Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

...μεγάλες στιγμές...



Ψηλός (μπορεί και πάνω από 1.90) σωματώδης, με λευκά μαλλιά, ευχάριστο πρόσωπο και... γεννημένος για να σπάει νεύρα.
Σπάνια ως ποτέ στην ώρα του και απαντήσεις στις ερωτήσεις που του απηύθυνες, από ποτέ ως ποτέ στην ώρα τους.
Κάποιοι τον αντιπαθούσαν σφόδρα, κάποιοι τον ανέχονταν και μερικοί (μήπως η εξής μία εγώ; -όχι, να μη λέμε και ψέμματα, ήμασταν λίγοι περισσότεροι) τον συμπαθούσαν (εγώ εξακολουθώ, για άλλους δεν ξέρω).
Μια χαρά τα πηγαίναμε οι δυο μας λοιπόν και μια χαρά γελούσαμε, κάναμε κοινωνική και πολιτική... κριτική, τσακίζαμε κάτι κανταϊφάκια με παγωτό (κι άλλα τινά ανάλογα) και γενικώς συνεργαζόμασταν άριστα.
Αρκεί να πω, ότι κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, που δεν κουνιέται φύλλο διότι η σύμπασα η Ελλάς (και οι ταγοί της) έχει ξαμοληθεί στα νησιά και στις παραλίες (ομοίως και οι περισσότεροι συνάδελφοι), μου αρκούσε να έχω αυτόν και κάνα δυο ακόμα καλούς και μια χαρά βγάζαμε, οι λίγοι μας, την 32 σελίδων εφημερίδα.
Ειδικά αυτόν τον ήθελα οπωσδήποτε.
Γιατί αυτό; Μα γιατί ήταν δραστήριος, πολυμήχανος, πολυπράγμων και ήξερα ότι θα φέρνει, τουλάχιστον αξιοπρεπή, θέματα για πρωτοσέλιδο.
Καλή και τρίκαλη η σχέση μας εν ολίγοις, αλλά dirty (από τον τίτλο γνωστής ταινίας το παρανόμι) ήταν αυτός και ουδείς βέβαιος ότι δεν θα φύγει με κουρελιασμένο το νευρικό του σύστημα, από μια αναμέτρηση μαζί του. 

Είναι χειμώνας μάλλον,  έχουμε μεταφερθεί ήδη στη νέα στέγη της "Ε" στο δεύτερο όροφο του καπνομάγαζου της οδού Δαμιανού (ωραίος, μεγάλος, προσεγμένος και κατά το δυνατόν -για εφημερίδα μιλάμε- πολυτελής χώρος). Απόγευμα προς βράδυ κι έχω νεύρα για διάφορους λόγους και κυρίως γιατί η δουλειά σέρνεται, τα θέματα από τους συναδέλφους αργούν και προβλέπεται μεγάαααλο ξενύχτι. 
Τέλειωσε και το διάλειμμα στην κουζίνα, όπου κάναμε κανέναν καφέ άμα έλειπε ο καφετζής της γειτονιάς ή θέλαμε να κάνουμε οικονομία(...), αλλά κυρίως χρησίμευε ως καπνιστήριο (πληγή κι αυτή, δημοσιογράφοι άνθρωποι κι εργαζόμενοι σ' εφημερίδα εν γένει, να μη καπνίζουν και να τσιρίζουν μόλις ακούσουν αναπτήρα ή σπίρτο ν' ανάβει'  πάνε οι ωραίες εποχές που παραμέριζες το σύννεφο του καπνού με το χέρι για να δεις μερικά μέτρα πιο πέρα' εξορία στην κουζίνα λοιπόν βδελυροί κι αμετανόητοι καπνιστές).        

Επιστρέφω στο γραφείο μου, το οποίο φάτσα στην είσοδο και γειτονιά (στο ένα μέτρο) με το γραφείο του τσακιστή νεύρων.

Παρένθεση: κάθε μεσημέρι συγκεντρωνόμασταν στο γραφείο του εκδότη και συζητούσαμε τα θέματα του αυριανού φύλλου. Meeting θέλετε, σύσκεψη; κάτι τέτοιο πάντως. Στις οποίες συσκέψεις, σπάνια συμμετείχε το σπασικλάκι και μόνο αν ήταν ήδη στην εφημερίδα. Τουτέστιν, σπάνια ξέραμε τι θα φέρει το απόγευμα.
Τέτοια μέρα και σήμερα και δεν ξέρω τι έχει στα δίχτυα του.

- Τι θα μου δώσεις σήμερα; ρωτάω. 
- .............................. Ουδεμία απάντηση από απέναντι.
 - Λέγε παιδί μου και θέλω να ξέρω τι στον κόρακα θα βάλουμε στην πρώτη σελίδα γιατί τα άλλα θέματα δεν είναι και τόσο σημαντικά. 
- ............................. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. 
- Ρε, θα μου πεις καμιά φορά; αρχίζω να φουντώνω.
- Ένα κοροϊδευτικοπαιχνιδιάρικο μειδίαμα εις απάντηση και τσιμουδιά περαιτέρω.
- Πες,  γιατί όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες, επιμένω.
Κουβέντα στην κουβέντα (από μένα), σιωπή στο μισοχαμόγελο από κείνον, αρχίζουν οι φλέβες στους κροτάφους να χορεύουν κλακέτες. Να τον πνίξω; Να τον βρίσω (όπως μόνο οι λιμενεργάτες κι οι δημοσιογράφοι ξέρουν;). Άσε καλύτερα' τι φταίνε κι οι άλλοι που δουλεύουν.  Αρπάζω ένα τσιγάρο και σφεντόνα στην κουζίνα - καπνιστήριο, μπας και ηρεμήσω και γλυτώσω το εγκεφαλικό.
Δεν προλαβαίνω να το ανάψω και να 'σου τον. Μου λέει κάνα δυο χαζά, αλλά τι να μου κάνουν τα χαζά. - Παράτα με, του λέω, γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει.. - Σαν τι δηλαδή; κοροϊδεύει πάλι.  - ...το μόνο που θέλω τώρα είναι να σου δώσω μια κουτουλιά στο δόξα πατρί, να ξεραθείς να ησυχάσω.
Ψηλός αυτός, τα είπαμε ήδη, κοντή εγώ, κοιτάει από το ύψος του τη χαμηλότητά μου και σκάει στα γέλια.: - Αυτό θέλω να το δω... και πώς θα τα καταφέρεις να φτάσεις εδώ πάνω; 
Συνειδητοποιώ κι εγώ το αστείο του πράγματος, θέλω να γελάσω, αλλά κρατάω χαρακτήρα και δεν σκάω μηδέ χαμόγελο.
Σε λίγο, σβήνω το σιγάρο και ξαναπάω στη θέση μου, να κάνω και κάνα φράγκο δουλειά.
Στο τρίλεπτο πάνω, τον ακούω: - "Δαλέλουουου", με γλυκιά φωνούλα. - Τι θες; απαντώ κοφτά. - Σε ζητάνε στο τηλέφωνο, να στο στείλω; - Ποιος είναι; ρωτάω. - Ο Αλ,... απαντάει
- Ποιος Αλ βρε άθλιε; ξέρω γω κανέναν Αλ; - Ο τσχάιμερ (εεεε; ο Αλτσχάιμερ), ανταπαντάει...

Πόσο ν' αντέξει ο άνθρωπος... Ήρθε μαζί και το προηγούμενο γέλιο που κατεπνίγη... κι όλα μέλι γάλα πάλι. 
μέχρι που "μολόγησε" και τα θέματά του χωρίς να ερωτηθεί ξανά...
       





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου