο τραπεζάκι κολλητά μ' ένα άλλο στη γωνία κι είναι σαν να είμαι παρέα με το ζευγάρι των διπλανών. Οκ. τι με πειράζουν οι άνθρωποι και σε τι να τους πειράξω εγώ;
Βολεύομαι στην άνετη καρέκλα και μέχρι να έρθει το καφεδάκι μου απλώνω λίγο καπνό στο τσιγαρόχαρτο, το κλείνω κι ετοιμάζομαι να τ' ανάψω.
- "Αααα, σας παρακαλώ", ακούω την κυρία του διπλανού ζευγαριού, "δεν μπορούμε να αναπνέουμε τον καπνό σας. Σεβαστείτε και τους μη καπνιστές, επιτέλους".
Κοιτάω γύρω μου, τσιμπιέμαι διακριτικά. Μπα, ξύπνια είμαι, και βεβαίως είναι καλοκαίρι και, επίσης βεβαίως, εγώ κάθομαι σε ένα υπαίθριο καφέ.
Γυρνώντας να απαντήσω, βάσει των προηγούμενων (επανα)διαπιστώσεών μου, στην κυρία, παίρνει το μάτι μου δυο κυρίους που αποχωρούν εκείνη τη στιγμή από το κατάστημα. Χαμογελώ στην κυρία, παίρνω τα μπογαλάκια μου και κάθομαι στο άδειο τραπεζάκι.
Και φυσικά, ανάβω το τσιγάρο μου και το απολαμβάνω με όλες τις τιμές που του αξίζουν.
Οκ. δεν κάνω καλά που καπνίζω' ούτε κι όλοι οι άλλοι που υποπίπτουν στο ανάλογο αμάρτημα κατά του εαυτού τους. Κακό του κεφαλιού μας, σύμφωνοι, αλλά δικό μας το κεφάλι, σωστά; Και βεβαίως δεν φταίνε σε τίποτα οι μη καπνίζοντες να καπνίζουν μαζί μας και απαραίτητο να τους σεβόμαστε, αλλά, κι αυτή η αντικαπνική υστερία, πια...
Κι όπως βούλιαξα λίγο πιο αναπαυτικά στην καρέκλα μου, το μυαλό πέταξε πίσω, πολύ πίσω, τότε που έφηβη ούσα, νόμιζα ότι το καπνίζειν θα με βάλει στον κόσμο των μεγάλων.
Άσε που ήταν κομβικό σημείο της επανάστασης έναντι του κατεστημένου, που στην προκειμένη περίπτωση εκφραζόταν με αφορισμούς του τύπου "τσιγάααροοοο, κορίτσι πράμα; σα δε ντρέπεσαι" ή "τι είσαι συ καλέ, καμιά του δρόμου είσαι; μόνο αυτές καπνίζουν (σ.σ. εντάξει, μιλάμε για πολύ παλιά και μιλάμε για χωρική έφηβη).

Ήμαστε, λοιπόν, δυο κολλητές που θεωρούσαμε ότι πρέπει οπωσδήποτε να μάθουμε να καπνίζουμε.  Και πώς θα γίνει αυτό; Ο Στέλιος θα είναι ο σωτήρας μας. Πλευρίσαμε, λοιπόν, τον φίλο και γείτονά μας (κατά ένα χρόνο μεγαλύτερος από μας και αγόρι ων, άρα από χέρι δικαιούμενος να καπνίζει) και με το λέγε λέγε, τον πείσαμε να μας δείξει και μας πώς γίνεται αυτό το μαγικό που θα μας μεταμορφώσει σε χειραφετημένες, αλλά και μοιραίες γυναίκες.
Κι άρχισαν τα μαθήματα στην πίσω αυλή του σπιτιού μου κατά τις ώρες που έλειπαν οι γονείς στις αγροτικές ή άλλες εργασίες τους.
Φεύ, όμως, απεδείχθη πολύ δύσκολο το άθλημα κι όλο πνιγόμασταν κι όλο βήχαμε και φτύναμε και προκοπή δεν βλέπαμε.
Κι αφού του ξοδέψαμε μπόλικα πακέτα από κείνα τα απαίσια μεντόλ τσιγάρα του χωρίς την παραμικρή πρόοδο, μπούχτισε το παλικάρι και μας τό 'κοψε: "άμα μάθετε εσείς να καπνίζετε, σφυρίξτε μου κλέφτικα' άιντε και σας βαρέθηκα...".
Άδοξο τέλος, λοιπόν, για τα καλοκαιρινά μαθήματα καπνιστικής τέχνης κι εμάς να μας τρώει ο καημός που κοτζάμ κοπέλες (κάπου στα 16) δεν μπορούσαμε να κρατάμε ένα τσιγάρο στο χέρι και να φυσάμε τον καπνό σαν εκείνες τις ντίβες του σινεμά που θαυμάζαμε.

Αρκετό καιρό μετά, μάλλον το επόμενο καλοκαίρι, η κολλητή πήγε να επισκεφτεί για κάνα δεκαήμερο την αδερφή της που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη.
Μαύρες μέρες ανίας για εμέ την παραμένουσα στην καθημερινότητα του χωριού και δη χωρίς παρέα, αλλά έδωσε ο καλός θεός και κάποτε τελείωσαν.
Κατέφτασε, λοιπόν, η κολλητή, με θεσσαλονικιώτικο αέρα βεβαίως βεβαίως, κι από το παράθυρο του σπιτιού της που έβλεπε στην πίσω αυλή του δικού μου, βάζει φωνή μεγάλη:"Τρέχαααα, έχω να σου πω νέαααα"
Με νοήματα, τη βοηθεία χεριών, ποδιών και στόματος άηχου, η ερώτηση ως απόκριση: "Τι, βρήκες κανέναν όμορφο κατά κει;"
Με φωνή η ανταπάντηση (ποιος να καταλάβει απ' τα μισόλογα τι λέμε;): "Οοοοχι, κάτι πιο σπουδαίοοοο".
Πιο σπουδαίο από ομορφόπαιδο; τρεχάτε ποδαράκια μου ν' ακούσουν γρήγορα τ' αυτάκια μου.
"Λέγε παιδάκι μου και κοντεύω να σκάσω από την περιέργεια..."
Σκύβει η "Θεσσαλονικιά" και μου ψιθυρίζει στο αυτί: "έμαθα να καπνίζω... θα σου μάθω κι εσένα...".
Αμ έπος αμ έργον. Κλεινόμαστε στο υπνοδωμάτιο των γονιών της, ξετρυπώνει τα άφιλτρα που βούτηξε από το πακέτο του πατέρα της και τα 'κρυψε εκεί που δεν θα τα 'βρισκε ούτε η μάνα της,  και "βάλ' το στο στόμα σου και μόλις το ανάψω, τράβα μια γερή ρουφηξιά και πες αχ ένας παππάς".
Αχ ένας παππάς κι αχ ένας παππάς, μπούκωσε η άμαθη απ' το βαρύ χαρμάνι  και ιδού η ζαλάδα έρχεται μαζί με τη ναυτία και πάρ' την κάτω. Αλλά, ουδόλως πτοήθηκα και συνέχισα μέχρι που το κατέκτησα το ανδροκρατούμενο κάστρο.
Και ούτως εγεννήθησαν δυο νέες καπνίστριες' περιστασιακές στην αρχή, σταθερά κι αδιάλειπτα στη συνέχεια.
Διότι, ουδείς σκέφτηκε να μας πει τότε ότι το τσιγάρο βλάπτει σοβαρά την υγεία (το ήξεραν άραγε;) κι ότι τραυματίζει ανεπανόρθωτα την ομορφιά.
Ο καημός τους ήταν μη "και κορίτσια πράματα" κάνουμε πράγματα που δικαιούνταν να κάνουν μόνο οι άντρες.
Κι επειδή εμείς επαναστατούσαμε έναντι αυτής της μέγιστης βλακείας, ολισθήσαμε  σε άλλη  βλακεία, τουτέστιν γίναμε καπνίστριες' διότι, αν το αρχίσεις, άντε σταμάτα το.

Κι άντε τώρα, με την αντικαπνική υστερία, που καλούμαστε να ξαναγίνουμε 16χρονα και να κρυβόμαστε για ένα δυο, τρία, δέκα τσιγαράκια. 
     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου