Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Ελεύθερη κι απελεύθερη


Η ζωή μου ήταν σαν ένα παζλ από χιλιάδες παράταιρα κομμάτια, που κλήθηκα να ενώσω για να φανεί η εικόνα.
Ή, μάλλον, ήταν σαν ένα κυνήγι θησαυρού.
Ναι, αυτό είναι καλύτερο, αν κρίνω κι από το αποτέλεσμα.
Σε κάθε περίπτωση, παζλ ή κυνήγι θησαυρού, ήταν δύσκολα και παιδεύτηκα πολύ.
Έχανα κομμάτια, μπλεκόμουν σε σκοτεινά δάση, προσπαθούσα να συνταιριάξω αταίριαστα, πάλευα με πειρατές, ληστές και κακούργους.
Άργησα πολύ να βρω το τελευταίο κομμάτι και να βγω στο ξέφωτο με το θησαυρό.
Κι ούτε καν είμαι εγώ που τα κατάφερα τελικά.
Ξαφνικά φανερώθηκαν τα χρώματα και τα σχήματα του παζλ και φάνηκαν οι δρόμοι για το θησαυρό.
Έτσι. Εκεί που είχα πια απελπιστεί κι είχα ξεχάσει τον προορισμό που ήθελα για μένα.
Τα παιδιά μεγάλωσαν και δεν με χρειάζονται πια.
Οι έρωτες τοποθετήθηκαν, οικειοθελώς ή εξ ανάγκης, στα ράφια της ιστορίας.
Οι ελάχιστες εναπομείνασες φιλίες απέδειξαν ότι αντέχουν στην έλλειψη και στην απουσία.
Όσο για τις άλλες, τις καταργημένες ή αυτοκαταργημένες, κάποιες ξέφτισαν γιατί τις έφθειρε η απόσταση και κάποιες άλλες σωριάστηκαν σε ερείπια γιατί προδόθηκαν. 

Ελεύθερη βαρών, λοιπόν και να το τό τελευταίο κομμάτι του πάζλ και να το τό μπαούλο με το θησαυρό.

Παλιά, όταν δεν προλάβαινα να ανασάνω από τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις, σε σπάνιες ώρες ανάπαυλας μου άρεσε να σκέφτομαι τον εαυτό μου σ' ένα μικρό σπίτι κοντά στη θάλασσα, που δεν θα είχε και πολύ κοντινούς γείτονες.
Μόνη' με τη μουσική μου, τα εργόχειρά μου, τη μαγειρική και την κηπουρική μου και τη θάλασσά μου.
Την αγαπάω τη θάλασσα. Έχω ανάγκη να ζω κοντά της.
Η αλήθεια είναι ότι τώρα τελευταία δεν δονείται το είναι μου στη θέα της και στο άγγιγμά της.
Να είναι αυτό τα γηρατειά; Να μην μπορείς να νοιώσεις πια αυτό το ιλιγγιώδες βύθισμα στα βάθη της ευτυχίας σου και την ταυτόχρονη ανάδυση του ουρανομήκους ενθουσιασμού σου;
Αλλά, αυτό ακριβώς δεν είναι έρωτας;
Α, καλά το διάβασα κάπου. Έχεις, λέει, γεράσει όταν πάψεις να ερωτεύεσαι.

Τώρα όμως είμαι εδώ. Ήρθα. Τα κατάφερα.
Είναι ένα νησάκι μικρό και μοσχοβολάει λουλούδια και θάλασσα.
Έφυγα χωρίς να αποχαιρετήσω κανέναν.  Δεν είχα και πολλούς, εδώ που τα λέμε. Τα είπαμε και παραπάνω. Τα παιδιά λείπουν στις δικές τους ζωές. Τους ενημέρωσα ηλεκτρονικά και τηλεφωνικά. Οι λοιποί, απλά δεν υπάρχουν πια.
Γέμισα μια βαλίτσα με τα πλεχτά μου και με τα κεντητά μου κι άλλες δυο με ρούχα καλοκαιρινά και ρούχα  χειμωνιάτικα.
Λίγες αποσκευές για μια ολόκληρη ζωή;
Ε και; οι πολλές είναι μέσα στο κεφάλι μου και μερικές μέσα στην καρδιά μου.

Έφυγα, λοιπόν κι ήρθα εδώ' ελεύθερη κι απελεύθερη.
Όταν πρωτόρθα ήταν καλοκαίρι και χανόμουν μέσα στο πλήθος των παραθεριστών. Δεν με πρόσεχαν πολύ οι λιγοστοί ντόπιοι. Αλλά, απ' όταν χειμώνιασε με έβλεπαν. Ευγενικοί και διακριτικοί, βέβαια, αλλά είμαι σίγουρη ότι κρυφογελούσαν με το "φρικιό" που, βρέξει - χιονίσει, περπατάει πλάι στη θάλασσα και συχνά πυκνά σταματάει για ν' αναπνεύσει βαθιά ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια και γέρνοντας πίσω το κεφάλι στολισμένο μ' ένα πλατύ χαμόγελο και τα μάτια κλειστά.
Μυρίζω τη θάλασσα και βλέπω όλο το ταξίδι του ήλιου.
Ξανάνιωσα, είπαν τα παιδιά μου που ήρθαν πέρσι να με δουν στον παράδεισό μου.

Πώς περνάει η ζωή χωρίς φίλους, ε;
Συνήθισα, δεν με πειράζει. Οι ντόπιοι τώρα με θεωρούν, σχεδόν μια απ' αυτούς κι ας κρυφογελάνε πάντα με την μοναχικότητά μου.
Πάω, λοιπόν, στο μπακάλικο, πάω στον καφενέ, παίζω κανένα τάβλι με τους παππούδες, κι ανταλλάσσω κουβέντες για τον καιρό και για την πολιτική. Α, ναι, και για την ακρίβεια.
Τηλεόραση δεν βλέπω' μόνο καμιά ταινία από το διαδίκτυο.  
Διέγραψα εαυτόν από τα κοινωνικά μέσα προβολής και ενημέρωσης' σπαταλημένος  χρόνος.
Αλλά, διαβάζω. Και πλέκω και κεντάω πολύ. Φτιάχνω περίτεχνα σχέδια. Μπλέκω χρώματα και σχήματα. Μπορώ και φαντάζομαι πάλι.
Αχ τι όμορφα πράγματα φτιάχνουν τα χέρια μου οδηγημένα από το μυαλό μου.
Κανένας δεν τα βλέπει αυτά που φτιάχνω. Τα φτιάχνω. Απλώς τα φτιάχνω. Κι άμα αρέσουν σε μένα, μου φτάνει.
Α, και χορεύω  μόνη μου στο σπίτι, στην αυλή, στην αμμουδιά.
Έχω κι έναν λαχανόκηπο κι έναν λουλουδόκηπο, μια και τα τελευταία δυο χρόνια απέκτησα την ψαροκαλύβα που πάντα ονειρευόμουν.
Να, εδώ μπροστά σκάει το κύμα κι από τις αρχές της άνοιξης μέχρι να κοντέψει για τα καλά ο χειμώνας, λούζομαι στη θάλασσα μόλις ξεμυτίσει ο ήλιος.
Είμαι ευτυχισμένη. Ε, ναι γαλήνη και χαρά δεν είναι η ευτυχία;
Ξαναβρήκα μυρωδιές, γεύσεις, χρώματα και συναισθήματα ακυρωμένα, ξεχασμένα, καταχωνιασμένα.
Τα βράδια κοιμάμαι νωρίς κι έτσι δεν έχω να παλέψω με φαντάσματα που αρέσκονται να έρχονται τη νύχτα.

Από τότε που ήρθα δεν έκοψα ξανά τα μαλλιά μου κι ούτε τα έβαψα ξανά.
Κοντεύουν να φτάσουν στη μέση μου και τα καμαρώνω ολόλευκα, πυκνά και υγιή. Τα μαζεύω σ' έναν κότσο χαμηλά στο σβέρκο, αλλά είναι φορές που τ' αφήνω ελεύθερα στον ήλιο και στον αέρα' ναι, τότε που χορεύω μόνη μου στο φεγγαρόφωτο σαν ξωτικό.
Το κορμί μου, αχάιδευτο τόσα χρόνια, ξέμαθε από αγγίγματα ξένα. Όμως δυνάμωσε κι ομόρφυνε θαρρείς.
Και το πρόσωπό μου έμεινε μ' εκείνες τις ρυτίδες που έφερα μαζί μου.
Ακαθορίστου ηλικίας, όπως άκουσα να ψιθυρίζει κάποια φορά ένας κύριος σε έναν άλλον κύριο στον καφενέ που τα καλοκαίρια γίνεται καφετέρια.
Α, ναι, θα μπορούσα να έχω μερικούς τέτοιους στην αγκαλιά μου για μερικά βράδια. Αλλά δεν θέλω, δε με νοιάζει. Όχι ότι δεν διψάει το σώμα, αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι μην ξαναπέσω σε τίποτα μυλόπετρες του έρωτα και ξανακλάψω.

Είναι χειμώνας τώρα κι όλα είναι χιονισμένα. Είχε πολλά χρόνια να συμβεί αυτό, λένε οι ντόπιοι.
Και είναι Χριστούγεννα. Τα ωραιότερα Χριστούγεννα της ζωής μου.
Είναι όλα άσπρα τριγύρω, σκεπασμένα από πυκνό χιόνι. Τα κλαδιά των δέντρων λυγίζουν από το βάρος. Μέχρι και στην αμμουδιά, εκεί κοντά στο κύμα έχει όμορφες δαντέλες από χιόνι.
Βγαίνω βόλτα στο δασάκι που είναι λίγο παραπέρα από το σπίτι μου. Οι μόνοι ήχοι που σπάζουν τη συνέχεια της σιωπής είναι τα βήματά μου που τρίζουν πάνω στο παγωμένο χιόνι και κανένα κρώξιμο από κάποιο πουλί ή ένα γρήγορο φουρφούρισμα από κλαδί σε κλαδί.
Στέκομαι στο άνοιγμα που βγάζει στη θάλασσα και κοιτάζω κάτω το χωριό. Τα περισσότερα σπίτια ακατοίκητα' το καταλαβαίνεις απ' το παχύ χιόνι στις στέγες τους μια και δεν το ζεσταίνει να το λιώσει καμιά καμινάδα. Ακούω από πολύ μακρυά μια μοναχική ανθρώπινη φωνή ή το αλύχτισμα ενός σκύλου και γοητεύομαι με την σχεδόν εξωπραγματική απαλότητά τους, όπως διαχέονται στην ερημιά.       

Χτες το βράδυ είχε πανσέληνο. Ένα τεράστιο φεγγάρι που κρέμονταν τόσο χαμηλά στον ουρανό που νόμιζα ότι θ' απλώσω το χέρι μου και θα το αγγίξω.
Φώτιζε δυνατά το ολόλευκο τοπίο που έλαμπε παρθένο από πατημασιές και ρόδες.
Βγήκα και περπάτησα μέσα σ' αυτό το παραμύθι και χαμογελούσα όλη την ώρα. Μέσα μου πάλλονταν μια χαρά πλεγμένη με νήματα από μια πεπερασμένη αθωότητα κι από την ευτυχισμένη συνειδητοποίηση ότι βλέπω, μυρίζω, ακούω, κινούμαι, αισθάνομαι.

Να, τέτοιες ώρες είναι που μου λείπει ένας δικός μου άνθρωπος. Τότε θέλω δυο ακόμα μάτια να βλέπουν ό,τι βλέπω, δυο ακόμα αυτιά ν' ακούν ό,τι ακούω, ένα ακόμα μυαλό να εκστασιάζεται όπως το δικό μου και μια ψυχή να μοιράζομαι τη χαρά μου.
Κι όταν ακούω μια μουσική που δονεί την καρδιά μου, έτσι που θέλει να πεταχτεί έξω από το στήθος μου.
Ή όταν διαβάζω κάτι, μπορεί να έχει συμβεί και σε σένα, και ξαφνικά μου γίνεται μια αποκάλυψη. Σαν οι λέξεις, που ήταν πάντα εκεί, δέθηκαν μ' έναν μαγικό τρόπο απ' αυτόν που τις έγραψε και οι γρίφοι εξηγήθηκαν, τα μυστικά φανερώθηκαν.
Α, ναι, κι όταν βλέπω εκείνα τα ηλιοβασιλέματα που μου κόβουν την ανάσα με τα τόσα χρώματα και τις άπειρες αποχρώσεις τους απλωμένα τόσο ταιριαστά και επιδέξια στην απεραντοσύνη του ουρανού. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου