Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

κι αν δεν είμαι ολόιδιος με σας, τι πειράζει;



   Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι μικρούτσικο κι όμορφο, κι ας ήταν λίγο αδύνατο και  με κάτι ποδαράκια σαν σπιρτόξυλα.

   Αυτά δεν την πείραζαν κι ούτε την κορόιδευε κανείς γι αυτά. Για το μεγάλο της ελάττωμα όμως, την κορόιδευαν και την παρακορόιδευαν. Τα μαλλιά της ήταν πολύ ξανθά, τι πολύ ξανθά πες άσπρα καλλίτερα.

   Τα υπόλοιπα παιδάκια της γειτονιάς, λίγο πιο μικρά, λίγο πιο μεγάλα, είχαν μαλλάκια μαύρα, καστανά ή έστω και ξανθούτσικα, αλλά άσπρα δεν είχε κανένα.

   Όταν λοιπόν μάλωνε με κάποιον από τους φίλους της πάνω στο παιχνίδι, εκείνος της φώναζε τη χειρότερη βρισιά: "Γριάααα, που έχεις άσπρα μαλλιά σαν της γριάααας..!". Κι εκείνη, που ήταν η πιο μικρή στην παρέα που δεν είχε μεγαλύτερο αδερφάκι για να την υπερασπιστεί, έβαζε τα κλάματα κι έτρεχε να κρυφτεί στην αγκαλιά της μαμάς της και να παραπονεθεί:

"Μαμά πάλι με είπαν γριά..", έλεγε μέσα στα αναφιλητά της.

"Χαζούλα" την παρηγορούσε η μαμά της "πες τους κι εσύ ότι έχουν μαλλιά μαύρα σαν κατράμι! Ή καστανά σαν χώμα!"

Τους μικρούς φίλους της Αναστασούλας, όμως, δεν τους ένοιαζε αν είχαν μαλλιά μαύρα σαν κατράμι ή καστανά σαν χώμα. Έτσι κι εκείνη, κάθε βράδυ, ανάμεσα στις προσευχές της να προστατεύει η Παναγίτσα τη μαμά, το μπαμπά και τις αδερφούλες της και όλο τον κόσμο, παρακαλούσε με θέρμη να μαυρίσουν τα μαλλάκια της.

Παράλληλα, βέβαια, σκεφτόταν κι άλλους τρόπους μέχρι να κάνει η Παναγίτσα το θαύμα της.

Είχε ακούσει ότι ο κυρ Νίκος που καθόταν απέναντι από το δημαρχείο κι είχε κάτι ολόμαυρα γυαλιστερά μαλλιά, τα έβαφε με καραμπογιά. Τι να είναι αυτή η καραμπογιά και πού μπορεί να τη βρει όμως, ούτε ήξερε, ούτε και τολμούσε βέβαια να ρωτήσει τη μαμά της και πολύ περισσότερο τον ίδιο τον κυρ Νίκο. Άσε που τη φόβιζε και λίγο, έτσι όπως ήταν ψηλός ψηλός κι αδύνατος, με ένα ολόμαυρο κεφάλι πάνω στο μακρύ λαιμό του. Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν, αλλά λύση πουθενά!

   Μια μέρα, ωστόσο, που άκουσε τους μεγάλους να κουβεντιάζουν για την παλιά ονομασία του χωριού τους, άστραψε στο μυαλό της αυτό που έψαχνε τόσο καιρό. Το χωριό λοιπόν, τότε στα πολύ παλιά χρόνια, που το κατείχαν οι Τούρκοι, ονομαζόταν Καράμπεη, επειδή άρχοντάς του ήταν ο καρά μπέης, ο μαύρος μπέης δηλαδή.

Άρα, καρά σημαίνει μαύρο, και άρα καρά μπογιά σημαίνει μαύρη μπογιά!

   Και πού είχαν στο σπίτι τους μαύρη μπογιά; Μέσα στο συρταράκι της παπουτσοθήκης τους, όπου ήταν κι όλες οι άλλες μπογιές για τα παπούτσια.

   Ένα μεσημέρι λοιπόν, που η μαμά της την έβαλε για ύπνο και πετάχτηκε μέχρι τη γειτόνισσα που πάντρευε την κόρη της, να τη βοηθήσει στις δουλειές, σηκώθηκε σιγά-σιγά μη ξυπνήσει τις αδερφούλες της και ιδιαίτερα τη μεσαία που ήταν μαρτυριάρα, κι έτρεξε στο συρταράκι της παπουτσοθήκης. Άρπαξε με λαχτάρα ένα σωληνάριο με μαύρη μπογιά και το έκρυψε εκεί όπου έκρυβε τις καραμέλες που ήθελε να φάει αργότερα, για να κάνει αυτή την αδερφούλα που λέγαμε προηγουμένως, να ζηλέψει. Σε μέρος που δεν μπορούσε να σκεφτεί κανείς, με λίγα λόγια. Ξανάπεσε ύστερα στο κρεβάτι της και κοιμήθηκε μέχρι το απόγευμα που άκουσε τα παιδιά της γειτονιάς να παίζουν κρυφτό έξω στην αλάνα.

Θα έπρεπε να ήσασταν εκεί και να βλέπατε το ύφος της, όταν η Μαρία, που είχε μακρυά, ολόισια και ολόμαυρα μαλλιά και καμάρωνε τόσο γι' αυτά, θύμωσε μαζί της γιατί ανακάλυψε την κρυψώνα της, και την έβρισε πάλι:"Γριά, που τα μαλλιά σου είναι άσπρα σαν της γριάς!". Σημασία δεν της έδωσε η Αναστασούλα. Όχι, που θα έβαζε πάλι τα κλάματα και θα έτρεχε στη μαμά της. Τώρα είχε το γιατρικό καλά κρυμμένο ανάμεσα στα ζαχαρωτά.

Πέρασαν λίγες μέρες και να' σου η Κυριακή που θα γινόταν ο γάμος της κόρης της γειτόνισσας που λέγαμε προηγουμένως. Η μαμά έντυσε τα κορίτσια με τα πιο όμορφα φουστάνια και παπούτσια τους και τις χτένισε πολύ προσεκτικά. Στις άλλες δύο έβαλε και κολλαριστές άσπρες κορδέλες, αλλά στα ξανθά, σχεδόν άσπρα μαλλιά της Αναστασούλας δεν ταίριαζε η άσπρη κορδέλα, κι έτσι την άφησε χωρίς.
  
Σκασίλα της τής Αναστασούλας αυτή τη φορά...
Λίγο πριν ξεκινήσουν για την εκκλησία, ζήτησε να την περιμένουν λίγο για να πάει στην τουαλέτα. Προηγουμένως, είχε βγάλει από την κρυψώνα της τη μπογιά των παπουτσιών, και στην ησυχία του κλειδωμένου μπάνιου, άνοιξε το σωληνάριο κι άρχισε τη δουλειά που μελετούσε τόσες μέρες τώρα.

   Δεν ήταν δύσκολο, καθώς είχε ολόισια, απαλά, και λίγα μαλλάκια. Τα έπιανε τούφες-τούφες και περνούσε από πάνω τους το σφουγγαράκι της μπογιάς.

   Έβαψε και ξανάβαψε την κάθε τούφα, αλλά, όσο κι αν προσπάθησε, τα μαλλιά της δεν μπόρεσαν να μοιάσουν έστω και λίγο με τα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά του κυρ Νίκου. Τα κοίταξε στενοχωρημένη, όμως δεν έβαλε και τα κλάματα. Μπορεί να μην έγιναν σαν του κυρ Νίκου, αλλά το κεφαλάκι της δεν έμοιαζε πια με το χιονισμένο κεφάλι της προγιαγιάς της.

   "Αναστασούλα βιάσου, θ' αργήσουμε" φώναξε απ΄ έξω η μαμά της, κι εκείνη ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, κατέβηκε χαρούμενη από το σκαμνάκι που είχε σκαρφαλώσει για να κάνει τη σπουδαία δουλειά. Ξεκλείδωσε την πόρτα και βγήκε καμαρωτή-καμαρωτή να θαυμάσουν όλοι το έργο της.
Το κατατρομαγμένο, και σε λίγο αγριεμένο, βλέμμα της μαμάς της, όμως, την έκανε να νιώσει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
  
"Τι έκανες στο κεφάλι σου παιδί μου;" ρώτησε η μαμά της μ' εκείνη τη φωνή που προμήνυε μπόρα.

"Τα έβαψα με την μπογιά των παπουτσιών", είπε εκείνη, χάνοντας εντελώς πια την αυτοπεποίθηση και τον αέρα που της έδιναν τα ασπρόμαυρα μαλλιά της.
  
"Γιάννη" φώναξε η μαμά στον μπαμπά, που περίμενε με τις μικρές στην αυλή. "Πάτε εσείς, κι εμείς θα έρθουμε αργότερα. Το παιδί είναι λίγο άρρωστο."

   Την ξέντυσε γρήγορα -γρήγορα και την έβαλε μέσα στη μπανιέρα. Έλουσε και ξαναέλουσε τα ασπρόμαυρα μαλλιά, ώσπου ξαναβρήκαν το ωραίο ασπρόξανθο χρώμα τους.

   Στην αρχή η μαμά δε μιλούσε καθόλου, αλλά οι λίγο βιαστικές κι απότομες κινήσεις της μαρτυρούσαν ότι είχε θυμώσει πάρα πολύ. Όση ώρα όμως έπλενε την κατάπληκτη Αναστασούλα, σκεφτόταν ότι κι αυτή η ίδια είχε κάνει λάθη. Δεν φρόντισε να εξηγήσει στο παιδάκι της ότι δεν ήταν κακό που ήταν κάπως διαφορετικό από τα άλλα παιδιά. Και μόνο τώρα κατάλαβε επίσης, πόσο βασάνιζε  το κοριτσάκι της αυτό που θεωρούσε εκείνο ότι ήταν μεγάλο ελάττωμα..

   "Τι να κάνω, πώς να της δώσω να καταλάβει πως είτε με μαύρα μαλλιά, είτε με κατάξανθα, έχει όλα τα χαρίσματα που έχουν τα άλλα παιδιά κι ότι δεν πρέπει να την απασχολεί τόσο η διαφορά της, που να την κάνει να θέλει ν' αλλάξει τον εαυτό της; Από την άλλη πάλι, πώς θα γίνει να το καταλάβουν και τ’ άλλα θηριάκια, οι φίλοι της, που ψάχνουν τρόπους να πληγώσουν τον αντίπαλο;", σκεφτόταν όση ώρα στέγνωνε τα μαλλιά της μικρούλας της.

"Στο γάμο της Νικολέτας θα είναι κι ο Μιχαλάκης από την Αθήνα, ο εγγονός της κυρά Τασίας. Δεν φαντάζομαι ν' αρχίσεις να τον κοροϊδεύεις κι εσύ ε;" είπε ξαφνικά η μαμά. "Και φυσικά πρέπει να τον προσκαλέσεις να παίξει μαζί σας, αφού εσύ τον ξέρεις περισσότερο  απ' ό,τι τα άλλα παιδιά της γειτονιάς μας."

"Δεν τον θέλω βρε μαμά", είπε με ξινισμένα μούτρα η Αναστασία.

"Και γιατί παρακαλώ;"

"Εεε, μ' εκείνο το αδύνατο ποδαράκι του που το σέρνει... δεν μπορεί να παίξει ούτε κυνηγητό, ούτε κρυφτό, ούτε τίποτα.."

"Χμ", είπε από μέσα της η μαμά, "μάλιστα κυρά κόρη μου. Εσύ στενοχωριέσαι όταν σε κοροϊδεύουν για τα μαλλιά σου, κοίτα όμως που κάνεις σχεδόν το ίδιο στο Μιχαλάκη, επειδή κουτσαίνει ".

"Ναι, δε λέω» είπε δυνατά τώρα, «δεν του είναι εύκολο να τρέχει, αλλά μπορείτε να παίξετε ένα σωρό άλλα παιχνίδια, γιατί ο Μιχαλάκης είναι πολύ έξυπνο παιδί και ξέρει τόσα ωραία πράγματα. Ζωγραφίζει πολύ ωραία, παίζει σκάκι, ξέρει σχεδόν όλες τις πρωτεύουσες των χωρών του κόσμου…"

"Ουφ, μαμά", είπε η μικρή, και η μαμά της δε συνέχισε, αλλά κάτι της έλεγε ότι ο Μιχαλάκης θα δώσει τη λύση στο πρόβλημα, εν τέλει.

Ο γάμος έγινε, όλα ήταν ωραία, η νύφη έλαμπε κι ο γαμπρός καταχαρούμενος, και μόλις τέλειωσε η τελετή, όλοι οι καλεσμένοι κατευθύνθηκαν στη μεγάλη αυλή του πατρικού της νύφης, όπου μεγάλα τραπέζια στρωμένα με λευκά τραπεζομάντιλα και με χίλια δυο καλούδια πάνω τους, τους περίμεναν για το γαμήλιο γλέντι.

Για τα παιδιά υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι κάτω από την πελώρια μουριά, στρωμένο με όλες σχεδόν τις λιχουδιές που είχαν και τα τραπέζια των μεγάλων. Χωρίς βέβαια τα καυτερά ορεκτικά και τα τσιπουράκια.

Τελείωσαν γρήγορα-γρήγορα την "αγγαρεία" (άμα το φαγητό σου κλέβει χρόνο από το παιχνίδι, αγγαρεία δεν είναι;) και ξεχύθηκαν στην πίσω αυλή να παίξουν.
Ο Μιχαλάκης, που καθόταν δίπλα στην Αναστασουλα, δεν προσκλήθηκε από κανέναν, κι εκείνη, λίγο γιατί τον συμπαθούσε, λίγο γιατί συχνά πυκνά την κοίταζε η μαμά της με κείνο το βλέμμα το "μην ξεχνάς αυτά που είπαμε", δεν έτρεξε με τους άλλους.

"Ξέρεις Αναστασούλα", της είπε εκείνος που λαχταρούσε να πάει μαζί της κοντά σε όλους τους υπόλοιπους, αλλά δεν το τολμούσε απρόσκλητος, "δεν θα ξαναπάω στην Αθήνα, θα έρθουμε να μείνουμε με τη μαμά και τον μπαμπά εδώ στο χωριό. Είναι καλύτερα, λέει ο μπαμπάς, βρήκε και δουλειά στον γεωργικό συνεταιρισμό. Το ξέρεις ότι ο μπαμπάς μου είναι γεωπόνος ε; Ε, και σε λίγες μέρες που θ' ανοίξουν τα σχολεία, θα πάω κι εγώ εδώ πρώτη τάξη. Θέλεις να είμαστε πιο φίλοι και να κάνουμε παρέα;".

"Θέλω", είπε εκείνη ανάμεσα από το κενό που άφηναν τα δοντάκια που έλειπαν για να φυτρώσουν τα καινούρια. Ναι, αλλά τι παιχνίδια θα παίζουμε; πήγε να πει, αλλά εκείνη τη στιγμή έπιασε το βλέμμα της μαμάς της χαμογελαστό σα να' λεγε “μπράβο στο καλό μου το κορίτσι που δεν παρατάει τον φίλο της», και σώπασε.

Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά τους η Μαρία. Σταμάτησε απότομα και τους κοίταξε, αυτούς μόνους να κάθονται εμπρός στο τεράστιο τραπέζι, κι έμπηξε τα γέλια. Έτσι την πρόλαβε κι ο Πέτρος που την κυνηγούσε και σταμάτησε κι αυτός το ίδιο απότομα. "Η γριά και ο κουτσός κάθονται μοναχοί τους", είπε σιγανά η Μαρία, αλλά όχι τόσο που να μην τ' ακούσουν οι δυο μικρούληδες, κι ο Πέτρος χαχάνισε δείχνοντάς τους με το δάχτυλο.

Εκείνη την ίδια στιγμή όμως, ξέσπασε φασαρία στην πίσω αυλή και πολλές μαμάδες και μπαμπάδες έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει.

Τίποτα σπουδαίο, ο Γιαννάκης μάλωσε με τη Νίκη (και την άρπαξε μάλιστα κι από τα μαλλιά μετά την κλωτσιά που έφαγε) επειδή πρόδωσε την κρυψώνα του στον Κυριάκο που τα φυλούσε.

Λοιπόν, αν δεν θέλετε να πάτε για ύπνο από τώρα, τέλος το κυνηγητό και το κρυφτό. Θα πάμε στα σπίτια να φέρουμε επιτραπέζια παιχνίδια και θα παίξετε μ' αυτά, είπαν οι μαμάδες.

Στραβομουτσούνιασαν, ξεστραβομουτσούνιασαν, καλύτερες η ντάμα και  η τρίλιζα από τον ύπνο.

Μερικές μαμάδες και μερικοί μπαμπάδες συνόδεψαν τα τερατάκια τους σπίτι για να φέρουν παιχνίδια, κι οι υπόλοιποι μάζεψαν τα πιάτα από το μεγάλο τραπέζι κάτω από τη μουριά.

Θα παίξουμε τρίλιζα, αλλά για να έχει πιο ενδιαφέρον το παιχνίδι, θα χωριστούμε σε δύο μεγάλες ομάδες και θα παίζουμε ανά δυάδες, Θα νικήσει η ομάδα που στο τέλος θα έχει τις περισσότερες νίκες, είπε η Χριστίνα που ήταν από  τους πιο μεγάλους της παρέας (θα πήγαινε στην πέμπτη τάξη αυτή τη χρονιά). 

Έτσι κι έγινε. Ο Μιχαλάκης κοίταξε την Αναστασούλα κι εκείνη συμφώνησε να παίξουν οι δυο τους μια και ανήκαν σε αντίπαλες ομάδες. Βλέπετε, η μόνη δυσκολία, που ξεπεράστηκε σχετικά γρήγορα όμως γιατί όλοι ήθελαν να ξεκινήσει επιτέλους το παιχνίδι, ήταν ότι κανένας δεν πολυήθελε στην ομάδα του αυτούς τους δυο περίεργους. Έτσι, τους μοιράστηκαν κι ησύχασαν.

Το παιχνίδι κύλησε ωραία. Οι δυο ομάδες τα πήγαιναν θαυμάσια και οι νίκες ήταν δύο για τους μεν και δύο για τους δε. Η τελική νίκη θα κρινόταν από το παιχνίδι της Αναστασούλας και του Μιχαλάκη, που συνέχιζαν ισόπαλοι μιας κι ήταν και οι δύο πολύ δυνατοί παίκτες.

Η αγωνία των δυο ομάδων έφτανε ως τον ουρανό.

- Ωραία Αναστασούλα, φώναζε η Μαρία η μαυρομαλλούσα, κάθε φορά που η ασπρομαλλούσα έκανε μια σωστή κίνηση.

- Θαύμα Μιχαλάκη, φώναζε η Χριστίνα, που με χίλια ζόρια είχε δεχτεί το Μιχαλάκη στην ομάδα της.

- Παιδιά, τέλος το παιχνίδι, σηκώθηκαν οι μαμάδες από τα τραπέζια τους. Αύριο πάλι, τώρα είναι ώρα για ύπνο.

Οι διαμαρτυρίες που πήγαν να ξεσηκωθούν, πνίγηκαν πριν τολμήσουν να ξεμυτίσουν. Δεν τα βάζεις εύκολα με τα αποφασισμένα και επιπλέον αγριεμένα βλέμματα των μαμάδων.
Έτσι, οι ίδιες οι μαμάδες (που είχαν αντιληφθεί ότι θα ξεσπάσει μεγάλος καυγάς, όποια ομάδα και αν νικούσε), κήρυξαν το παιχνίδι ισόπαλο και όλους τους παίκτες πρωταθλητές. Απένειμαν μάλιστα και από ένα χάρτινο κύπελλο στους αρχηγούς των δύο ομάδων, και μετά παρέλαβε η καθεμιά τα καμάρια της και τα πήγαν σπίτι για ύπνο.

Η Αναστασούλα και ο Μιχαλάκης αντάλλαξαν ένα βλέμμα γεμάτο χαρά, ιδίως όταν οι ομάδες τους ζητωκραύγασαν ακριβώς γι αυτούς τους δύο.

Στο κρεβατάκι της πια η Αναστασούλα, λίγο πριν παραδοθεί σε έναν από τους πιο ευτυχισμένους ύπνους της ζωής της, αποφάσισε ότι ο Μιχαλάκης είναι σπουδαίος και ότι θα είναι ο καλλίτερος φίλος της, και μάλιστα θα ζητήσει από τη δασκάλα να κάθονται στο ίδιο θρανίο.

Την άλλη μέρα που μαζεύτηκαν πάλι όλοι στην αλάνα κι έστησαν τα κουκλιά και τα αυτοκίνητα και ό,τι άλλο παιχνίδι κουβαλούσε ο καθένας από το σπίτι του, κόντεψαν να μαλώσουν για το ποιος θα έπαιρνε στο δικό του σπιτάκι το Μιχαλάκη.
Όσο για την Αναστασούλα, όλοι συμφώνησαν αργότερα -που προγραμμάτιζαν το απογευματινό παιχνίδι- ότι ήταν ιδανική για τον ρόλο της νύφης.
" Δεν θα χρειάζεται και πέπλο μ' αυτά τα άσπρα μαλλιά που έχει", είπε πειραχτικά η Μαρία, και όλοι γέλασαν καλόκαρδα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου