Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Μπελάς κι αυτό το φαϊ πια


Λοιπόν, η Στεφανία δεν είχε και πολλούς λόγους για να στενοχωριέται.
Τι, μήπως είναι για στενοχώρια το ότι, καμιά φορά, όταν βιάζεται, διαβάζει γαίδαρος αντί για γάιδαρος και αϊνιγμα αντί για αίνιγμα, ή μήπως που γράφει το παίζω πέζο και το τρώω τρόο; Στο κάτω κάτω της γραφής δεν πάει και γυμνάσιο, πρώτη δημοτικού πάει.

Ούτε είναι για στενοχώρια μεγάλη που καμιά φορά μαλώνει με τη Δήμητρα. Σιγά το πράγμα, όλες οι μεγάλες αδερφές αγριεύουν αν τους χαλάσεις τη συλλογή από καπάκια ή από χαρτάκια, παίρνοντας μερικά.

Ας το λοιπόν κι αυτό.

Άλλο είναι το βάσανο της Στεφανίας. Δεν της αρέσει το φαϊ. Μπορεί και γι αυτό να γράφει το τρώω τρόο. Κι όταν λέμε ότι δεν της αρέσει το φαϊ, δεν της αρέσει πάει και τελείωσε. Ο μόνος λόγος που μαλώνει με τη μαμά της είναι αυτός, γιατί κατά τα άλλα είναι ένα σπουδαίο κορίτσι κι η μαμά της τη λατρεύει.
Όμως, αχ καημένη Στεφανία, τι τραβάς κάθε πρωί, κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ.
«Τρώγε», η μαμά της, «δε πεινάω» η Στεφανία, «άνοιξε το στόμα σου» η μαμά της, «φτάνει τόσο» η Στεφανία, «λίγο ακόμα» η μαμά της, «θα κάνω εμετό» η Στεφανία, και πάει λέγοντας.

Τώρα, εδώ που τα λέμε, η μαμά έμαθε τόσα χρόνια πόσο περίπου φαγητό χρειάζεται η Στεφανία, και από κει και πέρα δεν την πιέζει πάρα πολύ. Λίγο μόνο, γιατί η καημένη, κάθε φορά, λέει: «Έστω μια μπουκίτσα παραπάνω, κέρδος είναι».

Μέχρι πριν από λίγο καιρό λοιπόν, καλά τα βόλευε η Στεφανία με τη μαμά της, έλα όμως που συνέβη κάτι που την έριξε σε μαύρη απελπισία.

Η μαμά βρήκε επιτέλους μια δουλειά –όχι όλη την εβδομάδα, μόνο τρεις μέρες Παρασκευή, Σάββατο και  Κυριακή, πού να βρει ολόκληρη δουλειά, κι έχει και πτυχίο η κακομοίρα. Τέλος πάντων όμως, αυτή τη δουλειά βρήκε αυτή θα κάνει.
Και τα παιδιά; τι θα γίνουν τα παιδιά; Τις ώρες, λοιπόν, που η μαμά θα είναι στη δουλειά, τα δυο κορίτσια ανέλαβε να τα προσέχει η θεία τους η Ελευθερία, η δασκάλα.

Η Ελευθερία δεν έχει δικά της παιδιά και ίσως γι αυτό αγαπάει τόσο πολύ τις ανηψούλες της. Είναι λίγο αυστηρή βέβαια, αλλά τι, εκεί θα κολλήσουμε τώρα;

Η Στεφανία λυπήθηκε που δεν θα έβλεπε επί τόσες πολλές ώρες τη μαμά της, «αλλά και με τη θεία» σκέφτηκε,  «δεν θα είναι άσχημα. Όλο βόλτες και παιχνίδια θα είμαστε».

Και δεν είχε άδικο. Έτσι ήταν.
Όμως, το πρώτο μικρό συννεφάκι στις σχέσεις θείας και ανηψιάς φάνηκε από την πρώτη κιόλας μέρα:
Η θεία Ελευθερία επέμενε να φάει η Στεφανία όλο το φαγητό της – μια πιατάρα γεμάτη μέχρι επάνω- και μόνη της μάλιστα.
Η κακομοίρα η Στεφανία έκανε ηρωικές προσπάθειες και κατάφερε να φάει σχεδόν το μισό. Η θεία γκρίνιαξε, αλλά, «μπορεί να μην έχει πολλή όρεξη» σκέφτηκε «ή να μην της άρεσε το φαγητό μου».
Την άλλη μέρα, λοιπόν, έβαλε τα δυνατά της κι έκανε ένα πραγματικά πεντανόστιμο φαγητό.
Η Στεφανία όμως, ούτε τώρα την έκανε να χαρεί. Έφαγε πέντε μπουκίτσες όλες κι όλες και μετά άρχισε να πονάει η κοιλίτσα της.

«Καλά μωρό μου» είπε η θεία Ελευθερία, «έλα να ξαπλώσεις λίγο και μετά θα κάνω μια σουπίτσα για σένα».

Κάθε φορά λοιπόν, η Στεφανία κάτι σκαρφιζόταν για να μη φάει. Τη μια είχε πονοκέφαλο, την άλλη είχε πιει πολύ νερό και δεν χωρούσε τίποτα άλλο το στομαχάκι της, την άλλη δεν της άρεσαν τα γιουβαρλάκια, και άλλα διάφορα.
Έτσι, όταν η θεία πήγε τα δυο κορίτσια στη μαμά τους: «Το και το Μαίρη μου, η μικρή σου δεν τρώει παραπάνω από ένα σπουργίτι».

-          Μα, Ελευθερία μου, αφού ξέρεις ότι το μόνο μου πρόβλημα με τη Στεφανία είναι ακριβώς αυτό: Τρώει πολύ λίγο.

-          Μα είναι πολύ λίγο για ένα παιδί της ηλικίας της, Μαίρη μου.

-          Τι να σου πω Ελευθερία μου, εγώ δεν μπορώ να την ταϊσω παραπάνω, Αν εσύ τα καταφέρεις, μπράβο σου.

-          Να είσαι σίγουρη…
είπε η θεία και μ’ αυτή της την κουβέντα ξεκίνησε μια μεγάλη και όχι πολύ ευχάριστη ιστορία για τη Στεφανία.

Τις δύο επόμενες εβδομάδες, η θεία Ελευθερία έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να κάνει τη Στεφανία να τρώει περισσότερο. Έβαζε όλη της την τέχνη στη μαγειρική κι αγόραζε ό,τι νόμιζε ότι θα αρέσει στην ανηψούλα της, όμως όλες της οι προσπάθειες σκόνταφταν πάνω στο «δε θέλω άλλο θεία» της Στεφανίας.
Αλλά, το καλό το παληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, που λέει κι η παροιμία, και η θεία βρήκε άλλον τρόπο: «Αφού δεν θέλει το παιδί να τρώει μεγάλη ποσότητα, εντάξει, θα της επιτρέπω να τρώει λίγο, αλλά θα τρώει πέντε κι έξι φορές τη μέρα»!
Και να  σαντουιτσάκια το πρωί, και να πάλι το απόγευμα, και φρουτάκια, και μπισκοτάκια, κι άλλα κι άλλα, κι άλλα.

Βέβαια, δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς την ταλαίπωρη θεία, που είχε αποφασίσει να κάνει το ανόρεχτο και λεπτό σαν μίσχο από λουλουδάκι ανηψάκι της παχουλούτσικο, γιατί μόνο από αγάπη το έκανε, αλλά κι η Στεφανία είχε τα δίκια της όταν έλεγε «τόσο φαγητό μου χρειάζεται, τόσο τρώω, δεν μπορώ άλλο…»

Η θεία Ελευθερία όμως, δεν το ‘βαζε κάτω. Τι τώρα, εδώ κατάφερνε να τιθασεύει κάθε χρόνο ένα σωρό θηριάκια και να τους μαθαίνει γράμματα, μια μικρούλα Στεφανία, που δεν ήθελε να φάει, θα τη σταματούσε;

Όμως, ξέρεις τι είναι, την ώρα που το ‘χεις ρίξει για τα καλά στο παιχνίδι με τα φιλαράκια σου στην αλάνα, να σε φωνάζουν, για να κάνεις τι; Να φας! Και μάλιστα να φας μέσα στο σπίτι, γιατί έξω όλο και κάποιο πεινασμένο σκυλάκι θα έτρωγε το νόστιμο ψωμάκι της θείας.
Ε, όχι. Κάτι έπρεπε να γίνει κι η Στεφανία το βρήκε: Άρχισε να κρύβει τα ψωμάκια της κι ό,τι περιείχαν, όπου μπορεί να φανταστεί κανείς.
Μέσα στις γλάστρες, πίσω από την τηλεόραση, κάτω από τους καναπέδες, πίσω από το μπουφέ, κι όπου αλλού νόμιζε ότι είναι μια καλή κρυψώνα.

Για λίγο καιρό, οι σχέσεις θείας και ανηψιάς είχαν αποκατασταθεί τελείως, μια που και οι δυο έκαναν αυτό που ήθελαν. Όμως, κάποτε ήρθε η καταστροφή.
Και να πώς έγινε:
Ήταν από τις μέρες που τα δυο κορίτσια έμεναν στο σπίτι τους και η θεία Ελευθερία, μετά τη μεσημεριανή της ξεκούραση, είχε καθίσει στο γραφείο της και διόρθωνε κάτι γραφτά των μαθητών της, όταν κάτι σκαρφάλωσε στο χέρι της. «Μπα σε καλό σου μυρμηγκάκι, πώς βρέθηκες εδώ;».
Βάλθηκε να το κοιτάζει που περπατούσε μετά από λίγο στο γραφείο και σε λίγο ανακάλυψε και τα υπόλοιπα. Μια μακριά γραμμή από αυτά τα συμπαθητικά πλασματάκια, ακολουθούσε ένα δρόμο: Έμπαιναν με τη σειρά μέσα σε ένα συρτάρι του γραφείου κι έβγαιναν κουβαλώντας ψιχουλάκια.

Αναστατωμένη η θεία, που πραγματικά ήταν πολύ ταχτική και νοικοκυρά, άνοιξε με τρόμο το συρτάρι, και, ώ Χριστέ μου, πίσω – πίσω, στο βάθος του συρταριού της… χαμογελούσε το προχτεσινό σαντουιτσάκι με τυρί, που είχε ετοιμάσει για την ανηψούλα της.

«Πω, πω, πω την πονηρήηηη, τσίριξε η θεία, και βάλθηκε να καθαρίζει το συρτάρι της.
Μετά από αυτό, της έφυγε η όρεξη για δουλειά με τα γραφτά των μαθητών της κι αποφάσισε να καθαρίσει το ήδη πεντακάθαρο, όπως είπαμε, σπίτι της.

Αχ καημένη θεία. Μα παντού πια μυρμήγκια; Και στο τέλος του ταξιδιού των μυρμηγκιών σαντουιτσάκια;

Μέχρι αργά το βράδυ η θεία Ελευθερία καθάριζε, με τα μαλλιά όρθια από αγανάκτηση για την πονηριά της ανηψιάς της.

«Α το παλιόπαιδο, α την πονήρω, θα της το βγάλω το μαλλί» έλεγε και ξανάλεγε.

Όταν κατάφερε να ξετρυπώσει και το τελευταίο ψωμάκι από την τελευταία κρυψώνα, ήταν ώρα για ύπνο πια. Έκανε ένα μπανάκι και ξάπλωσε, πολύ θυμωμένη ακόμα με τη Στεφανία.

Η θεία Ελευθερία, όμως, ήταν δασκάλα κι αγαπούσε απέραντα τα παιδιά, όπως κι πιο πολλές δασκάλες κι οι πιο πολλοί δάσκαλοι, και πάντα έβλεπε και τη δική τους πλευρά και τις πιο πολλές φορές, στο τέλος, τα καταλάβαινε.

Αυτή τη φορά, όμως, ήταν λίγο δύσκολο. Την κορόιδεψε, αυτήν, την πιο καλή θεία του κόσμου, η Στεφανία, το γλυκύτερο παιδί του κόσμου.

Η λύση, ωστόσο, δόθηκε εκείνο το ίδιο βράδυ από την ίδια: Η θεία ονειρεύτηκε ένα κοριτσάκι ψηλό κι αδύνατο, μα πολύ αδύνατο, να το κυνηγάει η μαμά του με μεγάλη φέτα ζυμωτό ψωμί αλειμμένη με λάδι και πασπαλισμένη με ρίγανη και λίγο αλατάκι (τέτοιες λιχουδιές έτρωγαν κάποτε τα παιδιά, όχι… χάμπουργκερ και τέτοια, αλλά τέλος πάντων). Το κοριτσάκι έκλαιγε στον ύπνο της θείας και παρακαλούσε τη μαμά του: «δεν μπορώ να το φάω…».
Μετά από λίγο, η θεία είδε ένα κουτάλι φορτωμένο φασολάδα ευωδιαστή να προσπαθεί να μπει μέσα στο στοματάκι της αδύνατης μικρούλας κι ύστερα ένα ποτήρι ολόφρεσκο γάλα να περιμένει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και το μικρό χεράκι του κοριτσιού να αρνείται να το σηκώσει μέχρι τα χειλάκια της, ενώ μια φωνή έλεγε: «Πιες το, αλλιώς δεν θα πας να παίξεις κουτσό».

Η θεία ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα.
Γιατί άραγε ταράχτηκε τόσο;
Μα βέβαια, το αδύνατο κοριτσάκι που δεν ήθελε να φάει, ήταν αυτή  η ίδια, και το χέρι και η φωνή ήταν της μανούλας της, τότε που η καημένη αναγκαζόταν να της δίνει και καμιά στον ποπό, όταν τίποτα άλλο δεν μπορούσε να την κάνει να φάει.
Πώς μπόρεσε λοιπόν να ξεχάσει την ταλαιπωρία που είχε περάσει αυτή με το φαϊ, και τώρα παίδευε την καημενούλα τη Στεφανία;

«Α στο καλό, και τι έγινε δηλαδή που το παιδί είναι λεπτοκαμωμένο; Μήπως είναι άρρωστο; Μια χαρά παιδάκι, υγιέστατο και πανέξυπνο δεν είναι;
Ε, λοιπόν, Στεφανία, αν σε ξαναπιέσω να φας παραπάνω από όσο χρειάζεσαι, να μη με ξαναπείς θεία» σκέφτηκε και ξάπλωσε πάλι να κοιμηθεί ανακουφισμένη και ήρεμη πια.                      
         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου