Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016



Η καλή πράξη του Μίμη 



Σήμερα ο Μίμης έκανε μια καλή πράξη, χωρίς να το καταλάβει καλά – καλά.
Και να πώς έγινε:
Είχε πάει με τη θεία του στο πάρκο και στην αρχή έπαιξαν οι δυο τους πολύ. Έκαναν κούνια, τραμπάλα, μονόζυγο –τον σήκωσε εκείνη ψηλά, δηλαδή, για να πιάσει το μεταλλικό δοκάρι, αφού ήταν μια σταλιά ανθρωπάκος και δεν έφτανε μόνος του- και μετά ο Μίμης ήθελε να παίξει με την καινούρια του τη μπάλα, που την έφερε μαζί του μέσα στο διχτάκι της και νόμιζε ότι τον κοίταζε παραπονεμένα.
«Εντάξει, αλλά θα παίζεις εδώ κοντά μου» είπε η θεία Γεωργία και κάθισε σε ένα παγκάκι με το βιβλίο της. Μαύρο διάβασμα έκανε η καημένη, αφού κάθε δυο λέξεις που διάβαζε έριχνε και μια ματιά στον ανηψιό της, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.

Ο Μίμης, λοιπόν, άρχισε να παίζει με τη μπάλα του εκεί τριγύρω από τη θεία του, αλλά κάποια στιγμή που της έδωσε μια δυνατή κλωτσιά, εκείνη κύλησε και πήγε κάτω από ένα άλλο παγκάκι, όπου καθόταν μια όμορφη κοπέλα. Έτρεξε να την πάρει, αλλά, φτάνοντας κοντά, είδε ότι η όμορφη κοπέλα έκλαιγε.

- Γιατί κλαις; τη ρώτησε.

 Αυτή τον κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα.

- Μήπως χτύπησες το χεράκι σου; ρώτησε ξανά ο Μίμης.

Η κοπέλα χαμογέλασε, αλλά πάλι δεν είπε τίποτα, μόνο τα μάτια της  εξακολουθούσαν να είναι βουρκωμένα.

- Σε μάλωσε η μαμά σου; επέμεινε ο Μίμης.

- Όχι, του είπε εκείνη.

- Ε, τότε γιατί κλαίς, μήπως δεν ξέρεις τι σου φταίει; Έτσι μου λέει εμένα η μαμά μου όταν κλαίω χωρίς λόγο.

- Κλαίω γιατί έχασα το χαρούμενο χαμόγελό μου.

- Πού το έχασες; Μήπως το έβαλες βαθιά μέσα στην καλάθα με τα παιχνίδια σου και δεν μπορείς να το πάρεις; συνέχισε εκείνος, που νόμισε ότι το χαρούμενο χαμόγελο θα ήταν κανένα παιχνίδι.
«Εγώ όταν χάνω ένα παιχνιδάκι μου ψάχνω μέσα στην καλάθα, κι άμα δεν το βρίσκω την πιάνω με τα δυνατά μου χέρια και την αναποδογυρίζω. Μπραφ, βγαίνουν τότε όλα τα παιχνίδια έξω κι εγώ τ’ ανακατεύω και το βρίσκω. Εσύ έψαξες καλά μέσα στην καλάθα σου;» ρώτησε με ύφος έμπειρου ξετρυπωτή παιχνιδιών, ο Μίμης.

- Όχι, είπε η κοπέλα, δεν έψαξα στην καλάθα, γιατί δεν το έβαλα εκεί.

- Για θυμήσου, πού το έβαλες; επέμεινε ο Μίμης.

- Το είχα πάντα μαζί μου, αλλά επειδή νόμιζα ότι δεν μου χρειάζεται και πολύ για να είμαι ευχαριστημένη, δεν του έδινα και πολλή σημασία, και ούτε ξέρω πού μπορεί να το έχασα.

- Δεν μπορείς να πάρεις άλλο;

- Όχι, δεν γίνεται. Το χαρούμενο χαμόγελο είναι μοναδικό για τον καθένα που το έχει κι άμα το χάσει νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο να ξαναβρεί άλλο.

-   Κρίμα, είπε ο Μίμης, που είχε στενοχωρηθεί πολύ και ήθελε να βοηθήσει τη λυπημένη φίλη του. Εγώ, πάντως, λέω να προσπαθήσεις πολύ για να θυμηθείς πού το έβαλες. Εγώ, μια μέρα που έχασα την πιπίλα μου κι έκλαιγα πολύ, γιατί, να ξέρεις, εγώ δεν κοιμάμαι χωρίς την πιπίλα μου, κι η μαμά μου μού αγόρασε μια άλλη, αλλά εγώ ήθελα εκείνη την παλιά, θυμήθηκα καλά και αύριο τη βρήκα.

- Και πού την είχες βάλει, είπε η κοπέλα που είχε σταματήσει πια να κλαίει.

- Την είχα βάλει μέσα στο ψυγείο μαζί με τα φρούτα μας για να είναι δροσερή και μετά το ξέχασα. Μήπως έβαλες κι εσύ το χαρούμενο χαμόγελό σου στα φρούτα και το ξέχασες;

- Όχι, είπε η κοπέλα και χαμογέλασε. Εγώ, το χαρούμενο χαμόγελό μου το έχασα γιατί νόμιζα ότι πρέπει να τρέχω πολύ γρήγορα και το χαρούμενο χαμόγελο με καθυστερούσε.

Τώρα πια ο Μίμης μπερδεύτηκε.

- Το πέταξες δηλαδή;

- Όχι. Το έχασα, σου λέω

- Ε, τότε θα σου έπεσε στο δρόμο όταν έτρεχες.

- Μμμμ, μάλλον έτσι είναι, είπε εκείνη.  Μάλλον μου έπεσε κάπου στο δρόμο χωρίς να το καταλάβω.
Σήμερα, όμως, είχα να λύσω ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα κι έκανα μια μεγάλη βόλτα στην παραλία για να σκεφτώ. Και την ώρα που έκανα τη βόλτα, θυμήθηκα  το χαρούμενο χαμόγελό μου που το έχασα πριν από καιρό, αλλά δεν είχα καιρό να το σκεφτώ. Και τώρα το θέλω πίσω. Τώρα που το θυμήθηκα το χρειάζομαι, αλλά πώς θα το ξαναβρώ;

- Εγώ λέω, είπε ο Μίμης, που ήθελε οπωσδήποτε να βοηθήσει τη φίλη του, να γυρίσεις πάλι πίσω σιγά – σιγά και να ψάξεις καλά στο δρόμο. Έτσι έκανε κι η Ιωάννα μας προχτές που έχασε τα λεφτά που της έδωσε η μαμά για να πάρει γάλα, και τα βρήκε. Με είχε πάρει κι εμένα μαζί της και ψάχναμε μαζί. Θέλεις να ρωτήσω τη θεία μου αν μ’ αφήνει να έρθω μαζί σου;

- Αυτή είναι μια πάρα πολύ καλή ιδέα, είπε η κοπέλα. Μόνο που πρώτα θα κάνουμε κάτι άλλο. Θα ζητήσουμε άδεια από τη θεία σου για να μας αφήσει να παίξουμε μαζί. Πάμε;

- Πάμε, είπε ο Μίμης καταχαρούμενος και σήκωσε το χεράκι του ψηλά για να πιάσει το δικό της.

Η θεία Γεωργία δεν είχε αντίρρηση να παίξει με τη φίλη του.

Ε, λοιπόν, δεν θα το πιστέψετε, η κοπέλα που έκλαιγε πριν από λίγο, ανέβαινε μαζί με το Μίμη στην ψηλή στριφογυριστή τσουλήθρα και γλιστρούσαν μαζί κάτω με φόρα ξεσηκώνοντας τον κόσμο με τις χαρούμενες φωνές τους.
Μετά έκαναν τραμπάλα, ανέβηκαν στο «γύρω – γύρω», έκαναν κούνια, μέχρι και ποδόσφαιρο έπαιξαν. Είχε έρθει, στο μεταξύ, κοντά τους και η θεία Γεωργία κι έπαιξαν και οι τρεις μαζί, αρκετή ώρα με δυνατές φωνές και γέλια.

Ο Μίμης ήταν πολύ χαρούμενος και πολύ πολύ πεινασμένος, όταν η θεία του είπε: «Πω πω Μίμη, 2 η ώρα. Ξεχαστήκαμε για τα καλά. Πρέπει να φύγουμε. Ήδη έπρεπε να έχεις φάει και να κοιμάσαι. Θα μας μαλώσει η μαμά σου.

- Θα της πω ότι περάσαμε πολύ ωραία και δεν θα μας μαλώσει, είπε σοβαρά ο Μίμης.
Μετά γύρισε και κοίταξε την καινούρια του φίλη και της είπε στενοχωρημένα: «Είδες που ξεχαστήκαμε με τα παιχνίδια και δεν πήγαμε να ψάξουμε για το χαρούμενο χαμόγελό σου; Τώρα πρέπει να φύγω, και ποιος θα σε βοηθήσει;».

-          Δεν πειράζει Μίμη, ξέχασα να σου πω ότι το βρήκα. Μου είχε πέσει πριν από καιρό κάτω από την τσουλήθρα, και την ώρα που πηγαίναμε εκεί το είδα και το πήρα. Σ’ ευχαριστώ πολύ, γιατί αν δεν ήσουν εσύ, ποιος ξέρει πόσο καιρό θα το έψαχνα ακόμη, είπε η κοπέλα και του χαμογέλασε.

Του Μίμη του φάνηκε ότι αυτό το χαμόγελο ήταν πολύ μεγάλο. Τόσο, που νόμισε ότι ακουμπούσε στα μικρά σκουλαρίκια που φορούσε στα αυτάκια της η φίλη του.
Κι έτσι, κατάλαβε ο Μίμης ότι έκανε μια καλή πράξη, κι ας θύμωσε κρυφά λιγάκι που δεν του το ‘δειξε αυτό το περίφημο χαρούμενο χαμόγελό της η καινούρια του φίλη.

«Φαίνεται ότι φοβάται να μην το χάσει πάλι και το ‘κρυψε μέσα στην τσέπη της», σκέφτηκε και της κούνησε από μακριά το χέρι.

                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου