Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

παραμυθοϊστορίες



Τώρα θα δείτε παλιοκαψαέρια


Σήμερα ο Ηλίας ήταν  θυμωμένος κι ας η μέρα του ξεκίνησε πολύ ωραία.

Και να τι έγινε:
Μόλις ξύπνησε, η μαμά του τού είπε να μην αδειάσει την καλάθα με τα παιχνίδια του στο πάτωμα, όπως έκανε κάθε μέρα, γιατί θα έβγαιναν για ψώνια.
Θα του έπαιρνε, λέει, και κείνες τις κατακόκκινες γυαλιστερές γαλότσες που του είχαν αρέσει τόσο τις προάλλες (τις είχε δει να του γνέφουν κιόλας μέσα από τη βιτρίνα, αλήθεια σας λέω) για να μπορεί να παίζει κάτω στην αλάνα χωρίς να λασπώνεται.

Αφού λοιπόν αγόρασαν τις γαλότσες, η μαμά τού είπε πως τώρα πρέπει να είναι φρόνιμος γιατί είχε να κάνει και μερικά ακόμα ψώνια.
Και ήταν στ’ αλήθεια φρόνιμος.
Όμως, η μέρα δεν έμελλε να συνεχιστεί καλά.
Βγαίνοντας από το τελευταίο κατάστημα είδαν κι αυτός κι η μαμά του κι όσοι άλλοι άνθρωποι ήταν έξω εκείνη την ώρα, ότι είχε αρχίσει να βρέχει δυνατά.

«Γρήγορα», είπε η μαμά, «να προλάβουμε πριν γίνει μαύρη η μπουγάδα που άπλωσα το πρωί για να στεγνώσει.

Ο Ηλίας ήθελε πολύ να μάθει, πώς μια κάτασπρη μπουγάδα, απλωμένη να στεγνώσει  στο αεράκι και στον ήλιο, μπορεί να γίνει μαύρη ξαφνικά, αλλά η μαμά του βιαζόταν πολύ και δε μπόρεσε να ρωτήσει.

Όταν έφτασαν στο σπίτι, η μαμά έτρεξε γρήγορα στο μπαλκόνι κι ο Ηλίας, που είχε φορέσει τις κόκκινες γαλότσες – ανάποδα πάλι- και καμάρωνε, την άκουσε να φωνάζει: «Ορίστε, όπως το είπα. Τώρα χρειάζονται όλα πάλι πλύσιμο, που να πάρει η ευχή» κι ήταν στ’ αλήθεια θυμωμένη.
Τώρα, βρήκε κι ο Ηλίας ευκαιρία να ρωτήσει αυτό που τον έκαιγε από ώρα:
«Πώς γίνεται μαμά μου, να μαυρίσουν τα ρούχα μόνα τους, αφού εγώ δεν τα φόρεσα στην αλάνα;»
Σαν να έφτιαξε λίγο το κέφι της μαμάς, γιατί έβαλε τα γέλια και είπε: «Καμιά φορά, τα μαυρίζουν κι οι άλλοι. Άκου λοιπόν πώς γίνεται: Τα καψαέρια, όπως τα λέει η Ιωάννα μας, από τα αυτοκίνητα, από τα καλοριφέρ κι από τα εργοστάσια, η σκόνη  από τους δρόμους, όλα αυτά γίνονται μια παλιοπαρεούλα κι ανεβαίνουν ψηλά στον ουρανό. Εκεί, βρίσκουν τα άσπρα καθαρά συννεφάκια και ξαπλώνουν αναπαυτικά μέσα στην αγκαλίτσα τους. E, κι όπως είναι όλα αυτά τα καυσαέρια μαύρα – μαύρα λερώνουν και τα άσπρα συννεφάκια, όπως ακριβώς παθαίνω κι εγώ όταν σε παίρνω αγκαλιά, αφού έχεις παίξει στην αλάνα.
Τα συννεφάκια όμως, δεν τη θέλουν τη βρωμιά κι ανεβαίνουν πιο ψηλά για να σωθούν. Κι εκεί κοίτα τι παθαίνουν: Κρυώνουν και γίνονται βροχή. Όταν όμως είναι έτσι μαύρα από τα καυσαέρια, μας ρίχνουν μαύρη βροχή, και τα ρούχα μας, αν τα έχουμε έξω απλωμένα, λερώνουν κι οι μαμάδες θυμώνουν γιατί πρέπει να τα ξαναπλύνουν».

Ο Ηλίας, μετά από αυτή την εξήγηση, θύμωσε πολύ, αλλά δεν είπε τίποτα. Η αλήθεια είναι ότι σε λίγο τα ξέχασε όλα και συνέχισε να παίζει, φορώντας πάντα ανάποδα τις γαλότσες του.
Το μεσημέρι, όμως, που τον έβαλε η μαμά στο κρεβατάκι του, το ξανασκέφτηκε λίγο το πράγμα και ξαναθύμωσε. Δηλαδή, την ώρα που τον έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά του, αυτός ήταν ακόμα θυμωμένος.
Και τότε έγινε το θαύμα.
Το αεροπλανάκι, λέει, που του είχαν χαρίσει το καλοκαίρι στα γενέθλιά του, μεγάλωσε ξαφνικά και πια χωρούσε ολόκληρος μέσα. Κατέβηκε λοιπόν από το κρεβάτι του, γέμισε το ποτιστήρι του με νερό, σκέφτηκε για μια στιγμή να πάρει και τις γαλότσες του μαζί, αλλά λυπήθηκε να τις ξυπνήσει –κοιμόταν τόσο όμορφα οι καημένες εκεί δίπλα στο μαξιλάρι του. Έβαλε λοιπόν το ποτιστηράκι του μέσα στο αεροπλάνο, μπήκε κι αυτός, και «τώρα θα δείτε παλιοκαψαέρια τι θα πάθετε» είπε και ξεκίνησε.
Το αεροπλάνο έκανε κάνα δυο γύρους μέσα στο δωμάτιο και μετά βγήκε αθόρυβα από τη μπαλκονόπορτα.
Ανέβαινε κι ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, ώσπου συνάντησε το πρώτο συννεφάκι. Ήταν το καημένο μαύρο – μαύρο και κακομούτσουνο. «Περίμενε να σε πλύνω» του είπε ο Ηλίας και άρπαξε το ποτιστήρι του. Έριξε μπόλικο νερό στο συννεφάκι, μέχρι που έγινε πάλι κάτασπρο.
«Γεια σου» του είπε, «και να προσέχεις να μην ξαναλερωθείς» και συνέχισε να ανεβαίνει και να πλένει κάθε συννεφάκι που έβλεπε μπροστά του.
Έπλυνε και τον ουρανό που ξανάγινε γαλάζιος, έτσι όπως τον έβλεπε το καλοκαίρι στο χωριό της μαμάς του, έπλυνε και λίγο μπροστά στον ήλιο για να φαίνεται πιο λαμπερός και μετά έκανε μια βόλτα τριγύρω για να δει μήπως ξέχασε τίποτα.
Όχι, δεν ξέχασε τίποτα. Όλα ήταν λαμπερά και καθαρά σαν καινούρια και τα συννεφάκια ήταν άλλα ροζ κι άλλα άσπρα «σαν μαλλί της γριάς» σκέφτηκε κι έγλειψε τα χειλάκια του.
«Άντε, εγώ τώρα φεύγω» είπε τριγύρω «κι αν ξαναλερωθείτε θα έρθω πάλι, γιατί εγώ δεν θέλω να γίνεστε μαύρη βροχή και να λερώνετε τα ρούχα μας».

Μετά από αυτά, ικανοποιημένος και πολύ περήφανος, κατέβηκε με το αεροπλάνο του μέσα στο δωμάτιό του και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι του. Οι κόκκινες γαλότσες ήταν εκεί, τις αγκάλιασε και ξανακοιμήθηκε ευτυχισμένος.

Όταν ξύπνησε, η μαμά του ήταν σκυμμένη από πάνω του και του έλεγε: «Άντε μάτια μου, σήκω να βγεις να παίξεις με τα παιδάκια έξω. Σταμάτησε η βροχή.
Εκείνος, την κοίταξε πολύ χαρούμενος και τη ρώτησε: «Θα βάλω και τις μπότες μου;» «Βέβαια» είπε η μαμά, «έξω έχει λάσπες».
«Μπράβο μαμά» είπε ο Ηλίας, «και να ξέρεις, εγώ έπλυνα όλα τα συννεφάκια και τον ουρανό και δεν θα ξαναβρωμίσουν τα ρούχα μας από τη βροχή».

Η μαμά δεν κατάλαβε τίποτα και τον κοίταξε απορημένα. Αλλά τι να της λέει τώρα. Αυτοί οι μεγάλοι δεν είναι και τόσο πολύ έξυπνοι και δεν τα καταλαβαίνουν όλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου