Κυριακή 31 Ιουλίου 2016


 Ευτυχώς, βρέθηκε ο Ερμής 
 
 
Ωωωωχ, σε γατογειτονιά ήρθαμε να μείνουμε, γκρίνιαζε η κ. Καρολίνα όλη την ώρα από τότε που μετακόμισαν στο καινούριο σπίτι.
Ήταν λίγο γκρινιάρα και λίγο υπερβολική με την καθαριότητα, το ξέρουμε, αλλά, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, πραγματικά υπήρχαν πολλά αδέσποτα γατιά στη γειτονιά κι έτσι όπως ήταν ισόγειο αυτό το σπίτι, μερικά τολμηρά δεν δίσταζαν να μπουν και μέσα αν έβρισκαν τις πόρτες ανοιχτές.
Μια φορά μάλιστα, η κ. Καρολίνα λίγο έλειψε να πάθει εγκεφαλικό βλέποντας μια όμορφη πορτοκαλιά γατούλα ξαπλωμένη, σαν στο σπίτι της, πάνω στο κρεβάτι του μικρού της γιου και μια μαυρούλα θρονιασμένη σε ένα μαξιλάρι στο πάτωμα.
Όσο για τα δύο κηπάκια, τι να πεις, γατοπαιχνιδότοπους τα είχαν καταντήσει.
Με τον καιρό, βέβαια, τα γατιά έμαθαν ότι δεν επιτρέπεται να μπαίνουν μέσα στο σπίτι και αραίωσαν αρκετά τις επισκέψεις στα κηπάκια, που η κ. Καρολίνα τα είχε περιποιηθεί και στο ένα φύτεψε λαχανικά και στο άλλο ό,τι λουλούδι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Όμως η κ. Καρολίνα αγαπούσε πολύ τα ζώα κι ας μην τα ήθελε μέσα στο σπίτι της και γι αυτό φρόντιζε να ταϊζει τις γατούλες με ό,τι περίσσευε από το τραπέζι της. Ιδίως όταν είχε ψήσει ψάρια, πάντα ετοίμαζε λίγα παραπάνω και τα κερνούσε σε κείνες. Τα έβαζε σε ένα πιάτο, το γατοπιάτο όπως το έλεγε, γέμιζε και τη γατοκούπα με φρέσκο νερό και τα πήγαινε λίγο πιο πάνω από το σπίτι της, στο δημόσιο κηπάκι της γειτονιάς και τις φώναζε να φάνε.
Όλα πήγαιναν καλά λοιπόν, ώσπου μια ωραία μέρα, να ένα τηλεφώνημα από τα δυο μεγάλα παιδιά της που σπούδαζαν σε άλλη πόλη:
 -          Μαμά, σου έχουμε μια έκπληξη τώρα που θα έρθουμε για τις καλοκαιρινές διακοπές.
 -          Εκπλήξεις που τις προαναγγέλλεις, δεν είναι για καλό, αλλά για  να δούμε τι μου ετοιμάζετε, είπε εκείνη γιατί τους ήξερε τι πονηρούληδες ήταν.
 Την άλλη μέρα, κι άλλο τηλεφώνημα: Μαμά, θέλουμε να σε προετοιμάσουμε. Θα φέρουμε μαζί μας ένα γατάκι.
 -          Θαρρείς και δεν το ήξερα, είπε φουρκισμένη. Μην τολμήσετε κακομοίρηδες. Ούτε να το σκέφτεστε, πήρε φόρα η κ. Καρολίνα κι ανατρίχιασε στην ιδέα  ότι μέσα στο ολοκάθαρο σπίτι της θα ζει ένα γατί που θα αφήνει παντού τρίχες και γατομυρουδιά.
Ααααχ. Προβλέπονται μπελάαααδεεεες, έλεγε συνέχεια από μέσα της.  Κι απ’ έξω της δηλαδή, παρατείνοντας λίγο το λα και το δες.
Πέρασαν οι μέρες και να που έφτασε η ώρα η καλή να υποδεχτεί τα παιδάκια της που είχε τόσο καιρό να τα δει.
 -          Τζα, κοίτα μαμά, κοίτα γλύκα. Πώς μπορείς ν’ αντισταθείς σ’ ένα τέτοιο πλασματάκι, μανούλα; άρχισε τις γαλιφιές η κόρη, σηκώνοντας ως το ύψος των ματιών της κ. Καρολίνας μια όμορφη ειδική τσαντούλα για τη μεταφορά των γατιών, απ’ όπου έβγαινε μια μουσούδα τόση δα και πίσω της φαινόταν ένα παχουλό μικρό κορμάκι.
 -          Κοίτα, κοίτα κούκλος, είπε ο μεγάλος γιος παίρνοντάς τον από κάτω με το ένα του χέρι και κρατώντας τον ψηλά, έτσι που η κοιλίτσα του κρυβόταν μέσα στη χούφτα του και ανάμεσα από τα δυο ακριανά του δάχτυλα ξεπρόβαλε η φατσούλα με τα μουστάκια.
 -          Πω, πω, τέλειος είναι, είπε ο μικρός γιος που μόλις είχε καταφτάσει, παίρνοντας το γατούλη κι αυτός απαλά στα χέρια του.
 -          Τι να πω, μια φορά να μην κάνατε το δικό σας, είπε μουτρωμένη η κ. Καρολίνα, προσπαθώντας να μη φανεί ότι ήθελε να χαϊδέψει κι αυτή τη χνουδωτή μπαλίτσα που έτρεχε κιόλας πάνω στον καναπέ.

-          Κανονίστε κακομοίρηδες, μη δω να κατουρήσει μέσα στο σπίτι, καήκατε. Είπατε ότι του έχετε άμμο κι ότι ξέρει να τη χρησιμοποιεί.
 -          Εεεε, ναι… Καμιά φορά ξεχνιέται γιατί είναι πολύ μικρούλι ακόμα, αλλά μην ανησυχείς, δεν θα επιτρέψουμε να συμβεί, είπε ο μεγάλος γιος.
 -          Κι αν συμβεί, συνέχισε η κόρη, θα τη διορθώσουμε εμείς τη ζημιά, μη στενοχωριέσαι μαμά.
 -          Άντε να δούμε, είπε εκείνη, και στραβοκοίταξε τη γκριζόασπρη γουνίτσα που έπαιζε με κρόσσια του χαλιού.
 Ο Θεός βοηθός, είπε από μέσα της κι αγκάλιασε τα παιδάκια της που τα είχε πεθυμήσει τόσο πολύ, αλλά τ’ άρπαξε απ’ τα μούτρα μόλις τα είδε, η άκαρδη.
 Το βράδυ, τα παιδιά είχαν βγει έξω κι εκείνη ξάπλωσε στον καναπέ μ’ ένα βιβλίο για να ξεκουραστεί. Το γκριζόασπρο μπαλάκι, που είχε ξεθαρρέψει εντελώς, αφού έκανε μερικές βόλτες και περιεργάστηκε όλα τα μαλακά πράγματα στο σπίτι, ανέβηκε στον καναπέ και μετά πάνω της. Η καλύτερη θέση που βρήκε, ήταν ακριβώς ανάμεσα στο πρόσωπο της κ. Καρολίνας και το βιβλίο της.
- Βρε, τι κάνεις εδώ; Μπας και νομίζεις ότι τα μουτράκια σου έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από το βιβλίο μου; το μάλωσε τρυφερά.
Το γατάκι εξέτασε με περιέργεια το πρόσωπο της κ. Καρολίνας κι εκείνη κοίταξε τα πανέμορφα πράσινα μάτια του, που στην άκρη τους, από τη μέσα πλευρά, είχαν από μια σταγονίτσα σκούρη καφέ, σαν μικρά δάκρυα.
Άφησε το βιβλίο της και το χάιδεψε απαλά στο λαιμουδάκι του. Εκείνο βολεύτηκε όσο καλλίτερα μπορούσε, έφερε το ένα ποδαράκι του ως το στόμα, κι άρχισε να πιπιλίζει το πατουσάκι του κλείνοντας τα μάτια του, όπως κάνουν τα μωρά με την πιπίλα τους όταν θέλουν να κοιμηθούν.

Τον ονόμασαν Ερμή. "Γιατί είναι όμορφος, μικρόσωμος, γρήγορος, γοητευτικός και  γαλίφης", είπε ο μεγάλος γιος, και αφού συμφώνησαν  κι οι άλλοι δυο έκλεισε το θέμα. 
-          Αχ, είσαι ένας χουρχούρης εσύ, τον χαϊδολογούσε η μαμά όταν ήταν μόνοι οι δυο τους στο σπίτι. Όταν ήταν τα παιδιά μπροστά, έκανε τη δύσκολη ακόμα.
Κι εκείνος πια, όλο γλύκα κι όλο νάζι δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά της κι όλο μπερδεύονταν στα πόδια της.

Με τούτα και με κείνα, πέρασε ο καιρός κι έφτασε η ώρα να φύγουν οι δυο μεγάλοι για την πόλη όπου σπούδαζαν.
Ο Ερμής συμμετείχε στις ετοιμασίες, βέβαια. Τη μια φορά μπήκε μέσα στην ανοιχτή ντουλάπα που την έκλεισαν μετά, χωρίς να τον προσέξουν όπως είχε μπερδευτεί ανάμεσα στα ρούχα, και νιαούριζε δυνατά μέχρι να τον ακούσουν και να του ανοίξουν σκασμένοι από τα γέλια. Την άλλη, πήγε κι ανακάτεψε τα ρούχα που μόλις είχαν διπλώσει κι απόμενε να τα βάλουν μέσα στις τσάντες. Άσε που συνέχεια μπερδευόταν στα πόδια τους και ή του πατούσαν την ουρά κι εκείνος τσίριζε, ή προλάβαιναν κι άλλαζαν το βήμα τους για να μην τον πατήσουν, αλλά κινδυνεύοντας κάθε φορά να πέσουν.
 Όταν πια ήταν όλα έτοιμα, ο μεγάλος γιος πήρε τον Ερμή στην αγκαλιά του και του είπε: άντε αποχαιρέτα τη μάνα μου και τον αδερφό μου, εμείς θα πάμε ταξίδι.
 -          Μη τον πάρετε ρε παιδιά, είπε ο μικρός.
 -   Αφήστε τον εδώ βρε αγόρι μου, γιατί να αλλάξει πάλι σπίτι; Ε, κι εμείς τον αγαπήσαμε και θα μας λείψει, είπε κι η μαμά.
 -  Ήμουνα σίγουρος ότι έτσι ακριβώς θα γίνει, κυρία σκληρή μαμά, είπε εκείνος και απόθεσε το γατούλη στην αγκαλιά της.                       
         
Πέρασε ενάμισης χρόνος από τότε που έφεραν τα παιδιά τον Ερμή.
Ευτυχισμένος τριγυρνούσε παντού κι έπαιζε όπου του άρεσε και το βράδυ κοιμόταν στα πόδια της μαμάς ή ακόμα και πάνω από το κεφάλι της, αγκαλιάζοντάς το με το σωματάκι του, έτσι σαν να ήταν ένα ζωντανό γούνινο καπέλο.
Το ίδιο έκανε βέβαια και με το μικρό γιο, που συχνά αστειευόταν: Επιτέλους, από μικρός αδελφός που ήμουν ως τώρα, έγινα ο μεγάλος.
Βεβαίως, ο Ερμής είχε και φανατικές θαυμάστριες. Την ανηψιά της κ. Καρολίνας την Κικίτσα, τις δυο γειτονονοπούλες, την Τάνια και την Κική, ακόμα και την άλλη ανηψούλα την Κλειώ, που έμενε σε άλλη πόλη, αλλά δεν τον άφηνε από την αγκαλιά της όταν ερχόταν επίσκεψη και πάντα ρωτούσε γι αυτόν όταν τηλεφωνούσε στη θεία της.
-       «Κυρία Καρολίνα», φώναζαν οι γειτονοπούλες  από δίπλα (μέχρι να μάθουν να κρύβουν τα γέλια τους μ’ αυτό το όνομα, είδαν κι έπαθαν -σαν να λέμε καρουλάκια ακούγεται, έλεγαν και γελούσαν με την καρδιά τους όποτε χρειαζόταν να το πουν) «να έρθουμε να παίξουμε με τον Ερμή;» και μάλωναν στο τέλος, ποια θα τον έχει μωρό της.
Περιττό να πούμε ότι όταν ερχόταν η Κικίτσα, από την άλλη γειτονιά, τον είχε εκείνη για μωρό της, και γιατί ήταν το γατάκι της θείας της, και γιατί δεν τον έβλεπε πολύ συχνά.
Η χαρά του γατιού και των παιδιών, έλεγε η κυρία Καρολίνα, και τους έμπαζε όλους μαζί στο δωμάτιο του μεγάλου γιου της, που δεν το χρησιμοποιούσε κανένας όσο έλειπε εκείνος. - Παίξτε όσο θέλετε, αλλά μη μου στενοχωρείτε τον Ερμή, εντάξει;        

 -        Πού είναι τα γατάκια σου κυρ Στέλιο; ρώτησε μια μέρα η κ. Καρολίνα τον γείτονα που δεν τσιγκουνευόταν ν’ αγοράζει τροφή και να ταϊζει όλα τα αδέσποτα της γειτονιάς.
 -       " Δυστυχώς, γειτόνισσα, κάποιος κακός από δω γύρω, έβαλε σκοπό να εξολοθρεύσει όλα τα γατιά της γειτονιάς, Τέσσερα από τα δικά μου τα βρήκα πεθαμένα και τα υπόλοιπα δεν ξέρω πού είναι", είπε λυπημένα ο καλός άνθρωπος.  "Πρόσεχε το γατάκι σου, γιατί άρχισε να ξεθαρρεύει και να βγαίνει βόλτες τριγύρω", συμπλήρωσε.
 -      Καλά λες κυρ Στέλιο, έχω ώρα να τον δω.

Ερμή, Ερμή, πού είσαι; Έτρεξε ανήσυχη μέσα στο σπίτι.
Έψαξε κάτω από τα κρεβάτια, μέσα στις ντουλάπες, στη βιβλιοθήκη, πίσω από τους καναπέδες, ακόμη και μέσα στα χαμηλά ντουλάπια της κουζίνας κοίταξε. Μια φορά τον είχε κλείσει κατά λάθος εκεί μέσα κι εκείνος νιαούριζε επί ώρα μέχρι να τον ακούσει και να τον βγάλει από κει.
Πουθενά δεν είναι, πουθενά. Αχ ας μην έπαθε τίποτα κακό το γατάκι μου, παρακαλούσε από μέσα της η κ. Καρολίνα νοιώθοντας την αγωνία να της κλείνει το λαιμό.
Βγήκε έξω, τριγύρισε, μαζί με τον κυρ Στέλιο που προθυμοποιήθηκε να την βοηθήσει, στα παρκάκια της γειτονιάς, κατέβηκε στην αποθήκη. Τίποτα, πουθενά.
Ξαναβγήκε έξω. "Ερμή, Ερμή, πού είσαι", φώναζε σιγανά.
 -         Τι έπαθες αδερφή μου, έχασες κανένα πορτοφόλι γεμάτο λεφτά και το ψάχνεις σαν παλαβή; αστειεύτηκε  η αδερφή της, η μαμά της Κικίτσας, που ερχόταν επίσκεψη κρατώντας από το χεράκι την κόρη της.       
Όπου να ‘ναι θα έφτανε και η Κλειώ με τη μαμά της, που θα ‘ρχονταν για να μείνουν στης θείας το Σαββατοκύριακο.
 -          Μακάρι να έχανα το πορτοφόλι μου, είπε εκείνη, αγκαλιάζοντας και φιλώντας την ανηψιά της. Εδώ και ώρα ψάχνω τον Ερμή και δεν τον βρίσκω πουθενά. Μου είπε κι ο κυρ Στέλιος ότι κάποιος σκορπίζει φόλες στη γειτονιά και σκοτώνει τα γατάκια...

-          Κορίτσια, έτρεξε η Κικίτσα στο σπίτι της Κικής και της Τάνιας, ελάτε, χάθηκε ο Ερμής, πάμε να βοηθήσουμε τη θεία στο ψάξιμο.
 -          Μην κλαίτε κυρία Καρολίνα, είπε η Κική, κι ήταν πρώτη φορά που δεν γέλασε μ’ αυτό το αστείο όνομα, θα τον βρούμε τον Ερμάκο, θα ψάξουμε όλοι μαζί.
 -          Τι έγινε βρε παιδιά, τέτοια υποδοχή ούτε στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, είπε κατεβαίνοντας από το ταξί η μαμά της Κλειώς και βλέποντάς τες όλες μαζί στην άκρη του δρόμου.
 -          Χάθηκε ο Ερμής, είπαν όλα τα κορίτσια μαζί κι άρπαξαν την Κλειώ από το χέρι λέγοντας με ορμή: «πάμε να ψάξουμε να τον βρούμε».               
Ερμή, Ερμή, αντηχούσε για λίγη ώρα όλη η γειτονιά από τις φωνούλες τους, αλλά ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τον Ερμή κι η κυρία Καρολίνα δεν μπορούσε πια να κρύψει τα δάκρυά της. - Να δείτε που δηλητηρίασαν και το δικό μου το ζωάκι οι άθλιοι, έλεγε και ξανάλεγε.
 -  Πάτε εσείς μέσα, φώναξαν τα κορίτσια, εμείς θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε.
 -  Καλά λένε τα παιδιά, ντροπή μου που σας έχω τόση ώρα στο δρόμο, είπε απαρηγόρητη πια η καημένη η Καρολίνα.
 Κόντευε να νυχτώσει όταν βγήκαν οι μαμάδες να φωνάξουν τα κορίτσια. – Άντε, ελάτε μέσα παιδιά κι ο Ερμής κάπου θα τριγυρνάει και μόλις βρει το δρόμο θα γυρίσει στο σπίτι.
-  Κι αν  χαθεί, είπαν έτοιμες να κλάψουν και οι τέσσερις.
-  Μην ανησυχείτε, τα γατάκια πάντα βρίσκουν το δρόμο τους, είπε η θεία  προσπαθώντας να παρηγορήσει κι αυτές και τον εαυτό της. 
-  Άντε να πλύνετε τα χεράκια σας κι ελάτε να φάτε, Θα φτιάξω αβγόφετες με μέλι, που σας αρέσουν.
 - Εεεε, τι γίνεται εκεί μέσα, έτρεξε η μαμά της Κλειώς στο μπάνιο, από όπου ακούγονταν χοροπηδητά και δυνατές φωνές.
 -    Να τος ο τεμπέλαρος, φώναξε σκασμένη από τα γέλια η Κικίτσα, βγαίνοντας  με τον Ερμή στην αγκαλιά της.  
 -     Κοιμόταν του καλού καιρού μέσα στο πλυντήριο, είπαν οι άλλες τρεις τρισευτυχισμένες κι απλώνοντας τα χέρια για να τον χαϊδέψουν.
 -      Εκεί που πλέναμε τα χέρια μας στο νιπτήρα, ακούσαμε ένα θόρυβο' γυρίσαμε να δούμε τι είναι και να σου ο κύριος να πηδάει έξω από τον κάδο σαν να μη συμβαίνει τίποτα, εξήγησε η Κλειώ.
 -      Βρε παλιομασκαρά, μας κατατρόμαξες, είπε τρυφερά η μαμά της Τάνιας και της Κικής, που είχε  έρθει κι αυτή πριν από λίγο.                     
        
Όσο για την κυρία Καρολίνα, τον άρπαξε στην αγκαλιά της και τον φιλούσε συνέχεια. «Μην τολμήσεις κακομοίρη να μου κάνεις ξανά τέτοια λαχτάρα, θα σε σφάξω».
 - Εεεε, οι αβγόφετες καίγονται, φώναξε η Κλειώ που είχε αρχίσει να πεινάει μετά από τόσες ώρες ταξίδι και αγωνία μέχρι να βρουν τον τεμπελάκο.
 -          Θα σας φτιάξω άλλες, είπε η θεία, πανευτυχής και με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά.  Θα φτιάξω και χαλβά σιμιγδαλένιο με μπόλικα καρύδια για να γιορτάσουμε που ξαναβρήκαμε τον άσωτο γάτο μας. Μια στιγμή όμως, να το πω και στο γείτονα γιατί ανησυχούσε πολύ. "Ε, κυρ Στέλιο, βρέθηκε το γατάκι μας" είπε βγάζοντας το κεφάλι της από τη μπαλκονόπορτα. -"Μπράβο γειτόνισσα. χαίρομαι πολύ" είπε ο καλός άνθρωπος και χαμογέλασε με ανακούφιση,  
 -----------------------------------------------------------------------------------------------
 
 
 
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου