Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Τι είδαν τα ταξιδιάρικα γυαλιά


Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, κάτι γυαλιά, ξέρετε, απ' αυτά που φοράν οι άνθρωποι πάνω στη μύτη τους για να βλέπουν καλά, που είχαν βαρεθεί να κοιτάνε τα ίδια και τα ίδια.
Χρόνια ολόκληρα είχαν κουραστεί να βλέπουν τους ίδιους δρόμους, τους ίδιους ανθρώπους και τα ίδια σπίτια.
- Κάτι πρέπει να κάνουμε, δεν πάει άλλο, έλεγαν μεταξύ τους καιρό τώρα κι όλο ουφ και ουφ και πάλι γράμματα βλέπουμε και πάλι κατσαρόλες και πλυντήρια κι άντε  καμιά φορά και τη θάλασσα.

Ευτυχώς, που η κυρία που τα φορούσε αγαπούσε πολύ τη θάλασσα και πήγαινε συχνά βόλτες τριγύρω απ' αυτήν κι ας ήταν χειμώνας κι ας ήταν καλοκαίρι κι ας ήταν μέρα κι ας ήταν νύχτα.

- Το βρήκα, είπε μια μέρα το αριστερό κρύσταλλο στο δεξί.
- Τι βρήκες δηλαδή; είπε βαριεστημένα εκείνο. Αλλά μη μου λες, δεν έχω όρεξη.
- Κι όμως, είπε το σκανταλιάρικο αριστερό, υπάρχει λύση στο πρόβλημά μας.
- Για πες, είπε πνίγοντας ένα χασμουρητό το δεξί κρύσταλλο, πιο πολύ για να πει ό,τι είχε να πει ο σύντροφός του και μετά να το αφήσει στην ησυχία του.
- Λοιπόν, συνέχισε ακάθεκτο το αριστερό, παρά το ό,τι είχε δει το χασμουρητό. Αυτή η κυρία που μας φοράει είναι λίγο απρόσεχτη και λίγο αφηρημένη. Κι επίσης, βαριέται να κουβαλάει τσάντα μαζί της όταν πάει βόλτα στη θάλασσα και μας χώνει κι εμάς, όπως κι ένα σωρό άλλα πράγματα, όπως - όπως στις τσέπες του παλτού της.
- Και; είπε ανυπόμονα και λίγο τσαντισμένα το δεξί κρύσταλλο, γιατί ήταν σίγουρο ότι το αριστερό θα άρχιζε πάλι να μιλάει ασταμάτητα και πάει η ησυχία. Άσε που θα έλεγε καμιά βλακεία πάλι.
- Όχι, όχι, φώναξε ο σύντροφός του, που κατάλαβε τι σκεφτόταν. Έχω ΤΗ ΛΥΣΗ, άκου με πρώτα.
- Άντε λέγε, να τελειώνουμε, ξεφύσηξε το δεξί.
- Λοιπόοοοον, πήρε περισπούδαστο ύφος το αριστερό. Έτσι όπως μας χώνει μέσα στις τσέπες της μαζί με τα γάντια της, τα κλειδιά, το τηλέφωνό της, τα χαρτομάντηλα...
- Θα τα πεις όλα τώρα; αγρίεψε το δεξί.
- Καλά, καλά, μαζεύτηκε λίγο το αριστερό. Όμως δεν είχε σκοπό να σταματήσει πριν πει το μεγαλοφυές σχέδιό του και συνέχισε απτόητο: Θυμάσαι που κατατρομάξαμε προχτές γιατί κοντέψαμε να πέσουμε στα βράχια, όταν έβγαλε το τηλέφωνό της;
- Θυμάμαι, αλλά τι σχέση έχει το ένα με τ' άλλο;        
-  Περίμενε και θα μάθεις. Λοιπόν, την άλλη φορά που θα ετοιμάζεται να πάει πάλι στη θάλασσα, εμείς θα κρυφτούμε, όπως κάνουμε όταν θέλουμε να γελάσουμε έτσι που μας ψάχνει και μουρμουρίζει διάφορα που δε μας βρίσκει...
- Πάλι μακρηγορείς, είπε αυστηρά το δεξί.
- Καλά, καλά, μπαίνω αμέσως στο θέμα. Θα κρυφτούμε λοιπόν, για να μας βρει λίγο πριν φύγει και να μας βάλει τελευταία στην τσέπη της...
- Μάλιστα, είπε αναστενάζοντας το δεξί κρύσταλλο, τι είχες Γιάννη μ; ό,τ’ είχα πάντα. Τι ασυναρτησίες είναι αυτές που λες παιδάκι μου; τσίριξε πια ολότελα αγριεμένο.
-Άκου, άκου και δε θα χάσεις, πήρε φόρα χαμογελώντας θριαμβευτικά το αριστερό. Συνεχίζω: και μόλις φτάσουμε στη θάλασσα, θα γλιστρήσουμε και θα πέσουμε στο νερό...
- Ε, δεν είσαι καλά, είπε απηυδισμένο το δεξί. Απορώ, αφού σε ξέρω, πώς κάθομαι και σ' ακούω τόση ώρα. Και γιατί παιδάκι μου να πέσουμε στο νερό; για να πουντιάσουμε;     
- Μα τι στουρνάρι είσαι, είπε με στόμφο το αριστερό κρυσταλλάκι. θα πέσουμε στη θάλασσα για να ταξιδέψουμε και να δούμε κι άλλα πράγματα. Τόσα και τόσα διάβαζε μαζί μας αυτή η κυρία που μας φοράει. Τίποτα δεν έμαθες; καμιά περιέργεια να τα δεις κι αληθινά; Για σκέψου, άλλες χώρες, άλλοι άνθρωποι, άλλα δέντρα, ζώα, σπίτια, θέατρα...
                       
-         Λες; είπε σκεφτικό, αλλά λίγο πιο ζωηρά τώρα, το δεξί. Χμ, δεν είναι κακή ιδέα τελικά. Λες να το κάνουμε ε;
-         Πες ότι το κάναμε κιόλας, είπε το αριστερό. Κοίτα, ετοιμάζεται. Έλα να κρυφτούμε.
-         Πού στο καλό χάθηκαν πάλι αυτά τα γυαλιά, μουρμούριζε η κυρία, που είχε βάλει όλα τα αναγκαία στις τσέπες της κι έψαχνε παντού για τα γυαλιά της γιατί χωρίς αυτά δεν έβλεπε καθόλου να διαβάσει, ούτε να δει ποιος τηλεφωνεί κι ούτε εκείνη να τηλεφωνήσει.
-         Σας τσάκωσα, είπε βρίσκοντάς τα πίσω από ένα βιβλίο παρατημένο στο τραπέζι της κουζίνας.
-         Χι,χι,χι, γέλασαν τα δυο κρυσταλλάκια. Όπως το είπαμε. Άμα θέλουμε πέφτουμε και τώρα, εδώ πάνω στο χαλί, αλλά δε θέλουμε, γιατί θέλουμε θάλασσαααα. Είμαστε ταξιδιάρικα γυαλιάααα εμείειειες, τραγούδησαν κατενθουσιασμένα.

Και να την η κυρία, κουκουλωμένη με σκουφιά, κασκόλ και κουμπωμένη μέχρι επάνω, γιατί κάνει πολύ κρύο σήμερα, που βγαίνει στο δρόμο, φοράει τα ακουστικά στα αυτιά, βρίσκει στο ραδιόφωνο του τηλεφώνου της το σταθμό που της αρέσει και ξεκινάει για τη βόλτα της δίπλα στη θάλασσα. Μα πόσο πολύ της αρέσει η θάλασσα, ακόμα κι αν είναι φουρτουνιασμένη όπως σήμερα και τραγουδάει αγριωπά με τα κύματά της.
Να την που παίρνει πάλι εκείνο το απότομο ανηφορικό δρομάκι που βγάζει σε κείνα τα βράχια που σκόνταψε προχτές.
Ουπς, το πέρασμα είναι γεμάτο νερό.
-Τώρα; Ε, θα πηδήσω από τον ένα βράχο στον άλλο, γιατί αλλιώς, πάνε οι μπότες μου, το θαλασσινό νερό θα τις καταστρέψει, μονολογεί και κάνει ένα μικρό άλμα.
- Τώρα είναι η ευκαιρ… πήγε να πει το αριστερό κρύσταλλο, αλλά δε χρειάστηκε καμιά προσπάθεια από μέρους τους. Έτσι όπως πήγε να περάσει από τον ένα βράχο στον άλλο η κυρία, έβγαλε λίγο απότομα τα χέρια της από τις τσέπες και τα γυαλιά βρέθηκαν στον αέρα χωρίς να το καταλάβουν ούτε αυτά, ούτε εκείνη.
Πλατς, έπεσαν στο νερό και πάει. Εκείνη τα έχασε για πάντα, κι εκείνα άρχισαν τα «μπρρρρ κρύοοοο, άσχημη μέρα για ταξίδιιιι».
- Καλά, καλά, είπε το πάντα αισιόδοξο αριστερό, που του άρεσε να βλέπει τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Μπορεί να κάνει κρύο, αλλά αυτό το κύμα θα μας πάει μακρυά κι έτσι δε θα μπορεί να μας βρει όταν θα αρχίσει να μας ψάχνει αύριο η κυρία.

- Κι έτσι αρχίζει το ταξίδι μααας, είπε χαρούμενο κι ας ένοιωθε να παγώνει. Άλλωστε, η περιπέτεια έχει και τις δυσκολίες της, είπε για να δώσει λίγο θάρρος στο απογοητευμένο δεξί.
- Ναι, καλά, αν δεν πάθουμε πνευμονία να πεθάνουμε, θα χαρούμε και την περιπέτεια, απάντησε εκείνο.
Και δεν είχε άδικο. Το νερό ήταν παγωμένο, τα κύματα τα πήγαιναν από δω κι από κει κι ήταν μια σκοτεινιά αδιαπέραστη, έτσι που δεν έβλεπαν τίποτα και κρύωναν ακόμα πιο πολύ.
- Δε σου λέω πάντα, να βλέπεις το ποτήρι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο; αντέτεινε το αριστερό. Πρώτον, τα κύματα δεν μας αφήνουν να βουλιάξουμε εδώ μπροστά, δεύτερον, μόλις ξημερώσει θα αρχίσουμε να βλέπουμε τόσα θαυμαστά πράγματα  και τρίτον και καλύτερο, είμαστε ελεύθεραααα. Προς το παρόν, πάντως, μπορούμε να κοιμηθούμε λίγο για να πάρουμε δυνάμεις. Να εδώ σ’ αυτή τη λακκουβίτσα που κάνει αυτός ο βράχος, μια χαρά είναι, ε;
- Ας κοιμηθούμε λοιπόν, συμφώνησε το δεξί, και βλέπουμε τι μας ξημερώνει αύριο.
Έτσι κι έγινε. Όπως ήταν κουρασμένα από τις συγκινήσεις της μέρας τα πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβουν καλά καλά.

- Ξύπνα, σκούντησε μετά από ώρες το αριστερό κρύσταλλο το δεξί. Μα πώς μπορείς να κοιμάσαι μ’ έναν ήλιο σαν κι αυτόν;  
Αλήθεια, έπλεαν σε μια καταγάλανη και ήμερη θάλασσα κι ο ήλιος έλαμπε φωτίζοντας και ζεσταίνοντας όλα όσα άγγιζαν οι λαμπρές ακτίνες του. Σήμερα φαίνεται ότι άρχισαν οι Αλκυονίδες μέρες.
- Ουάου, είπε κοιτώντας γύρω του με έκπληξη και θαυμασμό το δεξί. Ουάου, ξαναείπε κατενθουσιασμένο. Έλα να κάνουμε μια τούμπα. Ουπς. Μα κοίτα τι έχει εδώ κάτω!
Αχ πώς άρεσαν και στα δυο κρυσταλλάκια τα γυαλιστερά φύκια που κινούνταν σαν να χόρευαν απαλά και περήφανα στο ρυθμό της θάλασσας.
Να κι ένας αστερίας κατακόκκινος και  λαμπερός. Κι ένα καβουράκι που τρέχει να κρυφτεί μέσα στη σχισμή ενός βράχου. Και κογχύλια ένα σωρό, άσπρα – άσπρα.  
- Μα είναι τέλεια, φώναξε το αριστερό κι απ’ τη χαρά του παρέσυρε το δεξί σε μια ακόμα τούμπα μέσα στα πεντακάθαρα νερά.
Τα ψάρια που περνούσαν πέρα δώθε, κοιτούσαν αυτούς τους δυο παράξενους τύπους  και άλλα γελούσαν καλόκαρδα κι άλλα έκαναν τσ, τσ, τσ, τι ανοησίες είν’ αυτές.
Είχαν δει κι είχαν δει. Κασόνια, μπουκάλια, κουτιά, σακούλες, παπούτσια κι ένα σωρό άλλα αντικείμενα να κυκλοφορούν στη θάλασσα, αλλά τόσο περίεργα πράγματα, που ήταν δυο κι έκαναν σαν ένα, κι έκαναν τόσες παλαβομάρες, δεν είχαν ξανασυναντήσει.

Τα δυο κρύσταλλα τα έβλεπαν όλα αυτά, αλλά σκασίλα τους για τα κουτσομπολιά.
Εδώ ξεκινούσαν ένα ταξίδι, ένα πραγματικό ταξίδι. Και τώρα θα έβλεπαν αν είναι αλήθεια όλα όσα διάβαζαν τόσα χρόνια, βοηθώντας την κυρία που τα φορούσε να βλέπει τα γράμματα. Κι ήταν ευτυχισμέναααα πάρα μα πάρα πολύ.
- Έλα, έλα να πιαστούμε από αυτή τη βάρκα να ταξιδέψουμε πιο γρήγορα, είπε το αριστερό και με τον ένα βραχίονα του μεταλλικού σκελετού που συγκρατούσε τα δυο τους στη θέση τους, αρπάχτηκε από κάτι πεταλίδες που είχαν κολλήσει στην καρίνα της βάρκας, που περνούσε εκείνη την ώρα από κει με δυο τρεις επιβάτες που γελούσαν και πειράζονταν μεταξύ τους.
-         Ωωωωωωω, τραγούδησαν τα κρυσταλλάκια. Σαν να κάνουμε θαλάσσιο σκι,  φώναξαν και τα δυο μαζί και χαίρονταν που έσκιζαν τόσο γρήγορα το νερό.

-         Επ, τι γίνεται εδώ; Γιατί σταματήσαμε καταμεσής στο πέλαγο;  φώναξε το αριστερό.
-         Μάλλον θα ψαρέψουν οι άνθρωποι. Ευκαιρία να δούμε πώς γίνεται; απάντησε το δεξί.
Και πράγματι, σε λίγο ακούστηκε ο συριχτός θόρυβος της πετονιάς και μετά μ’ ένα πλατς βυθίστηκε στο νερό το βαρίδι με το αγκίστρι κι ένα σκουληκάκι μπερδεμένο πάνω του.
Ευθύς αμέσως κατέφτασε ένα κοπάδι ψάρια κι άρχισαν να τριγυρίζουν το σκουληκάκι. Μιαμ, νοστιμιά, είπε ένα μικρό κι ετοιμάστηκε να το αρπάξει.
-         Εεεε, μικρέ, σιγά – σιγά, φώναξε ένας γέρο – κέφαλος. Έτσι όπως ορμάς, δε σε βλέπω καλά, θα φας και τ’ αγκίστρι μαζί και τότε πας καλιά σου.
Κοίτα να μαθαίνεις, είπε και πλησίασε σιγά – σιγά το σκουληκάκι που αναδεύονταν μέσα στο γαλανό νερό.   
Το τριγύρισε από δω, το τριγύρισε από κει και κάποια στιγμή, χραπ το άρπαξε και το κατάπιε χωρίς να πληγωθεί από το πονηρό και επικίνδυνο αγκίστρι.
Τα γυαλιά παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον και μετά έσκασαν στα γέλια ακούγοντας το μικρό ψαράκι να παραπονιέται: «ναι αλλά τώρα, το μεζεδάκι το έφαγες εσύ».
-         Ε, την άλλη φορά, τώρα που έμαθες πώς γίνεται, θα το φας εσύ, είπε ο κέφαλος  και κολύμπησε λίγο πιο εκεί για να δει την πρόοδο του μικρού μαθητή του.
Και να που δεν άργησε να ξαναπέσει στο νερό το αγκίστρι, μ’ ένα φρέσκο σκουληκάκι σκαλωμένο πάνω του.
-         Τώρα θα σε φάωωωω, είπε το ψαράκι και κολύμπησε με φόρα. Έκανε ό,τι κι ο δάσκαλός του και μιαμ μιαμ, κατάπιε τη λιχουδιά.
- Ωραίο κόλπο, είπε κι ευχαρίστησε τον γέρο κέφαλο με ένα χαρούμενο κούνημα της ουράς του.
-         Ε, ψιτ, είπε το αριστερό κρυσταλλάκι στο δεξί, τι θα γίνει τώρα, εδώ θα μείνουμε; Αυτοί μπορεί να ψαρεύουν ώρες. Δεν ξεσκαλώνουμε, να πάμε λίγο παραπέρα να δούμε και τίποτ’ άλλο;
-         Αμάν πια μ’ αυτή τη βιασύνη και την περιέργειά σου, ξεφύσηξε το δεξί. Αλλά, και σαν να ‘χεις δίκιο, ό,τι ήταν να δούμε το είδαμε. Άντε να πάμε λοιπόν.
Κι έτσι, κουνήθηκαν λίγο από δω, λίγο από κει και κατάφεραν να ξεσκαλώσουν από τη βάρκα.
Ωχ, πάμε κατ’ ευθείαν στον πάτο, φώναξαν τρομαγμένα και τα δυο, αλλά για καλή τους τύχη εκείνη τη στιγμή περνούσε μια μεγάλη τσιπούρα κι έκατσαν απαλά στην πλάτη της.
Ωωωωπ, είπαν χαρούμενα και ταξίδεψαν για λίγο πάνω στην παχουλή τσιπούρα και μετά, περνώντας δίπλα από ένα φύκι, αρπάχτηκαν από μια γυαλιστερή κορδέλα του και στροβιλίστηκαν μερικές φορές, μέχρι να βρουν βολική θέση να καθίσουν.
-Από δω έχει  ωραία, θέα, ομολογώ, είπε το δεξί κρυσταλλάκι. Κοίτα εκείνο το κόκκινο καβούρι πώς περπατάει;
-Αααα, θυμάσαι μια παροιμία που διάβαζε η κυρία; «Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατείς στα κάρβουνα…» Αυτός πάντως, μια χαρά περπατάει στα βραχάκια κι όλο και κάτι αρπάζει με τις δαγκάνες του. Μπρρρ, και μόνο που σκέφτομαι ότι μπορεί να μας αρπάξει και μας, φοβάμαι, συνέχισε λίγο ταραγμένο το αριστερό κρυσταλλάκι.
- Τώρα που έκανες μπρρρρ, μήπως να σκεφτούμε πού θα περάσουμε τη νύχτα; Αρχίζει να κάνει κρύο πάλι’ φεύγει ο ήλιος, είπε το δεξί και τρεμούλιασε λιγάκι.

Πράγματι, είχαν αρχίσει να μη βλέπουν πια το βυθό κι επάνω στην επιφάνεια της θάλασσας είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
-Ας περιμένουμε λίγο, δεν κάνει και τόσο κρύο πια. Άλλωστε, όπου να ‘ναι θα βγει και το φεγγάρι., είπε το αριστερό και έγειρε λίγο πίσω παρασύροντας και το δεξί, έτσι που ξάπλωσαν και τα δυο αναπαυτικά πάνω στο μαλακό στρώμα από τα φύκια.
Σε λίγο φάνηκε το φεγγάρι. Ήταν μεγάλο κι ολοστρόγγυλο κι έλαμπε με ένα ντροπαλό ασημένιο φως.
-         Αααα, μα είναι υπέροχη η ζωή, είπε θαμπωμένο το δεξί. Κοίτα ομορφιά!
Το αριστερό κρυσταλλάκι, για πρώτη φορά, δεν είπε τίποτα. Κοίταζε μόνο εκστασιασμένο το φεγγάρι και μόνο αναστέναξε μια φορά.
-Τι να κάνει η κυρά μας χωρίς εμάς; αναρωτήθηκε σιγανά και ξαναναστέναξε.
-Κι εγώ τη σκέφτομαι, είπε το δεξί. Μακάρι να μπορούσαμε να τη βρούμε ξανά, μετά το ταξίδι μας και να της δείξουμε όλα αυτά που θα έχουμε δει.
-Πολύ ωραία ιδέα, αλλά, ανεδαφική, είπε απαισιόδοξα το αριστερό.
-Μπα, μπα, πού πήγε η περιβόητη αισιοδοξία σου; Το κορόιδεψε ο σύντροφός του. Εσύ δε λες πάντα να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο; Κι ότι, άμα θέλεις κάτι πολύ μπορείς και να το καταφέρεις;
-Ναι, αλλά πού θα βρεθούμε ποιος ξέρει. Και πώς θα τύχει να βρεθεί κι εκείνη εκεί για να μας βρει; είπε το αριστερό, που είχε μελαγχολήσει λίγο, ποιος ξέρει γιατί.
-Καλά, καλά, εμείς προς το παρόν έχουμε ταξίδι μπροστά μας και θα δούμε τόσα θαυμαστά πράγματα. Κι αν τύχει να ξαναβρούμε την κυρά μας, της τα δείχνουμε κι αυτηνής. Αν όχι, εμείς πάντως θα τα έχουμε δει. Άλλωστε γι αυτό δεν μπήκαμε σ’ αυτήν την ωραία περιπέτεια;
Άντε, σήκω τώρα να δούμε πού θα κοιμηθούμε’ κρύωσα, είπε πιο απαλά τώρα το δεξί.
Εκείνη την ώρα περνούσε μια σουπιά που πήγαινε να κοιμηθεί στο θαλάμι της και τρόμαξε όπως τα είδε ν’ αστράφτουν στο φως του φεγγαριού.
Ε, κι όταν οι σουπιές τρομάζουν, αφήνουν μελάνι για να θολώσουν το νερό κι έτσι να μη τις βλέπουν οι εχθροί τους.
-Ωωωωω, μας τύφλωσε η παλιοσουπιά, ξεφώνισαν και τα δυο μαζί κι έμειναν για λίγο μέσα στο μαύρο σκοτάδι, μέχρι να τα ξεπλύνει η θάλασσα που είχε αρχίσει να κυματίζει.
-Πού να τρέχουμε τώρα, εγώ λέω να κοιμηθούμε εδώ να που βρισκόμαστε, είπε λίγο γκρινιάρικα το δεξί. Μια χαρά στρωματάκι μαλακό και μεταξένιο είναι αυτά τα ωραία φύκια.
-Συμφωνώ, είπε αμέσως το αριστερό. Ας κοιμηθούμε εδώ απόψε κι αύριο με τον ήλιο βλέπουμε τι κάνουμε. Καληνύχτα σύντροφέ μου και φίλε μου.  

Ξεκουράστηκαν σαν σε βασιλικό κρεβάτι κι είδαν κάτι όνειρα, μα κάτι ωραία όνειρα.
-Αυτή είναι ζωή, είπε το πρωί το αριστερό κρυσταλλάκι γυαλίζοντας ολόκληρο. Και η περιπέτεια, περιπέτεια και η καλοπέραση, καλοπέραση.
-Τι ωραία που κοιμήθηκα, είπε με τη σειρά του το δεξί. Κι όλη νύχτα με νανούριζε η μουσική της θάλασσας.
-Η ποια μουσική; ρώτησε απορημένο το αριστερό, που δεν έδινε και τόση σημασία στους ήχους, αλλά κυρίως στις λέξεις και στις εικόνες.
- Ααααχ, αμόρφωτη ψυχή, είπε αναστενάζοντας το δεξί. Υπάρχει βρε, πιο ωραία μουσική απ’ αυτήν που κάνει η θάλασσα έτσι όπως πάει κι έρχεται απαλά πάνω από όλα τα πράγματα που σκεπάζει και που αγγίζει;
-Ναι, καλά, έτσι σου μιλάω εγώ όταν δεν καταλαβαίνεις τις λέξεις μου; Είπε λίγο παραπονιάρικα το αριστερό, που δεν του άρεσε καθόλου να το αποπαίρνουν γιατί ήταν ευαισθητούλικο.
Το καλό, βέβαια, ήταν ότι είχε μια μεγάλη καρδιά και δεν κρατούσε κακία κι έτσι η στενοχώρια του δεν κρατούσε πολύ.
-Λοιπόν, τι λες να κάνουμε σήμερα;  είπε μετά από λίγο, συνεχίζοντας να λάμπει κάτω από τις λαμπρές ακτίνες του ήλιου.
-Λέω, είπε ακόμα λίγο μουτρωμένο το δεξί, να κάτσουμε εδώ και να μην κάνουμε τίποτα. Ν’ ακούσουμε τη μουσική της θάλασσας και να ξεκουραστούμε κι άλλο.
- Εσύ χρυσό μου γέρασες κιόλας, είπε πειραχτικά το αριστερό κρυσταλλάκι. Γι αυτό εγκαταλείψαμε την κυρά μας; Για να ξαπλώνουμε στα φύκια; Αμ, κακομοίρη μου, προς τι η ταλαιπωρία, τότε; Μια χαρά ξεκουραζόμασταν και πάνω στα βιβλία, στα τραπέζια, στο γραφείο.
Να δούμε θέλαμε. Να - δού - με, είπε με στόμφο και τονίζοντας μια μια τις συλλαβές. Και να ζή – σου – με.

- Άντε πες να τελειώνουμε γιατί δε γλυτώνω από σένα, αναστέναξε το δεξί.
- Τα βλέπεις τα δελφινάκια; είπε με ενθουσιασμό το αριστερό.
- Ε, τι; είπε το δεξί.
- Τι, ε τι; Μόλις περάσουν από δω, θα αφεθούμε να πέσουμε στην πλάτη κάποιου από αυτά και θα μας πάει μια μεγάλη βόλτα, όσο μακρυά θέλουμε.
-Καλέ, τι μας λες; είπε λίγο τρομαγμένο το δεξί. Δεν τα βλέπεις πώς κάνουν συνέχεια βουτιές κι όλο πηδάνε πάνω από τα κύματα; Κι αν πέσουμε;
-Δε θα πέσουμε, θα κρατιόμαστε γερά. Άντε έλα, είπε το αριστερό κι έδωσε έναν πήδο την ώρα που περνούσε δίπλα από το φύκι τους το πιο μικρό δελφινάκι της μεγάλης δελφινοοικογένειας.

-Δίκιο είχεεεες, είναι υπέροχααα, είναι καταπληκτικάααα, φώναζε μετά από λίγο το δεξί κρυσταλλάκι κατενθουσιασμένο που έσκιζαν τόσο γρήγορα τα κύματα, πάνω στη γυαλιστερή πλάτη του δελφινιού.
-Εεεεε, ξεκαρδιζόταν στα γέλια το αριστερό κρυσταλλάκι, κάθε φορά που γλυστρούσαν  σαν σε τσουλήθρα, από το λαιμό μέχρι την ουρά του παιχνιδιάρικου θαλασσινού πλάσματος.
-Λένε, ότι τα δελφίνια φέρνουν τύχη, είπε πραγματικά χαρούμενο το δεξί. Κι αν δε μας φέρει κι άλλη, η ίδια η παρέα μαζί του είναι μεγάλη τύχη.
-Καλέ, αυτό κάνει  σαν να ξέρει ότι είμαστε στην πλάτη του και κάνει ό,τι είναι δυνατό για να μας ευχαριστήσει, είπε εντυπωσιασμένο το αριστερό κρυσταλλάκι. Είμαι πολύ περίεργο να δω τι άλλο θα κάνει για μας, συνέχισε γελαστό, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε ένας δυνατός βόμβος, και το δελφινάκι σταμάτησε για λίγο τις τούμπες και τις βουτιές στα κύματα κι έστησε αυτί  για ν’ ακούσει καλύτερα. Το ίδιο έκαναν και τα άλλα δελφίνια με πρώτα και καλύτερα τη δελφινομαμά και τον δελφινομπαμπά, που έκαναν νόημα στα παιδιά τους να έρθουν κοντά τους για να τα προστατέψουν αν χρειαστεί.

Ο θόρυβος, φαινόταν να πλησιάζει, αν κι ακουγόταν πιο ξεψυχισμένος τώρα.
- Ναι, είναι ένα μεγαλούτσικο ψαροκάικο, κάντε ησυχία να δούμε τι ήρθε να κάνει και σταμάτησε στ΄ ανοιχτά, είπε ο μπαμπάς δέλφινας. Κι απομακρυνθείτε, γιατί μπορεί να ρίξουν δίχτυα, συμπλήρωσε λίγο ανήσυχος, γιατί θυμήθηκε την άλλη φορά που ο μικρός του γιος είχε μπλεχτεί μέσα στα δίχτυα ενός άλλου ψαροκάικου κι είδαν κι έπαθαν να τον ξεμπλέξουν. Αλλιώς, θα πήγαινε καλιά του το δελφινάκι, γιατί οι ψαράδες θυμώνουν πολύ όταν πιάνουν δελφίνια. Τους χαλάνε, λέει τα δίχτυα, έτσι όπως προσπαθούν να ξεφύγουν και μερικοί, όταν τα βρουν στο δρόμο τους, τα σκοτώνουν οι άκαρδοι.

- Μπα, δεν θα ψαρέψουν, είπε σκεφτική η δελφινομαμά. Κοιτάτε, πόσος κόσμος είναι πάνω στο κατάστρωμα. Αχ, μου φαίνεται ότι πάλι θα πετάξουν ανθρώπους μέσα στη θάλασσα.

Κι αλήθεια, σε λίγο, κάποιοι που κρατούσαν όπλα και φώναζαν δυνατά και άγρια, άρχισαν να κατεβάζουν μερικές βάρκες στο νερό και να σπρώχνουν βίαια τους ανθρώπους που ήταν στο κατάστρωμα να μπουν μέσα σ’ αυτές.

- Μα τι κάνετε; έλεγαν μερικοί από αυτούς. Άλλη συμφωνία είχαμε κάνει’ να μας πάτε μέχρι τη στεριά. Εδώ είναι  θάλασσα κι έχει κρύο και σε λίγο θα νυχτώσει κι ο καιρός δείχνει ότι θα αγριέψει. Δείτε τα κύματα που άρχισαν να θεριεύουν…

- Γρήγορα, γρήγορα, έλεγαν οι άλλοι όλο και πιο άγρια. Μπείτε στις βάρκες γιατί όποιος δεν προλάβει θα τον πετάξουμε στο νερό, πρέπει να φύγετε από μας, σε λίγο θ’ αρχίσει να μας κυνηγάει το λιμενικό…

- Πρόσφυγες κι έμποροι ανθρώπων, είπε σιγανά το αριστερό κρυσταλλάκι. Και κοίτα πόσα μικρά παιδιά. Αχ, καλή μου κυρά, πού να ήσουν να τα ‘βλεπες τώρα όλ’ αυτά που διάβαζες κι έκλαιγες καμιά φορά.
- Κι έβριζες, είπε θυμωμένα το δεξί κρύσταλλο. Εγώ τη θυμάμαι να θυμώνει πολύ με τους άθλιους που δε νοιάζονται για τους ανθρώπους, παρά μόνο για τα λεφτά.

Τα δυο κρυσταλλάκια κρατήθηκαν καλά πάνω στη ράχη του μικρού δελφινιού και περίμεναν περίλυπα να δουν τη συνέχεια της περιπέτειας των δύστυχων ανθρώπων που στοιβάζονταν στις βάρκες σαν να ήταν δέματα.

Σε λίγο, το κατάστρωμα του ψαροκάικου άδειασε από τους επιβάτες του και το αγριωπό πλήρωμα έβαλε μπρος τις μηχανές και το πλοίο χάθηκε πολύ γρήγορα πέρα μακρυά, χωρίς να νοιαστεί για κείνους που άφησε πίσω καταμεσής στη θάλασσα.

Τα δελφίνια και τα κρυσταλλάκια άκουσαν τα παιδάκια να κλαίνε τρομαγμένα, τις μανούλες τους να τα παρηγορούν και τους μπαμπάδες να κοιτάζουν σκεφτικοί τα κύματα που άρχισαν να πυκνώνουν και να ψηλώνουν.

-         Εδώ θα μείνουμε, είπαν ο δελφινομπαμπάς κι η δελφινομαμά, κοιτάζοντας αυστηρά το μικρό δελφινάκι που νόμισε ότι μπορούσε ν’ αρχίσει πάλι τις βόλτες και τις βουτιές. Θα πηγαίνουμε, συνέχισε ο μπαμπάς, γύρω από τις βάρκες, μη και μας χρειαστούν οι άνθρωποι, γιατί ακόμα κι αν αντέξουν τα πλεούμενα τόσο βάρος, αυτοί οι καημένοι δεν ξέρουν καν προς τα πού να πάνε. Εμείς θα τους οδηγήσουμε στη στεριά. Εντάξει παιδιά μου;
    -  Ναιαιαιαι, είπαν όλα τα δελφίνια μαζί και κύκλωσαν τις βαρυφορτωμένες βάρκες.

Το μικρό δελφινάκι, έχοντας πάντα στην πλάτη του τα δυο κρυσταλλάκια, πλησίασε πάρα πολύ μια βάρκα που μέσα της ήταν ένα μικρούτσικο παιδάκι που χαιρόταν και χτυπούσε κάθε τόσο τα χεράκια του, χωρίς να καταλαβαίνει την αγωνία των γονιών και των μεγαλύτερων αδερφών του. Μάλιστα, πλησίασε τόσο πολύ, που η μαμά του μωρού άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε το κεφαλάκι του. Ε, κι εκείνο, όπως όλα τα μικρά παιδιά που τα χαϊδεύουν, πήρε θάρρος κι έκανε μια ωραία τούμπα για να την ευχαριστήσει.

-         Ωωωω, τρελόπαιδο, είπαν με μια φωνή τα γυαλιά, που είχαν ξεχαστεί κοιτώντας τους ανθρώπους κι είχαν πάψει να κρατιούνται γερά στην πλάτη του δελφινιού κι έτσι, με την τούμπα που έκανε εκείνο, βρέθηκαν για μια στιγμή να πετάνε στον αέρα.
Για καλή τους τύχη, όμως, δεν έπεσαν στο νερό, που ήταν πολύ βαθύ σε κείνο το μέρος και σίγουρα θα βούλιαζαν μέχρι το βυθό κι άντε να βγουν από κει, παρά προσγειώθηκαν στον πάτο της βάρκας. Και για ακόμα πιο καλή τους τύχη, τα… ψάρεψε από κει το μωρό που λέγαμε προηγουμένως, κι άρχισε να παίζει μαζί τους αφήνοντας για λίγο ήσυχη τη μαμά του.

-         Ωχ, τύχη που την είχαμε, γκρίνιαξε το δεξί κρυσταλλάκι. Αυτό το μωρό μας τραβολογάει σαν να είμαστε λαστιχένια. Έχε γεια καημένε κόσμε… δε μας βλέπω ν’ αντέχουμε για πολύ στα χέρια του.
-         Πάψε πια, είπε το αριστερό κρυσταλλάκι. Δε χαίρεσαι που βοηθάμε ένα μικρό ανθρωπάκι;
-         Και πώς το βοηθάμε δηλαδή; είπε πιο μουτρωμένο τώρα το δεξί. Και μη μου πεις για το μεγαλείο της θυσίας για έναν ευγενικό σκοπό, γιατί αν είχα φωνή θα τσίριζα τώρα. Κοίτα, κοίτα πώς…. Καλέ, θα μας σπάσει, πού τη βρήκε τόση δύναμη μια σταλιά παιδάκι; Εεεε, μωρό, δεν είμαστε για τα δικά σου μάτια. Θα ζαλιστείς άμα μας φορέσεις στη μυτούλα σου. Είμαστε για μεγάλους…

Στο μεταξύ, η ώρα περνούσε κι είχε αρχίσει να νυχτώνει και το κρύο να γίνεται τσουχτερό. Οι μανούλες κι οι μπαμπάδες, έσφιξαν τα παιδιά τους στις αγκαλιές τους να τα ζεστάνουν και παρηγορούσαν όσα είχαν αρχίσει να κλαίνε πάλι γιατί διψούσαν και γιατί πεινούσαν.      
Και τα δελφίνια εκεί, να προσέχουν τους ανθρώπους μη και πέσουν στη θάλασσα κι οι δυο δελφινογονείς να προπορεύονται για να δείχνουν το δρόμο σε κείνους που οδηγούσαν τις βάρκες. 
Κι οι άνθρωποι ένοιωθαν καλύτερα με την παρέα αυτών των υπέροχων θαλασσινών συντρόφων, γιατί ήξεραν πόσο έξυπνα, ευγενικά και καλοσυνάτα πλάσματα είναι. Ποιος δεν ξέρει κάποιες ιστορίες για το πώς κάποια δελφίνια έσωσαν ανθρώπους από βέβαιο πνιγμό, μεταφέροντάς τους στις πλάτες τους.

Κάποτε ξημέρωσε κι η μέρα βρήκε τους ανθρώπους παγωμένους, πεινασμένους, διψασμένους και καταταλαιπωρημένους, αλλά, ευτυχώς, όλους ζωντανούς και ασφαλείς μέσα στις βάρκες. 

- Εεεεε, στεριά, φώναξαν κάποια στιγμή μερικοί από αυτούς. Τα δελφινάκια μας έβγαλαν στη στεριά.
Όλοι αναθάρρησαν κι άρχισαν να χαμογελούν με ελπίδα.
Μόνο το δεξί κρύσταλλο είχε μούτρα ακόμα, γιατί έτσι όπως το μωρό κρατούσε αυτό και το σύντροφό του, το αριστερό κρυσταλλάκι, στα χεράκια του ενώ κοιμόταν στην αγκαλιά της μαμάς του, τα ζουλούσε τόσο που νόμιζαν ότι θα σκάσουν.
-         Ουφ, άντε να φτάσουμε, μπας και μας αφήσει αυτό το μωρό από τα δολοφονικά του χέρια, είπε αγανακτισμένο.
-         Τσ, τσ, τσ, έκανε το αριστερό, αμάν πια μ’ αυτή τη γκρίνια σου. Εδώ ζούμε μεγάλες στιγμές κι εσύ νοιάζεσαι για την ομορφιά σου. Κι εμένα με ζουλάει το μωρό, αλλά χαίρομαι που όλα πήγαν καλά και δεν θα θρηνήσουμε πνιγμένους ανθρώπους.
-         Ναι, καλά, είπε το δεξί πιο μουτρωμένο ακόμα. Θαρρείς και δεν έχεις διαβάσει ποτέ τι γίνονται αυτοί οι άνθρωποι από την ώρα που θα πατήσουν στη στεριά. Θα τους μαντρώσουν όλους μαζί σε μια αποθήκη ή, ακόμα χειρότερα, σε σκηνές, και θα γράφουν πάλι οι εφημερίδες για τους καημένους που δεν τους νοιάζονται τα κράτη που μπορούν να τους βοηθήσουν.
-        Άσε με τώρα, παλιοαπαισιόδοξε, είπε το αριστερό κρυσταλλάκι. Κοίτα, πόσος κόσμος περιμένει στο λιμάνι, να βοηθήσει. 

Κι αλήθεια, πολλοί κάτοικοι του νησιού, όπου οδήγησαν τα δελφίνια τους εξαντλημένους ανθρώπους, τους περίμεναν με κουβέρτες, φαγητό και στεγνά ρούχα.

-         Ωωωωχ κι αυτό το μωρό δε λέει να μας αφήσει από τα χέρια του ξεφύσηξε, πάλι το δεξί. Εμείς θέλαμε ταξίδι και περιπέτεια, και να ‘μαστε ξανά μανά στη στεριά. Χίλιες φορές να καθόμασταν με την κυρά μας.

-         Βρε κοίτα το μεγαλείο της καλοσύνης των απλών ανθρώπων, είπε συγκινημένο το αριστερό. Κι αν δεν είδαμε όσα θέλαμε να δούμε, αυτό που βλέπουμε τώρα αξίζει όσο χίλια ταξίδια μαζί.
-         Εντάξει, δίκιο έχεις, συμφώνησε με βαριά καρδιά το δεξί, αλλά κι εσύ ν’ αναγνωρίσεις το δικό μου δίκιο, ότι το ταξίδι μας τελειώνει άδοξα.

Σε λίγο, οι ναυαγοί άρχισαν να κατεβαίνουν από τις βάρκες και να δέχονται τις περιποιήσεις του κόσμου, αλλά ήταν αναγκαίο να περάσουν κι από το Κέντρο Υγείας του νησιού, για να εξεταστούν από τους γιατρούς και να δοθούν οι πρώτες βοήθειες και φάρμακα σε όσους τα χρειάζονταν.

Η μαμά του μικρού που εξακολουθούσε να κρατάει στα χεράκια του τα γυαλιά, μπήκε πρώτη μέσα, κρατώντας τα παιδάκια της από το χέρι και το μωρό στην αγκαλιά της.

- Πρώτα το πιο μικρό, είπε η παιδίατρος. Αν και το βλέπω ζωηρό και χαρωπό, παρ’ όλη την ταλαιπωρία…. Αχ, τα γυαλιά μου, ξεφώνισε χαρούμενη, μόλις είδε τι κρατούσε το μωράκι στα παχουλά του χεράκια.
-         Είστε σίγουρη ότι είναι τα δικά σας, ρώτησε η νοσοκόμα που τη βοηθούσε.
-         Και βέβαια είμαι, είπε η γιατρίνα, δείχνοντας τον ένα βραχίονα, όπου είχε σκαλίσει τα αρχικά του ονόματός της, για να μη μπερδεύονται οι συνάδελφοί της και τα παίρνουν για δικά τους, έτσι όπως συνήθιζε να τα παρατάει εδώ κι εκεί και μετά να τα ψάχνει.

-         Ε, λοιπόν, αυτή την οικογένεια, θα τη φροντίσω εγώ προσωπικά, μόλις τελειώσουν τα διαδικαστικά με την άφιξή τους, είπε χαρούμενη που ξαναβρήκε τα γυαλιά της.

Κι έτσι έκανε μετά από λίγο καιρό, που πήρε τους ανθρώπους και τους φιλοξένησε σ’ ένα σπιτάκι που είχε δικό της κι έμενε άδειο από τότε που έχασε τους ηλικιωμένους γονείς της.

Όσο για τα δυο κρυσταλλάκια, ήταν ευτυχισμένα που ταξίδεψαν και έζησαν την περιπέτεια κι ας, ανάμεσα στα όμορφα, είδαν και τόσο θλιβερά πράγματα. Αλλά, ήταν πολύ πιο ευτυχισμένα που ξαναβρήκαν την κυρά τους και θα την βοηθούσαν πάλι να διορθώνει ό,τι μπορούσε από τις ασχήμιες αυτού του κόσμου.

-Τελικά ήταν καλή η ιδέα σου για το ταξίδι και την περιπέτεια που ζήσαμε, είπε το βράδυ το δεξί κρυσταλλάκι στο αριστερό, έτσι όπως ήταν ακουμπισμένα και τα δυο στο γνώριμο γραφείο, πάνω σε ένα μεγάλο βιβλίο γεμάτο θαυμαστά πράγματα που είχε ζήσει, είχε σκεφτεί και είχε νοιώσει ο συγγραφέας του.        

           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου